ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 97
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
AITHΣH ΑΡ. 32/2002
Αγωγή Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού 5248/98
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΑΡΤΕΜΗ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Δ.Μεταξύ:
Νίκου Χατζηνικολάου, από την Αγλαντζιά
Ενάγοντα-Αιτητή
- και -
1. Νεόφυτου Παναγιώτου, από τη Λεμεσό
2. Αντώνη Νικολάου Κυριάκου, από τη Λεμεσό
3. Φωτεινής Νικολάου, από τη Λεμεσό
Εναγομένων-Καθ΄ων η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 30 Iανουαρίου, 2003.Για τον αιτητή: Γ. Γεωργίου για Λ. Παπαφιλίππου.
Για την καθ΄ης η αίτηση-εναγομένη αρ. 3: Αιμ. Θεοδούλου για Γ. Σαββίδη.
- - - - - -
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.
: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει οΜ. Κρονίδης, Δ.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.
: Με μονομερή αίτηση του ο αιτητής-ενάγων στην αγωγή αρ. 5248/98 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ζητά:-«Άδεια του Δικαστηρίου, που να του επιτρέπει να καταχωρήσει έφεση κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην αγωγή με αριθμό 5248/98 μόνο για τα έξοδα, που εκδόθηκε στις 15/3/2002, με την οποία ενώ εκδόθηκε απόφαση προς όφελος του και εναντίον της εναγομένης 3, η αγωγή του απορρίφθηκε εναντίον των εναγομένων 1 και 2 και καταδικάστηκε στην πληρωμή των εξόδων τους.»
Κατά την πρώτη δικάσιμο το Εφετείο έδωσε οδηγίες για επίδοση της αίτησης στην καθ΄ης η αίτηση-εναγομένη αρ. 3 στην αγωγή. Η μονομερής αίτηση του αιτητή επεδόθη στην καθ΄ης η αίτηση η οποία και καταχώρησε γραπτή ένσταση συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση.
Τα γεγονότα συνοπτικά όπως εξάγονται από τις ένορκες δηλώσεις έχουν ως ακολούθως:-
Τον επίδικο χρόνο ο αιτητής οδηγούσε το αυτοκίνητο του στην εσωτερική λωρίδα κυκλοφορίας στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λεμεσού με κατεύθυνση τη Λεμεσό. Πιο μπροστά από το αυτοκίνητο του αιτητή οδηγούντο στην εξωτερική λωρίδα αρθρωτό αυτοκίνητο με οδηγό τον εναγόμενο αρ. 1 και ιδιοκτησίας του εναγομένου αρ. 2 ακολουθούμενο από το σαλούν αυτοκίνητο της καθ΄ης η αίτηση. Σε κάποιο σημείο του δρόμου η καθ΄ης η αίτηση προσπέρασε το αρθρωτό αυτοκίνητο από την εσωτερική λωρίδα και ακολούθως έλαβε πάλι θέση στην εσωτερική λωρίδα μπροστά από το αρθρωτό αυτοκίνητο. Ο οδηγός του αρθρωτού αυτοκινήτου προέβη σε αιφνίδια στροφή προς την εσωτερική λωρίδα με αποτέλεσμα να ανακόψει την πορεία του αυτοκινήτου του αιτητή και να επέλθει η σύγκρουση. Ο οδηγός του αρθρωτού αυτοκινήτου ισχυρίζετο ότι ο λόγος της αιφνίδιας αλλαγής της πορείας του ήταν το γεγονός ότι η καθ΄ης η αίτηση κατά την προσπάθεια της να τον προσπεράσει εισήλθε απότομα και σε κοντινή απόσταση μπροστά του με άμεσο τον κίνδυνο της σύγκρουσης. Η αστυνομία προέβη σε διερεύνηση του ατυχήματος και απεφάνθη ότι η αμέλεια για το ατύχημα βάρυνε την καθ΄ης η αίτηση εναντίον της οποίας θα καταχωρείτο σχετική ποινική υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου.
Η ευθύνη για το ατύχημα ήταν το μόνο επίδικο θέμα το οποίο εκδικάσθηκε στην πιο πάνω αγωγή.
Οι παράγραφοι 9, 10 και 11 της ένορκης δήλωσης του αιτητή, που αποτελούν και τη βάση της αίτησης του, έχουν ως εξής:-
«
9. Όταν έδωσα οδηγίες στον δικηγόρο μου για να καταχωρήσει αγωγή για το επίδικο δυστύχημα:(α) Δεν είχα προσωπική αντίληψη για οποιαδήποτε ανάμειξη της εναγομένης 3 στο δυστύχημα.
(β) Είχα υπόψη μου την αστυνομική έκθεση, με βάση την οποία θεωρείτο αυτή υπεύθυνη για το δυστύχημα.
(γ) Είχα προσωπική αντίληψη του γεγονότος ότι είναι το αρθρωτό όχημα που οδηγούσε ο εναγόμενος 1 που κινήθηκε δεξιά και μου κτύπησε.
10. Με βάση τα πιο πάνω γεγονότα, ήταν κατά την γνώμη μου εύλογο αν όχι και επιβαλλόμενο να συνενώσω στην αγωγή μου ως εναγομένους και τους εναγομένους και τους εναγομένους 1 και 2 και όχι μόνο την εναγομένη 3.
11. Για να στρέψω την αγωγή μου μόνο εναντίον της εναγομένης 3, θα έπρεπε σε εκείνο το στάδιο να υποκαταστήσω το Δικαστήριο στο έργο του και αφού άκουα τη μαρτυρία των εναγομένων, κάτι που αντικειμενικά ήταν αδύνατο, να αποφασίσω και για την αξιοπιστία τους και στο τέλος της ημέρας αυτή μου η κατάληξη να συμπίπτει και με την ετυμηγορία του Δικαστηρίου.»
Αντίθετα η καθ΄ης η αίτηση στην ένορκη δήλωση της ισχυρίζεται ότι δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις για την αιτούμενη άδεια εφόσον ο αιτητής γνώριζε ότι η αστυνομία θεωρούσε την ίδια υπεύθυνη για το ατύχημα και όχι τους εναγομένους 1 και 2.
Το παράπονο του αιτητή, το οποίο επιδιώκει να προβάλει με την έφεση για την καταχώρηση της οποίας ζητείται η άδεια είναι, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε τα έξοδα εις βάρος του αιτητή ως αποτυχόντα διάδικου ενώ παρέλειψε εσφαλμένα να εφαρμόσει τον γνωστό κανόνα του Bullock Order και να επιδικάσει τα έξοδα εναντίον της καθ΄ης η αίτηση η οποία βρέθηκε ως μόνη υπεύθυνη του ατυχήματος.
Η αίτηση βασίζεται στη Δ.35 θ.20 που είναι, όντως, ο ορθός θεσμός που αναφέρεται στο επίδικο ζήτημα. Έχει δε ως εξής:-
«An appeal from a decision solely on the ground of a wrong direction in regard to costs, or from an order made on taxation or review of taxation, shall not be entertained except with the leave of the Court of Appeal or a Judge thereof, which shall not be given unless it is made to appear that the direction or order is contrary to the provisions of any law or rule, or is based on a misconception of fact, or directs any party to pay costs incurred or occasioned, without sufficient reason, by another party."
Οι τρεις πιο πάνω προϋποθέσεις που θέτει η Δ.35 θ.20 είναι και εξαντλητικές και αντικειμενικές. (Βλέπε: Φιλίππου ν. Φιλίππου (1990) 1 ΑΑΔ 890, Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd. (1993) 1 AAΔ 12, Αναφορικά με Αίτηση του Μάριου Ρούσου και της Τασούλας Χριστοφή, Αίτηση 111/98, ημερ. 22.3.99, Αναφορικά με την Αίτηση του Γιώργου Αργυρίδη, Αίτηση 65/99, ημερ. 21.2.2000).
Η υφή του θεσμικού πλαισίου παροχής άδειας εξηγήθηκε από τον Πική, Π. Στην απόφαση Ρούσου και Χριστοφή (πιο πάνω) με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία.
Στην αυθεντία αυτή αναφέρονται τα εξής:-
«Η παροχή άδειας δεν αφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου
Οι προϋποθέσεις που τίθενται από τη Δ.35 θ.20, για την υποβολή έφεσης κατά της διαταγής για έξοδα, εξετάστηκαν στη Φιλίππου ν. Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890. Στην απόφαση του Εφετείου που έδωσε ο Σαββίδης, Δ., γίνεται λεπτομερής αναφορά στην Κυπριακή και Αγγλική νομολογία που φωτίζει το επίμαχο ζήτημα. Σημείο εκκίνησης αποτελεί η Δ.59 θ.1, που αφήνει τα έξοδα στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Η ευχέρεια αυτή ασκείται δικαστικά με αναφορά στους εσωγενείς παράγοντες της δίκης που περιλαμβάνουν το αποτέλεσμα της υπόθεσης και κάθε γεγονός που άπτεται του χειρισμού της από τους διαδίκους, όπως εξηγείται στη Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd. (1993) 1 A.A.Δ. 12.
Εφόσον το σφάλμα, το οποίο επικαλείται ο αιτητής, υπέρ του αιτήματός του, ανάγεται σε εσωγενή παράγοντα, το Δικαστήριο δεν επιτρέπει την έφεση. Στο στάδιο αυτό το Εφετείο δεν υπεισέρχεται στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Αυτό θα είναι το αντικείμενο της έφεσης εφόσον επιτραπεί η υποβολή της. Αποκλειστικό κριτήριο για την παροχή άδειας είναι η θεμελίωση μιας ή περισσοτέρων των προϋποθέσεων που θέτει η Δ.35 θ.20.»
Στην αυθεντία Φιλίππου (πιο πάνω) ο Σαββίδης, Δ. τονίζοντας την ευρύτητα της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα τόσο δυνάμει της Δ.59 θ.1 όσο και δυνάμει του άρθρου 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, υπέδειξε, με αναφορά και στην Αγγλική νομολογία, ότι ουσιαστικά μόνο όπου η διακριτική εξουσία δεν έχει ασκηθεί δικαστικά υπάρχει περιθώριο παραχώρησης άδειας για καταχώρηση έφεσης, υιοθετώντας και όσα έχουν λεχθεί στην υπόθεση
Donald Campbelle & Co Ltd. v. Pollak (1927) A.C. 732.Οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει η Δ.35 θ.20 είναι:-
(α) Ότι η διαταγή για τα έξοδα αντίκειται προς οποιοδήποτε νόμο ή κανονισμό, ή
(β) Ότι η διαταγή βασίσθηκε σε παρανόηση των γεγονότων ή
(γ) Ότι διατάχθηκε ο αιτητής να πληρώσει έξοδα που προκλήθηκαν ή προξενήθηκαν, χωρίς επαρκή λόγο, από άλλο διάδικο. Η συνδρομή μιας των πιο πάνω προϋποθέσεων δικαιολογεί την παραχώρηση της άδειας για την καταχώρηση έφεσης.
Στην προκείμενη περίπτωση δεν διευκρινίζεται ούτε στην αίτηση και στην ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει ούτε και στην αγόρευση ενώπιον μας σε ποιά από τις τρεις προϋποθέσεις που θέτει η Δ.35 θ.20 βασίζεται το αίτημα του αιτητή. Συναφείς είναι οι παράγραφοι 13 και 14 της ένορκης δήλωσης που έχουν ως εξής:-
«13. Πιστεύω ότι η συνένωση όλων των εναγομένων στην αγωγή μου ήταν επιβαλλόμενη ώστε να μπορέσουν όλοι να θέσουν τις εκδοχές τους ενώπιον του Δικαστηρίου για να κριθούν, αξιολογηθούν και αποφασιστεί το θέμα της ευθύνης.
14. Πιστεύω ειλικρινά και συμβουλεύομαι από τους δικηγόρους μου ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην εφαρμόσει το Bullock Order αναφορικά με τα έξοδα των εναγομένων 1 και 2 και να με καταδικάσει στην πληρωμή τους, είναι λανθασμένη και πρέπει να παραμεριστεί.
Δεν τίθεται θέμα ότι γίνεται επίκληση της πρώτης προϋπόθεσης, ότι η διαταγή για τα έξοδα αντίκειται προς οποιοδήποτε νόμο ή κανονισμό. Ούτε επίσης μπορεί να υποστηριχθεί ότι η διαταγή για τα έξοδα έγινε λόγω παρανόησης των γεγονότων. Αλλά ούτε και η τρίτη προϋπόθεση δεν ισχύει στην προκείμενη περίπτωση. Δεν μπορεί κανένας να ισχυρισθεί ότι τα έξοδα προκλήθηκαν, χωρίς επαρκή λόγο, από άλλο διάδικο, την καθ΄ης η αίτηση.
Το παράπονο του αιτητή είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, δεν εφάρμοσε τον κανόνα Bullock Order.
Οι παράγοντες στους οποίους αναφέρθηκε ο συνήγορος του αιτητή αφορούν εσωγενείς της δίκης παράγοντες που δεν τον νομιμοποιούν να εξασφαλίσει άδεια. Αδυνατούμε να διακριβώσουμε το συσχετισμό των θέσεων του προς οποιοδήποτε εξωγενή παράγοντα που, όπως προκύπτει από τη νομολογία, δικαιολογεί την παραχώρηση άδειας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στα πλαίσια της ευρείας διακριτικής εξουσίας του και με αντίληψη των παραμέτρων της διαδικασίας και των ενώπιον του γεγονότων,
εξέδωσε τη διαταγή για τα έξοδα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε δικαστικά στην παρούσα υπόθεση. Έτσι εχόντων των πραγμάτων, δεν είναι για το Δικαστήριο αυτό, παραχωρώντας άδεια για καταχώρηση έφεσης ως προς τα έξοδα, να υπεισέλθει στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. (Βλέπε: Φιλίππου και Γιώργου Αργυρίδη (πιο πάνω)).Η αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της καθ΄ης η αίτηση.
Δ. Δ. 9; Δ.
/ΕΠσ