ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 156
8 Φεβρουαρίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΣΑΓΓΑΡΗ,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
1. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΟΥ,
2. ΝΙΚΟΥ Γ. ΚΑΝΝΑΒΑ,
3. ΜΑΡΙΑΣ (ΜΑΡΟΥΛΛΑΣ) ΚΑΝΝΑΒΑ,
ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ
ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΝΝΑΒΑ,
4. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΝΝΑΒΑ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ
ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΝΝΑΒΑ,
5. ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ
ΤΟΥ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΟΥ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΤΗΣ Α. PIERIS (ALAKATOUDI) BEACH COURT LTD,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11027)
Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Τροποποίηση δικογράφων ― Καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης για τροποποίηση της έκθεσης απαιτήσεως ― Εισαγωγή νέας βάσης αγωγής ― Οδήγησαν σε απόρριψη της αίτησης για τροποποίηση.
Η αγωγή μεταξύ των διαδίκων καταχωρήθηκε από το 1986 και εκκρεμεί ακόμη για εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου. Βάση της αγωγής είναι σύμβαση η οποία υπογράφηκε το 1979.
Η αίτηση για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης υποβλήθηκε μετά την έναρξη της ακρόασης και την ολοκλήρωση της μαρτυρίας του εφεσείοντος-ενάγοντος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για δύο βασικά λόγους: (α) τη μεγάλη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης και (β) την εισαγωγή, με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις, ολωσδιόλου νέας βάσης αγωγής.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από τα γεγονότα της υπόθεσης φανερώνεται προσπάθεια του εφεσείοντος να επιτευχθεί η ακύρωση της διαδικασίας της ακρόασης, στην οποία ο ίδιος ολοκλήρωσε τη μαρτυρία του, και να αρχίσει από την αρχή, ενώ εκκρεμούσε και ενώπιον του Δικαστηρίου η επίδικη αίτηση.
2. Η καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης οφείλεται κατά μέγιστο μέρος στον ίδιο τον εφεσείοντα και δεν είναι δικαιολογημένη.
3. Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις μεταβάλλουν πλήρως όχι μόνο τη βάση της αγωγής και τις αιτούμενες θεραπείες αλλά εισάγουν μια νέα θεώρηση της υπόθεσης τόσο στο νομικό όσο και στο πραγματικό της πλαίσιο.
4. Η ήδη προκληθείσα καθυστέρηση έχει δημιουργήσει αρνητικά αποτελέσματα τα οποία η συνταγματική επιταγή (Άρθρο 30) για εκδίκαση εντός ευλόγου χρόνου, αποσκοπεί να αποτρέψει.
5. Η κρίση του πρωτόδικου δικαστή, αναγόμενη στη διακριτική του ευχέρεια, ασκήθηκε ορθά.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή-ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 25/1/01 (Αρ. Αγωγής 702/96) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για τροποποίηση της έκθεσης απαιτήσεως του.
Χρ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Στ. Παύλου και Δημητρίου, για τους Εφεσίβλητους 1, 2, 3 και 4.
Τ. Κατσικίδης, για τον Εφεσίβλητο 5.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής κ. Χρ. Αρτεμίδης.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού απέρριψε στις 25.1.01 αίτηση του εφεσείοντα-ενάγοντα για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης του. Οι λόγοι για τους οποίους απερρίφθη το αίτημα ήταν βασικά δύο, η μεγάλη καθυστέρηση στην υποβολή του και γιατί με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις εισάγεται ολωσδιόλου νέα βάση αγωγής στην υπόθεση, η ακρόαση της οποίας άρχισε και ολοκληρώθηκε η μαρτυρία του εφεσείοντα.
