ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 217

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αίτηση Αρ.6/2003)

24 Φεβρουαρίου, 2003

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ

ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1970

- ΚΑΙ -

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΩΤΙΚΟ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ

ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ (Ν. 95/70)

- ΚΑΙ -

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ VALERY MECHANOV, ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS

- ΚΑΙ -

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟN AΡΧΗΓΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ/Η ΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ

ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ

- ΚΑΙ -

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ

9/1/2003 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜΟ 1/2002 ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ

Σ. Πίττας με Κ. Καλαβά και Λ. Καραβιώτου (κα), για τον Αιτητή.

Κ. Βελάρης με Ε. Λοϊζίδου (κα) και Μ Ευαγγέλου, για τον Καθ΄ου η Αίτηση-Γενικό Εισαγγελέα.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής Βαλέρυ Μεσάνωφ από τη Ρωσική Ομοσπονδία και τώρα κρατούμενος στις Κεντρικές Φυλακές, έχει θέσει προς έλεγχο, με την παρούσα αίτηση για Habeas Corpus, τη νομιμότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ημερομηνίας 9.1.2003, με την οποία κρίθηκε δικαιολογημένη η έκδοση του στη Ρωσική Ομοσπονδία ώστε να δικαστεί εκεί για ισχυριζόμενα, ως διαπραχθέντα, αδικήματα και, ως αποτέλεσμα, διατάχθηκε η κράτηση του μέχρις ότου ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης εκδώσει διάταγμα έκδοσης του στις αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας, που ζήτησαν την έκδοση του. Σκοπός είναι να δικαστεί στη ξένη χώρα για τα ποινικά αδικήματα που εκδίδεται.

Η όλη διαδικασία στο πρωτόδικο Δικαστήριο έχει διεξαχθεί με βάση την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Έκδοσης Φυγοδίκων, που κυρώθηκε με το Νόμο 95/70, στην οποία Σύμβαση έχει προσχωρήσει και η Ρωσική Ομοσπονδία.

Με την κρινόμενη αίτηση για Habeas Corpus ο αιτητής ζητά να αφεθεί ελεύθερος γιατί θεωρεί την απόφαση για την έκδοση του νομικά λανθασμένη. Προβάλει δε τέσσερις ξεχωριστούς λόγους για να στηρίξει τη θέση του αυτή.

  1. Άκυρη η διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου λόγω της συμμετοχής στη διαδικασία του ιδιώτη δικηγόρου κ. Κώστα Βελάρη, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Είναι γεγονός παραδεκτό από τις δύο πλευρές, ότι ο κ. Κώστας Βελάρης, ιδιώτης δικηγόρος, εμφανίστηκε στο μέσον της διαδικασίας, συγκεκριμένα στις 20.8.2002, και χειρίσθηκε την υπόθεση για τη Δημοκρατία μέχρι πέρατος της με την έκδοση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου την 9.1.2003 εκ μέρους και με τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ενεργώντας ομού με δύο νομικούς λειτουργούς της Νομικής Υπηρεσίας.

Δεν αμφισβητήθηκε από το δικηγόρο του αιτητή, ότι ο κ. Βελάρης ενεργούσε κατ΄ εντολή του Γενικού Εισαγγελέα. Αυτό που αμφισβητήθηκε από τον αιτητή ήταν η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα, με αναφορά σε άρθρα του Συντάγματος, να διορίσει ιδιώτη δικηγόρο για να τον εκπροσωπεύσει στη διαδικασία εκδόσεως του αιτητή, η οποία εκκρεμούσε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Εισηγήθηκε ο δικηγόρος του αιτητή ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έχει εξουσία με βάση το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος να εξουσιοδοτεί ιδιώτη δικηγόρο να τον εκπροσωπεί είτε σε ποινικές, είτε σε πολιτικές διαδικασίες ενώπιον των Δικαστηρίων. Συνεχίζοντας, εισηγήθηκε ότι αν ευσταθεί η προηγούμενη θέση του τότε η διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου είναι αντινομική και άκυρη από το σημείο από το οποίο ανέλαβε την υπόθεση ο κ. Βελάρης· και τούτο επειδή η μαρτυρία και η κατάθεση των επιφυλάξεων της Ρωσικής Ομοσπονδίας αναφορικά με την εφαρμογή του άρθρου 5 του δευτέρου πρωτοκόλλου έγινε μετά την ανάληψη της υπόθεσης από τον κ. Βελάρη. Αυτό θα είχε ως συνέπεια ότι η μαρτυρία των καθ΄ων η αίτηση να ήταν ελλειπής με συνέπεια τόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο όσο και το Δικαστήριο αυτό να διατάξει την απελευθέρωση του αιτητή, σύμφωνα με την απόφαση του Νικήτα, Δ. στην υπόθεση Habeas Corpus Valery Mechanov, ημερ.11.9.2001, απόφαση η οποία επικυρώθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Προέχει η εξέταση του πρώτου τεθέντος θέματος.

Το Άρθρο 113.2 έχει ως εξής:-

«2. Ο γενικός εισαγγελεύς της Δημοκρατίας έχει εξουσίαν κατά την κρίσιν αυτού προς το δημόσιον συμφέρον να κινή, διεξάγη, επιλαμβάνηται και συνεχίζη ή διακόπτη οιανδήποτε διαδικασίαν ή διατάσση δίωξιν καθ΄ οιουδήποτε προσώπου εν τη Δημοκρατία δι΄ οιονδήποτε αδίκημα. Η τοιαύτη εξουσία δύναται αν ασκήται υπό του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας είτε αυτοπροσώπως είτε δι΄ υπαλλήλων υπαγομένων εις αυτόν ενεργούντων υπό και συμφώνως προς τας οδηγίας αυτού.»

 

Σε σχέση με τη μέθοδο ερμηνείας των Συνταγματικών Διατάξεων ο Δ.Θ. Τσάτσος στο σύγγραμμα «Συνταγματικό Δίκαιο», Τόμος Α, 1994 στη σελίδα 266 αναφέρει:-

«Η μέθοδος ερμηνείας του Συντάγματος έχει ως αφετηρία τη μέθοδο που αναπτύχθηκε για την ερμηνεία του (κοινού) νόμου, η οποία κινήθηκε μέσα στην εννοιολογία, την ιδεολογία και τη μεγάλη επιστημονική παράδοση του ιδιωτικού δικαίου. Επειδή και το Σύνταγμα, παρά τις ιδιαιτερότητές του, πρωτίστως και κυρίως είναι νόμος, η ερμηνευτική του προσέγγιση δεν μπορεί παρά να εκκινεί από τους βασικούς κανόνες ερμηνείας του κοινού νόμου (βλ. και Α. Μανιτάκης, Συνταγματικό Δίκαιο, ο.π., σ.31, ΕΥ. Βενιζέλος, Μαθήματα, ο.π. σ.196 επ.). Οι κανόνες που κυριάρχησαν, κυρίως στην ερμηνεία του (ρωμαϊκού) ιδιωτικού δικαίου, διατυπώθηκαν από τον θεμελιωτή της λεγόμενης 'ιστορικής σχολής' του δικαίου Friedrich Carl von Savigny (1778-1864) στο έργο του System des heutigen romischen Rechts (τ.Ι. 1840, σ. 213 επ.).»

 

Και στη σελίδα 267 ο ίδιος συγγραφέας παραθέτει τις τέσσερις μεθόδους ερμηνείας σύμφωνα με την παραδοσιακή μέθοδο του Savigny:-

«(α) Τη γραμματική ερμηνεία. Ως γραμματική ερμηνεία εννοεί ο Savigny την ερμηνευτική κρισιμότητα της «λέξης» με την οποία συντελείται η μεταβίβαση της σκέψης του νομοθέτη στη δική μας σκέψη.

(β) Τη λογική ερμηνεία. Ως λογική ερμηνεία εννοεί ο Savigny την ερμηνεία που στηρίζεται στη δομή της σκέψης του νομοθέτη. Η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση ελέγχει το πόρισμα της γραμματικής ερμηνείας με κριτήριο το λόγο.

(γ) Την ιστορική ερμηνεία. Με την ιστορική προσέγγιση, ο Savigny υποδεικνύει τη διαπίστωση της πραγματικής κατάστασης που συνέτρεχε κατά το χρόνο γένεσης του νόμου και στην οποία (θεματολογικά) αναφέρονται οι ρυθμίσεις που αφορούν στην κάθε φορά υπό κρίση έννομη σχέση. Και αυτή η προσέγγιση με κριτήριο τις ιστορικές συνθήκες διατύπωσης και διαμόρφωσης του ερμηνευτέου κανόνα λειτουργεί, όπως και η λογική, διορθωτικά στα συμπεράσματα της γραμματικής ερμηνείας.

(δ) Τη συστηματική ερμηνεία. Η προσέγγιση αυτή τοποθετεί τον ερμηνευόμενο κανόνα μέσα στο όλο σύστημα του δικαίου, τον αντιμετωπίζει ως τμήμα της ενότητας αυτής και συναρτά το νόημά του με το νόημα του συστήματος.»

Σύμφωνα με τη νομολογία ερμηνεία η οποία οδηγεί σε άτοπα αποτελέσματα ή παράλογες καταστάσεις πρέπει να αποφεύγεται. Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Δ. Χριστόφια και Άλλων (1996) 3 Α.Α.Δ. 421 ο Καλλής, Δ. συμφωνώντας με την πλειοψηφία της Ολομέλειας αναφέρει στη σελ. 453:-

«Εναντίον της ερμηνείας που οδηγεί σε άτοπα αποτελέσματα ή παράλογες καταστάσεις έχει ταχθεί και η δική μας νομολογία. Έχει σταθερά νομολογηθεί ότι οσάκις ένας νόμος επιδέχεται δύο διαζευκτικές ερμηνείες ή ερμηνεία η οποία οδηγεί σε παράλογες καταστάσεις ή άτοπα αποτελέσματα πρέπει να αποφεύγεται (Βλ. Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 612, Κατσαράς κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 145, Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας (1979) 3 Α.Α.Δ. 86, Λόρδος και Αναστασιάδης Λτδ. κ.ά. ν. Επάρχου Λεμεσού (1976) 2 Α.Α.Δ. 145, Orphanage and Training School v. Attorney-General of the Republic (1977) 1 C.L.R. 302, Αστυνομία ν. Ξυδιά (1991) 2 Α.Α.Δ. 456).»

Ο δε Αρτεμίδης, Δ. στην ίδια πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας αναφέρει στη σελίδα 432:-

«Ειδικότερα, όπου συνταγματικές διατάξεις αφορούν στην αρμοδιότητα των τριών εξουσιών, ή άλλων οργάνων της πολιτείας, υιοθετείται η διασταλτική ερμηνεία, εφόσον βέβαια δεν οδηγεί σε σύγκρουση με άλλα δικαιώματα που διασφαλίζει το Σύνταγμα.»

Ο όρος «υπάλληλος» δεν ερμηνεύεται ούτε στο Σύνταγμα ούτε στον περί Ερμηνείας Νόμο, Κεφ. 1.

Είναι συνήθως πρόσφορο αν όχι και επιβεβλημένο να ανατρέξουμε στη λεξικολογική ερμηνεία του όρου. (Βλέπε: Δ. Χριστόφια (πιο πάνω)). Σύμφωνα με το σύγγραμμα του Γ. Μπαμπινώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (1998), επανεκτύπωση σελ. 1858 ο όρος «υπάλληλος» σημαίνει «αυτός που υπάγεται σε άλλον, που βρίσκεται στη δικαιοδοσία άλλου.»

Στην υπόθεση Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194 o Tριανταφυλλίδης, Π. έδωσε διασταλτική ερμηνεία στον όρο «υπάλληλος» όπως αναφέρεται στο Άρθρο 113.2 του Συντάγματος αναφέροντας τα εξής στη σελίδα 199:-

«In the light of the foregoing I am of the opinion that the answer to the first question which has been reserved, as aforesaid, under section 148 of Cap. 155, is that the Attorney-General can, in the exercise of his powers under Article 113.2 of the Constitution, discontinue a criminal case in any manner sufficient, for purposes of Court record, to inform the Court concerned of his decision to discontinue such case; and this can be done, also, by any person or officer subordinate to him "acting under and in accordance with his instructions".»

 

Η ερμηνεία του όρου «υπάλληλος» πρέπει να συνταυτιστεί με το τί ακολουθεί και τί συνοδεύει στο Άρθρο του Συντάγματος, δηλαδή την αναφορά «.... υπαγομένων εις αυτόν ενεργούντων υπό και συμφώνως προς τας οδηγίας αυτού.»

Το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος δεν αναφέρεται για υπαλλήλους που είναι μόνιμα μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, της οποίας προΐσταται ο Γενικός Εισαγγελέας με βάση το Άρθρο 112.2, ή νομικούς λειτουργούς, αλλά για υπαλλήλους που υπάγονται σε αυτόν και ενεργούν υπό και συμφώνως προς τας οδηγίας του. Εάν ο συνταγματικός νομοθέτης ήθελε να περιορίσει τις εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα σ΄ αυτόν τον τομέα, θα χρησιμοποιούσε πιο εξειδικευμένη αναφορά για λειτουργούς της νομικής υπηρεσίας. Θεωρώ ότι ορθή ερμηνευτική προσέγγιση του Άρθρου 113.2 είναι η διασταλτική ερμηνεία ότι δηλαδή δεν εξυπονοεί μόνο τους υπαλλήλους της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας αλλά και οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει τα προσόντα να παρουσιάζεται ενώπιον των Δικαστηρίων (δικηγόρο) που ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάσισε να εξουσιοδοτήσει για τον χειρισμό οποιασδήποτε υπόθεσης για να ενεργεί υπό τις οδηγίες του.

Ο κ. Βελάρης εισηγήθηκε ακόμα ότι το Άρθρο 113.2 αναφέρεται σαφώς σε ποινικές διαδικασίες. Και ότι η παρούσα διαδικασία δεν είναι ποινικής φύσεως σύμφωνα με τη νομολογία.

Έχει νομολογηθεί, πράγματι, ότι η προνομιακή διαδικασία του Habeas Corpus είναι πολιτικής φύσεως. (Βλέπε: Jennaro Perella (1996) 1 A.A.Δ. 1009 και Re David Carter (1996) 1 Α.Α.Δ. 299). To Άρθρο 113.2 του Συντάγματος όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία, αναφέρεται στην ποινική διαδικασία και όχι στην πολιτική όπως η παρούσα. Με την αιτιολογία αυτή το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή με παράλληλη άλλη αιτιολογία ότι η εισήγηση αυτή υποβλήθηκε καθυστερημένα στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων.

Πέραν των θέσεων μου που εξέφρασα ως προς την ορθή ερμηνεία του Άρθρου 113.2 οι πιο πάνω εισηγήσεις του κ. Βελάρη αποτελούν και την αιτιολογία της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου είναι βάσιμες και εύλογες.

Μου προκαλεί απορία το γεγονός ότι ο κ. Βελάρης χειρίστηκε και ενώπιον μου την παρούσα διαδικασία χωρίς να υποβληθεί από το δικηγόρο του αιτητή οποιαδήποτε ένσταση. Να υποθέσω ότι στην παρούσα διαδικασία ορθά ο κ. Βελάρης παρουσιάστηκε, ενεργώντας κάτω από τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα;

Έχω καταλήξει ότι ο κ. Βελάρης ήταν καθ΄ όλους τους ουσιώδεις χρόνους εξουσιοδοτημένος από το Γενικό Εισαγγελέα να χειριστεί την υπόθεση κάτω από τις οδηγίες του και με την εξουσιοδότηση αυτή τον καθιστά «υπάλληλο» εν τη εννοία του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος.

Έπεται ότι ο πρώτος λόγος δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

  1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας ότι δεν υπήρχε κώλυμα για την κατάθεση των επιφυλάξεων της Ρωσικής Ομοσπονδίας αναφορικά με την εφαρμογή του άρθρου 5 του Δεύτερου Επιπρόσθετου Πρωτοκόλλου λόγω της συμπεριφοράς που επέδειξε στην αίτηση 2/2001, και
  2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και καθ΄ υπέρβαση εξουσίας αποφάσισε ότι δεν συνιστούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας η καταχώρηση της αίτησης 1/2002.
  3. Οι δύο αυτοί λόγοι είναι συναφείς μεταξύ τους και θα εξεταστούν μαζί.

    Η δικαιοδοσία για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus ασκείται σε περιπτώσεις όπου στοιχειοθετείται παράνομη κράτηση ή φυλάκιση. (Βλέπε Αίτηση Χ"Σάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102).

    Το Δικαστήριο που εξετάζει μια αίτηση για Habeas Corpus δεν ενεργεί ως εφετείο πάνω σε θέματα γεγονότων, αλλά εξετάζει κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ικανοποιητική μαρτυρία ενώπιον του που δικαιολογούσε την έκδοση του εντάλματος.

    Ο χαρακτήρας του ελέγχου του Δικαστηρίου επισημαίνεται από τον Lord Summer στην υπόθεση R. v. Nat Bell Liquors Ltd. (1922) All E.R. Rep. 335 στη σελίδα 351 ως ακολούθως:-

    «Its jurisdiction is to see that the inferior court has not exceeded its own, and for that very reason it is bound not to interfere in what has been done within that jurisdiction, for in so doing it would itself, in turn, transgress the limits within which its own jurisdiction of supervision, not of review, is confined. That supervision goes to two points: one is the area of the inferior jurisdiction and the qualifications and conditions of its exercise; the other is the observance of the law in the course of its exercise.»

    (Βλέπε επίσης: Μελάς (Αρ. 3) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1199)

    Στην David Lee Carter (1996) 1 A.A.Δ. 299 ορισμένες παρατηρήσεις παραλληλίζουν τη διαδικασία έκδοσης με εκείνη της προανάκρισης.

    Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι η απόρριψη αίτησης για έκδοση φυγοδίκου δεν δημιουργεί δεδικασμένο. Στην υπόθεση Μελάς ν. Αρχηγού Αστυνομίας (1998) 1 Α.Α.Δ. 2261 ο Πικής, Π. εκδίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας αναφέρει τα εξής στη σελίδα 2264:-

    «Προκύπτει, από τις αποφάσεις της Ολομέλειας στη Δ/ντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217· και στη Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361, ότι η εγκατάλειψη αίτησης για έκδοση φυγοδίκου και η συνακόλουθη απόρριψή της δε δημιουργούν κώλυμα για την έγερση δεύτερης αίτησης για την έκδοση του ιδίου ατόμου, για να δικαστεί ή να εκτίσει την ποινή του για τα ίδια αδικήματα. Αντίθετα, η ταυτόχρονη προώθηση παράλληλων διαδικασιών για την έκδοση φυγοδίκου αποτελεί κατάχρηση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου και μπορεί να περισταλεί, όπως ορίζεται στις ίδιες αποφάσεις.

    Και η αγγλική νομολογία αποδέχεται ότι η εγκατάλειψη ή η απόρριψη αίτησης για την έκδοση φυγοδίκου δεν παρεμβάλλει κώλυμα στην υποβολή νέας αίτησης για τον ίδιο σκοπό.»

    Στην υπόθεση Sinclair v. The Director of Public Prosecutions (1991) 2 All E. R. 366 επιβεβαιώνεται η νομολογία μας ότι η απόρριψη αίτησης για έκδοση δεν δημιουργεί δεδικασμένο ούτε αποτελεί εμπόδιο (estoppel) για την καταχώρηση νέας αίτησης με τα ίδια ακριβώς γεγονότα.

    Το ότι δεν παράγεται δεδικασμένο από την απόρριψη αίτησης για έκδοση καθώς και ότι ουδέν κώλυμα δημιουργείται για την καταχώρηση νέας αίτησης για έκδοση, το παραδέχθηκε ευθέως και ο δικηγόρος του αιτητή κατά την ακρόαση ενώπιον μου. Επέμενε όμως ότι υπήρξε κατάχρηση της δικαστικής δικαιοδοσίας. Η μόνη επιχειρηματολογία του δικηγόρου του αιτητή για την ισχυριζόμενη κατάχρηση της δικαστικής δικαιοδοσίας είναι το γεγονός, κατά τους ισχυρισμούς του, ότι ηθελημένα στην πρώτη αίτηση δεν καταχωρήθηκε, στην πρώτη πάντα διαδικασία, στο Δικαστήριο η επιφύλαξη της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Πράγματι αυτός ήταν και ο λόγος της απόφασης του Νικήτα, Δ. στην Valery Mechanov, Αίτηση Αρ. 82/2001, ημερ. 11.9.2001 με την οποία απελευθέρωσε τον αιτητή. Στην απόφαση του ο Νικήτας, Δ. αφού ερμήνευσε τα άρθρα 12 του Ν. 95/70 και το άρθρο 5 του δεύτερου πρωτοκόλλου κατέληξε στο ότι η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν λανθασμένη ότι δηλαδή μπορούσε να υποβληθεί από την αιτούσα χώρα η αίτηση από άλλο αξιωματούχο εκτός του Υπουργού Δικαιοσύνης, κάνοντας χρήση της φράσης του άρθρου «η χρησιμοποίηση της διπλωματικής οδού δεν αποκλείεται.»

    Ως εκ τούτου η παράλειψη της παρουσίασης της επιφύλαξης της Ρωσικής Ομοσπονδίας από τους καθ΄ων η αίτηση δεν ήταν εσκεμμένη ή σκοπούσε σε παραπλάνηση ή σε απόκτηση ωφελήματος έναντι του αιτητή. Αντίθετα αυτό οφείλετο σε λανθασμένη ερμηνεία του άρθρου 5 που ακολούθησε ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση και δέχθηκε το Επαρχιακό Δικαστήριο.

    Με τα πιο πάνω γεγονότα δεν έχω πεισθεί από την επιχειρηματολογία του δικηγόρου του αιτητή ότι υπήρξε σ΄ αυτή την περίπτωση κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Αλλά ούτε και έδωσε σαφή αιτιολόγηση του ισχυρισμού του αυτού. Οι αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα της κατάχρησης έχουν τεθεί από τη νομολογία. Καμιά από τις αρχές αυτές δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.

    Είναι η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή, στο πλαίσιο της κατάχρησης, ότι το ένταλμα σύλληψης του αιτητή βασίσθηκε σε αναληθείς ισχυρισμούς. Τούτο το βασίζει στο γεγονός ότι η κα Σιακαλλή που ορκίστηκε για την έκδοση του δεύτερου εντάλματος σύλληψης ανέφερε ότι κατά την πρώτη διαδικασία, δεν εγνώριζε την ύπαρξη της επιφύλαξης της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Κατά την ακροαματική όμως διαδικασία παραδέχθηκε ότι τούτο ήταν σε γνώση της απλώς δεν είχε ερευνήσει το φάκελο στον οποίο εταξινομούντο οι επιφυλάξεις των Κρατών που υπέγραψαν τη σύμβαση, λόγω της πρακτικής που ακολουθούσε στις περιπτώσεις έκδοσης και της ερμηνείας που έδιδε στο άρθρο 5, ερμηνεία που με την απόφαση του Νικήτα, Δ. (βλ. Mechanov) κρίθηκε ως λανθασμένη.

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και έχει δεχθεί ότι υπήρχε κάποια αντίφαση στη μαρτυρία της κας Σιακαλλή δεν θεώρησε ότι αυτή μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να τεθεί ισχυρισμός για κατάχρηση της δικαστικής δικαιοδοσίας.

    Συμφωνώ με την πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με οποιοδήποτε τρόπο και αν ταξινομηθούν τα πιο πάνω δεν οδηγούν σε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, όπως η νομολογία ορίζει. Εδώ δεν υπήρξαν αλλότρια κίνητρα, ούτε υπήρξε πολλαπλότητα των διαδικασιών. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι η διαδικασία ήταν καταπιεστική ή στόχευε στην εξασφάλιση παρεμφερούς οφέλους, ή έβλαψε τα δικαιώματα του αιτητή. Αντίθετα, είτε από άγνοια είτε λόγω λανθασμένης ερμηνείας του άρθρου 5 εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση, η μη καταχώρηση της επιφύλαξης της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην αρχική διαδικασία και η πλήρωση του κενού με τη δεύτερη διαδικασία έκδοσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί κατάχρηση της διαδικασίας σύμφωνα με τη νομολογία.

    Έπεται ότι και οι λόγοι αυτοί δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

  4. Λανθασμένα και καθ΄ υπέρβαση εξουσίας το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέτρεψε μαρτυρία Ρώσου εμπειρογνώμονα αναφορικά με την ισχύ του αλλοδαπού εντάλματος συλλήψεως του αιτητή.

Ο δικηγόρος του αιτητή κατά τη διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου επιχείρησε να παρουσιάσει ως μάρτυρα για τον αιτητή φερόμενο δικηγόρο εκ Ρωσίας ο οποίος θα έδιδε μαρτυρία σχετιζόμενη με την εγκυρότητα του εντάλματος συλλήψεως το οποίο εκδόθηκε το έτος 2000. Συγκεκριμένα, κατά τον αιτητή, ο μάρτυρας, ως εμπειρογνώμονας, θα έδιδε μαρτυρία για το ισχύον σήμερα δίκαιο στη Ρωσική Ομοσπονδία σχετικά με την έκδοση του εντάλματος σύλληψης, λόγω της αλλαγής που επήλθε στη Ρωσική Ομοσπονδία με την αλλαγή της ποινικής νομοθεσίας η οποία πραγματοποιήθηκε το έτος 2002. Στην αγόρευση του ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίζεται ότι εντάλματα συλλήψεως, με βάση τη νέα νομοθεσία, δεν εκδίδονται «από ανακριτές αλλά από τα Δικαστήρια».

Το Επαρχιακό Δικαστήριο, αφού άκουσε τις δύο πλευρές, απεφάσισε να μη δεχθεί μαρτυρία περί τούτου.

Ο δικηγόρος του αιτητή βασίσθηκε αποκλειστικά στην υπόθεση Hayek (1983) 1 C.L.R. 266 καθώς και σε αγγλικές αυθεντίες ως τη Regina v. Governor of Brixton Prison and Another (ex parte Gross) (1999) Q.B.D. 598 και τη Re Evans (1994) 3 All E.R. 449.

Στη Hayek ο Στυλιανίδης, Δ. (όπως ήταν τότε) απεφάνθη ότι η διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου επηρεάζει δραστικά την ελευθερία του ατόμου και ως εκ τούτου οι προϋποθέσεις του νόμου πρέπει να πληρούνται. Ο αιτητής, επομένως, έχει το δικαίωμα να ακουστεί και να καλέσει μάρτυρες όπως προνοείται από τα άρθρα 74 και 93 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου. Και ότι ο δικαστής που εκδίδει τον φυγόδικο έχει υποχρέωση να μελετήσει και να αξιολογήσει την αποδεκτή μαρτυρία με βάση το άρθρο 13 του Νόμου 97/70. Θεώρησε δε ως λανθασμένη την προσέγγιση του Επαρχιακού Δικαστή να εφαρμόσει τις πρόνοιες του άρθρου 12(2) της Σύμβασης.

Στην ίδια γραμμή κινούνται και οι αγγλικές αυθεντίες με την παρατήρηση μου όμως ότι η Αγγλία δεν προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση.

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι διακρατικές συμβάσεις οι οποίες κυρώνονται διά νόμου αποτελούν εσωτερικό δίκαιο με ισχύ υπέρτερη του νόμου. Οι διεθνείς συμβάσεις υπερτερούν της εσωτερικής νομοθεσίας. Πέραν τούτου και προς άρση κάθε αμφιβολίας η Βουλή το 1990 ψήφισε τροποποιητικό νόμο του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου αρ. 97/90. Με αυτό έχουν τροποποιηθεί τα άρθρα 9 και 13.

Ολόκληρη η τροποποίηση έχει ως ακολούθως:-

«2. Το εδάφιο (5) του άρθρου 9 του βασικού νόμου τροποποιείται με την προσθήκη αμέσως μετά την παράγραφο (β) της πιο κάτω παραγράφου:

"(γ) Νοείται ότι σε περίπτωση αιτήσεως εκδόσεως δυνάμει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων που κυρώθηκε από τη Δημοκρατία με το Νόμο 95 του 1970 εφαρμόζονται οι διατάξεις της ειρημένης Σύμβασης αντί των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου 5 του άρθρου 9 του παρόντος Νόμου".

3. Το άρθρο 13 του βασικού νόμου τροποποιείται με την αναρίθμηση του εδαφίου (3) σε εδάφιο (4) και την προσθήκη του πιο κάτω νέου εδαφίου (3):

"Για σκοπούς εκδόσεως δυνάμει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων θα είναι αρκετά τα δικαιολογητικά στοιχεία που προνοεί το άρθρο 12 της Σύμβασης."»

To άρθρο 12(2) της Σύμβασης έχει ως ακολούθως:-

«(2) Προς υποστήριξιν της αιτήσεως θέλουσι προσαχθή:

(α) το πρωτόκολλον ή επίσημον αντίγραφον, είτε εκτελεστής καταδικαστικής αποφάσεως, είτε εντάλματος συλλήψεως ή ετέρας τινός πράξεως, εχούσης την αυτήν ισχύν, και εκδιδομένης κατά τους τύπους τους καθοριζομένους υπό της Νομοθεσίας του αιτούντος Μέρους·

(β) έκθεσις των πράξεων δι΄ ας ζητείται η έκδοσις, ο τόπος και χρόνος πράξεως, ο κατά Νόμον χαρακτηρισμός και αι παραπομπαί εις τας νομοθετικάς διατάξεις αίτινες έχουσιν εφαρμογήν και αίτινες δέον να εμφαίνωνται κατά το δυνατόν ακριβέστερον·

(γ) αντίγραφον των κατ΄ εφαρμογήν διατάξεων ή, εφ΄ όσον τούτο δεν καθίσταται εφικτόν, δήλωσις περί του εν εφαρμογή δικαίου, ως και ο κατά το δυνατόν ακριβέστερος χαρακτηρισμός του καταζητουμένου ατόμου και πάσα ετέρα πληροφορία δυναμένη να καθορίσει την ταυτότητα και την εθνικότητα τούτου.»

Συνάγεται επομένως, από την παράθεση των πιο πάνω άρθρων, ότι στην παρούσα υπόθεση εφαρμογής τυγχάνει το άρθρο 12(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και όχι το άρθρο 13 του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου αρ. 97/1970. Έπεται επομένως ότι τα δικαιολογητικά στοιχεία που προνοούνται στο άρθρο 12 της Σύμβασης, περιλαμβανομένου του εντάλματος συλλήψεως της αιτούσας χώρας είναι αρκετά για να αιτιολογήσουν την έκδοση, νοουμένου ότι το ένταλμα συλλήψεως ήταν επικυρωμένο και σε ισχύ σύμφωνα με την δήλωση του αξιωματούχου της αιτούσας χώρας, πράγμα που δεν αμφισβητήθηκε από τον αιτητή.

Με το πιο πάνω σκεπτικό καταλήγω ότι και ο τελευταίος λόγος που προβάλλει ο αιτητής δεν ευσταθεί.

Με το υλικό που παρουσιάστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου αποφαίνομαι ότι, από αντικειμενική θεώρηση, δικαιολογείται η έκδοση του στην αιτούσα χώρα και επομένως η διαταχθείσα κράτηση του είναι νόμιμη.

Η αίτηση για Habeas Corpus απορρίπτεται.

Δεν εκδίδεται καμιά διαταγή για έξοδα.

 

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο