ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
KYRIACOS THEOFANOUS ν. ARTEMIS GEORGHIOU (1969) 1 CLR 203
ELENITSA PAVLOU STEFANIDOU ν. GEORGHIOS LOIZOU PIRGOTI (1975) 1 CLR 100
C. & Κ. Κυριάκου Λτδ κ.α. ν. Ιωάννου (1990) 1 ΑΑΔ 479
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Πιττής Σωτήρης ν. Progress Electronics Co Ltd (2005) 1 ΑΑΔ 50
ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΙΤΤΗΣ ν. PROGRESS ELECTRONICS CO LTD, Πολιτική Εφεση Αρ. 11641, 13 Ιανουαρίου, 2005
Sartas Importers - Distributors Ltd ν. Ανδρέα Μαρουλλή (2003) 1 ΑΑΔ 1446
SARTAS IMPORTERS-DISTRIBUTORS LTD ν. ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΟΥΛΛΗ, Πολιτική Έφεση Αρ. 11201, 23 Οκτωβρίου, 2003
(2002) 1 ΑΑΔ 1644
21 Οκτωβρίου, 2002
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
1. ΕΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
2. ΕΥΑ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
ν.
PANEUROPEAN INSURANCE CO LTD,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11072)
Γραμμάτιο συνήθους τύπου ― Υπερασπίσεις ― Ισχύουν μόνο οι υπερασπίσεις που προβλέπονται από την επιφύλαξη του Άρθρου 80 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, ήτοι ότι η υπογραφή του οφειλέτη χρέους ή άλλου που υπέγραψε το γραμμάτιο δεν είναι στην πραγματικότητα η υπογραφή του ή ότι ασκήθηκε εξαναγκασμός ή απάτη με σκοπό την έκδοση του γραμματίου.
Δικαιοδοσία Δικαστηρίων ― Κατά τόπον δικαιοδοσία ― Συμβάσεις ― Οφειλόμενο ποσό δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου ― Τόπος καταβολής της οφειλής ― Όταν δεν καθορίζεται, ο γενικός κανόνας όσον αφορά το θέμα της κατά τόπον δικαιοδοσίας, είναι ότι ο οφειλέτης υπέχει υποχρέωση, να αναζητήσει τον πιστωτή για να τον πληρώσει στον τόπο της εργασίας του ή της διαμονής του ― Επιπλέον, ο τόπος που εκδηλώθηκε η διάρρηξη, προσδιορίζει και το Δικαστήριο που είναι τοπικά αρμόδιο.
Με κλητήριο ειδικώς οπισθογραφημένο οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες αξίωσαν εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων το ποσό των £109.362.000, ως οφειλόμενο δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου. Ακολούθησε αίτηση των εφεσιβλήτων για έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον των δύο εφεσειόντων λόγω της μη πληρωμής από αυτούς οποιουδήποτε ποσού. Με την ένσταση τους οι εφεσείοντες δεν αρνήθηκαν την υπογραφή του επίδικου γραμματίου. Ήγειραν, όμως, θέμα τοπικής δικαιοδοσίας, ισχυριζόμενοι ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ήταν αναρμόδιο να επιληφθεί της υπόθεσης επειδή το γραμμάτιο υπογράφηκε στη Λεμεσό, οι εφεσείοντες διαμένουν και εργάζονται στη Λεμεσό και οι πληρωμές θα γίνονταν στη Λεμεσό.
Ως προς το ουσιαστικό μέρος της αίτησης ο εφεσείων 1 ισχυρίστηκε ότι μεταξύ των εφεσιβλήτων και του ιδίου υπήρξε παράλληλη προφορική συμφωνία ότι αυτός θα ανταποκρινόταν στις υποχρεώσεις του που πηγάζουν από το γραμμάτιο, μόνο αν οι εφεσίβλητοι πλήρωναν τις υποχρεώσεις τους έναντι του ιδίου βάσει της συμφωνίας αυτής και ότι το ποσό του γραμματίου δεν θα επληρώνετο εάν οι εφεσίβλητοι δεν συμμορφώνονταν με την προφορική αυτή συμφωνία. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα 1 οι εφεσίβλητοι δεν τίμησαν τις πιο πάνω υποχρεώσεις τους και επομένως δεν δικαιούνται να απαιτούν τα ποσά του γραμματίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και τα δύο σκέλη της ένστασης των εφεσειόντων.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζεται με το θέμα της δικαιοδοσίας. Ο δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης στρέφονται κατά του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο κρίθηκε ότι οι εφεσείοντες δεν έδειξαν να έχουν καλή υπεράσπιση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει καθορισθεί ο τόπος πληρωμής της οφειλής στο επίδικο γραμμάτιο. Σε τέτοια περίπτωση ο οφειλέτης υπέχει υποχρέωση ν' αναζητήσει τον πιστωτή για να τον πληρώσει στον τόπο της εργασίας του ή της διαμονής του. Αποτελούσε κοινό έδαφος ότι ο τόπος εργασίας των εφεσιβλήτων ήταν η Λευκωσία και εφόσον δεν είχε καθορισθεί τόπος πληρωμής στην επίδικη συμφωνία οι εφεσείοντες υπέχουν υποχρέωση να αναζητήσουν τους πιστωτές τους - τους εφεσίβλητους - στον τόπο εργασίας τους στη Λευκωσία για να τους πληρώσουν. Ακολουθεί πως εν όψει και της μη πληρωμής η διάρρηξη της σύμβασης έχει λάβει χώρα στη Λευκωσία.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το επίδικο γραμμάτιο ήταν γραμμάτιο συνήθους τύπου. Αυτή η διαπίστωση δεν έχει εφεσιβληθεί. Σε τέτοια περίπτωση ισχύουν μόνο οι υπερασπίσεις που προβλέπονται από την επιφύλαξη του Άρθρου 80 του Κεφ. 149. Οι υπερασπίσεις που έχουν προβληθεί από τους εφεσείοντες δεν εμπίπτουν εντός της εμβέλειας της πιο πάνω επιφύλαξης.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Theofanous v. Georghiou (1969) 1 C.L.R. 203,
Stefanidou v. Pirgoti (1975) 1 C.L.R. 100,
C & K Kyriakou και Α/φοι Λτδ ν. Ιωάννου (1990) 1 Α.Α.Δ. 479,
Raif v. Dervish (1971) C.L.R. 158.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 14/3/01 (Αρ. Αγωγής 7528/99) με την οποία αποδέκτηκε την αγωγή των εναγόντων για έκδοση συνοπτικής απόφασης κατά των εναγομένων για ποσό £109.362,- ως οφειλόμενο δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου και απέρριψε την ένσταση αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου Λευκωσίας για εκδίκαση της υπόθεσης την οποία ήγειραν οι εναγόμενοι και έκρινε ότι αυτοί δεν έδειξαν να έχουν καλή υπεράσπιση.
Χρ. Κληρίδης, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με κλητήριο «ειδικώς οπισθογραφημένον» οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες (οι εφεσίβλητοι) αξίωσαν εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων (οι εφεσείοντες) «το ποσό των £109,362.00σ. αντιπροσωπεύον ποσό οφειλόμενο δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου ή γραμματίου ή χρεωστικού ομολόγου ή εγγράφου αναγνωρίσεως χρέους που υπεγράφει από τον εναγόμενο 1 με την εγγύηση της εναγομένης 2 προς όφελος ή/και επ' ονόματι των εναγόντων».
Ακολούθησε αίτηση των εφεσιβλήτων για έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον των δύο εφεσειόντων λόγω της μη πληρωμής από αυτούς οποιουδήποτε ποσού.
Με την ένσταση τους οι εφεσείοντες δεν αρνήθηκαν την υπογραφή του επίδικου γραμματίου. Ήγειραν, όμως, κατ' αρχήν θέμα τοπικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και πρόβαλαν λόγους για τους οποίους κατά την άποψη τους θα έπρεπε να τους δοθεί δικαίωμα υπεράσπισης.
Ως προς το θέμα δικαιοδοσίας, ισχυρίσθηκαν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ήταν αναρμόδιο να επιληφθεί της υπόθεσης επειδή:
1. Το γραμμάτιο υπογράφηκε στη Λεμεσό.
2. Οι εφεσείοντες διαμένουν και εργάζονται στη Λεμεσό.
3. Οι πληρωμές θα γίνονταν στη Λεμεσό.
Αρμόδιο επομένως Δικαστήριο να επιληφθεί της υπόθεσης, ήταν, κατά τους εφεσείοντες, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.
Ως προς το ουσιαστικό μέρος της αίτησης, στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντα 1 που συνόδευε την ένσταση, αναφέρθηκε κυρίως ότι αυτός ασχολείται εδώ και χρόνια είτε προσωπικά είτε μέσω εταιρειών, με παροχή υπηρεσιών στον τομέα των ασφαλειών. Στις 20.1.94 συνήψε συμφωνία προσωπικά με τους εφεσείοντες, στις 12.11.96 με την Interamerican Insurance (Cyprus) Ltd η οποία μαζί με την Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ αντεκατέστησαν τους εφεσίβλητους στις ασφαλιστικές εκείνες εργασίες, και στις 23.2.97 συνήφθηκε συμφωνία μεταξύ της Φιλικής και της Προστατευτικής (Ασφάλειες) Λτδ της οποίας ο εφεσείων 1 ήταν διευθυντής. Με τον τερματισμό της διεξαγωγής εργασιών μεταξύ Φιλικής και Προστατευτικής στις 11.6.98 υπογράφηκε το επίδικο γραμμάτιο και ο λογαριασμός που υπήρχε μεταφέρθηκε στην Προστατευτική. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα 1, μεταξύ εφεσιβλήτων και του ιδίου υπήρξε παράλληλη προφορική συμφωνία ότι αυτός θα ανταποκρινόταν στις υποχρεώσεις του που πηγάζουν από το γραμμάτιο, μόνο αν οι εφεσίβλητοι επλήρωναν τις υποχρεώσεις τους έναντι του εφεσείοντα 1 βάσει της συμφωνίας αυτής και ότι το ποσό του γραμματίου δεν θα επληρώνετο εάν οι εφεσίβλητοι δεν συμμορφώνονταν με την προφορική συμφωνία σύμφωνα με την οποία οι εφεσίβλητοι έπρεπε:
(α) να προβούν σε ακύρωση πολλών ασφαλιστικών συμβολαίων πιστώνοντας τον εφεσείοντα.
(β) ο εφεσείων να ελάμβανε τις προμήθειες των αποχωρούντων ασφαλιστών που υπάγονταν στο υποκατάστημα που προϊστατο και τα δικαιώματα προμήθειας για ανανεώσεις.
Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, οι εφεσίβλητοι δεν τίμησαν τις πιο πάνω υποχρεώσεις τους και επομένως δεν δικαιούνται να απαιτούν τα ποσά του γραμματίου.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και τα δύο σκέλη της ένστασης των εφεσειόντων. Αφού πρώτα παρέπεμψε στο άρθρο 21(1) (α)(β) και 2* (ορισμός του όρου «βάσις της αγωγής») του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Νόμος 14/60 όπως έχει τροποποιηθεί) έθεσε το θέμα της δικαιοδοσίας ως εξής:
«Επομένως και αν ακόμα η επίδικη δικαιοπραξία με την υπογραφή του γραμματίου έγινε στη Λεμεσό, όπως διατείνονται οι εναγόμενοι, ο τόπος διάρρηξης της μπορεί να δώσει δικαιοδοσία σε άλλο δικαστήριο. Όπως αναφέρθηκε και στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση C & K Κυριάκου Λτδ κ.ά. ν. Ιωάννου (1990) 1 Α.Α.Δ. 479 εάν τη βάση αγωγής αποτελεί η παράλειψη εκπλήρωσης της υποχρέωσης για καταβολή τιμήματος αγοράς, έχει τοπική δικαιοδοσία το Επαρχιακό Δικαστήριο όπου αυτή εκδηλώθηκε. Παρόμοια προσέγγιση έγινε και στην υπόθεση Θεοχάρους ν. Παστελλή (1993) 1 Α.Α.Δ. 240 όπου ο τόπος επιτέλεσης της υποχρέωσης αποπληρωμής χρέους με συμφωνηθείσες δόσεις έδωσε δικαιοδοσία στο δικαστήριο στο οποίο εκδηλώθηκε η διάρρηξη της συμφωνίας με την μη πληρωμή.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, διαφαίνεται από τη δοθείσα μαρτυρία ότι ο τόπος πληρωμής των δόσεων του γραμματίου θα ήταν η Λευκωσία όπου και η έδρα και ο λογαριασμός των εναγόντων. Αυτό εξ άλλου φαίνεται να είχε υπόψη του και ο εναγόμενος 1 όταν είπε πως τα χρήματα σε προηγούμενες περιπτώσεις κατατίθεντο στη Λεμεσό για λογαριασμό των εναγόντων στη Λευκωσία. Το γεγονός δηλαδή πως αντί να μετέβαινε στη Λευκωσία να πάρει τα χρήματα ο εναγόμενος, θα τα απέστελλε στη Λευκωσία μέσω άλλης τράπεζας, δεν αναιρεί το γεγονός ότι ώφειλε να πληρώσει τους ενάγοντες στη Λευκωσία όπου και διέμεναν.
Με αυτή επομένως την έννοια, τουλάχιστον μέρος της βάσης αγωγής φαίνεται να προέκυψε στη Λευκωσία και πρόβλημα δικαιοδοσίας δεν στοιχειοθετείται.»
Αναφορικά με το ουσιαστικό μέρος το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το επίδικο γραμμάτιο ήταν γραμμάτιο συνήθους τύπου εντός της έννοιας των άρθρων 78-81 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149. Στη συνέχεια αφού παρέθεσε το άρθρο 80* του Κεφ. 149 κατέληξε ως εξής:
«Το στοιχείο που αναδύεται έντονα από τα γεγονότα που προβάλλουν οι εναγόμενοι και από τη μαρτυρία του εναγομένου 1, είναι ότι δεν αμφισβητείται ούτε η οφειλή βάση του γραμματίου, ούτε το ύψος της, ούτε η αξία που δόθηκε γι' αυτό. Ισχυρίζονται μόνο ότι, ταυτόχρονα με τον καταρτισμό του εγγράφου εκείνου, οι ενάγοντες ανάλαβαν και εκείνοι κάποιες άλλες υποχρεώσεις έναντι του εναγομένου 1. Ούτε όμως στη δική του μαρτυρία στο Δικαστήριο ο εναγόμενος 1 ισχυρίστηκε πως είχε τεθεί σαν όρος στην εκπλήρωση των δικών του υποχρεώσεων, η εκπλήρωση από τους ενάγοντες οποιωνδήποτε υποχρεώσεων είχαν εκείνοι αναλάβει έναντι του. Ούτε τέθηκε τέτοια θέση στην αντεξέταση του μάρτυρα των εναγόντων, παρά μόνο ότι είχε γίνει και μια παράλληλη συμφωνία. Τα οποιαδήποτε όμως δικαιώματα έχει ο εναγόμενος 1 να ασκήσει ώστε να εξαναγκάσει τους ενάγοντες να τηρήσουν τις προφορικές άλλες υποχρεώσεις τους δεν μπορούν να επενεργήσουν σαν στοιχεία εξουδετέρωσης ή αναστολής της δικής του υποχρέωσης η οποία πηγάζει από την άνευ όρων υπογραφή του γραμματίου.
Επομένως καταλήγω στο ότι οι εναγόμενοι δεν έδειξαν να έχουν καλή υπεράσπιση ή άλλο λόγο γιατί να γίνει δίκη.»
Η έφεση.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα του συμπεράσματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζεται με το θέμα της δικαιοδοσίας. Υποστηρίχθηκε ότι η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από τον τόπο της έδρας και του λογαριασμού των εφεσιβλήτων «συνάγεται και η τοπική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ή ο τόπος διάρρηξης της δικαιοπραξίας δεν είναι ορθή ούτε και υπάρχει αρκετή νομολογία για το σημείο αυτό, αφού μπορεί η έδρα των εφεσιβλήτων να ευρίσκεται στη Λευκωσία, αλλά ο συμφωνηθείς τόπος καταβολής των δόσεων άρα και ο τόπος διάρρηξης της σύμβασης, ήταν η Λεμεσός». Το γεγονός - συνέχισε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων - ότι ο εφεσείων κατέθετε χρήματα στη Λεμεσό στο λογαριασμό των εφεσιβλήτων «σε καμιά περίπτωση μπορεί να εκληφθεί ως η απόφαση του Δικαστηρίου, ότι αφού γίνονταν καταθέσεις χρημάτων για λογαριασμό των εναγόντων στην Λευκωσία από αυτό θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι ο τόπος πληρωμής των δόσεων του γραμματίου ήταν η Λευκωσία».
Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει καθορισθεί ο τόπος πληρωμής της οφειλής στο επίδικο γραμμάτιο. Σε τέτοια περίπτωση ο οφειλέτης υπέχει υποχρέωση ν' αναζητήσει τον πιστωτή για να τον πληρώσει στον τόπο της εργασίας του ή της διαμονής του. Αυτός ο κανόνας έχει διατυπωθεί αρχικά στην Theofanous v. Georghiou (1969) 1 C.L.R. 203, 205, 206* και υιοθετηθεί στην Stefanidou v. Pirgoti (1975) 1 C.L.R. 100, 102. Έχει, επίσης, υιοθετηθεί στην C & K Kyriakou και Α/φοί Λτδ ν. Ιωάννου (1990) 1 Α.Α.Δ. 479, 481, 482 στην οποία λέχθηκαν και τα εξής:
«Ο τόπος στον οποίο εκδηλώθηκε (η διάρρηξη), η Λευκωσία, προσδιορίζει και το δικαστήριο που είναι τοπικά αρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς βάσει του άρθρου 21(1) του Ν 14/60. Στον όρο 'βάσις της αγωγής', όπως ερμηνεύεται στο εισαγωγικό μέρος του Ν. 14/60 - άρθρο 2 - μνημονεύεται ότι όταν η διάρρηξη συμφωνίας αποτελεί τη βάση της αγωγής, αρμοδιότητα για την επίλυση της διαφοράς έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο της περιοχής όπου η διάρρηξη εκδηλώθηκε.»
Στην παρούσα υπόθεση αποτελούσε κοινό έδαφος ότι ο τόπος εργασίας των εφεσιβλήτων ήταν η Λευκωσία· και εφόσον δεν είχε καθορισθεί τόπος πληρωμής στην επίδικη συμφωνία οι εφεσείοντες υπέχουν υποχρέωση να αναζητήσουν τους πιστωτές τους - τους εφεσίβλητους - στον τόπο εργασίας τους στη Λευκωσία για να τους πληρώσουν. Ακολουθεί πως εν όψει της μη πληρωμής η διάρρηξη της σύμβασης έχει λάβει χώραν στη Λευκωσία. Κατά συνέπεια η εισήγηση περί έλλειψης δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας δεν ευσταθεί. Ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.
Ο δεύτερος και τρίτος λόγος της έφεσης στρέφονται κατά του συμπεράσματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο κρίθηκε ότι οι εφεσείοντες δεν έδειξαν να έχουν καλή υπεράσπιση.
Υποστηρίχθηκε ότι με την ένορκη δήλωση τους οι εφεσείοντες προέβαλαν «ότι υπήρξε παράλληλη προφορική συμφωνία μεταξύ εναγομένων και εναγόντων σύμφωνα με την οποία ο εναγόμενος 1 θα ανταποκρινόταν στις υποχρεώσεις που πηγάζουν από το γραμμάτιο μόνο αν οι ενάγοντες εκπλήρωναν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στον εναγόμενο 1 βάσει της συμφωνίας αυτής και ότι το ποσό του γραμματίου δεν θα πληρωνόταν αν οι ενάγοντες δεν συμμορφώνονταν με την προφορική συμφωνία σύμφωνα με την οποία οι ενάγοντες θα αφαιρούσαν αρκετά μεγάλα ποσά από το συνολικό ποσό του γραμματίου, και το εναπομείναν ποσό θα πλήρωναν οι εναγόμενοι».
Πρέπει να υπενθυμήσουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το επίδικο γραμμάτιο ήταν γραμμάτιο συνήθους τύπου. Αυτή η διαπίστωση δεν έχει εφεσιβληθεί. Σε τέτοια περίπτωση ισχύουν μόνο οι υπερασπίσεις που προβλέπονται από την επιφύλαξη του πιο πάνω άρθρου 80 του Κεφ. 149 (Raif v. Dervish (1971) C.L.R. 158). Οι υπερασπίσεις που έχουν προβληθεί από τους εφεσείοντες δεν εμπίπτουν εντός της εμβέλειας της πιο πάνω επιφύλαξης. Σημειώνουμε ότι το επίδικο γραμμάτιο καθορίζει το χρόνο πληρωμής και επισημαίνουμε πως σύμφωνα με το άρθρο 80 του Κεφ. 149 το περιεχόμενο του γραμματίου συνιστά αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που εκτίθενται σ' αυτό. Κατά συνέπεια ορθά έχουν απορριφθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Έπεται πως οι σχετικοί λόγοι της έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.