ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 328
5 Μαρτίου, 2002
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΚΡΑΤΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΤΑΚΗ ΣΤΑΥΡΟΥ ΛΑΓΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10757)
Συναλλαγματική ― Απόρριψη πρωτοδίκως απαίτησης δυνάμει επιταγών κατόπιν διαπιστώσεως ότι δεν ικανοποιούντο (α) οι πρόνοιες του Άρθρου 45(d) του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262 αναφορικά με την κανονικότητα παρουσίασης των επιταγών και (β) οι πρόνοιες του περί Ελέγχου του Συναλλάγματος Νόμου, Κεφ. 199 λόγω της μη εξασφάλισης της απαιτούμενης άδειας για πληρωμή των επιταγών ― Ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης από το Εφετείο.
Με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε απαίτηση του εφεσείοντος για £10.000 δυνάμει δύο επιταγών. Οι επιταγές, επί της Λαϊκής Τράπεζας στο Δάλι, είχαν εκδοθεί από τον εφεσίβλητο επ' ονόματι και σε διαταγή της Ελληνικής εταιρείας D. Rousmani Bros. Οι επιταγές είχαν δοθεί μεταχρονολογημένες 10.12.1992 ως εγγύηση μέχρι το άνοιγμα από τον εφεσίβλητο τραπεζικής πίστωσης για αγορά μηχανημάτων. Η τραπεζική πίστωση ανοίχθηκε, οι επιταγές όμως δεν επεστράφησαν από την D. Rousmani Bros στον εφεσίβλητο, αφού από τον Οκτώβριο 1992 η D. Rousmani Bros τις είχε οπισθογραφήσει και παραδώσει στον εφεσείοντα για δάνειο που αυτός παραχώρησε στη D. Rousmani Bros. Όταν το δάνειο δεν εξοφλήθη, ο εφεσείων παρουσίασε τις επιταγές για πληρωμή μόλις αυτές κατέστησαν πληρωτέες, στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος στο Βόλο, η οποία τις διαβίβασε, μέσω της Τράπεζας Κύπρου, στη Λαϊκή Τράπεζα. Οι επιταγές όμως δεν πληρώθηκαν, παρά το ότι υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό του εφεσίβλητου, επειδή η Λαϊκή Τράπεζα θεώρησε ότι η παρουσίαση των επιταγών για πληρωμή σε τράπεζα του εξωτερικού αντίκειτο στους κανονισμούς που αφορούν τον έλεγχο συναλλάγματος και στις οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας. Ο εφεσίβλητος, κατόπιν συμβουλής της Λαϊκής Τράπεζας, σταμάτησε την πληρωμή των επιταγών εφ' όσον είχαν εξοφληθεί με την πίστωση που αυτός είχε ανοίξει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την απαίτηση του εφεσείοντος για τους ακόλουθους λόγους:
1) Η παρουσίαση των επιταγών για πληρωμή σε τράπεζα του εξωτερικού δεν ικανοποιούσε την προϋπόθεση της κανονικότητας της παρουσίασης των επιταγών του Άρθρου 45(d) του περί Συναλλαγματικών Νόμου Κεφ. 262.
2) Η πληρωμή των επιταγών θα ισοδυναμούσε με παραβίαση των Άρθρων 7 και 8 του περί Ελέγχου του Συναλλάγματος Νόμου, Κεφ. 199 όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 53/72, εφόσον είχε γίνει χωρίς την εξασφάλιση της προβλεπόμενης από τα εν λόγω άρθρα άδειας.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, λόγους που αφορούσαν:
α) την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι επιταγές δεν είχαν παρουσιασθεί για πληρωμή στον κανονικό τόπο και
β) τον περιορισμό του Δικαστηρίου στα Άρθρα 7 και 8 του Κεφ. 199 χωρίς να επεκταθεί και στο Άρθρο 35. Ο λόγος έφεσης υπό την παράγραφο β) ανωτέρω παραπέμπει περαιτέρω στο Άρθρο 4(1) του Τέταρτου Πίνακα, οι διατάξεις του οποίου ισχύουν βάσει του Άρθρου 35(3), και σε σχέση με "νομικές διαδικασίες".
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι επίδικες επιταγές, ως επιταγές εσωτερικού, ήσαν πληρωτέες στην Κύπρο από τη Λαϊκή Τράπεζα, όπου θα έπρεπε να παρουσιασθούν για πληρωμή, πράγμα που όντως έγινε. Το ότι είχαν διαβιβασθεί εκεί από την Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος μέσω της Τράπεζας Κύπρου δεν αλλοίωνε την κατάσταση των πραγμάτων ότι παρουσιάσθηκαν για πληρωμή στον κατάλληλο τόπο, δηλαδή στη Λαϊκή Τράπεζα στην Κύπρο.
2. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα των άρθρων που εκτίθενται στην παράγραφο β) ανωτέρω φαινεται να είναι ότι, αν και η πληρωμή της οφειλής δεν μπορεί να γίνει χωρίς την απαιτούμενη άδεια, η μη εξασφάλιση της άδειας δεν εμποδίζει την έκδοση απόφασης. Η προσοχή του πρωτόδικου δικαστή δεν φαίνεται να καθοδηγήθηκε στο Άρθρο 35 και στο Άρθρο 4(1) του Τέταρτου Πίνακα, με αποτέλεσμα η κατάληξή του να είναι ελλιπής.
Η έφεση επιτράπηκε. Εκδόθηκε απόφαση υπέρ του εφεσείοντος για το ποσό των £10.000 πλέον έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Mosfilioti v. Panayi (1979) 2 JSC 384.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 31/1/00 (Αρ. Αγωγής 625/96) με την οποία απορρίφθηκε η απαίτησή του για £10.000 δυνάμει επιταγών οι οποίες δεν πληρώθηκαν παρά την ύπαρξη διαθέσιμων κεφαλαίων στο λογαριασμό του εναγομένου λόγω της παρουσίασής τους προς πληρωμή σε αλλοδαπή τράπεζα.
Σ. Βασιλειάδης με Σ. Χριστοφόρου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Μερακλής, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤEΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε απαίτηση του Εφεσείοντα για £10.000 δυνάμει δύο επιταγών. Οι επιταγές, επί της Λαϊκής Τράπεζας στο Δάλι, είχαν εκδοθεί από τον Εφεσίβλητο επ' ονόματι και σε διαταγή Ελληνικής εταιρείας, της D. Rousmani Bros. Όπως διαπίστωσε στην απόφαση του ο ευπαίδευτος δικαστής, αποδεχόμενος το σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας προερχόμενης και από τις δύο πλευρές και μη αλληλοσυγκρουόμενης, οι επιταγές είχαν δοθεί μεταχρονολογημένες 10.12.1992 ως εγγύηση μέχρι το άνοιγμα από τον Εφεσίβλητο τραπεζικής πίστωσης για αγορά μηχανημάτων. Όμως, αν και η τραπεζική πίστωση ανοίχθηκε, οι επιταγές δεν επεστράφησαν από τη D. Rousmani Bros στον Εφεσίβλητο αφού από τον Οκτώβριο 1992 η D. Rousmani Bros τις είχε οπισθογραφήσει και παραδώσει στον Εφεσείοντα για δάνειο που αυτός παραχώρησε στη D. Rousmani Bros. Ως αποτέλεσμα, όπως είναι περαιτέρω εύρημα του δικαστηρίου, ο Εφεσείων κατέστη κάτοχος των επιταγών σε κανονική πορεία και καλή τη πίστη, πράγμα που δεν επηρεάζετο από τη μετέπειτα εξόφληση των επιταγών με το άνοιγμα της πίστωσης. Ακολούθως, ο Εφεσείων, εφ΄όσον δεν εξοφλήθη το δάνειο του προς τη D. Rousmani Bros, παρουσίασε τις επιταγές για πληρωμή μόλις αυτές κατέστησαν πληρωτέες. Τις παρουσίασε στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος στο Βόλο, η οποία τις διαβίβασε, μέσω της Τράπεζας Κύπρου, στη Λαϊκή Τράπεζα. Οι επιταγές όμως δεν πληρώθησαν, παρά το ότι υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό του Εφεσίβλητου, καθ΄όσον η Λαϊκή Τράπεζα θεώρησε ότι η παρουσίαση των επιταγών για πληρωμή σε τράπεζα του εξωτερικού αντίκειτο στους κανονισμούς που αφορούν τον έλεγχο συναλλάγματος και στις οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας. Η Λαϊκή Τράπεζα συμβούλευσε επίσης τον Εφεσίβλητο να σταματήσει την πληρωμή των επιταγών εφ΄όσον είχαν εξοφληθεί με την πίστωση που αυτός είχε ανοίξει, πράγμα που έκανε.
Ο ευπαίδευτος δικαστής, παραπέμποντας στο άρθρο 73 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφάλαιο 262, βάσει του οποίου η επιταγή ορίζεται ως συναλλαγματική και διέπεται από τον περί Συναλλαγματικών Νόμο, θεώρησε ότι σχετικό προς το μόνο επίδικο θέμα που απέμενε, εκείνο της κανονικότητας της παρουσίασης των επιταγών, ήταν το άρθρο 45(d) του Κεφαλαίου 262 το οποίο προνοεί ότι "...a bill must be duly presented for payment ..." και ως προς το πότε "... a bill is presented at the proper place". Θεωρώντας περαιτέρω ότι, δυνάμει του άρθρου 4 του Κεφαλαίου 262, οι επιταγές ήσαν επιταγές εσωτερικού (inland cheques), ο ευπαίδευτος δικαστής έκρινε ότι οι επιταγές έπρεπε κανονικά να παρουσιασθούν για πληρωμή "είτε στην τράπεζα του εκδότη είτε σε άλλη τράπεζα στην Κύπρο, προκειμένου, η τελευταία, να τις διαβιβάσει για πληρωμή στην τράπεζα του εκδότη. Η παρουσίαση, όμως, των επιταγών για πληρωμή σε τράπεζα του εξωτερικού, όπως είναι και η παρ. 3 της Έκθεσης Απαιτήσεως, είναι, κατά την άποψη μου, ακραία περίπτωση μη παρουσίασης των επιταγών στον κατάλληλο τόπο." (σελ. 12).
Ο ευπαίδευτος δικαστής θεώρησε παράλληλα ότι υπήρχε και άλλος λόγος που η απαίτηση δεν μπορούσε να επιτύχει. Όπως είπε στις σελίδες 12-13:
"Είναι περαιτέρω άποψη μου ότι ορθά η τράπεζα του Εναγομένου δεν προχώρησε στην πληρωμή των επιταγών, παρόλο που ο λογαριασμός του πελάτη της είχε τα διαθέσιμα κεφάλαια, γιατί αυτό θα ισοδυναμούσε με παράβαση των προνοιών των άρθρων 7 και 8 του περί Ελέγχου του Συναλλάγματος Νόμου, Κεφ. 199, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 53/72. Σύμφωνα με τα άρθρα αυτά δεν επιτρέπεται η πληρωμή οποιουδήποτε ποσού προς πρόσωπο ή προς όφελος προσώπου που κατοικεί εκτός της Δημοκρατίας χωρίς την προβλεπόμενη από το νόμο άδεια. Στην παρούσα υπόθεση, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία και αναγράφεται και στο πίσω μέρος των επιταγών, η τράπεζα του Εναγομένου κλήθηκε να πληρώσει τις επιταγές σε αλλοδαπή τράπεζα η οποία ενεργούσε για λογαριασμού του Ενάγοντα, που ήταν επίσης κάτοικος εξωτερικού, χωρίς την ύπαρξη της προβλεπόμενης από το νόμο άδειας."
Οι λόγοι έφεσης δεν είναι σαφείς είτε αυτοί καθ΄αυτοί είτε στην αιτιολογία τους που και η ίδια δεν διαχωρίζεται επαρκώς, και δεν εγείρουν ευκρινώς τα επίδικα θέματα, περιέχουν δε συγκεχυμένες και επάλληλες αναφορές. Ορισμένοι δεν εγείρουν καν θέματα που προκύπτουν από την απόφαση. Ο πρώτος λόγος έφεσης, ότι λανθασμένα απεφασίσθη ότι ο λόγος μη πληρωμής των επιταγών ήταν η παρουσίαση τους σε τράπεζα του εξωτερικού ενώ η μαρτυρία ήταν ότι η μη πληρωμή τους οφείλετο στις οδηγίες του Εφεσίβλητου, δεν ανταποκρίνεται προς τα αποφασισθέντα. Το σχετικό εύρημα του ευπαίδευτου δικαστή ήταν ότι οι επιταγές δεν πληρώθησαν "για τους λόγους που ανάφερε ο ΜΥ2", που ήταν ότι η Λαϊκή Τράπεζα θεώρησε ότι η πληρωμή τους θα ήταν παράνομη, συμβουλεύοντας συγχρόνως τον Εφεσίβλητο να σταματήσει την πληρωμή τους εφ΄όσον θεωρούσε ότι είχαν εξοφληθεί. Το εύρημα του δικαστηρίου ήταν λοιπόν απόλυτα σύμφωνο και συναρτημένο με τη μαρτυρία.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι δεν ισχύουν οι πρόνοιες του άρθρου 4 το οποίο επικαλέσθηκε ο ευπαίδευτος δικαστής για να αποφανθεί ότι οι επιταγές ήσαν επιταγές εσωτερικού. Η αιτιολογία που δίδεται όμως δεν εξηγά γιατί να μην εφαρμόζεται το άρθρο 4 παρά μάλλον παραπέμπει στο άρθρο 30(1) ως ισχύον αντί του άρθρου 4. Τα δύο εν λόγω άρθρα όμως αφορούν διαφορετικά θέματα. Ως προς το άρθρο 30(1), που αφορά το τεκμήριο της αντιπαροχής εκ μέρους του κατόχου της, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ισχύει και μάλιστα ο ευπαίδευτος δικαστής αναφέρθηκε σε αυτό για να καταλήξει ότι ο Εφεσείων ήταν κάτοχος των επιταγών σε κανονική πορεία και καλή τη πίστη. Αυτό όμως δεν σήμαινε αυτόματα ότι αποκλείετο να ισχύει και το άρθρο 4 το οποίο αφορούσε το υπόβαθρο άλλου θέματος, εκείνου της κανονικότητας της παρουσίασης των επιταγών αλλά και της νομιμότητας της πληρωμής τους.
Ο τρίτος λόγος έφεσης διατυπώνει το παράπονο ότι, ενώ το μόνο επίδικο θέμα ήταν η άρνηση πληρωμής των επιταγών, ο ευπαίδευτος δικαστής θεώρησε ως επίδικο θέμα την παρουσίαση των επιταγών ως προς τον τόπο. Ο ευπαίδευτος δικαστής όμως υπέδειξε ότι και τούτο το θέμα ήταν επίδικο, παραπέμποντας στην παράγραφο 7 της Υπεράσπισης όπου εγείρετο, και παρατηρώντας περαιτέρω ότι εν πάση περιπτώσει δεν απαιτείτο να εγερθεί για να εξετασθεί. Η άποψη του αυτή δεν καταδεικνύεται πεπλανημένη. Διατυπώνεται περαιτέρω παράπονο, στην αιτιολογία παρά στον ίδιο τον τρίτο λόγο έφεσης, ότι εσφαλμένα το δικαστήριο έκανε αναφορά στο άρθρο 45(d) ενώ μόνο σχετικό ήταν το άρθρο 74. Το άρθρο 74 όμως αφορά εντελώς άσχετα προς την υπόθεση θέματα, το δε άρθρο 45(d) ήταν σχετικό προς το επίδικο θέμα της κανονικότητας της παρουσίασης των επιταγών ως προς τον τόπο.
Τα πιο πάνω καλύπτουν εν μέρει και τον πέμπτο λόγο έφεσης που είναι ότι η εν λόγω κανονικότητα της παρουσίασης των επιταγών δεν ήταν επίδικο θέμα, αλλά και τον έκτο λόγο έφεσης που είναι γενικά, και χωρίς να αιτιολογείται, ότι η παρουσίαση των επιταγών για πληρωμή σε τράπεζα του εξωτερικού ήταν δευτερεύον θέμα. Η παράγραφος 7 της υπεράσπισης, λέγεται στην αιτιολογία του πέμπτου λόγου έφεσης, δεν εγείρει το θέμα της κανονικότητας παρουσίασης των επιταγών, όπως θεώρησε ο ευπαίδευτος δικαστής, αλλά θέματα ελέγχου συναλλάγματος. Η παράγραφος 7 της Υπεράσπισης φαίνεται όμως να εγείρει και τα δύο θέματα, έστω και αν, όπως παρατήρησε και ο ευπαίδευτος δικαστής, το θέμα της κανονικότητας παρουσίασης δεν εγείρεται με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο. Εν πάση περιπτώσει δε, δεν λέγεται οτιδήποτε σε αναίρεση της διαζευκτικής άποψης του δικαστηρίου, με αναφορά στο Halsbury's Laws of England, 3rd Ed., Vol 3, para 339, και τη σχετική νομολογία, ότι δεν ήταν αναγκαίο να εγερθεί το θέμα στην Υπεράσπιση.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης όμως εγείρει και το ευρύτερο θέμα της ορθότητας της κατάληξης του ευπαίδευτου δικαστή ότι οι επιταγές δεν είχαν παρουσιασθεί για πληρωμή στον κανονικό τόπο. Η εισήγηση αυτή μας βρίσκει σύμφωνους. Ο ευπαίδευτος δικαστής, όπως ανεφέρθη, είχε την άποψη ότι, εφ΄όσον επρόκειτο για επιταγές εσωτερικού εκδοθείσες και πληρωτέες στην Κύπρο από Κυπριακή τράπεζα, οι επιταγές έπρεπε να παρουσιασθούν για πληρωμή "είτε στην τράπεζα του εκδότη είτε σε άλλη τράπεζα στην Κύπρο, προκειμένου, η τελευταία, να τις διαβιβάσει για πληρωμή στην τράπεζα του εκδότη. Η παρουσίαση, όμως, των επιταγών για πληρωμή σε τράπεζα του εξωτερικού, όπως είναι και η παρ. 3 της Έκθεσης Απαιτήσεως, είναι, κατά την άποψη μου, ακραία περίπτωση μη παρουσίασης των επιταγών στον κατάλληλο τόπο".
Η κατάληξη αυτή όμως ήταν πεπλανημένη και επί των δικών της όρων. Δοθέντος ότι οι επιταγές, ως επιταγές εσωτερικού, ήσαν πληρωτέες στην Κύπρο από τη Λαϊκή Τράπεζα, όπου και θα έπρεπε να παρουσιασθούν για πληρωμή, οι επιταγές είχαν όντως παρουσιασθεί για πληρωμή στη Λαϊκή Τράπεζα στην Κύπρο. Το ότι είχαν διαβιβασθεί εκεί από την Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος μέσω της Τράπεζας Κύπρου δεν αλλοίωνε την κατάσταση των πραγμάτων ότι παρουσιάσθησαν για πληρωμή στον κατάλληλο τόπο, δηλαδή στη Λαϊκή Τράπεζα στην Κύπρο. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, η παρουσίαση επιταγής μέσω άλλης τράπεζας ισοδυναμεί με παρουσίαση μέσω αντιπροσώπου που ενεργεί απλώς για είσπραξη της και δεν συνιστά παρουσίαση στην τράπεζα που ενεργεί ως αντιπρόσωπος, τοσούτο μάλλον αφού παρουσίαση μπορεί να γίνει και ταχυδρομικώς (Halsbury's Laws of England, 3rd Ed., Vol. 2, para. 334, Paget's Law of Banking, 9th Ed. p. 372). Κατά πόσο λοιπόν η πληρωμή των επιταγών προσέκρουε σε οποιοδήποτε περαιτέρω νομικό κώλυμα, όπως τα αφορώντα τον έλεγχο συναλλάγματος, ήταν άλλο θέμα που δεν επηρέαζε την κανονικότητα της παρουσίασης τους για πληρωμή στον κατάλληλο τόπο.
Απομένει λοιπόν να εξετασθεί ο τέταρτος λόγος έφεσης που αφορά το θέμα του Κεφαλαίου 199 στο οποίο στήριξε το άλλο σκέλος της απόφασης του ο ευπαίδευτος δικαστής. Το δικαστήριο, λέγεται, δεν έπρεπε να περιορίζετο στα άρθρα 7 και 8 αλλά να επεκταθεί στο άρθρο 35. Τα άρθρα 7 και 8 προνοούν:
"7. Κανένα πρόσωπο, δεν τελεί στη Δημοκρατία οτιδήποτε από τα ακόλουθα, χωρίς την άδεια του Δημοσιονομικού Γραμματέα, δηλαδή:
(α) να προβαίνει σε πληρωμή προς πρόσωπο ή σε πίστωση προσώπου που διαμένει εκτός της Δημοκρατίας· ή
(β) να προβαίνει σε πληρωμή προς πρόσωπο ή σε πίστωση προσώπου που διαμένει στη Δημοκρατία κατ' εντολή ή για λογαριασμό προσώπου που διαμένει εκτός της Δημοκρατίας· ή
(γ) πιστώνει οποιοδήποτε πρόσωπο που διαμένει εκτός Δημοκρατίας με οποιοδήποτε ποσό:
Νοείται ότι όταν πρόσωπο που διαμένει εκτός της Δημοκρατίας έχει καταβάλει ποσό προς ικανοποίηση χρέους που οφείλεται απ΄αυτό, η παράγραφος (γ) του άρθρου αυτού δεν απαγορεύει την αναγνώριση ή καταγραφή της πληρωμής.
8.-(1) Κανένα πρόσωπο στη Δημοκρατία, χωρίς την άδεια του Δημοσιονομικού Γραμματέα, δεν προβαίνει, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού, σε οποιαδήποτε πληρωμή εκτός της Δημοκρατίας προς πρόσωπο ή για λογαριασμό προσώπου που διαμένει εκτός της Δημοκρατίας και κανένα πρόσωπο που διαμένει στη Δημοκρατία δεν τελεί στη Δημοκρατία οποιαδήποτε πράξη η οποία ενέχει, συνδέεται, ή είναι προπαρασκευαστική οποιασδήποτε τέτοιας πληρωμής.
(2) Καμιά διάταξη του άρθρου αυτού δεν απαγορεύει σε πρόσωπο να τελεί οποιαδήποτε πράξη, που είναι νόμιμη διαφορετικά, σε σχέση με ξένο νόμισμα που λαμβάνει αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους 1 του Νόμου αυτού, ή κατακρατεί αυτό σύμφωνα με συγκατάθεση του Δημοσιονομικού Γραμματέα."
Το δε άρθρο 35 προνοεί:
"35-(1) Υπάρχει σιωπηρός όρος σε οποιαδήποτε σύμβαση ότι, όπου, δυνάμει του Νόμου αυτού, απαιτείται η άδεια ή συναίνεση του Δημοσιονομικού Γραμματέα κατά το χρόνο της σύμβασης για την εκτέλεση οποιουδήποτε όρου αυτής, ο όρος αυτός δεν εκτελείται παρά την έκταση εκείνη που δίδεται η άδεια ή η συναίνεση εκτός αν αυτή δεν απαιτείται:
Νοείται ότι το εδάφιο αυτό δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση εκείνη που αποδεικνύεται ότι τα μέρη δεν επιθυμούσαν την εφαρμογή του, είτε λόγω του ότι είχαν προβλέψει την εκτέλεση του όρου αυτού παρά τις διατάξεις του Νόμου αυτού είτε για οποιοδήποτε άλλο λόγο.
(2) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διάταξη που περιέχεται στον περί Συναλλαγματικών Νόμο, ούτε οι διατάξεις του Νόμου αυτού, ούτε οποιοσδήποτε όρος είτε ρητός είτε σιωπηρός, που σχετίζεται με τις διατάξεις αυτές, ότι οποιαδήποτε πληρωμή δεν διενεργείται χωρίς την άδεια του Δημοσιονομικού Γραμματέα βάσει του Νόμου αυτού, δεν θεωρούνται ότι παρεμποδίζουν οποιοδήποτε έγγραφο να είναι συναλλαγματική ή γραμμάτιο σε διαταγή.
(3) Οι διατάξεις του Τέταρτου Πίνακα ισχύουν σε σχέση με νομικές διαδικασίες, διαιτησίες, διαδικασίες πτωχεύσεως, τη διαχείριση περιουσιών προσώπων που απεβίωσαν, τη διάλυση εταιρειών και διαδικασίες βάσει εγγράφων διακανονισμού ή εγγράφων εμπιστεύματος προς όφελος πιστωτών."
Ο τέταρτος λόγος έφεσης παραπέμπει περαιτέρω στο άρθρο 4(1) του Τέταρτου Πίνακα, οι διατάξεις του οποίου ισχύουν, βάσει του άρθρου 35(3), και σε σχέση με "νομικές διαδικασίες". Το άρθρο 4(1) προνοεί:
4-(1) Σε οποιαδήποτε διαδικασία σε καθορισμένο Δικαστήριο και σε οποιαδήποτε διαδικασία διαιτησίας, αξίωση για την ανάκτηση χρέους δεν αποτυγχάνει για το λόγο μόνο ότι το χρέος δεν είναι πληρωτέο χωρίς την άδεια του Δημοσιονομικού Γραμματέα και η άδεια αυτή δεν έχει δοθεί ή έχει ανακληθεί."
Ας σημειωθεί ότι τόσο τα Επαρχιακά Δικαστήρια όσο και το Ανώτατο Δικαστήριο έχουν καθορισθεί ως Δικαστήρια για σκοπούς του άρθρου 41(1) του Τέταρτου Πίνακα (Exchange Control (Prescribed Courts) Order).
Το συνδυασμένο αποτέλεσμα των πιο πάνω άρθρων φαίνεται να είναι ότι, αν και η πληρωμή της οφειλής δεν μπορεί να γίνει χωρίς την απαιτούμενη άδεια, η μη εξασφάλιση της άδειας δεν εμποδίζει την έκδοση απόφασης. Το άρθρο 35(2) σαφώς περιφρουρεί την ισχύ της συναλλαγματικής (που περιλαμβάνει και επιταγή), που είναι θέμα διάφορο της εκτελεστότητας της υποχρέωσης πληρωμής της. Τα άρθρα 7 και 8 είναι την πληρωμή χωρίς την εξασφάλιση της απαιτούμενης άδειας που απαγορεύουν, αναφερόμενα ρητά και μόνο σε πληρωμή, και δεν επηρεάζουν το δικαίωμα λήψης απόφασης επί της επιταγής. Το ίδιο αποτέλεσμα έχει βέβαια το άρθρο 35(1) στη γενικώτερη διατύπωση του της αρχής που εξειδικεύεται στα άρθρα 7 και 8 με την αναφορά του στην εκτέλεση του υποκείμενου σε άδεια όρου. Το δε άρθρο 4(1) του Τέταρτου Πίνακα καθιστά ακόμα πιο σαφές ότι η λήψη απόφασης δεν εμποδίζεται από το γεγονός και μόνο ότι η άδεια για πληρωμή δεν έχει ακόμα εξασφαλισθεί. Συμφωνούμε επί του προκειμένου με την απόφαση του Πική, Π.Ε.Δ. (ως ήτο τότε), στην υπόθεση Mosfilioti v. Panayi (1979) 2 JSC 384, ότι συμφωνία για την πώληση γης το τίμημα της οποίας θα καταβάλλετο στο εξωτερικό δεν ήταν παράνομη ως αντιστρατευόμενη τις πρόνοιες των άρθρων 3, 9 και 24 του Κεφαλαίου 199 καθ΄όσον το άρθρο 35 και το άρθρο 41(1) του Τέταρτου Πίνακα διατηρούσαν την ισχύ της συμφωνίας έστω και αν η πληρωμή του τιμήματος στο εξωτερικό συνέχιζε να υπόκειτο στην εξασφάλιση της απαιτούμενης άδειας και να υφίσταντο ανάλογες ποινικές ευθύνες. Όπως το έθεσε στη σ. 387:
"In substance the law itself declares that an agreement executed in a manner obviating the need to secure the permission of the Central Bank, where necessary under the law, is not illegal and a debt owning under such an agreement may form the subject matter of a Court judgment. Of course a person violating the provisions of the law may suffer penal sanctions but that is of no concern to us in the present proceedings."
Και αν, λοιπόν, η Λαϊκή Τράπεζα εμποδίζετο να καταβάλει το ποσό των επιταγών ως εκ των άρθρων 7 και 8 εφ΄όσον δεν υπήρχε η προνοούμενη άδεια, και έτσι καλώς δεν επλήρωσε, το δικαστήριο δεν εμποδίζετο να εκδώσει απόφαση επί των επιταγών, έστω και αν η εκτέλεση της θα υπόκειτο και πάλι στον όρο λήψης της άδειας για πληρωμή. Η προσοχή του ευπαίδευτου δικαστή δεν φαίνεται να καθοδηγήθηκε στο άρθρο 35 και στο άρθρο 4(1) του Τέταρτου Πίνακα, με αποτέλεσμα η κατάληξη του να ήταν ελλιπής.
Η έφεση επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση και διαταγή για έξοδα παραμερίζεται. Η απαίτηση του Εφεσείοντα αποκαθίσταται και εκδίδεται απόφαση επ΄αυτής για το ποσό των £10.000 πλέον έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄έφεση όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η έφεση επιτρέπεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντος για το ποσό των £10.000 πλέον έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση.