ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1012
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 11314)
8 Ιουλίου, 2003
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
Εφεσείοντα/Εναγόμενο αρ. 1
ν.
SPINNEYS CYPRUS LTD
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων
----------------------------
Π. Πετράκης
για τον εφεσείονταΧ. Αρτέμης για τους εφεσίβλητους
--------------
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Δικαστή Κωνσταντινίδη
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι εφεσίβλητοι είναι έμποροι και είναι παραδεκτό ότι στις 26.2.98 πώλησαν και παρέδωσαν στον εφεσείοντα, ιδιοκτήτη καταστήματος, εμπορεύματα αξίας £170,25 σεντ. Κατά την έκθεση απαιτήσεως αυτός αρνήθηκε ή αμέλησε να καταβάλει το ποσό και ήταν η υπεράσπιση του εφεσείοντα στην αγωγή που καταχωρήθηκε πως το "εξόφλησε αμέσως μετά την παράδοση
......".Κατατέθηκαν εκ συμφώνου το τιμολόγιο της 26.2.98 και κατάσταση λογαριασμού και κατέθεσαν ως μάρτυρες ο διανομέας των εφεσιβλήτων και ένας υπάλληλος του λογιστηρίου τους. Από την άλλη πλευρά, η σύζυγος του εφεσείοντα. Παρεμβάλλουμε πως στρεφόταν και εναντίον της η αγωγή για να φανεί όμως, όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, πως ως αντιπρόσωπος δεν ήταν προσωπικά υπόλογος. Αντικείμενο της έφεσης αποτελεί η διαπίστωση πως το ποσό παρέμεινε απλήρωτο, στη βάση της οποίας εκδόθηκε απόφαση κατά του εφεσείοντα.
Ο διανομέας ήταν απόλυτος και επικαλέστηκε την πρακτική που ακολουθούσε. Εφόσον κατά την παράδοση πληρωνόταν η αξία των εμπορευμάτων κατέγραφε το γεγονός στο ίδιο το τιμολόγιο και το υπέγραφε. Διαφορετικά το υπέγραφε ο παραλήπτης, όπως έγινε και εν προκειμένω, και το θέμα κατέληγε σε άλλο υπάλληλο των εφεσιβλήτων. Ο υπάλληλος του λογιστηρίου δεν είχε προσωπική γνώση. Εντόπισε όμως το τιμολόγιο ως απλήρωτο και προώθησε τη διαδικασία για την είσπραξή του.
Η σύζυγος του εφεσείοντα ήταν βέβαιη για το αντίθετο. Επικαλούμενη και το παραδεκτό γεγονός πως δεν είχε υπάρξει παρόμοιο προηγούμενο ισχυρίστηκε πως πλήρωσε το ποσό την ώρα της παραλαβής των εμπορευμάτων. Εν τούτοις, με αφορμή ορισμένες εγγραφές στην κατάσταση λογαριασμού που κατατέθηκε, κατά την αντεξέταση των μαρτύρων των εφεσιβλήτων, ιδίως του υπαλλήλου του λογιστηρίου, προωθήθηκε και άλλη εκδοχή, η οποία μάλιστα κατέληξε να συνθέτει και το κύριο επιχείρημα του εφεσείοντα. Επειδή στην κατάσταση λογαριασμού καταγράφονταν δυο πιστώσεις που δεν φαίνονταν να αντιστοιχούν σε τιμολόγια, υποστηρίχτηκε πως θα έπρεπε να είχε εξαχθεί το συμπέρασμα πως αντιπροσώπευαν πληρωμή του επίδικου τιμολογίου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε τη διαφορά στις δυο εκδοχές αλλά δεν στάθηκε στη δικονομική τάξη, στο πρόδηλο δηλαδή πως στην υπεράσπιση ο ισχυρισμός ήταν πως το ποσό πληρώθηκε αυθημερόν ενώ η μια από τις πιστώσεις στην κατάσταση λογαριασμού παρέπεμπε σε διαφορετική ημερομηνία. Είδε στην ουσία του το θέμα, δέχτηκε τις εξηγήσεις του υπαλλήλου του λογιστηρίου πως εκείνες οι εγγραφές ήταν άσχετες και επισήμανε ότι το άθροισμα των δυο πιστώσεων ήταν μεγαλύτερο από το ποσό του επίδικου τιμολογίου. Δέχτηκε ως αληθή τη μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσιβλήτων και απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία της συζύγου του εφεσείοντα.
Η διπλή γραμμή προωθήθηκε και ενώπιόν μας. Εν πρώτοις αμφισβητείται η ορθότητα της κρίσης πως ο διανομέας είπε την αλήθεια. Χωρίς όμως και να επισημαίνεται οτιδήποτε το συγκεκριμένο, συναρτημένο προς τους λόγους της αποδοχής της όπως τους κατέγραψε το πρωτόδικο δικαστήριο ή έστω γενικότερα. Και, στη συνέχεια, κατ΄επίκληση των δυο πιστώσεων στην κατάσταση λογαριασμού, ως στοιχείων που θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι τεκμηρίωναν εξόφληση. Για να προσθέσει ο εφεσείων στο περίγραμμα της αγόρευσής του και άλλους υπολογισμούς με αναφορά αυτή τη φορά σε τρίτη πίστωση, πάλιν μεταγενέστερης ημερομηνίας, το άθροισμα της οποίας με μια από τις προηγούμενες συνέπιπτε με το ποσό του επίδικου τιμολογίου. Παραγνωρίζοντας πως με την επίκληση πιστώσεων άλλων ημερομηνιών ουσιαστικά
επιβεβαιωνόταν, αντίθετα προς τη μόνη θέση που προβλήθηκε στην υπεράσπιση, η μαρτυρία του διανομέα πως δεν έγινε η πληρωμή την ημέρα της παράδοσης των εμπορευμάτων. Και, περαιτέρω, εκλαμβάνοντας πως η αντιστοίχηση των πιστώσεων προς χρεώσεις θα έπρεπε να φαίνεται στην κατάσταση λογαριασμού που προσκομίστηκε, ως περιέχουσας, όπως αντιλαμβανόταν ο εφεσείων τη μαρτυρία του υπαλλήλου του λογιστηρίου, το σύνολο των δοσοληψιών των δυο πλευρών. Ενώ κατ΄επανάληψη αυτός ο υπάλληλος παρέπεμψε στην ύπαρξη άλλων καταστάσεων τις οποίες, αν επρόκειτο να αιτιολογήσει τις πιστώσεις για τις οποίες αντεξεταζόταν, θα έπρεπε να ελέγξει. Για να μείνει όμως το θέμα εκεί.Ο εφεσίων συμπληρώνει τους λόγους έφεσής του με μια ακόμα λανθασμένη εισήγηση. Θεωρούσε πως, όπως αναφέρει, στη χειρότερη περίπτωση οι εφεσίβλητοι απέτυχαν "να αποσείσουν το βάρος της απόδειξης ότι τα επίδικα εμπορεύματα δεν είναι πληρωμένα" υποστηρίζοντας συναφώς πως ήταν καθήκον τους να προσκομίσουν το σύνολο των καταστάσεων λογαριασμών που τηρούσαν, μάλιστα ενώ στο πλαίσιο της υπεράσπισης δεν προέκυπτε συσχετισμός τους. Για να αναγνωρίσει όμως ο ευπαίδευτος συνήγορός του κατά την ακρόαση πως το βάρος της απόδειξης της εξόφλησης της παραδεκτής αγοράς το έφερε ο ίδιος ο εφεσείων. Οπότε, θα αναμέναμε και να είχε απασχολήσει πρωτοδίκως η Δ.33 Θ. 7 αναφορικά με το ποιός θα έπρεπε να αρχίσει κατά την ακρόαση. (Βλ.
Georghiades v. Antoniou and Another (1984) 1 CLR 155).Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος που να δικαιολογεί παρέμβασή μας και η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Μ. Κρονίδης, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
C:\My Documents\2003\part1\11314.doc