ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 704

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11216)

30 Μαΐου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

Εφεσείουσα/Ε ναγομένη,

v.

ΑΡΓΥΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας.

 

Στ. Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσείουσα.

Σπ. Ευαγγέλου, για την Εφεσίβλητη.

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης ενδιάμεσης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση που καταχωρήθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.27, θ.3 για διαγραφή της Οπισθογράφησης του Κλητηρίου Εντάλματος και της Έκθεσης Απαίτησης.

(α) Τα γεγονότα.

Στις 27/2/1996 η Αργυρή Γεωργίου (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως "η εφεσίβλητη") καταχώρησε την υπ' αριθμό 1770/96 αγωγή εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως "η εφεσείουσα") με την οποία ζητούσε αποζημιώσεις πέραν των £100.000 για ζημιογόνες άδικες πράξεις και/ή παραλείψεις λειτουργών της εφεσείουσας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Πιο συγκεκριμένα, από ό,τι διαφαίνεται από το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης της εφεσίβλητης που καταχωρήθηκε στις 5/6/2000, μετά τον τερματισμό από την εφεσείουσα της άδειας εκμετάλλευσης των καταστημάτων δώρων που διαχειριζόταν η εφεσίβλητη στα αεροδρόμια Λάρνακας και Πάφου και την καταχώριση εκ μέρους της εφεσίβλητης στις 6/4/1995 της υπ' αριθμό 3182/95 αγωγής για αποζημιώσεις και για άλλες θεραπείες, υπάλληλοι που υπηρετούσαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ειδοποιούσαν το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος εμφανιζόταν μέσω εκπροσώπου του σε μονομερείς (ex parte) αιτήσεις που καταχωρούνταν εκ μέρους της εφεσίβλητης μέσα στα πλαίσια της αγωγής 3182/95, με αποτέλεσμα να δίνεται η άδεια από το Δικαστήριο στον εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα να εμφανίζεται στη διαδικασία της μονομερούς αίτησης και έτσι η μονομερής αίτηση να μετατρέπεται σε αίτηση με κλήση. Είναι η θέση της εφεσίβλητης ότι η πιο πάνω συμπεριφορά των υπαλλήλων του Πρωτοκολλητείου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας συνιστούσε παραβίαση,

  1. Του συνταγματικού δικαιώματος της ισότητας που διασφαλίζεται με το Άρθρο 28 του Συντάγματος,
  2. Του συνταγματικού δικαιώματος για ανεπηρέαστη ακροαματική διαδικασία που κατοχυρώνεται με το Άρθρο 30 του Συντάγματος,
  3. Του συνταγματικού δικαιώματος της αποτελεσματικής εφαρμογής του Μέρους ΙΙ του Συντάγματος που διασφαλίζεται με το Άρθρο 35 του Συντάγματος και
  4. Του δικαιώματος προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου με μονομερή αίτηση (ex parte) που διασφαλίζεται με το Άρθρο 9 του Κεφ. 6.

 

Μετά την καταχώριση της Έκθεσης Απαίτησης από την εφεσίβλητη, η εφεσείουσα καταχώρησε στις 17/11/2000 αίτηση με την οποία εζητείτο η διαγραφή της Οπισθογράφησης και της Έκθεσης Απαίτησης της αγωγής 1770/96 γιατί δεν απεκάλυπτε λογικό αγώγιμο δικαίωμα και γιατί ήταν ενοχλητική, άχρηστη και χωρίς ουσία. Μετά την καταχώριση της σχετικής ένστασης από την εφεσίβλητη, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της αίτησης.

 

 

 

 

 

(β) Η πρωτόδικη απόφαση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι η διαγραφή μιας αίτησης ή αγωγής στο αρχικό αυτό στάδιο της διαδικασίας είναι ένα πολύ εξαιρετικό μέτρο που πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις όπου η αίτηση ή η αγωγή στερείται αναμφίβολα νομικού ή πραγματικού ερείσματος και αφού αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στις αποφάσεις Mavromoustakis v. Yeroudes (1965) 1 CLR 176, Papamichael v. Chacholiades (1970) 1 CLR 305 και In Re Pelmako Development Ltd (1991) 1 ΑΑΔ 246, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αίτηση δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε προς τούτο τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

"Με βάση τις πιο πάνω νομικές αρχές στρεφόμαστε να εξετάσουμε τη δική μας περίπτωση. Τα γεγονότα όπως αυτά αποκαλύπτονται από την Έκθεση Απαίτησης είναι ότι ο Πρωτοκολλητής και/ή οι υπάλληλοι του Πρωτοκολλητείου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας σε δύο περιπτώσεις που υπήρχε μονομερής αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος ειδοποίησε το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν δικηγόροι εκ μέρους του και να εμποδιστεί έτσι η έκδοση μονομερώς σχετικού προσωρινού διατάγματος. Βασίζονται μάλιστα σε σχετική επιστολή του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς τον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι από αυτή προκύπτει παραδοχή ότι οι υπάλληλοι του Πρωτοκολλητείου ενήργησαν παράτυπα. Τέτοια ενέργεια του Πρωτοκολλητείου, σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης αποτελεί παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων της ενάγουσας όπως αυτά διασφαλίζονται με τα Άρθρα 28, 30 και 35 του Συντάγματος και/ή ότι της δίνουν δικαίωμα αγωγής με βάση το Άρθρο 172 του Συντάγματος.

Μελετήσαμε τις αντίστοιχες θέσεις με πολλή προσοχή, έχοντας πάντοτε υπόψη ότι στο στάδιο αυτό δεν θα εξεταστεί η ουσία της αγωγής για να αποφασιστεί αν πράγματι παραβιάστηκαν ή όχι συνταγματικά δικαιώματα της ενάγουσας. Αυτό που είναι αρκετό να αποφασιστεί είναι αν η επίκληση παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων μπορεί να θεωρηθεί σαν εύλογη βάση αγωγής, ανεξάρτητα αν τελικά επιτύχει ή όχι η υπόθεση. Στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Τάκη Γιάλλουρου ν. Ευγένιου Νικολάου, Πολιτική Έφεση 9931, της 8/5/2001 (11 Δικαστές), αποφασίστηκε ότι η παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων θεμελιώνει αφ' εαυτής αγώγιμο δικαίωμα ανεξάρτητα αν οι εν λόγω παραβιάσεις δεν συνιστούν αστικά αδικήματα με βάση τον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ. 148. Περαιτέρω η αγωγή έχει σαν βάση της και το Άρθρο 172 του Συντάγματος το οποίο και πάλι παρέχει αγώγιμο δικαίωμα από μόνο του, δηλαδή ανεξάρτητα από το Κεφ. 148. (Βλ. μεταξύ άλλων Alexandrou v. Attorney General of the Republic (1983) 1 CLR 41 και Modestos Pitsillos v. Republic of Cyprus through the Attorney General (1984) 1 CLR 780)."

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι τόσο το Κλητήριο Ένταλμα όσο και η Έκθεση Απαίτησης απεκάλυπταν αιτία αγωγής και ότι δεν είχε εντοπισθεί οτιδήποτε στο Κλητήριο Ένταλμα ή στην Έκθεση Απαίτησης που φαινόταν ότι ήταν σκανδαλώδες ή μη αναγκαίο ή που έτεινε να επηρεάσει δυσμενώς ή να προκαλέσει καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης.

(γ) Η έφεση.

Η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για τους πιο κάτω τρεις συγκεκριμένους λόγους:

  1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η επίκληση της παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων μπορεί να θεωρηθεί σαν εύλογη βάση αγωγής ανεξάρτητα από το αν τελικά επιτύχει η αγωγή ή όχι,
  2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δε δέχθηκε την εισήγηση της εφεσείουσας ότι η εφεσίβλητη επεδίωκε την αναθεώρηση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιτρέψει σε δύο περιπτώσεις την εμφάνιση σε δικηγόρο - εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα να εμφανισθεί σε μονομερείς αιτήσεις, και
  3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν προέβηκε στην απόρριψη της αγωγής.

 

  1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η επίκληση της παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων μπορεί να θεωρηθεί σαν εύλογη βάση αγωγής ανεξάρτητα από το αν τελικά επιτύχει η αγωγή ή όχι.
  2. Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίκληση και μόνο της παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων μπορεί να θεωρηθεί σαν εύλογη βάση αγωγής ανεξάρτητα από την επιτυχία ή την αποτυχία της αγωγής, είναι λανθασμένη. Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι τα Άρθρα 28, 30 και 35 του Συντάγματος είναι συνταγματικά δικαιώματα γενικής εφαρμογής και ότι λανθασμένα έγινε επίκληση της απόφασης Γιάλλουρου ν. Νικολάου (Π.Ε. 9931 της 8/5/2001) γιατί στην πιο πάνω υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο είχε ενώπιον του δεσμευτική απόφαση κατώτερου Πολιτικού και Ποινικού Δικαστηρίου ότι υπήρξε παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων, ενώ στην παρούσα περίπτωση υπάρχει μόνο η προβολή ενός τέτοιου ισχυρισμού, χωρίς την απόδειξη ότι πράγματι υπήρξε μια τέτοια παραβίαση.

    Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης σημείωσε ότι η Διαταγή 27, θεσμός 3 προνοεί για τη διαγραφή ενός δικογράφου εφόσον δεν αποκαλύπτει "εύλογο αγώγιμο δικαίωμα" που θα πρέπει να εξετάζεται μετά την καταχώριση της Έκθεσης Απαίτησης, μέσα στα πλαίσια της εξέτασης της ουσίας της αγωγής σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης Drummond-Jackson v. British Medical Association [1970] 1 All E.R. 1094. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι το Δικαστήριο δεν προβαίνει στη διαγραφή ενός δικογράφου όταν προβάλλεται προς εξέταση ένα συζητήσιμο ή σοβαρό θέμα σύμφωνα με το σκεπτικό των αποφάσεων Barton Thompson and Co. v. Stapling Machines Co. [1966] Ch. 499 και Attorney General of Duchy of Lancaster v. London and North Western Ry [1982] 3 Ch. 274.

    Η εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσείουσας ότι τα Άρθρα 28, 30 και 35 του Συντάγματος είναι γενικής εφαρμογής και κατ' επέκταση δεν ενισχύουν την άποψη της ύπαρξης "εύλογου αγώγιμου δικαιώματος" και ότι λανθασμένα έγινε επίκληση της απόφασης Γιάλλουρου ν. Νικολάου (πιο πάνω), δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η κατ' ισχυρισμό παραβίαση των πιο πάνω Άρθρων προβάλλει ένα σοβαρό θέμα προς εξέταση που δεν θα μπορούσε να απορριφθεί σε αυτό το αρχικό στάδιο χωρίς την παράθεση μαρτυρίας. Το βασικό ερώτημα που εγείρεται είναι όπως το έχει θέσει ο Δικαστής Lord Pearson στην υπόθεση Drummond-Jackson v. British Medical Association το ακόλουθο:

    "Does this statement of claim disclose an alleged cause of action which has some chance of success?"

    Σε ελεύθερη μετάφραση,

    "Η έκθεση απαίτησης αποκαλύπτει μια κατ' ισχυρισμό βάση αγωγής που έχει κάποια πιθανότητα επιτυχίας."

     

    Η διαγραφή μιας απαίτησης ή μιας υπεράσπισης δεν συνιστάται εκτός αν η εισήγηση δεν μπορεί να υποστηριχθεί. Όπως έχει τονισθεί από το Δικαστή Salmon L.J. στην υπόθεση Nagle v. Feilden [1966] 1 All E.R. 697,

    "It is well settled that a statement of claim should not be struck out and the plaintiff driven from the judgment seat unless the case is unarguable."

    Σε ελεύθερη μετάφραση,

    "Έχει καλά καθιερωθεί ότι μια έκθεση απαίτησης δεν πρέπει να διαγράφεται και ο ενάγων να εκτοπίζεται από τη θέση της δικαστικής απόφασης εκτός αν η υπόθεση δεν έχει βάση συζήτησης."

     

    Στην παρούσα περίπτωση η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι "τόσο το Κλητήριο Ένταλμα όσο και η Έκθεση Απαίτησης αποκαλύπτουν αιτία αγωγής" είναι ορθή, αφού η κατ' ισχυρισμό παραβίαση των αναφερόμενων συνταγματικών δικαιωμάτων προβάλλει σαν εύλογη βάση αγωγής. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

  3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δε δέχθηκε την εισήγηση της εφεσείουσας ότι η εφεσίβλητη επεδίωκε την αναθεώρηση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιτρέψει σε δύο περιπτώσεις την εμφάνιση σε δικηγόρο - εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα να εμφανισθεί σε μονομερείς αιτήσεις.

Αναφορικά με τον πιο πάνω λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας λανθασμένα δε δέχθηκε την εισήγηση της εφεσείουσας ότι δεν μπορεί να επιτύχει μέσω της διαδικασίας που επέλεξε την αναθεώρηση της δίκης ενεργώντας ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, για να αποφασίσει αν ορθά ή όχι εμφανίστηκε δικηγόρος της Δημοκρατίας στις δύο μονομερείς αιτήσεις. Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το πιο πάνω θέμα θα έπρεπε να εξεταστεί μέσα στα πλαίσια της εξέτασης της ουσίας της αγωγής. Χωρίς να υπεισερχόμεθα στο τελικό αποτέλεσμα της αγωγής, σημειώνουμε ότι μια προσεκτική εξέταση των αιτημάτων της αγωγής 1770/96 δείχνει ότι οι απαιτήσεις της εφεσίβλητης δεν περιορίζονται στην εξέταση του ερωτήματος αν ορθά εμφανίστηκε ή όχι ο Γενικός Εισαγγελέας στις δύο μονομερείς αιτήσεις, αλλά συμπεριλαμβάνουν και διάφορα άλλα αιτήματα όπως π.χ. αποζημιώσεις για διάφορες κατ' ισχυρισμό πράξεις των υπαλλήλων του Πρωτοκολλητείου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

(iii) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν προέβηκε στην απόρριψη της αγωγής.

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για τη διαγραφή της απαίτησης σύμφωνα με τη Δ.27, θ.3. Και τούτο γιατί συνέτρεχαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για τη διαγραφή της απαίτησης που είναι (α) η έγκαιρη υποβολή της αίτησης, (β) η μη ύπαρξη ανάγκης υποστήριξης της με ένορκη δήλωση και (γ) τα γεγονότα ήταν τέτοια που καθιστούσαν την περίπτωση καθαρή σε βαθμό που το Δικαστήριο θα έπρεπε να επέμβει.

Η Δ.27, θ.3 πάνω στην οποία στηρίχθηκε η αίτηση προνοεί ότι,

"The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just."

 

Σε ελεύθερη μετάφραση,

"Το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη διαγραφή οποιουδήποτε δικογράφου για το λόγο ότι δεν αποκαλύπτει οποιοδήποτε λογικό αγώγιμο δικαίωμα ή απάντηση και σε μια τέτοια περίπτωση ή σε περίπτωση που η αγωγή ή η υπεράσπιση φαίνεται από τα δικόγραφα ότι είναι μηδαμινή ή ενοχλητική, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει όπως η αγωγή ανασταλεί ή απορριφθεί ή να εκδώσει απόφαση που θα είναι δίκαιη."

 

 

 

 

 

Οι προεκτάσεις της πιο πάνω Διαταγής εξετάσθηκαν σε αριθμό υποθέσεων στις οποίες τονίστηκε ότι τα Δικαστήρια θα πρέπει να επεμβαίνουν και να προβαίνουν σε μια διαγραφή της απαίτησης μόνο όταν η απαίτηση κρίνεται ως ανυπόστατη. Όπως είχε τονισθεί από το Δικαστή Πική (όπως ήταν τότε) στην υπόθεση In Re Pelmako Development Ltd (1991) 1 ΑΑΔ 246,

"Όπως έχουμε αναφέρει, η εγκυρότητα αίτησης για διάλυση, εξετάζεται αποκλειστικά με βάση το περιεχόμενό της και τις αντικειμενικές συνέπειες που συνεπάγεται η τεκμηρίωση των ισχυρισμών που προβάλλονται σ' αυτή. Η διαγραφή δικογράφου, και ιδιαίτερα δικογράφου με το οποίο ο διάδικος επικαλείται την άσκηση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, αποτελεί εξαιρετικό μέτρο το οποίο δικαιολογείται μόνο εφόσο το δικόγραφο κρίνεται αναντίλεκτα ανυπόστατο. Διαφορετικά, η διαγραφή θα συνεπαγόταν και παραβίαση του δικαιώματος διαδίκου να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου στο οποίο δικαιούται να προσφύγει βάσει του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.1 του Συντάγματος."

Έχοντας υπόψη την ερμηνεία που έχει δοθεί στις πρόνοιες της Δ.27, θ.3 και τα περιστατικά που περιβάλλουν την παρούσα περίπτωση, κρίνουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και δεν χωρεί λόγος επέμβασης μας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

 

 

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο