ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 390

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

< I>Αίτηση Αρ. 143/2002

9 Απριλίου, 2003

[ ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

Αναφορικά με τα άρθρα 11, 30 και 155(4) του Συντάγματος της Κυπριακης δημοκρατιασ,

του άρθρου 3 του Περί Απονομής της

Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964

και

Αναφορικά με τα άρθρα 2 και 3 του Περί Δικαστηρίων Νόμου14/1960, οπως τροποποιηθηκε

και

Αναφορικά με την Αίτηση του Σάββα Πλαστήρα Ιωάννου, από τη λευκωσια, για την εκδοση Προνομιακού Εντάλματος τύπου Habeas Corpus ad sudjiciendum για απελευθέρωση του από τις

Κεντρικές Φυλακές Κύπρου

και

Αναφορικά με την απόφαση του παρανόμως και/ή παρατύπως συσταθέντος και/ή ανύπαρκτου και/ή ούτω καλούμενου Κακουργιοδικείου Λεμεσού, απαρτιζόμενου κατά πάντα ουσιώδη προς την παρούσα Αίτηση χρόνο, από τους έντιμους Δικαστές, Μ. Φωτίου (ως πρόεδρο) Ε. Κολατσή (ως μέλος) και Γ. Γιασεμή (ως μέλος), το οποίο κατά ή περί την 17.12.1999 εξέδωσε καταδικαστική απόφαση εναντίον του Αιτητή στην υπόθεση αρ. 852/99 και επέβαλε σ΄αυτόν την ποινή της δια βίου φυλάκισης αφού ήβρε αυτόν ένοχο στις κατηγορίες:

α. Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση των ΑΡθρων 371 και 20 Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

β. Φόνος εκ προμελέτης, κατά παράβαση των Αρθρων 203, 204 και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 3/62 και 86/83.

γ. Απόπειρα φόνου, κατά παράβαση των Αρθρων 214(α) και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Αρθρο 6 του Νόμου 3/62.

δ. Χρήση πυροβόλου όπλου η εισαγωγή του οποίου απαγορεύεται, κατά παράβαση των άρθρων 3(1)(α)(2) (α) και 28 του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου 38/74 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 27/78 Αρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

ε. Μεταφορά πυροβόλου όπλου η εισαγωγή του οποίου απαγορεύεται, κατά παράβαση των Αρθρων 3(1)(α)2 (α) του περί Πυροβόλων Οπλων Νόμου 38/74 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 27/78. Αρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

στ. Κατοχή εκρηκτικών υλών άνευ αδείας του Επιθεωρητή Εκρηκτικών Υλών, κατά παράβαση του Αρθρου 4(1)(ε)(4)(δ) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου Κεφ. 54, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 27/78. Αρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

και

Αναφορικά με το Διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών Κύπρου, Καθ΄ου η Αίτηση.

Α. Αβραάμ, για τον Αιτητή.

Λ. Χριστοδουλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για καθ΄ου η αίτηση.

Αιτητής παρών.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είχε καταδικαστεί από Κακουργιοδικείο που συνεδρίασε στη Λευκωσία, για διάφορα κακουργήματα, περιλαμβανομένου και του φόνου εκ προμελέτης και του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης με σοβαρότερη τη δια βίου. Ο αιτητής εφεσίβαλε την καταδικαστική εναντίον του απόφαση (Ποινική Έφεση 6855) και η έφεση του απορρίφθηκε. Με την παρούσα αίτηση ζητά την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus.

Οι λόγοι που προβάλλει αφορούν κατ΄ ισχυρισμό παράνομη και παράτυπη σύσταση του Κακουργιοδικείου, κατά παράβαση των σχετικών Νόμων. Παραθέτω αυτούσιους τους λόγους που περιλήφθηκαν στην αίτησή του:

«5. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Α. Το ως άνω, στον τίτλο αναφερόμενο «Κακουργιοδικείο» ήταν, κατά πάντα ουσιώδη προς τα γεγονότα χρόνο, μηδέποτε και/ή παρανόμως και/ή παρατύπως συσταθέν και/ή λειτουργούν και ως εκ τούτου νομικά ανύπαρκτο και/ή στερούμενο οποιασδήποτε αρμοδιότητας και/ή δικαιοδοσίας ως Κακουργιοδικείο και/ή άλλως πώς και/ή στερούμενο δυνατότητας να συγκροτηθεί ως Κακουργιοδικείο και/ή άλλως πως για να επιληφθεί και/ή εκδικάσει και/ή εύρη ένοχο και/ή καταδικάσει και/ή επιβάλει ποινή στον Αιτητή, στην υπό αναφορά Ποινική Υπόθεση αρ. 852/99, λόγω του γεγονότος ότι για τη συγκρότηση και/ή σύσταση και/ή λειτουργία του δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, όπως τροποποιήθηκε.

Ειδικότερα:

(α) Του άρθρου 3(2) του εν λόγω Νόμου, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα συγκρότησης ενός και μόνο Κακουργιοδικείου σε κάθε επαρχία της Δημοκρατίας, αφού, κατά πάντα ουσιώδη προς την εκδίκαση της υπόθεσης του Αιτητή χρόνο, υπήρχε νομίμως και κανονικά συσταθέν και λειτουργούσε Κακουργιοδικείο Λεμεσού απαρτιζόμενο από τους έντιμους Δικαστές, Ε. Παπαδοπούλου (Πρόεδρο), Μ. Χριστοδούλου (Μέλος) και Α. Λιάτσο (Μέλος).

(β) Περαιτέρω και αν ήθελε διαφανεί ότι το αναφερόμενο στον τίτλο «Κακουργιοδικείο» ήταν Δικαστήριο συσταθέν ως Κακουργιοδικείο, συμφώνως του άρθρου 3(4) του εν λόγω Νόμου, αυτό ήταν και πάλι παρανόμως και/ή παρατύπως συσταθέν αφού για τη σύσταση του ήταν αναγκαία η προηγούμενη έκδοση σχετικού διατάγματος από το Ανώτατο Δικαστήριο για την διαίρεση της επαρχίας Λεμεσού όπως αναγκαία και απαραίτητη ήταν και η δημοσίευση τέτοιου διατάγματος στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Τέτοιο διάταγμα ουδέποτε εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο και ούτε δημοσίευση τέτοιου διατάγματος έγινε ποτέ στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(γ) Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω παραλήψεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου και/ή εν πάση περιπτώσει της μη αυστηρής συμμόρφωσης με τις πρόνοιες των εκτεθέντων προνοιών του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, όπως τροποποιήθηκε, η σύσταση και/ή συγκρότηση του καλούμενου, όπως στον τίτλο αναφέρεται, «Κακουργιοδικείου», έπασχε και/ή πάσχει νομιμότητας καθιστώντας αυτό παρανόμως συσταθέν και/ή λειτουργούν χωρίς αρμοδιότητα και δικαιοδοσία ως Κακουργιοδικείο ή ως άλλο Δικαστήριο. Το εν λόγω «Κακουργιοδικείο» δεν είχε εξουσία να επιληφθεί της υπόθεσης του Αιτητή ή άλλης υπόθεσης.

Β. Ανεξαρτήτως των ισχυρισμών της παραγράφου 5 Α της παρούσας Αίτησης, το ως άνω, στον τίτλο αναφερόμενο «Κακουργιοδικείο», στερείτο, κατά πάντα ουσιώδη προς τα γεγονότα χρόνο, της εξουσίας και/ή αρμοδιότητας να επιληφθεί και εκδικάσει τη υπ΄αριθμό 852/99 Ποινική Υπόθεση του Αιτητή λόγω του γεγονότος ότι παράνομα, αυθαίρετα και χωρίς οποιαδήποτε νόμιμη εντολή και/ή εξουσιοδότηση κατά ή περί την 30.3.1999 και/ή προ της εν λόγω ημερομηνίας, επενέβη στη δικαιοδοσία και/ή αρμοδιότητα του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού, όπως τούτο απαρτίζετο από τους έντιμους δικαστές Ε. Παπαδοπούλου (Πρόεδρο), Μ. Χριστοδούλου (Μέλος) και Α. Λιάτσο (Μέλος) η σύνθεση του οποίου αποτελούσε το μόνο νόμιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού και ενώπιον του οποίου καταχωρήθηκε το κατηγορητήριο της υπόθεσης 852/99 από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και αφού παράτυπα και παράνομα ονομάστηκε «Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού» αφαίρεσε την υπόθεση του Αιτητή από το αρμόδιο Κακουργιοδικείο και επελήφθη αυτής από, κατά ή περί την 30.3.1999, εκδίδοντας τελικά καταδικαστική απόφαση σε βάρος του Αιτητή.

Γ. Ανεξαρτήτως των ως άνω ισχυρισμών του Αιτητή, το ως άνω, στον τίτλο αναφερόμενο «Κακουργιοδικείο», το οποίο επελήφθη της υπόθεσης του Αιτητή αφαιρώντας την από το νόμιμο και μοναδικό αρμόδιο δικαστήριο, παρέβη και/ή αγνόησε και/ή δεν υπάκουσε το διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 22.4.1999 με το οποίο το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε όπως η υπόθεση του Αιτητή μεταφερθεί για εκδίκαση ενώπιον του Κακουργιοδικείου που θα συνεδρίαζε στη Λευκωσία, δηλαδή του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας.

6. Κατάληξη όλων των πιο πάνω αναφερθέντων ήταν ο Αιτητής δικάστηκε από ανύπαρκτο και/ή αναρμόδιο και/ή άνευ δικαιοδοσίας «Κακουργιοδικείο» και στερήθηκε του Συνταγματικού του Δικαιώματος να δικαστεί και να στερηθεί την ελευθερία του μόνο από αρμόδιο Δικαστήριο όπως ρητά προβλέπει το Άρθρο 11.2(α) του Συντάγματος.»

Ο καθ΄ου η αίτηση, πέραν του ότι αντέκρουσε τους ισχυρισμούς του αιτητή για παράνομη και παράτυπη σύσταση του εκδικάσαντος την υπόθεση Κακουργιοδικείου, πρόβαλε σειρά προδικαστικών ενστάσεων που ήταν αυτολεξεί οι ακόλουθες:

«(α) Εγείρεται προδικαστική ένσταση με τον ισχυρισμό ότι η παρούσα αίτηση συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου για το λόγο ότι ο αιτητής άσκησε έφεση εναντίον της καταδίκης του η οποία είχε απορριπτική κατάληξη.

(β) Εγείρεται περαιτέρω προδικαστική ένσταση με τον ισχυρισμό ότι δεν είναι δυνατή η έκδοση της αιτούμενης θεραπείας, δηλαδή του εντάλματος Habeas Corpus, ενόψει του ότι ο αιτητής εκτίει ποινή που του επιβλήθηκε νόμιμα μετά την καταδίκη του από το Κακουργιοδικείο και η οποία κρίθηκε ως ορθή κατ΄έφεση.

(γ) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . (εγκαταλείφθηκε)

(δ) Το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να προβεί σε αναθεώρηση της απόφασης του εφετείου η οποία είναι τελική.»

Το ένταλμα Habeas Corpus είναι δραστικό μέσο διασφάλισης της ελευθερίας του ατόμου και σκοπός του είναι ο έλεγχος νομιμότητας της κράτησης του και η άμεση απελευθέρωση του, αν η κράτηση είναι παράνομη. Η νομολογία μας περιέχει σωρεία αποφάσεων που αναφέρονται στην φύση και το ιστορικό του εντάλματος. (Δέστε, μεταξύ άλλων, Δημητράκης Χατζησάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102 και Καλφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55).

Αναφορικά με την εμβέλεια και το δικαιοδοτικό πεδίο του εντάλματος, έχει τονισθεί από τη νομολογία ότι, όπου αιτητής τελεί υπό νόμιμη κράτηση κατόπιν καταδίκης, το ένταλμα δεν έχει εφαρμογή (Haritonos v. Chief of Police & Another (1974) 1 C.L.R. 616, In Re Vrakas & Another (1977) 1 C.L.R. 70).

΄Eχει επίσης επανειλημμένα τονισθεί ότι, επειδή το ένταλμα Habeas Corpus εκδίδεται δικαιωματικά (as of right), η ύπαρξη υπαλλακτικής θεραπείας αποστερεί τον αιτητή από το δικαίωμα να ζητήσει την έκδοση του εντάλματος. Τούτο έχει αναφερθεί και στην Ευαγγέλου (αρ.2) (1998) 1 Α.Α.Δ. 2088, όπου λέχθηκαν και τα ακόλουθα:

«Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια τα Δικαστήρια αρνήθηκαν την έκδοση εντάλματος όταν μια διαδικασία έφεσης προσφερόταν ως μια καταλληλότερη θεραπεία, (R. v. Commanding Officer of Morn Hill Campl., Ex Parte Ferguson (1917) 1 K.B. 176), και τούτο γιατί τα Δικαστήρια επιδιώκουν έντονα τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας σε ποινικές υποθέσεις και την έκδοση τελεσίδικων αποφάσεων.»

[Δέστε και Καλφοπούλου (πιο πάνω)].

Ο αιτητής έκαμε όμως αναφορά και σε νομολογία η οποία τείνει να υποστηρίξει πως, όπου δεν υπάρχει δικαιοδοσία, η ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου δεν είναι αρκετή για να αποκλείσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να εκδώσει το ένταλμα. [Δέστε, μεταξύ άλλων, Φενερίδης (1998) 1 Α.Α.Δ. 2101 και Ευαγγέλου (Αρ.2) (πιο πάνω)].

Στην παρούσα περίπτωση υπήρχε η εναλλακτική θεραπεία, δηλαδή το δικαίωμα έφεσης εκ μέρους του αιτητή και ο αιτητής πράγματι άσκησε το δικαίωμα αυτό και η έφεση του απορρίφθηκε. Κατά την έφεση ο αιτητής θα μπορούσε σίγουρα να εγείρει τα θέματα τα οποία εγείρει στην παρούσα διαδικασία για να αποφασισθούν από το Εφετείο, κάτι το οποίο δεν έπραξε.

Με βάση τις νομικές αρχές σχετικά με την ύπαρξη δεδικασμένου, δεδικασμένο δημιουργείται όχι μόνο σε σχέση με όσα προβάλλονται σε μια διαδικασία, αλλά και σε σχέση με εκείνα που θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί ως ενταγμένα στο πλαίσιο του αντικειμένου της, αλλά δεν προβλήθηκαν. Στην απόφαση στην υπόθεση Henderson v. Henderson (1843 - 1860) All E.R. Rep. 378 στη σελ. 381, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

"I state the rule of the Court correctly, when I say that where a given matter becomes the subject of litigation in, and of adjudication by, a Court of competent jurisdiction, the Court requires the parties to that litigation to bring forward their whole case, and will not (except under special circumstances) permit the same parties to open the same subject of litigation in respect of matter which might have been brought forward as part of the subject in contest, but which was not brought forward only because they have, from negligence, inadvertence, or even accident, omitted part of their case. The plea of res judicata applies, except in special cases, not only to points upon which the Court was actually required by the parties to form an opinion and pronounce a judgment, but to every point which properly belonged to the subject of litigation and which the parties exercising reasonable diligence, might have brought forward at the time".

Σε μετάφραση:

«Αποδίδω ορθά τον κανόνα του Δικαστηρίου όταν λέγω ότι όταν ένα ορισμένο θέμα καθίσταται αντικείμενο αντιδικίας και εκδίκασης από αρμόδιο Δικαστήριο, το Δικαστήριο απαιτεί από τους διαδίκους στην αντιδικία αυτή να προβάλουν ολόκληρη την υπόθεση τους και δεν θα επιτρέπει (εκτός κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις) στους ίδιους διαδίκους να ανοίξουν το ίδιο αντικείμενο της αντιδικίας σε σχέση με θέμα το οποίο θα μπορούσε να είχε προβληθεί ως μέρος του αντικειμένου υπό αμφισβήτηση αλλά δεν προβλήθηκε, μόνο επειδή από αμέλεια, παραδρομή ή ακόμα ατύχημα παρέλειψαν μέρος της υπόθεσης τους. Η ένσταση του δεδικασμένου καλύπτει, εκτός σε ειδικές περιπτώσεις, όχι μόνο σημεία σε σχέση με τα οποία το Δικαστήριο πράγματι κλήθηκε από τους διαδίκους να μορφώσει γνώμη και να απαγγείλει απόφαση αλλά και κάθε σημείο το οποίο πρεπόντως ανήκει στο αντικείμενο της αντιδικίας και το οποίο οι διάδικοι, επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια, θα μπορούσαν να είχαν προβάλει τότε.»

Το απόσπασμα αυτό υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Theori and Another v. Djoni and Another (1984) 1 C.L.R. 296, στην οποία γίνεται αναφορά και στην Carter (αρ.3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 403.

Όσον αφορά την προδικαστική ένσταση με βάση τον ισχυρισμό κατάχρησης διαδικασίας, στη Δώρος Γεωργιάδης, Αίτηση 19/2002, ημερ. 17.4.2002, θεωρήθηκε πως συνιστούσε κατάχρηση διαδικασίας η ταυτόχρονη έγερση έφεσης εναντίον καταδίκης και η καταχώρηση εντάλματος για Habeas Corpus, παρόλο ότι η θεραπεία που εζητείτο με την αίτηση είχε αποσυρθεί από τους λόγους έφεσης. Ο Δικαστής ανέφερε τα πιο κάτω, που απαντούν και στην εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του αιτητή στην παρούσα υπόθεση, ότι δεν επιδιώκεται ο ίδιος σκοπός με την έφεση, δηλαδή δεν επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης του Εφετείου αλλά μόνο η απελευθέρωση του αιτητή:

«Με την επίδικη αίτηση επιδιώκεται μεν φραστικά η απελευθέρωση του αιτητή από τις φυλακές, για να γίνει όμως τούτο πρέπει να κηρυχθεί άκυρη η διαδικασία που οδήγησε στην καταδίκη του, για τους λόγους που επικαλείται ο δικηγόρος του αιτητή, και που συνόψισα πιο πάνω. Η φράση κλειδί στην υπόθεση Περέλλα, «επιδίωξη κοινών σκοπών», έχει πλατιά σημασία και αγγίζει την ουσία του επιδιωκόμενου σκοπού. Στην περίπτωση που εξετάζουμε επιδιώκεται η απελευθέρωση του αιτητή, αφού ακυρωθεί προηγουμένως η δίκη λόγω της κατ΄ισχυρισμόν παραβίασης του άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Ο ίδιος σκοπός επιδιώκεται με την έφεση, δηλαδή η απελευθέρωση του αιτητή, εφόσον επιτύχει η έφεση του, με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο καλείται να ανατρέψει την καταδικαστική απόφαση του κακουργιοδικείου.

Η πιο πάνω αρχή υιοθετήθηκε για πρακτικούς αλλά και ουσιαστικούς λόγους. Η έναρξη πολλαπλών διαδικασιών, ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, στην περίπτωση που εξετάζουμε του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μπορεί να απολήξουν σε διαφορετικές αποφάσεις, είτε ως προς το τελικό αποτέλεσμα ή την αιτιολόγηση τους, κάτι βεβαίως που θα ήταν ολωσδιόλου ανεπιθύμητο, καθώς θα οδηγούσε σε εγκλωβισμό των διαδικασιών και δικαστικό αδιέξοδο.»

Περαιτέρω, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι, σε όλες τις διαδικασίες ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ο αιτητής ουδέποτε ενέστη ή ήγειρε θέμα νομιμότητας του εκδικάσαντος Κακουργιοδικείου, αλλά, αντίθετα, συναίνεσε στην εκδίκαση του στη Λευκωσία από το Κακουργιοδικείο που τελικά το δίκασε. Η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου των καθ΄ων η αίτηση, ότι η συναίνεση του τον αποκλείει από του να εγείρει θέμα νομιμότητας του Κακουργιοδικείου υποστηρίζεται και από τη Δώρος Γεωργιάδης, Π.Ε. 11355, ημερ. 3.10.02, στην οποία γίνεται και αναφορά στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων case of Hakansson and Sturesson Judgment of 21 February 1990, Series A; Judgements and Decisions Vol. 171 σελ. 6, 20.

Περαιτέρω, στη Δώρος Γεωργιάδης (πιο πάνω) αναφέρθηκε πως, σύμφωνα με το Ηalsbury΄s Laws of England, "το ένταλμα habeas corpus δεν χορηγείται σε πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί δυνάμει κατηγορητηρίου. Και δε χορηγείται για αναθεώρηση δικαστικών αποφάσεων που θα μπορούσαν να αναθεωρηθούν με έφεση». (Σελ. 15 της απόφασης, όπου ακολούθως παρατίθεται και σχετική νομολογία).

Είναι προφανές ότι, στην παρούσα περίπτωση, παρόλο ότι οι δυο διαδικασίες δεν είναι παράλληλες, τόσο ο σκοπός της εκδικασθείσας έφεσης όσο και της παρούσας αίτησης είναι πανομοιότυπος, γιατί στην ουσία η απελευθέρωση του εφεσείοντα περνά μέσα από την ανατροπή της καταδικαστικής απόφασης, γεγονός που συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, αφού ήδη εξαντλήθηκε το ένδικο μέσο της έφεσης. Περαιτέρω, ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, είναι προφανές πως η έκδοση τέτοιου εντάλματος θα συνεπαγόταν όχι μόνο την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, αλλά, κατ΄επέκταση, και εκείνης του Εφετείου, γεγονός ανεπίτρεπτο και εκτός της δικαιοδοσίας μου.

Κάτω από το φως των λεχθέντων, κρίνω πως δεν έχω δικαιοδοσία να επιληφθώ και να εκδώσω το αιτούμενο ένταλμα κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις και ως εκ τούτου δεν θα προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της αίτησης.

Η αίτηση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διάταγμα για έξοδα.

 

Π. Αρτέμης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/Χ.Π.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο