ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 11210
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.Δ.
1. M.A. GOODVALUE SUPPLIERS LIMITED,
2. Μιχαλάκης Αλωνεύτη,
Εφεσείοντες
- και -
Θάλειας Ανδρέα Χαραλάμπους,
Εφεσίβλητης
---------------------------
10 Φεβρουαρίου 2003
Για τους εφεσείοντες: Μ. Βορκάς.
Για την εφεσίβλητη: Α. Παπαχαραλάμπους, γι΄ αυτόν Σ. Νικολάου.
---------------------------
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο 2ος εφεσείων, κυριότερος μέτοχος και ένας εκ των διοικητικών συμβούλων της 1ης εφεσείουσας που είναι οικογενειακή εταιρεία, ήταν νυμφευμένος αλλά σε διάσταση με την τότε σύζυγό του όταν το 1991 συνήψε δεσμό με την εφεσίβλητη. Απέκτησαν δύο παιδιά, το πρώτο το Φεβρουάριο του 1992 και το δεύτερο τον Απρίλιο του 1993. Τον Απρίλιο του 1996, αφού λύθηκε ο πρώτος του γάμος, τέλεσε δεύτερο με την εφεσίβλητη. Η σχέση τους είχε από νωρίς παρουσιάσει προβλήματα και τον Ιούνιο του 1997 επήλθε ρήξη που οδήγησε σε διαζύγιο, υπό συνθήκες οξείας αντιπαράθεσης με διάφορες διαδικασίες τόσο στο Οικογενειακό Δικαστήριο όσο και στο Επαρχιακό Δικαστήριο.
Η παρούσα υπόθεση αφορά σε διαμέρισμα το οποίο φαίνεται να αγοράστηκε περί το τέλος του 1991 και ενεγράφη το Φεβρουάριο του 1992 απ΄ ευθείας επ΄ ονόματι της εφεσίβλητης. Πρόκειται για το διαμέρισμα στο οποίο διέμενε το ζεύγος και το οποίο, μετά που χώρισαν, κατέχει αποκλειστικά η εφεσίβλητη. Το τίμημα αγοράς καταβλήθηκε με επιταγή της 1ης εφεσείουσας για ποσό £15.000 και με ποσό £18.000 από τη ΣΠΕ Καϊμακλίου βάσει ενυπόθηκου δανείου το οποίο συνήψε η εφεσίβλητη αλλά το οποίο, καθώς είναι παραδεκτό, δεν αναμενόταν να εξοφλήσει η ίδια και εν τέλει, το 1996, εξοφλήθηκε με νέο δάνειο που συνήψε ο 2ος εφεσείων, αφού στο μεταξύ η ΣΠΕ κίνησε διαδικασία για πώληση λόγω μη πληρωμής των δόσεων και η 1η εφεσείουσα πλήρωσε ποσό £6.000 έναντι.
Με την αγωγή τους οι εφεσείοντες διεκδίκησαν από κοινού την ουσιαστική κυριότητα του διαμερίσματος, εμφανίζοντας την εφεσίβλητη ως καταπιστευματοδόχο. Ισχυρίστηκαν ότι το ποσό των £15.000 ήταν δάνειο προς τον 2ο εφεσείοντα ώστε να αποκτούσε αυτός στέγη και ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους όπως
«σε περίπτωση μη αποπληρωμής από τον Ενάγοντα 2 στην Ενάγουσα 1 του ποσού των Λ.Κ. 15000 ως ανωτέρω αναφέρεται τότε το εν λόγω διαμέρισμα θα παρέμεινε στην ιδιοκτησία της Ενάγουσας και δεν θα μεταβιβάζετο στον ίδιο.»
Σε ό,τι δε αφορά την εγγραφή του διαμερίσματος επ΄ ονόματι της εφεσίβλητης, οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι:
«Για λόγους που αφορούσαν τις εμπορικές δραστηριότητες και/ή εκκρεμούσες διαδικασίες και/ή οικονομικές διαφορές της Ενάγουσας 1 και/ή προσωπικές υποθέσεις του Ενάγοντα 2 με τρίτα πρόσωπα αυτοί προχώρησαν και/ή απεδέχθησαν όπως το πιο πάνω διαμέρισμα εγγραφεί αντί επ΄ ονόματι τους στο όνομα της Εναγομένης κατόπιν συννενόησης τους πράγμα που συνέβη στις 19/2/92 δυνάμει αγοράς ως φαίνεται και στον τίτλο ιδιοκτησίας.»
Σε ένορκη δήλωσή του, ημερ. 11 Ιουνίου 1997, στην Αίτηση αρ. 86/97 του Οικογενειακού Δικαστηρίου, με την οποία αυτός διεκδικούσε εναντίον της εφεσίβλητης κυριότητα του διαμερίσματος ως ο μόνος δικαιούχος, είχε εξηγήσει ότι:
«Ουσιαστικά το ως άνω διαμέρισμα αγοράσθη από εμένα με χρήματα δικά μου και της Εταιρείας μου και κατόπιν συμφωνίας μου με αυτήν. Εγγράφηκε στο όνομα της καθ΄ ης η Αίτηση για σκοπούς αποφυγής τυχόν μέτρων εκτέλεσης δικαστικής απόφασης που πιθανόν να εκδιδόταν εις βάρος μου εξαιτίας εκκρεμούσης δικαστικής διαδικασίας. Το γεγονός αυτό το γνώριζε η καθ΄ ης η Αίτηση εξ΄ ου και ουδέν ποσόν κατέβαλε για εξόφληση του διαμερίσματος και εξού και το δάνειο μετεφέρθη στις 10/12/1996 επ΄ ονόματι μου χωρίς αυτή να είναι καν εγγυητής μου. Περαιτέρω η καθ΄ ης η Αίτηση ανέλαβε όπως όταν το απαιτήσω να μου το επιστρέψει.»
Η εφεσείουσα με την υπεράσπισή της αρνήθηκε ότι η επ΄ ονόματί της εγγραφή του διαμερίσματος έγινε υπό όρους ή περιστάσεις που τις στερούσαν το ουσιαστικό δικαίωμα ιδιοκτησίας, και πρόβαλε ότι τόσο τα χρήματα από την επιταγή της 1ης εφεσείουσας όσο και εκείνα του δανείου προήλθαν από διευθετήσεις στις οποίες προέβη ο Χαρίλαος Αλωνεύτης, πατέρας του 2ου εφεσείοντος, επίσης μέτοχος και διοικητικός σύμβουλος της 1ης εφεσείουσας, ώστε η εφεσίβλητη που ήταν τότε έγκυος να αποκτήσει ιδιόκτητη στέγη. Στην Υπεράσπιση εμφανίζεται η πράξη ως:
«.... δωρεά από τον Χαρίλαο Αλωνεύτη, πατέρα του Ενάγοντα 2, προς την Εναγομένη λόγω φυσικής αγάπης και στοργής και/ή ως δώρο για τη γέννηση της πρώτης κόρης της Εναγομένης.»
Κύριος μάρτυρας προς υποστήριξη της απαίτησης ήταν ο ίδιος ο 2ος εφεσείων ενώ άλλοι πέντε μάρτυρες που κατέθεσαν, ο Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου, υπάλληλος της ΣΠΕ Καϊμακλίου, ο Διευθυντής καταστήματος της Λαϊκής Τράπεζας, Λειτουργός του Κτηματολογίου και ο ελεγκτής της 1ης εφεσείουσας, κλήθηκαν βασικά για να παρουσιάσουν διάφορα έγγραφα. Το έγγραφο όμως που απασχόλησε πιο πολύ απ΄ όλα το παρουσίασε ο 2ος εφεσείων. Αυτό (τεκμήριο 4) εμφανιζόταν να ήταν απόφαση της 1ης εφεσείουσας, ληφθείσα σε έκτακτη γενική συνέλευση στις 6 Νοεμβρίου 1991. Ήταν, ας σημειωθεί, η μόνη φορά κατά την οποία υπήρξε πρακτικό για τη λήψη απόφασης της εταιρείας. Παραθέτουμε το σχετικό κείμενο:
«Κατόπιν εκτάκτου συνεδριάσεως των Μετόχων της Εταιρείας απεφασίσθη όπως δανειοδοτήση τον Κον. Μιχαλάκην Αλωνεύτην κύριο Μέτοχο και Διευθυντήν της Εταιρείας με το ποσόν των Λ.Κ. 15.000.00 διά την αγοράν Διαμερίσματος, προς εξασφάλισιν διαμονής του ως Διευθυντή της Εταιρείας.
Το δε υπόλοιπον ποσόν Λ.Κ. 18.000.00 (ΠΛΕΟΝ ΕΞΟΔΑ ΚΑΙ ΤΟΚΟΙ), που θα γίνη ενυπόθηκον δάνειον με το εν λόγω Διαμέρισμα, θα το εγγυηθή η Εταιρεία, ή άλλως πως, με προσωπικές εγγυήσεις του Διευθυντή και Γραμματέα της Εταιρείας.
Το ως άνω ποσό αφού αποπληρωθή από τον Κον. Μιχαλάκη Αλωνεύτη το εν λόγω Διαμέρισμα θα μεταβιβασθή επ΄ ονόματι του. Εάν όχι, αυτό θα παραμείνη ιδιοκτησία και περουσιακό στοιχείο της Εταιρείας.»
Για την υπεράσπιση κατέθεσε η εφεσίβλητη η οποία παρουσίασε, μέσω του Πρωτοκολλητή του Οικογενειακού Δικαστηρίου, έγγραφα που αφορούσαν άλλες διαδικασίες για τις διαφορές που είχε με τον 2ο εφεσείοντα για το διαμέρισμα.
Το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του 2ου εφεσείοντος ως αναξιόπιστη. Εξήγησε λεπτομερώς τους λόγους, με ιδιαίτερη έμφαση στο κείμενο της εμφανιζόμενης ως απόφασης της 1ης εφεσείουσας (τεκμήριο 4), το οποίο το Δικαστήριο χαρακτήρισε ως εκ των υστέρων κατασκεύασμα. Ούτε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης δεν την αποδέχθηκε ως έρεισμα για την εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος αναφορικά με τους λόγους της εγγραφής του διαμερίσματος επ΄ ονόματι της. Θεώρησε εξωπραγματική την εκδοχή της περί δωρεάς από τον μετέπειτα πεθερό της αφού η γνωριμία της με τον 2ο εφεσείοντα ήταν πρόσφατη και το τι θα ακολουθούσε αβέβαιο για όλους. Το Δικαστήριο υπέδειξε όμως, με αναφορά στην Αθανασίου κ.α. ν. Α. Κουνούνη, (1997) 1 Α.Α.Δ. 614 ότι η απόρριψη της εκδοχής της εφεσίβλητης δεν πρόσθετε στην υπόθεση των εφεσειόντων εφόσον δεν υπήρχε αξιόπιστη μαρτυρία που να στοιχειοθετούσε την απαίτηση.
Με την έφεσή τους οι εφεσείοντες προβάλλουν (α) ότι αφού, καθώς έγινε δεκτό, το τίμημα κατεβλήθη από αυτούς, εσφαλμένα το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό τους πως δημιουργήθηκε προς όφελός τους εξ επαγωγής εμπίστευμα (constructive trust) ενώ εν προκειμένω δεν υπήρχε περιθώριο για άλλη κατάληξη (λόγοι 1 και 4). (β) ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποδέχθηκε πως η 1η εφεσείουσα είχε προβεί σε δανειοδότηση του 2ου εφεσείοντος (λόγος 2). και (γ) ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστη τη μαρτυρία του 2ου εφεσείοντος (λόγος 3).
Ο συνήγορος των εφεσειόντων, στην επιχειρηματολογία που ανέπτυξε, αναφέρθηκε λεπτομερώς στο καθετί το οποίο θα μπορούσε να συμβάλει στην κριτική αντίκρυση της εκκαλούμενης απόφασης. Δεν διακρίναμε όμως οποιοδήποτε σφάλμα είτε στον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο προσήγγισε και αξιολόγησε τη μαρτυρία είτε σε ό,τι το Δικαστήριο έκρινε πως τελικά νομικώς προέκυπτε . Τουναντίον, θεωρούμε πως η πρωτόδικη απόφαση, με την οποία γίνεται εκτενής ανάλυση και συζήτηση της μαρτυρίας, εξηγεί πειστικά τις εντυπώσεις και τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου, με αναπόφευκτη την εν συνεχεία απόρριψη της απαίτησης.
Και μια παρατήρηση. Η εκδοχή των εφεσειόντων ως προς τις περιστάσεις υπό τις οποίες το διαμέρισμα ενεγράφη επ΄ ονόματι της εφεσίβλητης, σήμαινε ενέργεια που απέβλεπε, καθώς μας φαίνεται, σε προσπάθεια καταδολίευσης ανύποπτων πιστωτών σε περίπτωση που θα εκδίδετο υπέρ τους δικαστική απόφαση, αφού θα στερούντο της δυνατότητας να στραφούν κατά του διαμερίσματος ως περιουσιακού στοιχείου υποκείμενου σε εκτέλεση. Επομένως δεν θα μπορούσε ούτως ή άλλως να παρασχεθεί στους εφεσείοντες δικαστική συνδρομή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.