ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 6
10 Ιανουαρίου, 2002
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ FORREST ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Εφεσείουσες-Ενάγουσες,
ν.
ΚΙΜΩΝΑ ΒΑΡΔΑΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10768)
Δεδικασμένο ― Διακοπή και απόσυρση αγωγής ως διευθετηθείσας ― Επιφέρει τη λύση της διαφοράς και καθιστά το αγώγιμο δικαίωμα δεδικασμένο ― Η ταυτότητα συμφέροντος και η ταυτότητα διαδίκων συνιστούν προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση δεδικασμένου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των εφεσειουσών-εναγουσών (οι εφεσείουσες) αφού έκρινε ότι υπήρχε δεδικασμένο που προέκυπτε από την δικαστική απόφαση στην αγωγή 408/78. Η αγωγή 408/78 είχε αποσυρθεί και απορριφθεί ως διευθετηθείσα πριν καν καταχωρηθεί έκθεση απαίτησης.
Με την έφεση οι εφεσείουσες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης υποστηρίζοντας ότι δεν ισχύει δεδικασμένο για τρεις βασικά λόγους:
Α) Γιατί η Αγωγή 408/78 αποσύρθηκε πριν καταχωρηθεί έκθεση απαίτησης και επομένως δεν υπήρχαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στοιχεία που να δείχνουν ότι η παρούσα αγωγή και εκείνη αναφέρονταν στην ίδια επέμβαση.
Β) Οι ενάγουσες στην Αγωγή 408/78 δεν ήταν οι ίδιες με τις ενάγουσες στην παρούσα υπόθεση και ούτε εφαίνετο αν ήταν διάδοχοι των διαδίκων στην πρώτη αγωγή.
Γ) Η παράνομη επέμβαση είναι συνεχιζόμενο αδίκημα που συνιστά αιτία νέας αγωγής εφόσον συνεχίζεται η επέμβαση και έτσι δεν ήταν δυνατό να υπήρχε δεδικασμένο για οποιαδήποτε περίοδο μετά την απόσυρση της Αγωγής 408/78.
Αποφασίστηκε ότι:
Προκύπτει από την αποδεκτή μαρτυρία ότι πράγματι η υπό έφεση αγωγή αφορούσε τα ίδια επίδικα θέματα με την πρώτη αγωγή, αφού η επέμβαση για την οποία εγειρόταν το παράπονο ήταν η ανέγερση των ίδιων υποστατικών στα τεμάχια των εφεσειουσών που ήταν και το αντικείμενο της πρώτης αγωγής. Ικανοποιούνται έτσι όλες οι προϋποθέσεις για ύπαρξη δεδικασμένου (res judicata).
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος των εφεσειουσών.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Γαβριήλ κ.ά. ν. Αγαπίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1868.
Έφεση.
Έφεση από τις ενάγουσες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου που δόθηκε στις 31/3/00 (Αρ. Αγωγής 118/93) με την οποία απέρριψε την αγωγή τους με την οποία ζητούσαν άρση της παράνομης επέμβασης των εναγομένων σε κτήμα τους στο χωριό Αυγόρου και αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση, λόγω ύπαρξης δεδικασμένου στην αγωγή αρ. 408/78.
Α. Ποιητής, για τις Εφεσείουσες.
Ι. Τυπογράφος, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσείουσες-ενάγουσες είναι συνιδιοκτήτριες του κτήματος με αρ. τεμ. 296/3, 299/3, 297/1/3, 297/2/3 Φ/Σχ.ΧΧΧΙΙ/64. Η παρούσα έφεση είναι εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, που απέρριψε την αγωγή τους με την οποία ζητούσαν τα πιο κάτω:
"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι Εναγόμενοι ή/και οποιοσδήποτε από αυτούς δεν δικαιούνται να επεμβαίνουν από κοινού ή/και κεχωρισμένως προσωπικώς ή/και δια των αντιπροσώπων τους ή/και δια των υπηρετών τους στο κτήμα των εναγουσών υπ΄αρ. τεμ. 296/3, 299/3, 297/1/3, 297/2/3, Φ/Σχ. ΧΧΧΙΙ/64, τοποθεσία Άσπρες, χωριό Αυγόρου και διάταγμα του Δικαστηρίου διατάσσον την άρση κάθε τέτοιας επέμβασης και παράλειψη (ασφαλώς θα εννοείται "επανάληψη") της στο μέλλον.
Β. £5.200 σαν αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση.
Γ. Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία.
Δ. Νόμιμο Τόκο.
Ε. Όλα τα δικαστικά έξοδα."
Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο οι εκδοχές των δύο πλευρών ήταν οι πιό κάτω:
"Σύμφωνα με τις Ενάγουσες οι Εναγόμενοι ή/και οποιοσδήποτε από αυτούς ή/και οι αντιπρόσωποι ή/και υπηρέτες τους ανήγειραν αχυρώνα ή/και σταύλο εντός του βορείου μέρους του κτήματος των επεμβαίνουσες εντός του κτήματος των και καταλαμβάνοντας έκταση πολύ μεγαλύτερη των 1.200 τ.π. Ακόμα ανήγειραν εντός του βορειοανατολικού τμήματος των εναγουσών 2 αποθήκες καταλαμβάνοντας έκταση μεγαλύτερη των 600 τ.π.
Οι Εναγόμενοι αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς των Εναγουσών και ισχυρίστηκαν ότι όλα τα κτίρια που ευρίσκονται επί των τεμαχίων 296/1, 297/1/1, 297/2/1 και 299/1 του Φ/Σχ.ΧΧΧΙΙ/64 του χωρίου Αυγόρου έχουν νόμιμα ανεγερθεί από προηγούμενους ιδιοκτήτες. Οι Εναγόμενοι πρόβαλαν την υπεράσπιση του δεδικασμένου, με έρεισμα την απόφαση στην αγωγή 408/78."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε κατά πρώτον το θέμα του δεδικασμένου και, κρίνοντας ότι οι ενάγοντες εκωλύοντο να συνεχίζουν την αγωγή λόγω δεδικασμένου, την απέρριψε, αφού αναφέρθηκε εκτενώς στη νομολογία επί του θέματος.
Με την αγωγή 408/78 εζητούντο οι πιό κάτω θεραπείες:
"1. Δήλωσιν του Δικαστηρίου ότι οι εναγόμενοι ή εκάτερος τούτων δεν δικαιούνται να επεμβαίνουν προσωπικώς ή και δια των αντιπροσώπων των ή και δια των υπηρετών των εντός του κτήματος των εναγουσών υπ΄αρ. τεμ. 296/3, 299/3, 297/1/3, 297/2/3, τοποθεσία Άσπρες, χωρίου Αυγόρου της επαρχίας Αμμοχώστου, και διάταγμα διατάττον την άρσιν πάσης επεμβάσεως και την μη επανάληψιν της εν των μέλλοντι.
2. Δήλωσιν του Δικαστηρίου ότι τα ως άνω κτήματα αποτελούν αποκλειστικήν περιουσίαν των Εναγουσών.
3. Αποζημιώσεις διά παράνομον επέμβασιν.
4. Οιονδήποτε ετέραν θεραπείαν.
5. Νόμιμος τόκος, και
6. Άπασα η δικαστική δαπάνη."
Η αγωγή αυτή αποσύρθηκε και απορρίφθηκε ως διευθετηθείσα πριν καν καταχωρηθεί έκθεση απαίτησης.
Με την έφεση αυτή οι εφεσείουσες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης καθότι, όπως αναφέρουν, δεν ισχύει δεδικασμένο για τρεις βασικά λόγους:
Α) Γιατί η Αγωγή 408/78 αποσύρθηκε πριν καταχωρηθεί έκθεση απαίτησης και επομένως δεν υπήρχαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στοιχεία που να δείχνουν ότι η παρούσα αγωγή και εκείνη αναφέρονταν στην ίδια επέμβαση.
Β) Οι ενάγουσες στην Αγωγή 408/78 δεν ήταν οι ίδιες με τις ενάγουσες στην παρούσα υπόθεση και ούτε εφαίνετο αν ήταν διάδοχοι των διαδίκων στην πρώτη αγωγή.
