ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 1601
18 Οκτωβρίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΗ ΣΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ
ΕΛΑΒΕ ΧΩΡΑ ΤΗΝ 27Η ΜΑΪΟΥ 2001.
ΜΕΤΑΞΥ:
ΚΩΣΤΑ ΤΣΑΓΓΑΡΙΔΗ,
Αιτητή,
v.
1. ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ,
2. ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΥΛΛΟΥΡΗ,
3. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
4. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΟΡΝΑΡΙΤΗ,
5. ΙΩΝΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
6. ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΑΠΟΛΥΒΙΟΥ,
7. ΜΑΡΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
8. ΝΙΚΟΥ ΚΑΤΣΟΥΡΙΔΗ,
9. ΑΝΔΡΕΑ (ΑΝΤΡΟΥ) ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
10. ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΙΛΛΗΚΑ,
11. ΤΑΚΗ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,
12. ΕΛΕΝΗΣ ΜΑΥΡΟΥ,
13. ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
14. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΤΥΡΙΜΟΥ,
15. ΤΑΣΣΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
16. ΜΑΡΚΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
17. ΒΑΣΟΥ ΛΥΣΣΑΡΙΔΗ,
18. ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΛΗΡΙΔΗ,
19. ΑΝΔΡΟΥΛΛΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
20. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΕΡΔΙΚΗ,
21. ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ,
22. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ, ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΩΝ,
23. ΓΙΩΡΓΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΚΛΟΓΩΝ,
24. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Εκλογική Αίτηση Αρ. 4/2001)
Εκλογική αίτηση ― Εκλογική αίτηση από υποψήφιο που κατήλθε σε βουλευτικές εκλογές ως «Μεμονωμένος Υποψήφιος», για δήλωση ότι τα ψηφοδέλτια που χρησιμοποιήθηκαν ήταν άκυρα και ότι οι εκλογές ήταν άκυρες και/ή παράνομες ― Κατά πόσο εστοιχειοθετείτο βάσιμο αίτημα για την παροχή της εξαιτούμενης θεραπείας βάσει του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου του 1979 (Ν. 72/79) ― Ποίες θεραπείες είναι δυνατόν να παρασχεθούν σε εκλογική αίτηση ― Για ποίους λόγους μπορεί να ακυρωθεί εκλογή.
Εκλογική αίτηση ― Τα γεγονότα στα οποία θεμελιώνεται η ζητούμενη θεραπεία πρέπει να εξειδικεύονται στην εκλογική αίτηση ― Κ.4(2)(γ) του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Εκλογικαί Αιτήσεις) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1981 ― Ανάγκη αυστηρής συμμόρφωσης προς τις πρόνοιές του.
Ο αιτητής ήταν υποψήφιος βουλευτής στην εκλογική περιφέρεια Λευκωσίας κατά τις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου 2001. Το όνομά του μαζί και το έμβλημά του «Φωνή Διαμαρτυρίας», περιλήφθηκε στο ψηφοδέλτιο κάτω από την στήλη «Μεμονωμένοι Υποψήφιοι». Ο αιτητής δεν εξελέγη βουλευτής. Με την παρούσα αίτηση ζητά:
α) Δήλωση του Εκλογοδικείου ότι ψηφοδέλτια τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στις πιο πάνω εκλογές ήταν άκυρα και παράνομα.
β) Δήλωση του Εκλογοδικείου ότι οι πιο πάνω εκλογές ήταν άκυρες και/ή παράνομες και χωρίς νομική ισχύ.
Στα γεγονότα που στοιχειοθετούν την αίτηση προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο χαρακτηρισμός «Μεμονωμένοι Υποψήφιοι» παραπλάνησε και/ή σύγχυσε τους ψηφοφόρους, απολήγοντας σε άνιση μεταχείριση των υποψηφίων. Η περιγραφή του αιτητή ως ανεξάρτητος στην ανάρτηση του ψηφοδελτίου έξω από τα εκλογικά κέντρα ήταν άλλος παράγοντας ο οποίος επέτεινε τη σύγχυση.
Ο αιτητής δεν προσκόμισε μαρτυρία που να υποστηρίζει τους ισχυρισμούς του περί σύγχυσης των ψηφοφόρων για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω.
Οι καθ' ων η αίτηση 1-7 αμφισβητούν, μεταξύ άλλων, το παραδεκτό της αίτησης για τον λόγο ότι δεν εκθέτει θεραπεία γνωστή στον εκλογικό νόμο, η οποία θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ακύρωση της εκλογής.
Στο διάγραμμα αγόρευσής του ο δικηγόρος του αιτητή υποστηρίζει ότι οι Κανονισμοί του 1981 (Κ.Δ.Π. 79/81) είναι ultra vires. Επίσης ότι ο Κανονισμός 9(2)(ε) δεν είναι παραδεκτός κατά το Σύνταγμα λόγω κατ' ισχυρισμό παραβίασης του δικαιώματος το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, δηλαδή του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου.
Το Εκλογοδικείο απέρριψε την αίτηση και αποφάνθηκε ότι:
1. Το Άρθρο 57(3) του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου του 1979 (Ν. 72/79), όπως τροποποποιήθηκε, (ο Νόμος) καθορίζει τις θεραπείες που μπορεί να παράσχει το Εκλογοδικείο.
2. Οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να ακυρωθεί η εκλογή προσδιορίζονται στο Άρθρο 58 του Νόμου. Ένας από αυτούς, εκείνος της παραγράφου (β) του πιο πάνω άρθρου, είναι η μη συμμόρφωση προς τας διατάξεις του Νόμου.
3. Στην προκείμενη περίπτωση δεν προσδιορίζεται λόγος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ακύρωση της εκλογής. Ως εκ τούτου το αίτημα για θεραπεία εκπίπτει.
4. Με κανένα τρόπο δεν παραβιάσθηκε η ελευθερία του λόγου του αιτητή. Ο Νόμος αναφέρεται σε υποψηφιότητες οι οποίες υποβάλλονται «μεμονωμένως» από «Μεμονωμένους Υποψηφίους». Ο όρος «μεμονωμένος» μεταδίδει ευθέως ότι ο υποψήφιος διεκδικεί βουλευτική έδρα μόνος του. Καμιά σύγχυση δεν μπορούσε να προκύψει από το χαρακτηρισμό του αιτητή ως «Μεμονωμένου Υποψηφίου».
Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 43,
Παρισινός ν. Κυριακού κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 627,
Χριστοδούλου ν. Εφόρου Εκλογής Δημάρχου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 295,
Γεωργιάδης ν. Χάσικου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1136.
Εκλογική Αίτηση.
Εκλογική αίτηση από τον αιτητή, υποψήφιο για το βουλευτικό αξίωμα στην εκλογική περιφέρεια Λευκωσίας κατά τις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου 2001 το όνομα του οποίου μαζί και το έμβλημα "Φωνή Διαμαρτυρίας", περιλήφθηκε στο ψηφοδέλτιο κατά αλφαβητική σειρά, κάτω από τη στήλη "Μεμονωμένοι Υποψήφιοι" και ο οποίος δεν εξελέγη ως βουλευτής στην εκλογική περιφέρεια Λευκωσίας, για δήλωση του Εκλογοδικείου ότι τα ψηφοδέλτια τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στις προαναφερόμενες εκλογές στην εκλογική περιφέρεια Λευκωσίας ήταν άκυρα και παράνομα και δήλωση και/ή διάταγμα του Εκλογοδικείου ότι οι προαναφερόμενες εκλογές στην περιφέρεια Λευκωσίας ήταν άκυρες, παράνομες και χωρίς νομική ισχύ.
Αχ. Δημητριάδης με Χρ. Κλεάνθους, για τον Αιτητή.
Κλ. Στυλιανού, για Χρ. Πουργουρίδη, για τους Καθ' ων η αίτηση 1 - 7.
Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Ν. Κέκκου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση 22 - 24.
Καμιά εμφάνιση για τους Καθ' ων η αίτηση 8 - 21.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..
ΠΙΚΗΣ, Π.: O αιτητής έθεσε υποψηφιότητα για το βουλευτικό αξίωμα στην εκλογική περιφέρεια Λευκωσίας κατά τις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου 2001. Το όνομά του μαζί και το έμβλημά του «Φωνή Διαμαρτυρίας», περιλήφθηκε στο ψηφοδέλτιο κατά αλφαβητική σειρά, κάτω από τη στήλη «Μεμονωμένοι Υποψήφιοι». Εκτός από τον ίδιο, υπήρχε και δεύτερος υποψήφιος, που διεκδικούσε από μόνος του βουλευτική έδρα, ο οποίος περιλήφθηκε στη στήλη των «Μεμονωμένων Υποψηφίων», κατ' αλφαβητική σειρά. Ο κατάλογος των υποψηφίων για το βουλευτικό αξίωμα αναρτήθηκε έξω από τα εκλογικά κέντρα αναπαράγοντας το περιεχόμενο του ψηφοδελτίου με μόνη εξαίρεση την περιγραφή των «Μεμονωμένων Υποψηφίων» ως ανεξάρτητων υποψηφίων.
Ο Εκλογικός Νόμος, - ο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμος του 1979 (Ν.72/79), ως έχει τροποποιηθεί - (ο «Νόμος»), είναι προσαρμοσμένος στο αναλογικό σύστημα εκπροσώπησης στη Βουλή των Αντιπροσώπων - (βλ. Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 43). Προβλέπει τη διεκδίκηση βουλευτικών εδρών από κόμματα ή συνδυασμούς κομμάτων ή ανεξαρτήτων υποψηφίων, καθώς και από άτομα που διεκδικούν βουλευτική έδρα μεμονωμένως. Το δικαίωμα ψήφου εξαντλείται με την εκδήλωση της προτίμησης για κόμμα ή συνδυασμό κομμάτων ή ανεξαρτήτων υποψηφίων ή για μεμονωμένο υποψήφιο. Μεταξύ των υποψηφίων κόμματος ή συνδυασμού κομμάτων ή ανεξαρτήτων υποψηφίων παρέχεται περιορισμένη δυνατότητα εκδήλωσης προτίμησης στον ψηφοφόρο, η οποία εκδηλώνεται με την παροχή ανάλογων σταυρών προτίμησης. Το εκλογικό μέτρο για την εξασφάλιση βουλευτικής έδρας αντιστοιχεί προς το πηλίκο που προκύπτει από τη διαίρεση των εγκύρων ψηφοδελτίων με τον αριθμό των εκλογικών εδρών. Μεμονωμένος υποψήφιος εξασφαλίζει βουλευτική έδρα εφόσον πάρει τόσες ψήφους όσες και το εκλογικό μέτρο συν μία.
Ο αιτητής δεν εξελέγη ως βουλευτής στην εκλογική περιφέρεια Λευκωσίας. Χωρίς να καθορίζει τους ψήφους που εξασφάλισε επιζητεί τις ακόλουθες δύο θεραπείες και παρεπόμενα οποιαδήποτε άλλη θεραπεία θεωρεί πρέπουσα το Δικαστήριο:
«(α) Δήλωση του Εκλογοδικείου ότι τα ψηφοδέλτια τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στις προαναφερόμενες εκλογές στην εκλογική περιφέρεια Λευκωσίας ήταν άκυρα και παράνομα.
(β) Δήλωση και/ή διάταγμα του Εκλογοδικείου ότι οι προαναφερόμενες εκλογές στην περιφέρεια Λευκωσίας ήταν άκυρες και/ή παράνομες και χωρίς νομική ισχύ.»
Σε ερώτηση μέλους του Εκλογοδικείου, κατά την ακρόαση της αίτησης, ο δικηγόρος του αιτητή αποκάλυψε ότι οι ψήφοι που έλαβε ο πελάτης του ήταν 263. Δεν ήταν όμως σε θέση να πληροφορήσει το Δικαστήριο ποιο ήταν το εκλογικό μέτρο, γεγονός ενδεικτικό της μη συνάρτησης της εκλογικής αίτησης με το εκλογικό αποτέλεσμα.
Στα γεγονότα που στοιχειοθετούν την αίτηση προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο χαρακτηρισμός, «Μεμονωμένοι Υποψήφιοι», παραπλάνησε και/ή σύγχυσε τους ψηφοφόρους, απολήγοντας σε άνιση μεταχείριση των υποψηφίων. Στην εκλογική περιφέρεια Λεμεσού οι «Μεμονωμένοι Υποψήφιοι» χαρακτηρίστηκαν στο ψηφοδέλτιο ως ανεξάρτητοι, γεγονός που κατά την εισήγηση του αιτητή επιβεβαιώνει την ορθότητα των εισηγήσεών του. Ο ίδιος δεν θα είχε ένσταση στον χαρακτηρισμό του ως ανεξάρτητος. Η περιγραφή του ως ανεξάρτητος στην ανάρτηση ψηφοδελτίου έξω από τα εκλογικά κέντρα ήταν άλλος παράγοντας ο οποίος επέτεινε, ως υπέβαλε, τη σύγχυση.
Βασίζει (ο αιτητής) την υπόθεσή του στην εξ αντικειμένου σύγχυση που θα μπορούσε να προκαλέσει η περιγραφή του ως «Μεμονωμένος Υποψήφιος», ως ήθελε διαπιστωθεί από το Δικαστήριο. Καμιά μαρτυρία δεν προσκομίστηκε που να υποστηρίζει τα περί σύγχυσης των ψηφοφόρων λόγω της περιγραφής του αιτητή ως ενός των «Μεμονωμένων Υποψηφίων».
Οι καθ' ων η αίτηση 1, 2, 3, 4, 5, 6 και 7, αμφισβητούν μεταξύ άλλων το παραδεχτό της αίτησης για το λόγο ότι δεν εκθέτει θεραπεία γνωστή στον εκλογικό νόμο, η οποία θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ακύρωση εκλογής. Παραπέμπουν προς τούτο στην πρόσφατη απόφαση του Εκλογοδικείου στην Ανδρέας Παρισινός ν. Μαρίας Κυριακού κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 627. Στην απόφαση εκείνη γίνεται εκτενής αναφορά στο πλαίσιο εκλογικής αίτησης, στις θεραπείες που προβλέπει ο Νόμος, καθώς και στη στοιχειοθέτησή της. Επισημαίνεται ότι, καθώς βεβαιώνει η νομολογία, εκλογική αίτηση απορρίπτεται εάν:
«Τα γεγονότα τα οποία επικαλείται ο αιτητής δε στοιχειοθετούν βάσιμο αίτημα για την παροχή οποιασδήποτε θεραπείας κάτω από τους εκλογικούς νόμους.»
(Βλ. Χριστοδούλου ν. Εφόρου Εκλογής Δημάρχου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 295.)
Εξάλλου, τα γεγονότα, στα οποία θεμελιώνεται η εξαιτούμενη θεραπεία πρέπει να εξειδικεύονται στην Εκλογική Αίτηση όπως άλλωστε ορίζεται από τον Κ.4(2)(γ) του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Εκλογικαί Αιτήσεις) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1981. Η ανάγκη για αυστηρή συμμόρφωση προς τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού τονίστηκε στην απόφαση του Εκλογοδικείου, Γεωργιάδης ν. Χάσικου (1991)1 Α.Α.Δ. 1136, 1144, όπου επεξηγείται ότι τα γεγονότα στα οποία εδράζεται η εκλογική αίτηση πρέπει να περιλαμβάνουν:
«... το σύνολο των γεγονότων που θεμελιώνουν το αγώγιμο δικαίωμα. Αυτό σημαίνει κάθε γεγονός που θα ήτο αναγκαίο σε ένα προσφεύγοντα να αποδείξει, αν αμφισβητείται από την άλλη πλευρά, για να υποστηρίξει το δικαίωμά του για απόφαση του δικαστηρίου υπέρ του ...»
Στην προκείμενη περίπτωση τα γεγονότα στα οποία κατ' ουσία βασίζεται η αίτηση εντοπίζονται στον ισχυρισμό ότι ο χαρακτηρισμός του αιτητή ως «Μεμονωμένου Υποψηφίου» ήταν αφ' εαυτού παραπλανητικός, δυνάμενος να προκαλέσει σύγχυση στο εκλογικό Σώμα. Και το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι κατά πόσο, έστω και αν ήθελε γίνει δεχτός αυτός ο ισχυρισμός, στοιχειοθετείται βάση για την παροχή θεραπείας και ειδικά την ακύρωση των εκλογών. Το Άρθρο 57(3) του Νόμου καθορίζει τις θεραπείες που μπορεί να παράσχει το Εκλογοδικείο. Αυτές είναι τρεις. (α) Ακύρωση της εκλογής. (β) Ακύρωση της εκλογής ενός ή περισσοτέρων των εκλεγέντων, και (γ) Διακήρυξη ότι ο υποψήφιος εξελέγη.
Οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να ακυρωθεί η εκλογή προσδιορίζονται στο άρθρο 58 του Νόμου. Καθορίζονται έξι συνολικά λόγοι, μόνον ένας από τους οποίους μας αφορά, εκείνος ο οποίος τίθεται στην παράγραφο (β) του προρρηθέντος άρθρου, ο οποίος έχει ως εξής:
«ότι δεν υπήρξε συμμόρφωσις προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου τας αφορώσας εις εκλογάς εάν ήθελε φανή ότι η εκλογή δεν διεξήχθη συμφώνως προς τας καθιερουμένας αρχάς υπό των διατάξεων τούτων και ότι η μή συμμόρφωσις επηρέασε το αποτέλεσμα της εκλογής.»
Πρόδηλο είναι ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν προσδιορίζεται λόγος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ακύρωση της εκλογής. Δεν προβάλλεται κανένας ισχυρισμός ότι η κατ' ισχυρισμό παρέκκλιση από τα εκλογικά θέσμια «επηρέασε το αποτέλεσμα της εκλογής». Ως έχουμε αναφέρει ο αιτητής ούτε καν μνημονεύει τον αριθμό των ψήφων τους οποίους ο ίδιος εξασφάλισε στην εκλογική περιφέρεια Λευκωσίας. Όπως υποδεικνύεται στην Παρισινός (ανωτέρω), εφόσον δεν στοιχειοθετούνται γεγονότα τα οποία να δικαιολογούν την παροχή θεραπείας το αίτημα εκπίπτει όπως εκπίπτει και στην προκείμενη περίπτωση.
Παρά τη διαπίστωση για το αβάσιμο της αίτησης θεωρούμε χρήσιμο να αναφέρουμε ότι η θέση των καθ' ων η αίτηση 22, 23, και 24, ότι τα ψηφοδέλτια καταρτίστηκαν σύμφωνα με τους ισχύοντες περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Κανονισμούς του 1981 (Κ.Δ.Π. 79/81) είναι ορθή. Τηρήθηκαν κατά γράμμα οι πρόνοιες του Κανονισμού 9, ως προς τον καταρτισμό και το περιεχόμενο των ψηφοδελτίων. Οι Κανονισμοί προβλέπουν για στήλη στο ψηφοδέλτιο «Μεμονωμένων Υποψηφίων» και κάτω από αυτή την αναγραφή των ονομάτων των υποψηφίων που διεκδικούν έδρα μεμονωμένως.
Στο διάγραμμα αγόρευσής του ο δικηγόρος του αιτητή υποστηρίζει ότι οι Κανονισμοί αυτοί είναι ultra vires, δηλαδή ότι εκδόθηκαν έξω από το πλαίσιο του εξουσιοδοτικού νόμου. Εκτός του ότι δεν προβάλλεται κανένας ισχυρισμός περί του έκνομου των Κανονισμών στην Εκλογική Αίτηση, ρητή νομοθετική εξουσιοδότηση για τον καθορισμό με Κανονισμούς του περιεχομένου των ψηφοδελτίων, παρέχεται από τις πρόνοιες του άρθρου 28(5) του Νόμου.
Πέραν της αμφισβήτησης των Κανονισμών με αναφορά στο νενομισμένο της έκδοσής τους ο αιτητής προσβάλλει και πάλιν, χωρίς να θέτει το ζήτημα στην αίτησή του, και το παραδεχτό του Κανονισμού 9(2)(ε) κατά το Σύνταγμα λόγω κατ' ισχυρισμό παραβίασης του δικαιώματος το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, δηλαδή του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου δικαίωμα το οποίο επίσης κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, από το Άρθρο 19. Αυτή τούτη η Σύμβαση αποτελεί μέρος του ημεδαπού δικαίου βάσει των διατάξεων του κυρωτικού Νόμου 39/62.
Δυσκολευόμεθα πράγματι να παρακολουθήσουμε το συλλογισμό αυτό. Η επιχειρηματολογία, η οποία προβάλλεται στο διάγραμμα αγόρευσης του αιτητή επί του προκειμένου, παρέχεται στην παράγραφο 20 και έχει ως ακολούθως:
«Είναι η ταπεινή εισήγηση εκ μέρους του Αιτητή ότι ο πιο πάνω Κανονισμός είναι ultra vires και/ή αντίθετος με τον Εκλογικό Νόμο καθώς και το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου όπως διασφαλίζεται από το Άρθρο 10 της Σύμβασης. Κατά συνέπεια είναι άκυρος και χωρίς νομικό αποτέλεσμα διότι στην ουσία έχει αυθαίρετα καταργήσει τον χαρακτηρισμό ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ (που ο Εκλογικός Νόμος προβλέπει) και τον έχει αντικαταστήσει με τον χαρακτηρισμό ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΟΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ.»
Με κανένα τρόπο δεν παραβιάστηκε η ελευθερία του λόγου του αιτητή ούτε αυτός στερήθηκε οποιασδήποτε ευκαιρίας να τον εκφέρει. Ο ίδιος ο Νόμος αναφέρεται σε υποψηφιότητες οι οποίες υποβάλλονται «μεμονωμένως» (άρθρο 22(1)), από «Μεμονωμένους Υποψηφίους». Ο όρος «μεμονωμένως/νος» χρησιμοποιείται τόσο ως επίρρημα όσο και ως επιθετικός προσδιορισμός εκείνων που εκθέτουν υποψηφιότητα μόνοι τους. Ο όρος «Μεμονωμένος Υποψήφιος» είναι εκείνος ο οποίος υιοθετείται από το νόμο και αντανακλάται στους Κανονισμούς. Ο όρος «μεμονωμένος» μεταδίδει ευθέως ότι ο υποψήφιος διεκδικεί βουλευτική έδρα μόνος του. Υποδηλώνει ότι κατέρχεται μόνος του στις εκλογές. Καμιά σύγχυση δεν μπορούσε να προκύψει από το χαρακτηρισμό του αιτητή ως «Μεμονωμένου Υποψηφίου»*. Υπό αυτή την ιδιότητα και με αυτό το έρεισμα κατήλθε ως υποψήφιος στις εκλογές.
Κατάληξή μας είναι ότι η αίτηση είναι τόσο ανυπόστατη όσο και ανεδαφική.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.
Η�αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.