ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 837

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11266)

27 Ιουνίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσείοντας/ Εναγόμενος,

v.

ΚΩΣΤΑΚΗ ΤΑΒΕΛΟΥΔΗ,

ΑΝΤΩΝΑΚΗ ΤΑΒΕΛΟΥΔΗ,

ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΩΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ ΚΑΙ/΄Η ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ

ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΧΡ. ΤΑΒΕΛΟΥΔΗ

ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ,

Εφεσιβλήτων/Εναγόντων.

 

Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.

Γ. Νικολάου για Π. Παύλου, για τους Εφεσιβλήτους.

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα ενδιάμεση αίτηση εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο ένας Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου που έχει παρακαθήσει σαν μέλος του Εφετείου στην εκδίκαση μιας έφεσης εναντίον μιας ενδιάμεσης απόφασης ενός Επαρχιακού Δικαστηρίου κωλύεται και κατ' επέκταση θα πρέπει να εξαιρεθεί να παρακαθήσει σαν μέλος ενός άλλου Εφετείου με διαφορετική από την προηγούμενη σύνθεση, που θα εξετάσει μια έφεση που έχει ασκηθεί εναντίον μιας άλλης ενδιάμεσης Επαρχιακού Δικαστηρίου μέσα στα πλαίσια της ίδιας αγωγής.

 

 

(α) Τα γεγονότα.

Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν την υπ' αρ. 3164/2000 αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με την οποία ζητούσαν μεταξύ άλλων δήλωση ότι ήταν τα πρόσωπα που εδικαιούντο να εγγραφούν ως ιδιοκτήτες σε ένα κτήμα στο χωριό Καπηλειό, όπως επίσης και δήλωση ότι ο εφεσείων ουδέποτε απέκτησε χρησικτησία επί του κτήματος. Λόγω παράλειψης καταχώρισης της Έκθεσης Απαίτησης, ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση για απόρριψη της αγωγής και οι εφεσίβλητοι ένα περίπου μήνα αργότερα, αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρισης της Έκθεσης Απαίτησης. Με σχετική ενδιάμεση απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε παράταση 15 ημερών για την καταχώριση της ΄Εκθεσης Απαίτησης. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση (αρ. 11266), με την οποία αμφισβητεί την ορθότητα της δοθείσας παράτασης.

Προτού αρχίσει η ακρόαση της έφεσης ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση με την οποία ζήτησε την εξαίρεση του Δικαστή Φρ. Νικολαΐδη από την παρούσα τριμελή σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρτέμης, Νικολαΐδης, Ηλιάδης). Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η συμμετοχή του Δικαστή Νικολαΐδη σε μια άλλη έφεση που καταχωρήθηκε εναντίον μιας άλλης ενδιάμεσης απόφασης μέσα στα πλαίσια της ίδιας αγωγής, δικαιολογεί αίτημα εξαίρεσης του από τη σύνθεση που θα εξετάσει την έφεση εναντίον του διατάγματος παράτασης της χρονικής προθεσμίας για την καταχώριση της Έκθεσης Απαίτησης. Πιο συγκεκριμένα ο Δικαστής Νικολαΐδης είχε συμμετάσχει με άλλη σύνθεση (Νικήτας, Νικολαΐδης, Κραμβής) στην εκδίκαση έφεσης εναντίον της εγκυρότητας ενδιάμεσης απόφασης ημερομηνίας 12/10/2000 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην ίδια υπόθεση, με την οποία προσωρινό διάταγμα για τη μη αποξένωση εκ μέρους του εφεσείοντος του επίδικου κτήματος κατέστη απόλυτο. Η πιο πάνω ενδιάμεση απόφαση επικυρώθηκε ως ορθή από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 28/1/2002 στην υπ' αρ. 10932 έφεση, αφού αποφασίστηκε ότι δεν "είχε καταδειχθεί λόγος για να επέμβει στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια".

Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η συμμετοχή του Δικαστή Νικολαΐδη στην πρώτη σύνθεση που εξέτασε την έφεση 10932 και στη δεύτερη που εξετάζει τώρα την έφεση 11266, συνιστά παραβίαση του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όπως αυτή έχει επικυρωθεί με το Νόμο 39/62. Προς υποστήριξη του ισχυρισμού του ο εφεσείων επικαλέσθηκε την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Oberschlick v. Austria (Α 204 [1991]).

Οι εφεσίβλητοι δεν αποδέχονται τον ισχυρισμό του εφεσείοντος ισχυριζόμενοι ότι δεν δικαιολογείται η εξαίρεση του Δικαστή Νικολαΐδη, ενώ ταυτόχρονα υπέβαλαν ότι σε αυτή την περίπτωση δεν τυγχάνει εφαρμογής η απόφαση Oberschlick v. Austria αφού τα περιστατικά της διαφέρουν από τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.