Γ) Η παράνομη επέμβαση είναι συνεχιζόμενο αδίκημα που συνιστά αιτία νέας αγωγής εφόσον συνεχίζεται η επέμβαση και έτσι δεν ήταν δυνατό να υπήρχε δεδικασμένο για οποιαδήποτε περίοδο μετά την απόσυρση της Αγωγής 408/78.
Επισημαίνουμε πως ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειουσών δεν αμφισβητεί την αρχή πως η διακοπή και απόσυρση αγωγής ως διευθετηθείσας δημιουργεί δεδικασμένο, όπως προκύπτει και από τη νομολογία στην οποία αναφέρθηκε ο πρωτόδικος Δικαστής. (Γαβριήλ κ.ά. ν. Αγαπίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1868).
Όσον αφορά το εύρημα στο θέμα της ταυτότητας των διαδίκων στην πρώτη αγωγή και στην παρούσα, θεωρούμε ότι δεν χωρεί επέμβαση μας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις σχετικές αρχές της νομολογίας (δέστε Γαβριήλ και Άλλοι ν. Αγαπίου, [πιό πάνω]) και ακολούθως έκρινε ότι το συμφέρον της εφεσείουσας-ενάγουσας 1 Αναστασίας Forrest ταυτίζεται απόλυτα και αποκλειστικά με εκείνο της προκατόχου της Μαρίας Α. Ζουβάνη, που ήταν ενάγουσα στην Αγωγή 408/78, αφού η βλάβη την οποία επικαλέστηκε είναι εκείνη της προκατόχου της και η αιτία αγωγής είναι επέμβαση στο κτήμα που της ανήκε και η ζημιά που επιδιώκει να ανακτήσει είναι η ίδια που υπέστη η προκάτοχός της. Όπως κατέληξε το Δικαστήριο, συμπέρασμα με το οποίο συμφωνούμε, "το αγώγιμο δικαίωμα είναι το ίδιο και η ταυτότητα συμφέροντος μεταξύ των διαδίκων είναι απόλυτη". Για τους ίδιους λόγους το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ίδιο ίσχυε και για τον εφεσίβλητο-εναγόμενο 1, συμπέρασμα με το οποίο και πάλιν συμφωνούμε.
Όπως αναφέραμε πιο πάνω η αγωγή αποσύρθηκε "ως διευθετηθείσα". Προέκυψε δε από το τεκμ.9 που χαρακτηρίζεται ως "συμφωνητικό έγγραφο" ότι ήταν με βάση αυτό που αποσύρθηκε η αγωγή. Στο πιο πάνω τεκμήριο αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Συμφωνία γενομένη εν Αυγόρου σήμερον τη 27η Σεπτεμβρίου 1978 μεταξύ αφ΄ενός μεν της Μαρίας Ανδρέα Ζουβάνη και Παναγιώτας Ανδρέα Ζουβάνη (καλούμενοι ιδιοκτήτες) και αφετέρου δε του κ. Ανδρέα Βαρδάκη και Μαρίας Βαρδάκη (καλούμενοι εναγόμενοι) αναφέρει τα κάτωθι:
Γενομένης συμφωνίας ως προς την ανατολικήν πλευράν του οικοπέδου υπ. αρ. τεμ. 296/3, 299/3 2971/3 και 2972/3 τοποθεσία Άσπρες του χωρίου Αυγόρου της Επαρχίας Αμμοχώστου οι εναγόμενοι αναλαμβάνουν να πληρώσουν παν ποσόν υπερβαίνον τις £25= ως αμοιβή του δικηγόρου των ιδιοκτητών κ. Ανδρέα Παντελή Ποιητή σχετικά με την Αγωγή 408/78 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου."
Η μαρτυρία του Μ.Ε.3 Θεόδωρου Φωτίου, που είναι ο σύζυγος της εφεσείουσας-εναγόμενης 2 και γαμπρός της εφεσείουσας-εναγομένης 1 είναι αποφασιστική για την έκβαση της παρούσας έφεσης. Στη σελ.17 των πρακτικών διαβάζουμε τα πιο κάτω:
"Ε. Κίνησες προηγουμένως καμιά αγωγή εναντίον τους;
Α. Μάλιστα το 1978.
Ε. Ξέρεις τι έγινε εκείνη η αγωγή;
Α. Έχει αποσυρθεί σαν διευθετηθείσα χωρίς να γίνει παρουσίαση στο Δικαστήριο, επειδή εδόθησαν υποσχέσεις ότι θα επανέρχονταν τα σύνορα στην αρχική τους θέση.
Ε. Τήρησαν αυτές τις υποσχέσεις τους;
Α. Ένα μέρος έχει δοθεί και το κατέχει σήμερα η γυναίκα μου, το άλλο μέρος δεν έχει δοθεί.
Ε. Και ζητάς τη βοήθεια του Δικαστηρίου;
Α. Γι΄αυτό ζήτησα τη βοήθεια του Δικαστηρίου, να αποφασίσει σε ποιον ανήκει αυτή η γη.
Ε. Όταν λες ένα μέρος έχει δοθεί, πότε δόθηκε αυτό το μέρος;
Α. Το 1978 ή 1979, δεν θυμούμαι ακριβώς."
Στη σελ.20 στην αντεξέταση του ο ίδιος μάρτυρας αναφέρει τα πιο κάτω:
"Ε. Συμφωνάτε ότι στο έγγραφο αυτό αναφέρετε ότι έχετε διευθετήσει την Α (ανατολική) πλευρά των συνόρων σας;
Α. Με την έννοια ότι εδόθη υπόσχεση να επιστραφούν οι δύο μικρές αποθήκες και το υπόλοιπο μέρος που αφορά την Α πλευρά του οικοπέδου. Πράγματι οι δύο αποθήκες έχουν επιστραφεί.
Ε. Δηλαδή διευθετήθηκε;
Α. Δεν έχει τηρηθεί η όλη υπόσχεση.
Ε. Σας υποβάλλω ότι όταν εσείς πήρατε τις δύο μικρές αποθήκες που ήταν η συμφωνία σας, ικανοποιηθήκατε και τότε δώσατε οδηγίες στον δικηγόρο σας να αποσύρει την υπόθεση ως πλήρως διευθετηθείσα.
Α. Με είχαν πείσει με τις υποσχέσεις τους και γι΄αυτό ενέργησα όπως ενέργησα."
Είναι σαφές και πέραν αμφιβολίας από τα πιό πάνω ότι πράγματι η υπό έφεση αγωγή αφορούσε τα ίδια επίδικα θέματα με την πρώτη αγωγή, αφού η επέμβαση για την οποία εγειρόταν το παράπονο ήταν η ανέγερση των ίδιων υποστατικών στα τεμάχια των εφεσειουσών που ήταν και το αντικείμενο της πρώτης αγωγής. Ικανοποιούνται έτσι όλες οι προϋποθέσεις για ύπαρξη δεδικασμένου (res judicata).
Eπιπρόσθετα, καταρρίπτεται και η εισήγηση του συνηγόρου των εφεσειουσών ότι η υπό κρίση επέμβαση θα ήταν δυνατόν να αφορούσε επέμβαση που συνεχιζόταν και που θα έδιδε νέα αιτία αγωγής. Τέτοια πιθανότητα, ως εκ της μαρτυρίας του Μ.Ε.3, σαφώς αποκλείεται, αφού αντίθετα, όπως επισημάναμε, καταδεικνύεται πως αντικείμενο και της παρούσας αγωγής ήταν η ίδια επέμβαση που ήταν και το αντικείμενο της Αγωγής 408/78.
Παρατηρούμε επίσης πως, αν η θέση των εφεσειουσών, όπως εκφράστηκε από το Μ.Ε.3, είναι ορθή, αν δηλαδή η διευθέτηση της Αγωγής 408/78 που είχε γίνει εμπεριείχε υποσχέσεις των εφεσιβλήτων που δεν τηρήθηκαν, οι εφεσείουσες-ενάγουσες θα έπρεπε να είχαν εγείρει αγωγή για παράβαση αυτής της συμφωνίας και όχι για παράνομη επέμβαση, για την οποίαν πράγματι ίσχυε δεδικασμένο.
Κάτω από το φως των πιο πάνω και για τους λόγους που εκθέσαμε η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειουσών.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειουσών.