ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 980
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 11467
.)4 Ιουλίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Πρόεδρος, ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές.)
Μεταξύ
:Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ., από τη Λευκωσία,
Εφεσειόντων-Καθ΄ ων η αίτηση,
- ν -
Κώστα Γεωργίου, από Αγία Μαρίνα Ξυλιάτου,
Εφεσίβλητου-Αιτητή.
- - -
Νατάσα Χαραλαμπίδου (κα), εκ μέρουα Αντ. Παπαντωνίου,
για τους Εφεσείοντες.Μαρία Χριστοφίδου (κα), εκ μέρους Ζ. Νικολάου, για τον Εφεσίβλητο.
- - -
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο
Γ. Μ. Πικής, Π.
- - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.
: Ο εφεσίβλητος προσέφυγε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών με αίτημα την αποζημίωση του από τους εργοδότες του, τους εφεσείοντες, για τον τερματισμό της υπηρεσίας του κατά παράβαση των άρθρων 3(1) και 9, του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν.24/67) ως τροποποιήθηκε - ο Νόμος. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του οι εφεσείοντες αυθαίρετα και χωρίς προειδοποίηση τερμάτισαν στις 30 Ιουνίου 2000, την εξαετή σχεδόν εργοδότησή του στο εργαστήριο τους, ως επιπλοποιού.Οι εφεσείοντες, απάντησαν ότι ο εφεσίβλητος αποχώρησε από την εργασία του οικειοθελώς, χρησιμοποιώντας τη ρήξη που επήλθε μεταξύ του και του επιστάτη στο χώρο της εργασίας του, ως πρόσχημα για την υλοποίηση ειλημμένης απόφασής του να εγκαταλείψει την εργασία του παίρνοντας συνάμα και αποζημίωση. Η θέση των εφεσειόντων έναντι των ισχυρισμών του εφεσίβλητου συνοψίζεται στην παράγραφο 3 της ένστασής τους την οποία και παραθέτουμε:
«3. Είναι η θέση των Καθ΄ ων η Αίτηση ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε οικειοθελώς και προσχεδιασμένα την εργασία του και δεν υπήρξε οποιοσδήποτε παράνομος τερματισμός, εκ μέρους των Καθ΄ ων η Αίτηση.
Διαζευκτικά οι Καθ΄ ων η Αίτηση ανάφεραν ότι ακόμα και εάν απέλυσαν οι ίδιοι τον Αιτητή η απόλυση του θα ήταν καθ΄ όλα νόμιμη και δικαιολογημένη εξ΄ αιτίας της συμπεριφοράς του Αιτητή.»
Παραδεκτή ως είναι δικονομικά η προβολή διαζευκτικών υπερασπίσεων, όπου αυτές είναι διαμετρικά αντίθετες, όπως στην προκείμενη περίπτωση, τίθενται εκ προοιμίου ερωτηματικά για την υπόσταση εκατέρας από αυτές. Απέλυσαν οι εφεσείοντες τον εφεσίβλητο ή δεν τον απέλυσαν; Αυτό ήταν το ζητούμενο. η προβολή και των δύο θέσεων υπεράσπισης διαζευκτικά θέτει την υπεράσπιση σε ανώμαλη τροχιά.
Το Δικαστήριο ορθά καθοδηγούμενο από τις διατάξεις του άρθρου 7(2) του Νόμου διαπίστωσε, ότι ο εφεσίβλητος έφερε το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του. Μ΄ αυτό υπόψη το δικάσαν Δικαστήριο αποφάσισε, υπό το πρίσμα των ευρημάτων του, ότι ο εφεσίβλητος απέσεισε το αποδεικτικό βάρος που έφερε. Μετά την αξιολόγηση της εκατέρωθεν προσαχθείσας μαρτυρίας το δικαστήριο προέβη στο ακόλουθο κρίσιμο εύρημα για την έκβαση της δίκης:
«Καταληχτικά, βρίσκουμε ότι ο αιτητής δεν αποχώρησε οικειοθελώς αλλά τερματίσθηκαν οι υπηρεσίες του μονομερώς από τους καθ΄ ων η αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 7(1) και συνεπώς δικαιούται να πληρωθεί αποζημιώσεις καθώς και προειδοποίηση σύμφωνα με το Νόμο.»
Συνακόλουθα το Δικαστήριο επεδίκασε αποζημιώσεις υπέρ του εφεσίβλητου βάσει των σχετικών διατάξεων του Νόμου, συμποσούμενες σε £2,546.
Το άρθρο 12(11Α) του περί Ετησίων Αδειών μετ΄ Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν.8/67), όπως αναμορφώθηκε από το άρθρο 2 του Ν.110(1)/99, περιορίζει το δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σε νομικά σημεία μόνον.
Τι συνιστά «νομικό σημείο» εξηγείται σε άλλο πλαίσιο πλην εξίσου σχετικό για τον ορισμό του όρου στην In re HjiCostas (1984)1 C.L.R. 513, 519,
«What amounts to a pure question of law is perhaps easy to define but hard to apply to the particular circumstances of a case. The question of law raised, whatever its nature, must necessarily be one relevant to the facts of the case. A pure question of law cannot be one extricated or detached from the facts of the case for in those circumstances it would be an academic question of law. It appears to me that whenever an issue revolves round the application of the law to given facts, it raises a pure question of law. So long as the facts to which the Court is required to apply the law are not called in question, the point is a legal one. It merely raises questions bearing on the interpretation and the scope of the law. Exploration of the ambit of the law is always a question of law.»
Ξεκινούμε με διαπιστώσεις ως προς το τι συνιστά «νομικό σημείο», γιατί είμαστε της γνώμης ότι κανένας από τους τρεις λόγους έφεσης δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της απόφασης του πρωτοδίκου Δικαστηρίου επί νομικού ζητήματος.
Ο λόγος έφεσης 2 στρέφεται ευθέως κατά των ευρημάτων του Δικαστηρίου που αφορούν τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησης του εφεσίβλητου.
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο Αιτητής δεν αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του και στήριξε την απόφαση του σε εσφαλμένη ερμηνεία των πραγματικών γεγονότων και/ή της ενώπιον του μαρτυρίας.»
Η αιτιολογία, η οποία παρέχεται προς υποστήριξη του λόγου αυτού, απολήγει σε αμφισβήτηση των ευρημάτων του Δικαστηρίου αναφορικά με τις περιβάλλουσες τον τερματισμό της εργοδότησης του εφεσίβλητου συνθήκες αφενός, και την εξουσία του διευθυντή του εργοστασίου να προβεί στον τερματισμό της υπηρεσίας του αφετέρου, γεγονός για το οποίο το Δικαστήριο προέβη σε θετικό εύρημα, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία.
Ο τρίτος λόγος έφεσης έχει ως εξής:
«Η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη.»
Εξέταση του λόγου αυτού, σε συνάρτηση με την αιτιολογία η οποία τον υποστηρίζει, αποκαλύπτει ότι και αυτός ο λόγος συνιστά προσβολή των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα, κεκαλυμμένη υπό το μανδύα της αιτιολόγησης των ευρημάτων του.
Αντικειμενική θεώρηση του κειμένου της απόφασης του Δικαστηρίου αποκαλύπτει ότι αυτό προέβη σε θεώρηση των ουσιωδών πτυχών της μαρτυρίας η οποία προσάχθηκε ενώπιον του, και ότι κατέληξε στα ευρήματά του μετά την αξιολόγησή της. Η αιτιολόγηση της πρωτόδικης απόφασης δεν αφίσταται της υποχρέωσης που θέτει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος για την αιτιολόγηση δικαστικών αποφάσεων. (Βλ. αποφάσεις
Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons (1981)1 C.L.R. 540. Καννάουρου κ.α. ν. Σταδιώτη κ.α. (1990)1 Α.Α.Δ.35. Γλυκύ ν. Δήμου Λεμεσού (1998) 1 Α.Α.Δ. 2319.)Ο πρώτος λόγος έφεσης περιστρέφεται και πάλιν γύρω από την εξουσιοδότηση του διευθυντή του εργοστασίου να απολύσει τον εφεσίβλητο. Το Δικαστήριο προέβη στο εύρημα ότι ο διευθυντής του εργοστασίου, ο οποίος τον απέλυσε με τρόπο συνοπτικό και άμεσο, είχε αυτή την εξουσία υπό το φως της προσαχθείσας μαρτυρίας, η οποία αποκάλυψε ότι στην απουσία του διευθυντή της εφεσείουσας εταιρείας τον αναπληρούσε ο διευθυντής του εργοστασίου. Μεταξύ των εξουσιών που περιήλθαν σ΄ αυτόν ήταν και
η εξουσία απόλυσης προσωπικού. Την ημέρα απόλυσης του εφεσίβλητου, ο διευθυντής του εργοστασίου, ο δεύτερος τη τάξει στη διευθυντική ιεραρχία, αναπληρούσε το διευθυντή ο οποίος απουσίαζε. Πρόκειται κατ΄ ουσία για ευρήματα γεγονότων, σχετικά με τις συνθήκες τερματισμού της υπηρεσίας του εφεσίβλητου εναντίον των οποίων δεν χωρεί έφεση. Θα ήταν παραδεκτή η έφεση εάν αυτή είχε ως λόγο την προσβολή των κατά νόμω ενδεικυομένων συμπερασμάτων του Δικαστηρίου δοθέντων των ευρημάτων του. Διαπίστωσή μας είναι ότι και ο πρώτος λόγος έφεσης στρέφεται κατά των ευρημάτων του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα, και για το λόγο αυτό είναι απαράδεκτος.Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Πικής, Π.
Καλλής, Δ.
Γαβριηλίδη ς, Δ.
/ΑυΦ
.