Η πρωτόδικη απόφαση είναι εκτενής, περιλαμβάνει 17 σελίδες. Παρατίθεται το ιστορικό της πορείας της αγωγής ενώπιον του Δικαστηρίου, για την οποία, πολύ δικαιολογημένα, ο δικαστής εκφράζει θλίψη για την ασύγγνωστη καθυστέρηση που παρατηρείται στη διεκπεραίωση της. Από τη διαδικαστική πορεία καταδεικνύεται πως, εκτός από συμβάντα που μεσολάβησαν και δεν οφείλονται στην ανθρώπινη θέληση, η ευθύνη για την καθυστέρηση βαραίνει τον εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, το κλητήριο ένταλμα (Δ.2 θ.1) καταχωρίστηκε στις 10.2.86 και η έκθεση απαίτησης στις 28.2.86. Προτού όμως η υπόθεση οριστεί για ακρόαση εξεδόθη διάταγμα εκκαθάρισης της εναγόμενης εταιρείας με αποτέλεσμα, μετά από άδεια του Δικαστηρίου, να τροποποιηθεί ο τίτλος της αγωγής ώστε να την αντικαταστήσει ο Επίσημος Παραλήπτης. Χρειαζόταν όμως και άδεια για συνέχιση της διαδικασίας, για την οποία ο εφεσείων υπέβαλε σχετική αίτηση 7 χρόνια αργότερα, δηλαδή στις 13.7.95, και το σχετικό διάταγμα εξεδόθη στις 11.1.96. Στο μεταξύ απεβίωσε ο τρίτος εναγόμενος, ο οποίος και αντικαταστάθηκε στην αγωγή από τη διαχειρίστρια του. Στις 29.1.96 καταχωρίστηκε το τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα μαζί με την έκθεση απαίτησης και οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι καταχώρισαν στις 14.5.96 την υπεράσπιση τους. Ο εφεσείων προέβη σε αλλαγή δικηγόρων, που ζήτησαν χρόνο να ετοιμαστούν για την υπόθεση. Τελικά, στις 28.4.98, άρχισε η ακρόαση της υπόθεσης ενώπιον του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού κατά την οποία ολοκληρώθηκε, όπως είπαμε πιο πάνω, η μαρτυρία του εφεσείοντα. Στις 30.7.98 ο εφεσείων καταχώρισε αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων certiorari και prohibition για να ακυρωθούν:
(α) η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία διατασσόταν η συνέχιση της αγωγής λόγω εκκαθάρισης της εναγόμενης εταιρείας και
(β) η διαδικασία της ακρόασης της αγωγής που είχε διεξαχθεί ενώπιον του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Με λίγα λόγια επιδιωκόταν η επανακρόαση της υπόθεσης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα (α) και απέρριψε το (β). Τα πιο πάνω αιτήματα προωθήθηκαν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ενώ εκκρεμούσε για εκδίκαση η υπό συζήτηση αίτηση για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης του εφεσείοντα.
Έχουμε τη γνώμη πως από τα πιο πάνω γεγονότα φανερώνεται προσπάθεια του εφεσείοντα να επιτευχθεί η ακύρωση της διαδικασίας της ακρόασης, στην οποία ο ίδιος ολοκλήρωσε τη μαρτυρία του, και να αρχίσει από την αρχή, ενώ εκκρεμούσε και ενώπιον του Δικαστηρίου η επίδικη αίτηση.
Στην καταχωρισθείσα έκθεση απαίτησης διατυπώνονται οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα σε 5 παραγράφους. Στο αιτητικό ο εφεσείων ζητά δήλωση του Δικαστηρίου πως το έγγραφο σύμβασης πώλησης ενός διαμερίσματος με τον ίδιο ως αγοραστή που υπεγράφη στις 13.4.79, είναι δεσμευτικό και πως οι εναγόμενοι 1-4 (ο 5ος είναι ο Επίσημος Παραλήπτης) είναι θεματοφύλακες του διαμερίσματος, του οποίου η πραγματική ιδιοκτησία ανήκει στον ίδιο. Με την προτεινόμενη τροποποίηση οι 5 παράγραφοι της έκθεσης απαίτησης αυξάνονται σε 38.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα, υποστηρίζοντας τη θέση του, εισηγείται πως με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις η βάση της αγωγής δεν αλλοιώνεται. Αντίθετα δίδονται πλήρη στοιχεία και λεπτομέρειες των ισχυρισμών του εφεσείοντα οι οποίοι θα βοηθήσουν το Δικαστήριο να συζητήσει την ουσία της διαφοράς, ενώ ταυτόχρονα καθιστούν πλήρως γνωστή την υπόθεση του και στους εφεσίβλητους. Προτείνει επίσης πως σε παρόμοιες αγωγές, που αφορούν άλλους ενάγοντες εναντίον των ιδίων εναγομένων, και με τους ίδιους δικηγόρους των διαδίκων, έχουν προβληθεί ταυτόσημοι ισχυρισμοί με αυτούς που προτείνονται στην επίδικη αίτηση. Εισηγείται, επομένως, πως είναι γνωστή η βάση της αγωγής σε ότι αφορά το πραγματικό αλλά και το νομικό της περιεχόμενο. Οι δικηγόροι των εφεσιβλήτων δεν συμφωνούν με τα πιο πάνω. Υποστηρίζουν την πρωτόδικη απόφαση στην οποία υιοθετήθηκαν οι θέσεις τους.
Έχουμε τη γνώμη πως η υπό έφεση απόφαση είναι άμεμπτη. Η κρίση του πρωτόδικου δικαστή, αναγόμενη στη διακριτική του ευχέρεια, ασκήθηκε ορθά. Μαζί του εκφράζουμε την απογοήτευση μας γιατί η αγωγή, που καταχωρίστηκε από το 1986, εκκρεμεί ακόμη για εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου. Να σημειώσουμε επίσης πως η σύμβαση, που έδωσε τη βάση στην αγωγή υπογράφηκε το 1979. Η καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης οφείλεται κατά μέγιστο μέρος, όπως εξηγήσαμε πιο πάνω, στον ίδιο τον εφεσείοντα. Δικαιολογώντας αυτή την καθυστέρηση ο ίδιος ανέφερε πως η σύζυγος του αντιμετώπιζε σοβαρότατα προβλήματα υγείας και πως η σκέψη του ήταν στη θεραπεία της, όχι στη διαφορά αυτή. Η περιπέτεια που αντιμετώπισε ο εφεσείων προκαλεί βεβαίως τη συμπάθεια, εντούτοις δεν παύει, ακόμη και με αυτό ως δεδομένο, η καθυστέρηση να είναι αδικαιολόγητη.
Συμφωνούμε επίσης με την πρωτόδικη απόφαση πως οι προτεινόμενες τροποποιήσεις μεταβάλλουν πλήρως όχι μόνο τη βάση της αγωγής και τις αιτούμενες θεραπείες αλλά εισάγουν μια νέα θεώρηση της υπόθεσης τόσο στο νομικό όσο και στο πραγματικό της πλαίσιο. Αυτό καταδεικνύεται και από την προσπάθεια του εφεσείοντα να ακυρωθεί, με τον τρόπο που εξηγήσαμε πιο πάνω, η διαδικασία της ακρόασης που άρχισε και στην οποία ολοκλήρωσε τη δική του μαρτυρία.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα έθιξε ενώπιον μας την καθυστέρηση η οποία προέκυψε, εν πάση περιπτώσει, από την ακρόαση της επίδικης αίτησης, υπονοώντας πως αν γινόταν δεκτή θα ήταν ήδη προχωρημένη η εκδίκαση της υπόθεσης. Δεν είναι ορθή η προσέγγιση του. Η καθυστέρηση προέκυψε από την αβάσιμη αίτηση που υπέβαλε.
Η εισήγηση πως εκκρεμούν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού παρόμοιες υποθέσεις, οι οποίες θα προχωρήσουν στη βάση των προτεινόμενων τροποποιήσεων που γίνονται στην παρούσα υπόθεση, δεν στηρίζει το επίδικο αίτημα. Η κάθε υπόθεση αντιμετωπίζεται ξεχωριστά και οι διάδικοι δικαιούνται να προβάλουν τους ισχυρισμούς και εισηγήσεις τους ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά της.
Τέλος, να τονίσουμε και τα αρνητικά αποτελέσματα της ήδη προκληθείσας καθυστέρησης, αυτά που ακριβώς η συνταγματική επιταγή (άρθρο 30) για εκδίκαση εντός ευλόγου χρόνου, αποσκοπεί να αποτρέψει. Ο 4ος εναγόμενος απεβίωσε. Στις προτεινόμενες τροποποιήσεις προβάλλονται από τον εφεσείοντα ισχυρισμοί που τον αφορούν, και στους οποίους βεβαίως δεν μπορεί να απαντήσει από το τάφο.
Ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων 1-4 καταχώρισε αντέφεση, με την οποία ζητούσε να προστεθεί ένας ακόμη λόγος για την απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο του αιτήματος των εφεσειόντων ότι δηλαδή οι προτεινόμενες τροποποιήσεις έρχονταν σε αντίθεση με την ήδη προσκομισθείσα μαρτυρία. Επιληφθήκαμε ήδη του ζητήματος αυτού στην απόφαση μας, στο γενικό πλαίσιο συζήτησης της έφεσης, και επομένως η αντέφεση κατέστη άνευ αντικειμένου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.