ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 369
(ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΑ ΚΛΗΣΗ ΑΡ. 69/2001)
28 Μαρτίου, 2003
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
Αναφορικά με το άρθρο 30 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας
(Εγγραφή, Πώληση και Υποθήκευση Πλοίων) Νόμου του 1963
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΛΟΙΟ «SEVRYBA 1" ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΝΗΟΛΟΓΙΟΥ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ SEV-VIK NAVIGATION LIMITED, ΕΤΑΙΡΕΙΑ
ΜΕ ΕΔΡΑ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ
___________
Αίτηση ημερ. 23.7.2001 για έκδοση συντηρητικού διατάγματος
Ε. Μοντάνιος μαζί με τον Π. Ιακωβίδη, για τους αιτητές.
Ιφ. Αναστασίου(κα) μαζί με την Α. Κάτση (κα) για Χρ. Βασιλειάδη, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μέσα στα πλαίσια διαδικασίας εναρκτήριας κλήσης οι αιτητές αξίωσαν με μονομερή αίτηση και πέτυχαν την έκδοση διατάγματος που απαγορεύει στην εταιρεία Sev-Vik Navigation Ltd, από τη Λευκωσία, να πωλήσει, μεταβιβάσει, εκχωρήσει, υποθηκεύσει ή με οποιοδήποτε τρόπο αποξενώσει ή επιβαρύνει το πλοίο Sevryba 1, ιδιοκτησίας της, μέχρι την αποπεράτωση της εναρκτήριας κλήσης.
Οι σχέσεις των διαδίκων δεν είναι καθόλου απλές. Οι αιτητές και η νορβηγική εταιρεία Norwegian Partners A/S συνέστησαν στις 29.10.1993 κοινοπραξία με σκοπό την κατασκευή αλιευτικού. Περαιτέρω συμφωνία μεταξύ τους που υπογράφτηκε περίπου δύο χρόνια αργότερα, στις 21.6.1995, ρύθμιζε θέματα εγγραφής, ναύλωσης, χρηματοδότησης, υποθήκευσης και ιδιοκτησίας του πλοίου. Εν τω μεταξύ, στις 14.4.1995 οι αιτητές και οι Norwegian Partners Α/S συνέστησαν και ενέγραψαν στην Κύπρο την Sev-Vi
k Navigation Ltd, ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, τις μετοχές της οποίας μοιράστηκαν.Η Sev-Vik Navigation Ltd στις 21.6.1995 αγόρασε το πλοίο Sevryba 1, το οποίο στη συνέχεια ενεγράφη στο κυπριακό νηολόγιο. Στη συνέχεια ναυλώθηκε στους αιτητές για περίοδο τεσσάρων χρόνων. Με βάση το ναυλοσύμφωνο το πλοίο νηολογήθηκε παράλληλα και στη Ρωσία, υψώνοντας τη ρωσική σημαία.
Στις 22.6.1995 η Sev-Vik Navigation Ltd, με σκοπό τη χρηματοδότηση μέρους της δαπάνης κατασκευής του πλοίου, εξασφάλισε από νορβηγική τράπεζα δάνειο Νορβηγικών Κορόνων 32.000.000. Το δάνειο εξασφαλίστηκε με πρώτη υποθήκη επί του πλοίου ημερ. 30.6.1995. Είχε επίσης συμφωνηθεί με τη ρήτρα ΙV της σύμβασης κοινοπραξίας και την παραγρ. 15 του ναυλοσυμφώνου, ότι οι αιτητές, όταν θα ξοφλούσαν τις υποχρεώσεις τους, οπότε και το δάνειο με τη νορβηγική τράπεζα θα είχε εξοφληθεί, θα θεωρούνταν ότι είχαν αγοράσει το πλοίο και η Sev-Vik Navigation Ltd αναλάμβανε την υποχρέωση να προμηθεύσει τους αιτητές με πωλητήριο έγγραφο, δεόντως βεβαιωμένο και με το πλοίο ελεύθερο από εγγεγραμμένες επιβαρύνσεις. Επίσης το πλοίο θα διαγραφόταν από το κυπριακό νηολόγιο.
Στις 22.6.1995 οι αιτητές, με βάση έγγραφο αποκαλούμενο Δευτερεύουσα Συμφωνία Δανείου (Subordinated Loan Agreement), παραχώρησαν στη Sev-Vik Navigation Ltd δάνειο Ν.Κ. 4.700.000, επίσης με σκοπό την εξόφληση μέρους της τιμής του πλοίου. Η αποπληρωμή του ποσού του δανείου και του τόκου θα εξασφαλίζονταν με εγγραφή δεύτερης υποθήκης, ενώ αναλαμβανόταν υποχρέωση όπως μη εγγραφεί επί του πλοίου άλλη περαιτέρω υποθήκη. Μετά την αποπληρωμή του δανείου θα μεταβιβαζόταν στους αιτητές η απόλυτη κυριότητα του πλοίου, νοουμένου ότι το δάνειο των Ν.Κ.32.000.000 προς τη νορβηγική τράπεζα θα εξοφλείτο πλήρως.
Στις 22.6.1995, οι Norwegian Partners A/S, παρά την κατοχή του 50% των μετοχών στην εταιρεία Sev-Vik Navigation Ltd, μεταβίβασαν στους αιτητές το μερίδιο και συμφέρον τους στο πλοίο και αποποιήθηκαν οποιαδήποτε νόμιμα δικαιώματά τους επ΄ αυτού. Το δάνειο των Ν.Κ.32.000.000 ξοφλήθηκε πλήρως στις 31.3.1999. Οι αιτητές, εν όψει της πιο πάνω εξόφλησης, της λήξης του ναυλοσυμφώνου και σύμφωνα με τον όρο 15 του ναυλοσυμφώνου, θεωρούν ότι έχουν αγοράσει το πλοίο και δικαιούνται σε μεταβίβαση της κυριότητάς του. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι δεν έχει ακόμα εγγραφεί, όπως έχει συμφωνηθεί, η υποθήκη επί του πλοίου προς όφελός τους.
Η Sev-Vik Navigation Ltd ισχυρίζεται ότι οι αιτητές δεν δικαιούνται ακόμα σε μεταβίβαση του πλοίου γιατί οφείλουν 3.065.806 Δολλάρια Η.Π.Α., που αντιπροσωπεύει ναύλο και τόκους, δυνάμει συμφωνίας ημερ. 7.6.1999 για παράταση του ναυλοσυμφώνου για περίοδο ακόμα δύο χρόνων, μέχρι 29.6.2000.
Προβάλλεται ακόμα ισχυρισμός για μια δεύτερη συμφωνία μεταξύ των αιτητών και της εταιρείας, ημερ. 20.9.1999, για πληρωμή του ναύλου, ο οποίος για τα δύο χρόνια της παράτασης ανερχόταν συνολικά στα Δολλ.3.065.806. Υποστηρίζεται ακόμα ότι ο όρος 15 του ναυλοσυμφώνου, με τον οποίο διδόταν το δικαίωμα στους αιτητές να αγοράσουν το πλοίο, αντικαταστάθηκε με άλλο, που προνοούσε ότι κατά τη λήξη του ναυλοσυμφώνου τον Ιούνιο του 2001, οι αιτητές θα αγόραζαν το πλοίο, για ποσό που αντιστοιχούσε στο συνολικό ποσό του ναύλου, ως ανωτέρω.
Οι αιτητές αντιτείνουν ότι κανένα ποσό δεν οφείλουν στην εταιρεία Sev-Vik Navigation Ltd και ότι οι δύο τελευταίες συμφωνίες είναι άκυρες, αφού υπογράφτηκαν από το γενικό διευθυντή τους G. Tishkov, πριν την παύση του στις 18.5.2000, χωρίς να είχαν προηγουμένως εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο και τη γενική συνέλευση της εταιρείας. Κατηγορούν ακόμα τον Tishkov ότι διευθέτησε τη μεταβίβαση σε τρίτους, όλων των μετοχών των αιτητών στην εταιρεία Sev-Vik Navigation Ltd σε μηδαμινή τιμή, μεταβίβαση που πραγματοποιήθηκε στις 9.7.1999. Ο Tishkov φέρεται επίσης ότι, ενώ ήταν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, προέβη σε αλλαγές στους διευθυντές της S
ev-Vik Navigation Ltd.΄Οπως είδαμε προηγουμένως, ύστερα από μονομερή αίτηση το Δικαστήριο εξέδωσε συντηρητικό διάταγμα. Οι καθ΄ ων η αίτηση, η Sev-Vik Navigation Ltd, υπέβαλαν ένσταση αξιώνοντας ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος. Υποστηρίζουν ότι η συμφωνία παράτασης του ναυλοσυμφώνου ημερ. 7.6.1999 και η πρόσθετη συμφωνία ημερ. 20.9.1999 είναι έγκυρες.
Ισχυρίζονται ότι οι αιτητές έχουν αποκρύψει ουσιώδη γεγονότα τα οποία όφειλαν να αποκαλύψουν στο Δικαστήριο, όπως για παράδειγμα ότι στο ιδρυτικό έγγραφο και καταστατικό τους φαίνεται ότι δεν υπάρχει πρόνοια για έγκριση από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας συμφωνιών παρόμοιας φύσης, ότι δεν αποκάλυψαν ότι ο Tishkov υπόγραψε την κρίσιμη περίοδο (Ιούλιο - Σεπτέμβριο του 1999), εκ μέρους των αιτητών παρόμοιου περιεχομένου συμφωνίες, η εγκυρότητα των οποίων δεν έχει αμφισβητηθεί.
Προβάλλουν περαιτέρω ότι οι αιτητές δεν αποκάλυψαν ότι δεν δικαιούνται σύμφωνα με τη ρωσική νομοθεσία να κατέχουν το 50% των μετοχών της Sev-Vik Navigation Ltd. Υποστηρίζουν ακόμα ότι ο ισχυρισμός των αιτητών ότι δεν οφείλουν οποιοδήποτε ποσό στη Sev-Vik Navigation Ltd δεν ευσταθεί, ότι δεν νομιμοποιούνται στην καταχώρηση της παρούσας εναρκτήριας κλήσης γιατί η κατοχή του 50% των μετοχών στη Sev-Vik Navigation Ltd δεν είναι σύμφωνη με τη ρωσική νομοθεσία, ότι παρέλειψαν να λάβουν νομικά μέτρα για μεταβίβαση του πλοίου το 1999, και τέλος ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για οριστικοποίηση του διατάγματος.
Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης η ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση αντί να αναπτύξει τους πιο πάνω λόγους ήγειρε δύο, στην ουσία, νέους ισχυρισμούς. Σημείωσε αρχικά ότι η έννοια του «ενδιαφερόμενου προσώπου» βάσει του άρθρου 30 των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Εγγραφή, Πώληση και Υποθήκευση Πλοίων) Νόμων του 1963 έως 1996, λόγω της ταυτόσημης διατύπωσής του με την αντίστοιχη πρόνοια του αγγλικού δικαίου (άρθρο 30 του Merchant Shipping Act του 1894), ερμηνεύεται από τα δικαστήριά μας με βάση τους αγγλικούς θεσμούς και νομολογία. Στη συνέχεια υποστήριξε ότι το άρθρο 30 στην Αγγλία ενσωματώθηκε στη νομοθεσία του 1970, στην οποία όμως διαφοροποιήθηκαν οι πρόνοιες αναφορικά με αλιευτικά. Αφού η νομοθεσία και οι κανονισμοί όσον αφορά τα αλιευτικά, όπως είναι το σκάφος στην παρούσα υπόθεση, είναι στην Αγγλία διαφορετικοί από την αντιμετώπιση του άρθρου 30, η αγγλική νομολογία δεν μπορεί να χρησιμοποιείται από τα δικά μας δικαστήρια. ΄Ετσι καταλήγουν, λανθασμένα οι αιτητές βασίζονται στην Κυπριακή νομολογία που εφαρμόζει αρχές που στην Αγγλία δεν ισχύει για αλιευτικά σκάφη.
Το επιχείρημα στερείται ουσίας. Είναι εντελώς άνευ σημασίας αν η νομοθεσία στην Αγγλία έχει αλλάξει όσον αφορά τα αλιευτικά σκάφη. ΄Οπως είναι γνωστό στην αγγλική νομολογία καταφεύγουμε μόνο για καθοδήγηση, στην περίπτωση που οι νομοθετικές μας πρόνοιες το επιτρέπουν
. Οι αποφάσεις των αγγλικών δικαστηρίων δεν είναι δεσμευτικές. Αναφορά στην αγγλική νομολογία γίνεται ως προς τις αρχές που διέπουν το θέμα και δεν βλέπω κανένα απολύτως λόγο γιατί να διαφοροποιηθεί η κατάσταση γιατί στο Ηνωμένο Βασίλειο οι σχετικές πρόνοιες δεν καλύπτουν πλέον τα αλιευτικά. Οι αρχές της νομολογίας παραμένουν οι ίδιες και κανένας λόγος δεν υπάρχει για να αποστώ από την προηγούμενη νομολογία. Εξ άλλου, ουσιαστικά δεν μου ζητήθηκε καν αυτό. Απλώς τονίστηκε η κατά τη γνώμη των καθ΄ ων η αίτηση διαφορά, η οποία κατά τη γνώμη μου ουδόλως επηρεάζει την ορθότητα των αρχών της νομολογίας. Εν πάση δε περιπτώσει τίποτε δεν υποδεικνύει ότι τα δικαστήριά μας δεν ήταν, κατά το χρόνο έκδοσης των σχετικών αποφάσεων, ενήμερα των αλλαγών στην αγγλική νομοθεσία.Το δεύτερο σημείο το οποίο ηγέρθη, το οποίο επίσης δεν περιλαμβάνεται στην ένσταση, είναι ότι οι αιτητές δεν έχουν συμφέρον επί του πλοίου, αφού δεν αποτελούν ενδιαφερόμενο πρόσωπο μέσα στην έννοια του άρθρου 30. Κι΄ αυτό γιατί το τυχόν συμφέρον που έχουν, πηγάζει από συμφωνία υποθήκης και άρα συνίσταται σε χρηματική αξίωση.
Ούτε το επιχείρημα αυτό ευσταθεί. Το άρθρο 30 παρέχει στο Ανώτατο Δικαστήριο την εξουσία ύστερα από αίτηση παντός ενδιαφερομένου προσώπου να εκδώσει διάταγμα που απαγορεύει κάθε δικαιοπραξία που αφορά το πλοίο ή μερίδιο πλοίου.
Ο όρος «ενδιαφερόμενο πρόσωπο» του άρθρου 30 έχει ερμηνευτεί επανειλημμένα. ΄Εχει, νομίζω, παγιωθεί ότι ο όρος αναφέρεται σε πρόσωπο που έχει κάποιο συμφέρον στο ίδιο το πλοίο και ότι η εφαρμογή του άρθρου περιορίζεται σε απαιτήσεις από πρόσωπα που έχουν ή μπορούν να απαιτήσουν κάποιο συμφέρον επ΄ αυτού τούτου του πλοίου. Κατά συνέπεια δεν συνιστά θεραπεία διαθέσιμη σε αγοραστές που ενάγουν για αποζημιώσεις εναντίον των ιδιοκτητών του σκάφους (Βλέπε μεταξύ άλλων
Pastella Marine Co. Ltd v. National Iranian Tanker Co. Ltd (1987) 1 C.L.R. 583).Στην υπόθεση Γερασάκης ν. Waft Shipping Company Limited (1989) 1 Α.Α.Δ. 393 επαναλήφθηκε ότι «ενδιαφερόμενο πρόσωπο» σημαίνει άτομο που έχει συμφέρον σε αυτό τούτο το πλοίο και όχι απλώς πιστωτές ή πρόσωπα που έχουν απαίτηση για αποζημιώσεις. Το Δικαστήριο έκρινε ακόμα ότι για να εφαρμοστεί το άρθρο 30 το στοιχείο κατά πόσο ο αιτητής είναι ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο σοβαρής αμφισβήτησης, αλλά να αποδεικνύεται θετικά, ώστε να πληρούται η σοβαρή προϋπόθεση του άρθρου 30.
΄Οπως επισημαίνει και το δικαστήριο που εξέδωσε στην παρούσα υπόθεση το αρχικό συντηρητικό διάταγμα, αναγνωρίζεται όχι μόνο το κατά νόμον συμφέρον (legal interest) πάνω σε πλοίο, αλλά και το «ωφέλιμο συμφέρον» (beneficial interest) πάνω σ΄ αυτό, ορίζεται δε και η έννοια του όρου.
Στο άρθρο 64 ορίζεται σαφώς ότι οσάκις ο όρος "beneficial interest" χρησιμοποιείται στο νόμο, περιλαμβάνει τα εκ συμβάσεως συμφέροντα και έτερα συμφέροντα που αναγνωρίζονται από τους Κανόνες του Δικαίου της Επιείκειας (equitable interest), ενώ στη συνέχεια τονίζεται ότι σκοπός του νόμου είναι όπως και τα συμφέροντα που αναγνωρίζονται από τους Κανόνες του Δικαίου της Επιείκειας, να μπορούν να εκτελεστούν αναγκαστικά υπό ή κατά των πλοιοκτητών και των ενυπόθηκων δανειστών πλοίων, με τον ίδιο τρόπο, όπως και τα συμφέροντα εφ΄ οιασδήποτε ετέρας κινητής περιουσίας.
Στην υπόθεση Αναφορικά με την Fordel Shipping Co Ltd, ιδιοκτήτρια του πλοίου M/V "Mariner LT" (1996) 1 Α.Α.Δ. 1288
, το Δικαστήριο εξέδωσε, βάσει του άρθρου 30, προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα, τη αιτήσει τράπεζας που ήταν ενυπόθηκος δανειστής, επειδή η εγγραφή της υποθήκης δεν ήταν δυνατή, αφού ο αρμόδιος λειτουργός επέστρεψε τα σχετικά έγγραφα, λόγω του ότι ίσχυαν προηγούμενες υποθήκες, με όρο τη μη εγγραφή νέας, χωρίς τη συγκατάθεση των προηγούμενων δανειστών, συγκατάθεση που δεν δόθηκε. Η υποθήκη ήταν συμβατική υποχρέωση των ιδιοκτητών του πλοίου για εξασφάλιση τρεχούμενου τραπεζικού λογαριασμού των ιδιοκτητών του πλοίου. Στην ίδια απόφαση γίνεται και αναφορά σε απόσπασμα από τη μελέτη του N. Meeson, Admiralty Jurisdiction and Practice, 1993, σελ. 56, σύμφωνα με το οποίο το άρθρο 30 εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου ο ενυπόθηκος δανειστής εμποδίζεται στην προσπάθειά του να εγγράψει την υποθήκη, λόγω του ότι ο ενυπόθηκος οφειλέτης έχει παραλείψει να νομιμοποιήσει τον τίτλο του (to perfect his title) ή όπου ο αγοραστής αδυνατεί να εγγράψει το πλοίο λόγω της παράλειψης του πωλητή να υπογράψει το αναγκαίο πωλητήριο (bill of sale) ή όπου υπάρχει κάποια άλλη αμφισβήτηση ως προς την ιδιοκτησία του πλοίου ή μεριδίων του πλοίου.Στην παρούσα περίπτωση, οι αιτητές απέκτησαν ωφέλιμο συμφέρον (beneficial interest) πάνω στο πλοίο λόγω της αναγνωριζόμενης από το Δίκαιο της Επιείκειας υποθήκης (equitable mortgage), που δημιουργήθηκε δυνάμει της Δευτερεύουσας Συμφωνίας Δανείου ημερ. 22.6.1995, συμφέρον που είναι αρκετό για να θεωρηθούν ως «ενδιαφερόμενο πρόσωπο», εντός της εννοίας του άρθρου 30.
Εμφανίζονται ακόμα ότι έχουν και δεύτερο συμφέρον επί του πλοίου. Αυτό που δημιουργήθηκε από το δικαίωμα αγοράς που περιέχεται στον όρο 15 του ναυλοσυμφώνου, ημερ. 21.6.1995. Το δικαίωμα αυτό δεν γίνεται αποδεκτό από τους καθ΄ων η αίτηση, λόγω της ύπαρξης μεταγενέστερων συμφωνιών
, η εγκυρότητα των οποίων βέβαια αμφισβητείται από τους αιτητές.Η αμφισβήτηση αυτή δεν θα λυθεί βέβαια στην παρούσα διαδικασία. Στη Γερασάκης ν. Waft Shipping Company Limited, ανωτέρω, αποφασίστηκε ότι ο αιτητής πρέπει να αποδείξει ως γεγονός ότι είναι ενδιαφερόμενο πρόσωπο στο ίδιο το πλοίο, το στοιχείο δε αυτό δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο σοβαρής αμφισβήτησης, αλλά να αποδεικνύεται θετικά.
Στην παρούσα υπόθεση η ύπαρξη μεταγενέστερων συμφωνιών, παρά την αμφισβήτηση της εγκυρότητάς τους από τους αιτητές, τους στερεί τη βεβαιότητα που απαιτεί η υπόθεση Γερασάκης. ΄Ομως, για να μπορούν να θεωρούνται «ενδιαφερόμενο πρόσωπο» για τους σκοπούς του άρθρου 30 είναι αρκετό το γεγονός ότι απέκτησαν ωφέλιμο συμφέρον επί του πλοίου, ως ανωτέρω.
Αντικρούοντας την υπόθεση των αιτητών οι καθ΄ ων η αίτηση υποστήριξαν ότι είχε συμφωνηθεί όπως η υποθήκη αποτελέσει εξασφάλιση και δεν συνιστούσε αντιπαροχή για την παραχώρηση του δανείου. Το επιχείρημα ουδόλως στοιχειοθετείται. Η υποθήκη σκοπό είχε την εξασφάλιση της αποπληρωμής του δανείου και δεν συνιστούσε αντιπαροχή για παραχώρηση του δανείου. Εξ άλλου το δικαίωμα των αιτητών για εγγραφή υποθήκης καθορίζεται από το άρθρο 4 του τεκμηρίου 7, ανεξαρτήτως οποιωνδήποτε άλλων συμφωνιών. Ούτε ακόμα το επιχείρημα ότι η ανάληψη υποχρέωσης από τη Sev-Vik Navigation Ltd να εγγράψει δεύτερη υποθήκη του πλοίου προς όφελος των αιτητών δεν δημιουργεί στους αιτητές είτε κατά νόμον, είτε ωφέλιμο συμφέρον επί του πλοίου, ευσταθεί.
Αμφισβητήθηκε ακόμα ότι πράγματι δόθηκε το δάνειο των Ν.Κ.47.000.000, ισχυρισμός όμως που καταρρίπτεται από τις λέξεις «have paid» που σημαίνει «έχουν πληρωθεί», στο Τεκμήριο 7. Συνεπώς δεν ενδιαφέρει ούτε ο ισχυρισμός ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, δεν αποδείχθηκε, ότι η συναλλαγή δεν φαίνεται στα λογιστικά βιβλία των καθ΄ ων η αίτηση.
Εξ ίσου δεν επηρεάζει ούτε ο ισχυρισμός ότι στην εναρκτήρια κλήση δεν αξιώνεται η μεταβίβαση του πλοίου, παράλειψη η οποία, σύμφωνα με τους καθ΄ ων η αίτηση, αποδεικνύει ότι οι αιτητές δεν έχουν συμφέρον επί του πλοίου αυτού καθ΄εαυτού, αλλά χρηματική διαφορά με την ιδιοκτήτρια εταιρεία. Το τι αξιώνεται με την εναρκτήρια κλήση δεν συνιστά απόδειξη ή έστω καν ένδειξη της φύσης της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων. Το ζητούμενο δεν είναι αν κατά το τέλος της διαδικασίας οι αιτητές θα πετύχουν τη μεταβίβαση του πλοίου επ΄ ονόματί τους, αλλά κατά πόσο έχουν συμφέρον επί του πλοίου ή όχι. Αντίστοιχη περίπτωση ήταν και η υπόθεση
Fordel Shipping Co. Limited, ανωτέρω, όπου με την εναρκτήρια κλήση δεν αξιωνόταν βέβαια μεταβίβαση του πλοίου.Οι καθ΄ ων η αίτηση έκαναν αναφορά στην υπόθεση Rapidlink Shipping Company Limited (1995) 1 A.A.Δ. 580. Η αναφορά δεν προωθεί την υπόθεσή τους γιατί εκεί
, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, εκείνο που έχει λεχθεί δεν είναι ότι οι αγοραστές ενός πλοίου δεν θεωρούνται ενδιαφερόμενα πρόσωπα, αλλά ότι οι αγοραστές πλοίου που καταχωρούν αγωγή για αποζημιώσεις δεν θεωρούνται ενδιαφερόμενα πρόσωπα, και τούτο γιατί ακριβώς δεν διεκδικούν εγγραφή του πλοίου, αλλά απλώς αποζημιώσεις. Είναι εσφαλμένη η αντίληψη των καθ΄ ων η αίτηση ότι στην υπόθεση Rapidlink οι αιτητές ζητούσαν ειδική εκτέλεση της συμφωνίας. Ακριβώς το αντίθετο. Το Δικαστήριο στήριξε την κατάληξή του ακριβώς στο ότι δεν αποδεικνυόταν η ύπαρξη μιας τέτοιας πρόνοιας.Παραμένει ο ισχυρισμός για ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος λόγω μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων εκ μέρους των αιτητών στη μονομερή αίτηση. Εκτός του ότι τα γεγονότα αυτά δεν επηρεάζουν το αποτέλεσμα της παρούσας αίτησης, αναφέρονται όλα στην ύπαρξη μεταγενέστερων συμφωνιών οι οποίες επηρεάζουν, σύμφωνα πάντα με τους καθ΄ων η αίτηση, το δικαίωμα των αιτητών σε εγγραφή του πλοίου επ΄ ονόματί τους, κάτι το οποίο, όπως είπαμε προηγουμένως, λόγω της έλλειψης βεβαιότητας του πραγματικού υπόβαθρου δεν μπορεί να ληφθεί υπ΄ όψιν.
Το εκδοθέν συντηρητικό διάταγμα καθίσταται απόλυτο και θα ισχύει μέχρι της τελικής εκδίκασης της εναρκτήριας κλήσης ή άλλης διαταγής του Δικαστηρίου.
Τα έξοδα θα βαρύνουν τους καθ΄ ων η αίτηση.