ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 2009
19 Δεκεμβρίου, 2002
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙO OIKOΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
MΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
ν.
ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ,
Εφεσιβλήτου-Καθ΄ου η αίτηση.
(Έφεση Αρ. 148)
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Απόρριψη αίτησης διαζυγίου χωρίς αξιολόγηση της μαρτυρίας και χωρίς κατάληξη σε ευρήματα επί των αμφισβητούμενων γεγονότων ― Διατάχθηκε επανεκδίκαση.
Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον της πρωτόδικης απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση διαζυγίου που καταχώρησε η εφεσείουσα εναντίον του συζύγου της.
Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης της εφεσείουσας ο θρησκευτικός γάμος των διαδίκων τελέστηκε στις 7.7.1990. Από το γάμο τους απέκτησαν δύο παιδιά. Ο γάμος ήταν αρμονικός μέχρι το 1995, οπότε άρχισαν, κατά την εκδοχή της εφεσείουσας, προβλήματα τα οποία οφείλοντο στο πρόσωπο του εφεσίβλητου, μεταξύ των οποίων ήταν η έξοδός του τα βράδυα, η απουσία ενδιαφέροντος για την οικογενειακή ζωή και η απομάκρυνση του από αυτή.
Η εφεσείουσα στη μαρτυρία της επιβεβαίωσε τα πιο πάνω και αναφέρθηκε στο κλονιστικό γεγονός της 17.3.1999, που κατά την άποψή της ήταν το κορυφαίο, και οδήγησε στη διάσταση. Το βράδυ της ημέρας εκείνης ο εφεσίβλητος, εντελώς απρόκλητα, εκτόξευσε ύβρεις και χυδαιολογίες εναντίον της, της επιτέθηκε πιάνοντάς την από το λαιμό με δύναμη και την έφτυσε.
Ο εφεσίβλητος στη μαρτυρία του αρνήθηκε το πιο πάνω κλονιστικό γεγονός.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας, θεωρώντας ότι η μεταγενέστερη στάση της, μετά τη διάσταση, για συμφιλίωση με τον εφεσίβλητο υποδήλωνε έλλειψη των προϋποθέσεων του υποκειμενικού και αντικειμενικού κλονισμού της έγγαμης σχέσης τους.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ ευρίσκετο ενώπιον δύο διαφορετικών εκδοχών, παρέλειψε να τις αξιολογήσει όπως όφειλε να πράξει, και να καταλήξει σε ευρήματα πάνω στα ουσιώδη αμφισβητούμενα γεγονότα. Ενόψει της παράλειψης αυτής το Εφετείο δεν μπορεί να υπεισέλθει σε πρωτογενή γεγονότα και να αποφασίσει για την αξιοπιστία των μαρτύρων.
2. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων αποτελούν το θεμέλιο για την ανίχνευση των αληθών γεγονότων πάνω στα οποία θα θεμελιωθούν τα τελικά συμπεράσματα του Δικαστηρίου. Παράλειψη εξαγωγής ευρημάτων αξιοπιστίας της μαρτυρίας αφήνει μετέωρη και ατεκμηρίωτη τη δικαστική απόφαση.
Η έφεση απορρίφθηκε. Διατάχθηκε επανεκδίκαση. Τα έξοδα της έφεσης και της πρωτόδικης απόφασης θα είναι έξοδα δίκης κατά την επανεκδίκαση.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Στυλιανίδης ν. X"Πιέρας (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056,
Αγροτέχνικα ν. CYEMS Co. Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 1182,
Φαρφαρά ν. Φραγκοπούλου (1994) 1 Α.Α.Δ. 763,
Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 552,
Κωνσταντινίδης ν. Level Tachxcars (1994) 1 Α.Α.Δ. 600.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια κατά της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 19/9/01 (Αρ. Αγωγής 221/00) με την οποία έκρινε ότι η συμφιλιωτική της στάση με το σύζυγό της, μετά τη διάστασή τους, υποδήλωνε την έλλειψη των υποκειμενικών και αντικειμενικών προϋποθέσεων του ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης και απέρριψε την αίτηση διαζυγίου της εναντίον του συζύγου της.
Χ. Κυριακίδης, για την Εφεσείουσα.
Καμιά εμφάνιση, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον πρωτόδικης απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση διαζυγίου που καταχώρησε η εφεσείουσα εναντίον του συζύγου της.
Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης της εφεσείουσας ο θρησκευτικός γάμος των διαδίκων τελέσθηκε στις 7.7.1990. Από το γάμο τους οι διάδικοι απέκτησαν δύο τέκνα ηλικίας σήμερα 11 και 8 χρόνων. Ο γάμος των διαδίκων ήταν αρμονικός μέχρι το 1995, οπότε άρχισαν, κατά την εφεσείουσα, ορισμένα προβλήματα τα oποία οφείλοντο στο πρόσωπο του εφεσίβλητου. Συνίσταντο δε, πάντοτε όπως αναφέρεται στην Έκθεση Απαίτησης, στη συμπεριφορά του τελευταίου, ο οποίος άρχισε να γίνεται απόμακρος και αδιάφορος για την οικογενειακή ζωή. Αναφέρεται ότι πραγματοποιούσε νυκτερινές εξόδους μόνος του, αποκλείοντας την εφεσείουσα από κάθε είδους κοινωνική ζωή, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί κενό στις σχέσεις τους, ψυχρότητα και απόσταση και να χαθεί η μεταξύ τους ψυχική επαφή και επικοινωνία, με συνέπεια τη δημιουργία προστριβών και φιλονικίας μεταξύ τους.
Η εφεσείουσα στη μαρτυρία της επιβεβαίωσε τα πιο πάνω και αναφέρθηκε στο κορυφαίο, όπως η ίδια το ονομάζει, κλονιστικό γεγονός της 17.3.1999, οπότε από την ημερομηνία εκείνη επήλθε η διάσταση. Το βράδυ της 17.3.99, σύμφωνα με τη μαρτυρία της εφεσείουσας, μετείχε σε μια εκδήλωση στο Δημαρχείο και μετά, μαζί με φίλες της, παρακολούθησε κινηματογραφική παράσταση. Ο εφεσίβλητος την ίδια νύκτα μετείχε σε νυκτερινή άσκηση της Εθνικής Φρουράς όπου υπηρετούσε. Η εφεσείουσα είχε αναφέρει στον εφεσίβλητο πιο νωρίς την ίδια ημέρα ότι θα πήγαινε στην εκδήλωση του Δημαρχείου και μετά στον κινηματογράφο. Όταν επέστρεψε στο σπίτι γύρω στα μεσάνυκτα βρήκε τον εφεσίβλητο σε έξαλλη κατάσταση. Εκτόξευε εναντίον της κατηγορίες, την ύβριζε με χυδαιολογίες, της επιτέθηκε πιάνοντας την από το λαιμό με δύναμη και την έφτυσε. Η εφεσείουσα ένοιωσε αδικημένη και ήταν θυμωμένη με τα διαδραματισθέντα και ζήτησε από τον εφεσίβλητο να φύγει από το σπίτι γιατί ήταν αδύνατη πλέον η συμβίωση. Από την ημέρα εκείνη οι διάδικοι ήσαν σε διάσταση.
Ο εφεσίβλητος στη μαρτυρία του για το κλονιστικό αυτό γεγονός αρνήθηκε ότι ύβρισε ή εφτυσε την εφεσείουσα ή ότι επιτέθηκε εναντίον της πιάνοντας την από το λαιμό. Παραδέχθηκε ότι η εφεσείουσα επέστρεψε στις 2.15 π.μ. στο σπίτι με συνέπεια να γίνει απλώς κάποια λογομαχία μεταξύ τους. Η εφεσείουσα του ζήτησε να φύγει από το σπίτι. Την επομένη ημέρα του το επανέλαβε και έτσι αναγκάσθηκε να φύγει από το σπίτι.
Η εφεσείουσα στη μαρτυρία της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ανέφερε ότι τον Ιούλιο του 1999 όταν ο εφεσίβλητος πήγε στο σπίτι για να πάρει προσωπικά του αντικείμενα του ζήτησε να καθίσουν να μιλήσουν αλλά ο εφεσίβλητος αρνήθηκε. Επίσης τον Δεκέμβριο του 1999 τηλεφωνικώς ζήτησε από τον εφεσίβλητο να συναντηθούν για να μιλήσουν αλλά και πάλιν αρνήθηκε. Εν τω μεταξύ συγγενείς και φίλοι κατέβαλλαν προσπάθειες για συμφιλίωση τους αλλά αυτές απέβησαν άκαρπες λόγω της αρνητικής στάσης του εφεσίβλητου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας, θεωρώντας ότι η μεταγενέστερη στάση της, μετά τη διάσταση, για συμφιλίωση με τον εφεσίβλητο υποδηλώνει έλλειψη των προϋποθέσεων του υποκειμενικού και αντικειμενικού κλονισμού της έγγαμης σχέσης του. Στην κατάληξη του το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει:-
«Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει ότι ο γάμος της κλονίστηκε ανεπανόρθωτα και ότι η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης κατέστη αφόρητη για την ίδια.
Είμαστε πεπεισμένοι ότι όλες οι προσπάθειες στις οποίες προέβηκε η Αιτήτρια με σκοπό τη συμφιλίωσή τους υποδηλούν την έλλειψη τόσο του υποκειμενικού όσο και του αντικειμενικού κλονισμού της έγγαμης σχέσης που να καθιστά βάσιμα αφόρητη την εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης.»
Με επτά λόγους έφεσης η εφεσείουσα εισηγείται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη και πρέπει να ακυρωθεί.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα παρέλειψε να αξιολογήσει την αξιοπιστία των μαρτύρων και ιδιαίτερα τη μαρτυρία των δύο διαδίκων. Αντ' αυτού σχολιάζει αποσπασματικά τη μαρτυρία της εφεσείουσας με αποτέλεσμα να καταλήξει σε εσφαλμένα συμπεράσματα.
Έχουμε μελετήσει με προσοχή το περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει τη μαρτυρία που παρουσιάσθηκε ενώπιον του και να καταλήξει σε συμπεράσματα ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Η μαρτυρία, όπως αυτή παρατέθηκε κατά την ακρόαση στο πρωτόδικο Δικαστήριο, στο μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο μέρος της, ήταν διϊστάμενη. Τα όσα η εφεσείουσα κατέθεσε ενόρκως στη μαρτυρία της αντικρούοντο από τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ο οποίος κατέθετε τη δική του εκδοχή παντελώς αντίθετη από την εκδοχή της εφεσείουσας. Τόσο για τα κλονιστικά γεγονότα της περιόδου 1995-1999 που κατ' ισχυρισμό της εφεσείουσας υπήρχαν τα οποία ο εφεσίβλητος αρνείτο δίδοντας τη δική του εκδοχή όσο και για το κορυφαίο κλονιστικό γεγονός της 17.3.1999. Ο εφεσίβλητος στη μαρτυρία του αρνήθηκε αυτό το γεγονός και τις προεκτάσεις του αφού κατέθεσε ότι ούτε ύβρισε χυδαία ούτε έφτυσε ούτε επιτέθηκε εναντίον της εφεσείουσας πιάνοντας την από το λαιμό και πιέζοντας τα χέρια του.
Ακόμα και αυτή η μαρτυρία που αφορά την παροχή «συγγνώμης» από την εφεσείουσα προς το σύζυγο της, μοναδικός λόγος που έδωσε στην απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο για την απόρριψη της αγωγής της εφεσείουσας, είναι διϊστάμενη. Ο εφεσίβλητος στη μαρτυρία του διεκδικούσε την πατρότητα όλων των προσπαθειών για συμφιλίωση αλλά η εφεσείουσα πάντοτε αρνείτο και παρέπεμπε είτε τον ίδιο είτε τους απεσταλμένους του στο δικηγόρο της. Απερίφραστα στη μαρτυρία του ανέφερε ότι όσες φορές συναντήθηκε με την εφεσείουσα ήταν με δική του πρωτοβουλία.
Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι πρωταρχικό καθήκον του Δικαστηρίου είναι η θεώρηση του συνόλου της μαρτυρίας και η αξιολόγηση της ως προς την αξιοπιστία της, ιδιαίτερα όταν, όπως συνήθως, υπάρχουν δύο εκδοχές ως προς τα γεγονότα. Καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι, αφού σχολιάσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία, να δικαιολογήσει τα ευρήματα του ως προς την αξιοπιστία του ενός ή του άλλου μάρτυρα ή μαρτύρων. Όπως λέχθηκε στην απόφαση του Εφετείου Στυλιανίδης ν. Χ"Πιέρας (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, στις σελίδες 1061-1062:-
«Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του καθενός μάρτυρα ξεχωριστά. Είναι επιθυμητό η μαρτυρία να συσχετίζεται, να αντιπαραβάλλεται και να διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων, προσέγγιση η οποία επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του δικαστηρίου και ενισχύει την πίστη του κοινού στη δικαστική αποστολή.».
Τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων αποτελούν το θεμέλιο για την ανίχνευση των αληθών γεγονότων πάνω στα οποία θα θεμελιωθούν τα τελικά συμπεράσματα του Δικαστηρίου. Παράλειψη εξαγωγής ευρημάτων αξιοπιστίας της μαρτυρίας αφήνει μετέωρη και ατεκμηρίωτη τη δικαστική απόφαση.
Στην απουσία οποιασδήποτε αξιολόγησης της μαρτυρίας και στην απουσία ευρημάτων πάνω στα ουσιώδη αμφισβητούμενα γεγονότα το Εφετείο δεν μπορεί να υπεισέλθει σε πρωτογενή γεγονότα και να αποφασίσει για την αξιοπιστία των μαρτύρων. Στην προκείμενη περίπτωση υπάρχουν δύο διαφορετικές εκδοχές και η αξιολόγηση τους πρέπει να γίνει από το πρωτόδικο Δικαστήριο που θα έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες και όχι το Εφετείο. (Βλέπε: Αγροτέχνικα ν. CYEMS Co. Ltd. (1992) 1 A.A.Δ. 1182, Φαρφαρά ν. Φραγκοπούλου (1994) 1 Α.Α.Δ. 763, Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 552).
Αναπόφευκτη κατάληξη είναι η έκδοση διατάγματος για επανεκδίκαση της αγωγής από άλλο Δικαστήριο. (Βλέπε: Κωνσταντινίδης ν. Level Tachxcars (1994) 1 A.A.Δ. 600 και Φαρφαρά (πιο πάνω).
Η έφεση επιτυγχάνει. Η εκκαλούμενη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση ενώπιον άλλης σύνθεσης του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Τα έξοδα της έφεσης και της πρωτόδικης απόφασης θα είναι έξοδα δίκης κατά την επανεκδίκαση.
Η έφεση απορρίπτεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση. Τα έξοδα της έφεσης και της πρωτόδικης απόφασης θα είναι έξοδα δίκης κατά την επανεκδίκαση.