ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 409
26 Μαρτίου, 2002
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΗΛ Α. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΑΝΗΛΙΚΟΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΩΣ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΟΥ
ΣΥΓΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
1. ΧΑΡΟΥΛΛΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
2. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10952)
Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Αυτοκίνητο οδηγούμενο κατά μήκος του δρόμου συγκρούστηκε με το ποδήλατο ανήλικου το οποίο ξεπρόβαλε από την, υπερυψωμένη από το επίπεδο του δρόμου αυλή του σπιτιού του, σκοπεύοντας να διασχίσει διαγωνίως για να εισέλθει σε άλλο δρόμο ο οποίος βρισκόταν απέναντι ― Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία ενώπιόν του που να δικαιολογούν συμπέρασμα για ύπαρξη αμέλειας από τον οδηγό του αυτοκινήτου ― Το Εφετείο δεν επενέβη.
Αμέλεια ― Αρχή res ipsa loquitur ― Προϋποθέσεις εφαρμογής της.
Απόδειξη ― Τροχαίο ατύχημα ― Σχεδιάγραμμα ατυχήματος ― Αποτελεί μαρτυρία ως προς την κατάσταση που η Αστυνομία βρίσκει επί τόπου ― Εάν ετοιμασθεί από όσα λέχθηκαν στον εξεταστή της υπόθεσης από τους διαδίκους, εκ των υστέρων, τότε αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία.
Ο εφεσείων-ενάγων (ο εφεσείων), που είναι ανήλικος, καταχώρησε αγωγή αξιώνοντας αποζημιώσεις για βλάβες τις οποίες υπέστη όταν το ποδήλατό του συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου-εναγόμενου 2 (ο εφεσίβλητος). Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο εξεταστής της υπόθεσης Μ.Ε. 1, ο οποίος επισκέφθηκε τη σκηνή τρεις μέρες μετά τη σύγκρουση, παρουσίασε σχεδιάγραμμα το οποίο ετοίμασε με βάση όσα του είχαν πεί ο εφεσίβλητος και η μητέρα του εφεσείοντος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέκτηκε ότι στις 7.6.1995 στον κύριο δρόμο του χωριού Άγιος Νικόλαος στην επαρχία Πάφου, το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου, συγκρούστηκε με το μοτοποδήλατο του εφεσείοντος. Όμως, ελλείψει μαρτυρίας, δεν μπορούσε να καταλήξει σε οποιαδήποτε συμπεράσματα αναφορικά με τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος. Έτσι ενόψει της ανυπαρξίας μαρτυρίας που να επιτρέπει την απόδοση οποιασδήποτε ευθύνης του εφεσίβλητου, απέρριψε την αξίωση με έξοδα.
Ο εφεσίβλητος στην πρωτόδικη διαδικασία επέλεξε να μη δώσει μαρτυρία για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό που προβάλλει στην υπεράσπισή του ότι παρόλον ότι ο ανήλικος πετάκτηκε την τελευταία στιγμή από την αυλή της οικίας του, ο ίδιος σταμάτησε, με αποτέλεσμα το ποδήλατο να συγκρουστεί με το ήδη σταματημένο του όχημα.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης αφορούν τη μαρτυρία, τη βαρύτητα που της απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τη μη αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Ε. 4 ότι το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου βρισκόταν σε κίνηση κατά την ώρα της σύγκρουσης και επίσης τη διαπίστωση ότι με την προσαχθείσα μαρτυρία το βάρος αποδείξεως δεν μετατοπίστηκε στους ώμους του εναγόμενου.
Στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του εφεσείοντος ουσιαστικά αναλύεται μόνο το επιχείρημα ότι σε περιπτώσεις όπως η παρούσα συνάγεται η ύπαρξη αμέλειας (inference of negligence) και συνεπώς το βάρος αποδείξεως μετατοπίζεται στους ώμους του εφεσίβλητου.
Στην ουσία ο εφεσείων προβάλλει τον ισχυρισμό ότι θα έπρεπε να ισχύσει η αρχή του res ipsa loquitur του αγγλικού δικαίου, η οποία καθιερώθηκε στην Κύπρο με το Άρθρο 55 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην παρούσα υπόθεση δεν υφίστανται οι προϋποθέσεις του άρθρου 55 γιατί ο ενάγων δεν απέδειξε ότι στερείται της γνώσης των πραγματικών περιστατικών που προκάλεσαν το συμβάν που οδήγησε στον τραυματισμό του. Το γεγονός ότι ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο πεντέμιση χρόνων δεν είναι αρκετό. Περαιτέρω, από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος ήταν εκ πρώτης όψεως αμελής, ούτε και ότι το βάρος απόδειξης μετατέθηκε στους ώμους του, ούτως ώστε να υποχρεούται να εξηγήσει ότι η σύγκρουση δεν ήταν αποτέλεσμα της δικής του αμέλειας.
2. Το σχεδιάγραμμα της σκηνής ενός ατυχήματος αποτελεί μαρτυρία ως προς την πραγματική κατάσταση που η Αστυνομία βρίσκει επί τόπου. Στην παρούσα περίπτωση το σχεδιάγραμμα που ετοιμάστηκε ουσιαστικά αποτελούσε εξ ακοής μαρτυρία, μια και ετοιμάστηκε από όσα λέχθηκαν στον εξεταστή από τον εφεσίβλητο ή τη μητέρα του ανήλικου. Το σχεδιάγραμμα έχει κάποια σημασία μόνο ως προς τα σημεία που ο εφεσίβλητος παραδέκτηκε ως ορθά, όπως για παράδειγμα, η τελική θέση του αυτοκινήτου, το σημείο σύγκρουσης και η πορεία του ποδηλάτου. Τα σημεία όμως αυτά δεν προωθούν την υπόθεση του εφεσείοντα. Αντίθετα, καταρρίπτουν τα επιχειρήματά του.
3. Το Δικαστήριο ορθά επίσης απέρριψε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Μ.Ε.4, γιατί βάσισε τα οποιαδήποτε συμπεράσματά του στο σχέδιο, το οποίο εύστοχα το Δικαστήριο αποκαλεί προϊόν προσπάθειας αναπαράστασης και όχι αποτύπωση του χώρου ενός τροχαίου ατυχήματος αμέσως μετά το συμβάν.
4. Ακόμα και αν ο εφεσίβλητος δεν αντέδρασε έγκαιρα και δεν σταμάτησε όταν αντιλήφθηκε τον εφεσείοντα να μπαίνει στην πορεία του, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα ως προς την οποιουδήποτε βαθμού αμέλεια του, χωρίς την ύπαρξη και άλλης μαρτυρίας που να θεμελιώνει την υπαιτιότητά του.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Baker v. Market Harborough Co-operative Society, Wallace v. Richards (Leicester) Ltd [1953] 1 WLR 1472,
Morides v. Ioannou (1973) 1 C.L.R. 177,
Παυλής κ.ά. ν. Αβραάμ (2000) 1 Α.Α.Δ. 220,
D.C.M. Mastersoft Ltd v. Στυλιανού (2001) 1 Α.Α.Δ. 1736.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 27/9/00 (Αρ. Αγωγής 1816/96) με την οποία, ενόψει ανυπαρξίας μαρτυρίας για απόδοση ευθύνης στον εναγόμενο 2 απέρριψε την αγωγή του ενάγοντα για γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για βλάβες τις οποίες υπέστη κατά τη σύγκρουση του ποδηλάτου του με το αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε ο εναγόμενος 2.
Χρ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Αραούζος με Α. Χαραλάμπους, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Το υπόβαθρο της παρούσας έφεσης είναι κάπως ιδιόρρυθμο. Αφορά γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για βλάβες τις οποίες ο εφεσείων-ενάγων, που είναι ανήλικος, υπέστη όταν το ποδήλατό του που οδηγούσε συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο υπ' αρ. QB 899, που οδηγούσε ο εφεσίβλητος-εναγόμενος 2. Η ιδιορρυθμία βρίσκεται στο γεγονός ότι κανένας από τα άτομα που κατέθεσαν για τον ενάγοντα δεν ήταν αυτόπτης μάρτυς.
Ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσε ως Μ.Ε.1 ο αστυφύλακας 2173, Χάρης Συμεού, ο οποίος επισκέφθηκε τη σκηνή τρεις μέρες μετά τη σύγκρουση και με βάση όσα του είπαν ο εφεσίβλητος και η μητέρα του εφεσείοντα, ετοίμασε σχεδιάγραμμα. Κατέθεσαν επίσης η μητέρα και ο πατέρας του εφεσείοντα, Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3 αντίστοιχα. Τέλος κατέθεσε ο Στέλιος Κωνσταντινίδης, πρώην μέλος της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, ο οποίος παρουσίασε τον εαυτό του ως ειδικό στην εξέταση δυστυχημάτων και ως επιθεωρητή μηχανοκινήτων οχημάτων. Η ειδικότητα του μάρτυρα δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση και το Δικαστήριο τον αποδέκτηκε ως εμπειρογνώμονα επί του θέματος για το οποίο κατέθεσε.
Το Δικαστήριο μετά από ανάλυση των ενώπιόν του δεδομένων, κατέληξε ότι δεν είχε πεισθεί ότι είναι δυνατόν να βασιστεί με ασφάλεια επί της μαρτυρίας και να καταλήξει σε διαπιστώσεις. Δέκτηκε ότι στις 7.6.1995 στον κύριο δρόμο του χωριού Άγιος Νικόλαος στην επαρχία Πάφου, το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου, συγκρούστηκε με ποδήλατο του εφεσείοντα. Όμως, πέραν τούτου, δεν μπορούσε να καταλήξει σε οποιαδήποτε συμπεράσματα αναφορικά με τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος. Έτσι εν όψει της ανυπαρξίας μαρτυρίας που να επιτρέπει την απόδοση οποιασδήποτε ευθύνης του εφεσίβλητου, απέρριψε την αξίωση με έξοδα.
Στην ειδοποίηση έφεσης εγείρονται έξι συνολικά λόγοι. Με τον πρώτο λόγο υποστηρίζεται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία του εξεταστή αστυφύλακα μόνο στο βαθμό στον οποίο αυτή αποτελούσε προϊόν της ίδιας αυτού γνώσης. Κι' αυτό γιατί το σημείο σύγκρουσης, η θέση του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου και η θέση του ποδήλατου του ανήλικου μετά τη σύγκρουση, υποδείχθηκαν σ' αυτόν από τον εφεσίβλητο, αποτελούν παραδοχή εκ μέρους του και συνεπώς αποδεκτή μαρτυρία.
Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο παράνομα έκρινε ότι η βαρύτητα της μαρτυρίας του ΜΕ 1 επηρεάζεται από το γεγονός ότι δεν διενήργησε αυθημερόν την επιτόπια εξέταση, αλλά μετά πάροδο τριών ημερών, αφού αυτό δεν επηρεάζει ουσιαστικά την αξία της μαρτυρίας του.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποδέκτηκε τη μαρτυρία του Μ.Ε.4, παρ' όλον ότι τον αποδέκτηκε ως εμπειρογνώμονα επί του συγκεκριμένου θέματος και εσφαλμένα δεν αποδέκτηκε το συμπέρασμα του μάρτυρα ότι το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου βρισκόταν σε κίνηση κατά την ώρα της σύγκρουσης. Αντίθετα το Δικαστήριο κατέστησε εαυτόν εμπειρογνώμονα.
Τέλος, ο εφεσείων προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι με την προσαχθείσα μαρτυρία το βάρος απόδειξης δεν μετατοπίστηκε στους ώμους του εναγόμενου, μια και η αγωγή αφορούσε ζημιά που προκλήθηκε από το αυτοκίνητο του οποίου είχε τον έλεγχο και η επέλευση του συμβάντος που προκάλεσε τη ζημιά συνδέεται περισσότερο με το γεγονός ότι παρέλειψε να επιδείξει εύλογη επιμέλεια, αφού, ενώ αντελήφθη τον εφεσείοντα να κατηφορίζει με ταχύτητα, παρέλειψε να σταματήσει.
Στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του εφεσείοντα ουσιαστικά αναλύεται μόνο το επιχείρημα ότι σε περιπτώσεις όπως η παρούσα συνάγεται η ύπαρξη αμέλειας (inference of negligence) και συνεπώς το βάρος απόδειξης μετατοπίζεται στους ώμους του εφεσίβλητου.
Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, παρ' όλον ότι συνάγεται η ύπαρξη αμέλειας, η παράμετρος αυτή δεν εξετάστηκε καθόλου από το Δικαστήριο. Το επιχείρημα στηρίζεται, κυρίως στον ισχυρισμό ότι δεν αμφισβητείται το σημείο σύγκρουσης το οποίο υπέδειξε ακόμα και ο εφεσίβλητος και το οποίο βρίσκεται περίπου στο μέσο της οδού. Γίνεται επίσης αναφορά στην ορατότητα που υπήρχε από το σημείο σύγκρουσης και στο γεγονός ότι ο εφεσείων βγήκε με το ποδήλατό του από την αυλή του σπιτιού του. Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος είχε προτεραιότητα δεν σημαίνει κατ' ανάγκην ότι δεν φέρει κάποια ευθύνη. Και λόγω της ηλικίας του εφεσείοντα, που είναι μόλις πεντέμιση χρόνων, δεν τίθεται θέμα συντρέχουσας αμέλειας, με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος να ευθύνεται απόλυτα.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο εφεσίβλητος στην πρωτόδικη διαδικασία επέλεξε να μη δώσει μαρτυρία για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό που προβάλλει στην υπεράσπισή του ότι παρόλον ότι ο ανήλικος πετάκτηκε την τελευταία στιγμή από την αυλή της οικίας του, ο ίδιος σταμάτησε, με αποτέλεσμα το ποδήλατο να συγκρουστεί με το ήδη σταματημένο του όχημα.
Δεν βλέπουμε οποιανδήποτε ομοιότητα μεταξύ της παρούσας υπόθεσης και της υπόθεσης Baker v. Market Harborough Co-opertive Society, Wallace v. Richards (Leicester) Ltd [1953] 1 W.L.R. 1472, που είναι η βάση των επιχειρημάτων του εφεσείοντα. Εκεί το δικαστήριο δέκτηκε ότι συνάγεται ότι αμφότεροι οι οδηγοί ήταν αμελείς γιατί δεν επέδειξαν τη δέουσα προσοχή, αφού κρατούσαν και οι δύο το κέντρο του δρόμου. Κρίθηκε ότι δεν ήταν αναγκαίο να αποδειχθεί ότι το άλλο αυτοκίνητο ήταν πέραν από τη μέση του δρόμου στην αντίθετη πορεία. Ήταν αρκετό να αποδειχθεί ότι ο εναγόμενος θα έπρεπε να έπαιρνε μέτρα για να αποφύγει τη σύγκρουση και η απουσία ακριβώς οποιασδήποτε αντίδρασης προς αποφυγή της, καταλήγει σε συμπέρασμα ευθύνης του.
Η υπόθεση Baker δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Κατ' αρχήν δεν έχουμε την τυπική περίπτωση σύγκρουσης στο μέσο του δρόμου, αφού τα δύο οχήματα δεν ήλαυναν από αντίθετες κατευθύνσεις. Στην πραγματικότητα, ενώ ο εφεσίβλητος οδηγούσε κατά μήκος του δρόμου, ο ανήλικος ξεπρόβαλε από την αυλή του σπιτιού του, η οποία, είναι μάλιστα υπερυψωμένη από το επίπεδο του δρόμου κατά ένα μέτρο, σκοπεύοντας να διασχίσει το δρόμο διαγωνίως για να μπει σε άλλο δρόμο ο οποίος βρισκόταν απέναντι.
Δεν έχει σημασία αν ο εφεσίβλητος κρατούσε τη μέση του δρόμου. Παρ' όλον ότι δεν έδωσε μαρτυρία για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό που προβάλλει στην υπεράσπισή του ότι σταμάτησε το όχημά του (και συνεπώς έκαμε προσπάθεια να αποφύγει το δυστύχημα), εν τούτοις, από τη θέση του σημείου σύγκρουσης, όπως έγινε δεκτή και από τις δύο πλευρές, την πορεία του ποδήλατου και την τελική θέση του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου, που όπως φαίνεται δεν ξεπέρασε το σημείο σύγκρουσης, είναι φανερό ότι το αυτοκίνητό του σταμάτησε, άρα ο εφεσίβλητος έκανε κάποια προσπάθεια να αποφύγει το δυστύχημα.
Στην ουσία ο εφεσείων προβάλλει τον ισχυρισμό ότι θα έπρεπε να ισχύσει η αρχή του res ipsa loquitur του αγγλικού δικαίου. Δηλαδή ότι τα πράγματα ομιλούν αφ΄εαυτών. Η αρχή του res ipsa loquitur καθιερώθηκε στην Κύπρο με το άρθρο 55 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 (Morides v. Ioannou (1973) 1 C.L.R. 177).
Το άρθρο 55 προβλέπει:
«Σε αγωγή που εγείρεται σε σχέση με ζημιά, κατά την οποία αποδεικνύεται-
(α) Ότι ο ενάγοντας στερείται γνώσης ή μέσων γνώσης των πραγματικών περιστατικών, τα οποία προκάλεσαν το συμβάν το οποίο οδήγησε στη ζημιά, και
(β) ότι η ζημιά προκλήθηκε από ιδιοκτησία, επί της οποίας ο εναγόμενος είχε πλήρη έλεγχο,
και κρίνεται από το Δικαστήριο ότι η επέλευση του συμβάντος που προκάλεσε τη ζημιά συνδέεται περισσότερο με το γεγονός ότι ο εναγόμενος παρέλειψε να καταβάλει εύλογη επιμέλεια παρά προς την καταβολή τέτοιας επιμέλειας, ο εναγόμενος φέρει το βάρος της απόδειξης του ότι δεν υφίσταται αμέλεια για την οποία αυτός ευθύνεται σε σχέση με το συμβάν το οποίο οδήγησε στη ζημιά.».
Στην παρούσα υπόθεση δεν υφίστανται οι προϋποθέσεις του άρθρου 55 γιατί ο ενάγων δεν απέδειξε ότι στερείται της γνώσης των πραγματικών περιστατικών που προκάλεσαν το συμβάν που οδήγησε στον τραυματισμό του. Το γεγονός ότι ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο πεντέμιση χρόνων δεν είναι αρκετό. Περαιτέρω, από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος ήταν εκ πρώτης όψεως αμελής, ούτε και ότι το βάρος απόδειξης μετατέθηκε στους ώμους του, ούτως ώστε να υποχρεούται να εξηγήσει ότι η σύγκρουση δεν ήταν αποτέλεσμα της δικής του αμέλειας (Παυλής κ.ά. ν. Αβραάμ (2000) 1 Α.Α.Δ. 220. Βλέπε επίσης D. C .M. Mastersoft Ltd ν. Στυλιανού (2001) 1 Α.Α.Δ. 1736).
Για να μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη αμέλειας θα πρέπει να υπάρχουν κάποια στοιχεία που να δικαιολογούν ένα τέτοιο συμπέρασμα. Τα στοιχεία αυτά ελλείπουν στην παρούσα υπόθεση.
Όμως και οι λόγοι έφεσης που προβάλλονται στην ειδοποίηση έφεσης θα πρέπει να απορριφθούν. Το σχεδιάγραμμα της σκηνής ενός ατυχήματος αποτελεί μαρτυρία ως προς την πραγματική κατάσταση που η Αστυνομία βρίσκει επί τόπου. Στην παρούσα περίπτωση το σχεδιάγραμμα που ετοιμάστηκε ουσιαστικά αποτελούσε εξ ακοής μαρτυρία, μια και ετοιμάστηκε από όσα λέχθηκαν στον εξεταστή από τον εφεσίβλητο ή τη μητέρα του ανήλικου. Το σχεδιάγραμμα έχει κάποια σημασία μόνο ως προς τα σημεία που ο εφεσίβλητος παραδέκτηκε ως ορθά, όπως για παράδειγμα, η τελική θέση του αυτοκίνητου, το σημείο σύγκρουσης και η πορεία του ποδήλατου. Τα σημεία όμως αυτά δεν προωθούν την υπόθεση του εφεσείοντα. Αντίθετα, καταρρίπτουν τα επιχειρήματά του.
Το Δικαστήριο ορθά επίσης απέρριψε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Μ.Ε.4, γιατί βάσισε τα οποιαδήποτε συμπεράσματά του στο σχέδιο, το οποίο εύστοχα το Δικαστήριο αποκαλεί προϊόν προσπάθειας αναπαράστασης και όχι αποτύπωση του χώρου ενός τροχαίου ατυχήματος αμέσως μετά το συμβάν.
Τέλος, δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός ότι ο εφεσίβλητος παρέλειψε να καταβάλει εύλογη επιμέλεια, αφού, ενώ αντιλήφθηκε τον εφεσείοντα να κατηφορίζει με ταχύτητα ποδηλατώντας, παρέλειψε να σταματήσει. Κατ' αρχήν δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας για το χρόνο κατά τον οποίο αντιλήφθηκε τον εφεσείοντα. Από το σχέδιο της σκηνής όπως είπαμε είναι φανερό ότι σε κάποια στιγμή ο εφεσίβλητος σταμάτησε, άνκαι στο σημείο αυτό δεν πρέπει να δίδεται και ιδιαίτερη σημασία. Όμως, ακόμα κι' αν ο εφεσίβλητος παρέλειπε να αντιδράσει έγκαιρα και να σταματήσει όταν αντιλήφθηκε τον εφεσείοντα να κατηφορίζει με κάποια ταχύτητα διαγώνια και να μπαίνει στην πορεία του, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα ως προς την οποιουδήποτε βαθμού αμέλειά του, χωρίς την ύπαρξη και άλλης μαρτυρίας που να θεμελιώνει την υπαιτιότητά του.
Εν όψει όλων των ανωτέρω η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.