(β) Η νομική πλευρά.

Το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης προνοεί ότι,

"Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσις του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως."

 

Η ανεξαρτησία και αμεροληψία του εκδικάζοντος Δικαστηρίου κατοχυρώνεται και με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος το οποίο προνοεί ότι,

"Έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ' αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου."

 

Η γνώμη ενός διαδίκου που ισχυρίζεται ότι ένα Δικαστήριο ή ένας Δικαστής δεν είναι αμερόληπτος είναι σημαντική αλλά όχι αποφασιστική. Το βασικό ερώτημα είναι αν η αμφιβολία για τη μη ύπαρξη αμεροληψίας είναι "υποκειμενικά δικαιολογημένη". Στην υπόθεση Hauschildt v. Denmark (A 154 para 50 (1989)) ένας Δικαστής στη Δανία που είχε εκδώσει διατάγματα για την κράτηση και απομόνωση του κατηγορουμένου, συμμετέσχε αργότερα ως Πρόεδρος του Δικαστηρίου που θα εκδίκαζε την ποινική υπόθεση εναντίον του ίδιου κατηγορουμένου. Άνκαι για την έκδοση των διαταγμάτων κράτησης ο Δικαστής θα έπρεπε να ικανοποιηθεί ότι υπήρχε "μια ιδιαίτερα επιβεβαιωτική υποψία ενοχής" (particularly confirmed suspicion of guilt), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχαν ειδικά περιστατικά (special circumstances) που θα δημιουργούσαν μια νόμιμη αμφιβολία (legitimate doubt) ως προς την αμεροληψία του Δικαστή για τη μετέπειτα εξαίρεση του.

Η ίδια γραμμή ακολουθήθηκε λίγο αργότερα στην υπόθεση Sainte Marie v. France (A 253-A para 32 (1992)) όπου δύο μέλη του Γαλλικού Εφετείου που είχαν καταδικάσει τον αιτητή για παράνομη κατοχή όπλων, είχαν συμμετάσχει προηγουμένως στη σύνθεση άλλου δικαστηρίου που απέρριψε αίτηση του για να αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση σε ποινική διαδικασία που βασιζόταν στα ίδια γεγονότα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αφού σημείωσε ότι οι δύο αυτοί Δικαστές δεν είχαν συμμετάσχει προηγουμένως στην ετοιμασία της υπόθεσης για την παρουσίαση της στο Δικαστήριο, αποφάνθηκε ότι η συμμετοχή ενός Δικαστή σε ενδιάμεσες αποφάσεις, συμπεριλαμβανομένων ενδιάμεσων αποφάσεων που σχετίζονταν με την παραμονή ή όχι του αιτητή υπό κράτηση, δεν μπορούσε από μόνη της να δικαιολογήσει ανησυχίες για έλλειψη αμεροληψίας.

Οι προεκτάσεις του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος εξετάστηκαν στην Κύπρο από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας (1994) 1 ΑΑΔ 268, όπου ο Δικαστής Στυλιανίδης εκδίδοντας την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου τόνισε ότι,

"Το κριτήριο για την εξαίρεση Δικαστή είναι η δημιουργία δικαιολογημένης εντύπωσης ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης από το Δικαστή στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει όλα τα γεγονότα. Εικασίες και καχυποψίες μόνο δεν είναι αρκετές."

 

Οι διάδικοι δεν μπορούν να καθορίζουν τη σύνθεση του Δικαστηρίου ανάλογα με τις επιθυμίες τους. Ο διάδικος που επιζητεί την εξαίρεση ενός δικαστή θα πρέπει να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης για να δικαιολογήσει τον ισχυρισμό του για παραβίαση του Άρθρου 6(1) της Σύμβασης. Όπως έχει τονισθεί από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γ. Πική στην υπόθεση Αποστολίδου ν. Δημοκρατίας (Α.Ε. 2588 της 15/2/2002),

"Αναντίλεκτο είναι ότι η επίλυση νομικού ζητήματος πρωτοδίκως ή κατ' έφεση δεν αποκλείει τη συμμετοχή Δικαστή στη σύνθεση Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται του ιδίου, όμοιου ή παρεμφερούς νομικού ζητήματος. (Βλ. μεταξύ άλλων Razis and Another v. Republic (1983) 3 CLR 309, Makrides v. Republic (1984) 3 CLR 304). Η ευαισθησία του Δικαστή, ως υποδεικνύεται στην Makrides, δεν αποτελεί τον οδηγό στη διαπίστωση κωλύματος, αλλά οδηγό συνιστά η σωστή εκτίμηση του δικαστικού καθήκοντος και ό,τι αυτό επιβάλλει. Παραίτηση από αυτό το καθήκον ενέχει ορατούς κινδύνους για την απονομή της δικαιοσύνης όπως υποδεικνύεται:

"One such danger is that we would be coming close to acknowledging to a litigant a right to choose the judge who will try him."

"Ένας τέτοιος κίνδυνος είναι ότι θα φθάναμε κοντά στην αναγνώριση δικαιώματος στο διάδικο να επιλέγει το δικαστή που θα τον δικάσει."

 

Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι ένας Δικαστής δεν κωλύεται λόγω προκατάληψης να εξετάσει τρίτη διαδοχική αίτηση για την κράτηση ενός υπόπτου προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, άνκαι έχει ήδη εκδώσει προηγουμένως άλλα δύο διατάγματα κράτησης εναντίον του ίδιου υπόπτου (Economides and Georghiou v. The Police (1983) 2 CLR 301) και ότι η έκδοση απόφασης από ένα Δικαστή πάνω σε ένα συγκεκριμένο νομικό σημείο, δεν τον εμποδίζει να εξετάσει το ίδιο νομικό σημείο σε άλλη υπόθεση, είτε μεταξύ των ίδιων διαδίκων, είτε μεταξύ άλλων διαδίκων. (Razis and another v. The Republic (1983) 3 CLR 309).

Στην υπόθεση Αποστολίδου (πιο πάνω) γίνεται αναφορά τόσο σε Αγγλικές αποφάσεις όσο και αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εξετάζουν το θέμα της προκατάληψης. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην Αγγλική απόφαση Locabail Ltd v. Bayfield Properties (2001) 1 All ER 65, στην οποία εξετάζονται οι προεκτάσεις της προκατάληψης και καθορίζονται οι κατευθυντήριες γραμμές που διέπουν το θέμα. (Βλ. επίσης Ex p. Pinochet Ugarte (No.2) (1999) 1 All ER 577 (HL)).

Το θέμα της προκατάληψης εξετάστηκε επίσης πρόσφατα στην Αγγλία στην υπόθεση Taylor and another v. Lawrence and another (2002) 2 All ER 353, όπου κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί προκατάληψη του Δικαστή, ο οποίος την προηγούμενη μέρα της έκδοσης μιας απόφασης είχε χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες των δικηγόρων ενός από τους διαδίκους για την τροποποίηση της διαθήκης του και εκείνης της γυναίκας του. Στη σχετική απόφαση του Δικαστηρίου ο Lord Woolf παρατήρησε ότι θα ήταν αδιανόητο για ένα καλά πληροφορημένο παρατηρητή να δεχθεί ότι ένας δικαστής θα μπορούσε να επηρεασθεί και να ευνοήσει ένα διάδικο με τον οποίο δεν είχε οποιαδήποτε σχέση, απλά και μόνο γιατί ο διάδικος αυτός εκπροσωπείτο από δικηγόρους που ενεργούσαν ως δικηγόροι του Δικαστή σε ένα προσωπικό θέμα του Δικαστή αναφορικά με μια διαθήκη.

Προς υποστήριξη της αίτησης του ο εφεσείων επικαλέσθηκε την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Oberschlick v. Austria (πιο πάνω). Στην πιο πάνω υπόθεση ο αιτητής είχε βρεθεί ένοχος σε κατηγορίες δυσφήμησης και είχε καταδικαστεί από το Περιφερειακό Δικαστήριο (Regional Court) σε πρόστιμο και σε περίπτωση παράλειψης καταβολής του προστίμου σε φυλάκιση 25 ημερών. Στην έφεση που ασκήθηκε το Εφετείο (με την ίδια σύνθεση όπως το Περιφερειακό Δικαστήριο) αποφάσισε την απόρριψη της έφεσης. Το Άρθρο 489(3) του Αυστριακού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προέβλεπε ότι,

"Those members of the court of second instance who participated at a previous stage in the decision of the Review Chamber to discontinue the proceedings or in the determination of an appeal against such a decision (Article 486) shall be disqualified from hearing or determining an appeal."

 

Σε ελεύθερη μετάφραση,

"Εκείνα τα μέλη του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που είχαν συμμετάσχει σε κάποιο προηγούμενο στάδιο στην έκδοση της απόφασης από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο για τη διακοπή της διαδικασίας ή για την εκδίκαση μιας έφεσης εναντίον μιας τέτοιας απόφασης (Άρθρο 486) δεν επιτρέπεται να συμμετάσχουν για να ακούσουν ή για να εκδικάσουν την έφεση."

 

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάνθηκε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6(1) του δικαιώματος του αιτητή για δίκαιη δίκη από ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, κατά παράβαση του Άρθρου 6(1) της Σύμβασης. Όπως σημειώθηκε στη σχετική απόφαση,

"Article 489 para. 3 of the Code of Criminal Procedure, which lays down that the Court of Appeal shall not comprise, in a case like this, any judge who has previously dealt with it in the first set of proceedings (see paragraph 28 above), manifests the national legislature΄s concern to remove all reasonable doubts as to the impartiality of that court. Accordingly the failure to abide by this rule means that the applicant΄s appeal was heard by a tribunal whose impartiality was recognized by national law to be open to doubt."

 

Σε ελεύθερη μετάφραση,

"Το άρθρο 489 παράγραφος 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο προνοεί ότι στο Εφετείο δεν θα μπορεί να συμπεριλαμβάνεται, σε μια τέτοια περίπτωση, οποιοσδήποτε Δικαστής που έχει συμμετάσχει στην εκδίκαση της υπόθεσης στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας (βλέπε παράγραφο 28 πιο πάνω), δηλώνει την ανησυχία της εθνικής αρχής να παραμερίσει όλες τις λογικές αμφιβολίες αναφορικά με την αμεροληψία του δικαστηρίου αυτού. Συνακόλουθα η παράλειψη συμμόρφωσης προς τον πιο πάνω κανόνα σημαίνει ότι η έφεση του αιτητή εκδικάστηκε από ένα δικαστήριο η αμεροληψία του οποίου αναγνωρίστηκε από τον εθνικό νόμο ότι βρισκόταν υπό αμφισβήτηση."

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης Oberschlick v. Austria δεν ενισχύουν τη θέση του εφεσείοντος αφού διαφέρουν από τα γεγονότα της παρούσας διαδικασίας. Πιο συγκεκριμένα, η πιο πάνω απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων βασίστηκε σε συγκεκριμένες νομοθετικές και δικονομικές διατάξεις του Αυστριακού Νόμου που διέπει ρητά τον τρόπο εκδίκασης ποινικών υποθέσεων δυσφήμησης. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν μπορούσε να παραγνωρίσει αλλά αντίθετα θα έπρεπε να εφαρμόσει τις πιο πάνω νομοθετικές και δικονομικές πρόνοιες. Οι πιο πάνω πρόνοιες διαφοροποιούν την απόφαση Oberschlick v. Austria από την παρούσα.

Ένα άλλο σημείο που ενισχύει την πιο πάνω προσέγγιση είναι ότι η εφαρμογή της απόφασης Oberschlick v. Austria περιορίζεται σε υποθέσεις στις οποίες ο δικαστής του οποίου ζητείται η εξαίρεση, έχει παρακαθήσει τόσο σε πρωτόδικο και δευτεροβάθμιο στάδιο όπου εξετάζονται τα ίδια θέματα, δηλαδή η ενοχή ή η αθωότητα του αιτητή. Στην υπό εξέταση υπόθεση οι δύο διαδικασίες είναι τελείως διαφορετικές αφού η μεν έφεση 10932 αφορούσε την εγκυρότητα προσωρινού διατάγματος μη αποξένωσης ακίνητης περιουσίας, ενώ η έφεση 11266 αφορά την ορθότητα ενδιάμεσου διατάγματος το οποίο παρατείνει την προθεσμία καταχώρισης της Έκθεσης Απαίτησης.

Στην παρούσα περίπτωση το αίτημα του εφεσείοντος είναι ανεδαφικό. Η απλή συμμετοχή του Δικαστή Νικολαΐδη σε προηγούμενη διαδικασία έφεσης με διαφορετική σύνθεση δεν τον καθιστά εξαιρετέο στην παρούσα διαδικασία. Τα επίδικα θέματα των δύο διαδικασιών είναι τελείως διαφορετικά μεταξύ τους και εξετάζουν ερωτήματα που αφορούν ενδιάμεσες διαδικασίες. Σημειώνεται ότι δεν έχει εξεταστεί ακόμα η ουσία της αγωγής, που θα αποτελέσει το αντικείμενο της ακροαματικής διαδικασίας όταν ο φάκελος θα παραπεμφθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στο Επαρχιακό Δικαστήριο μετά τη συμπλήρωση της διαδικασίας εξαίρεσης.

Η σχετική αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.

 

 

 

Δ.

 

 

 

 

Δ.

 

 

 

 

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο