ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 2004

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 11162

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΠΙΚΗ, Π., Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.

Μεταξύ:

Ανδρέα Παπαδόπουλου, από τη Λεμεσό

Εφεσείοντος/Ενάγοντος

- και -

Ανδρέα Χριστοφόρου, από τη Λεμεσό

Εφεσίβλητο υ/Εναγόμενου

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 19.12.2002

Για τον εφεσείοντα: κ. Χ. Ιωάννου για κ. Ζ. Λεμή.

Για τον εφεσίβλητο: κ. Γ. Χριστοδούλου.

- - - - - -

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Τα αναμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης είναι απλά. Στις 18.4.1999, γύρω στις 5.00 το απόγευμα, ο εφεσείων πήγε μαζί με τον ανήλικο γιο του Σωτήρη στο Στάδιο ΓΣΟ Λεμεσού με σκοπό να παρακολουθήσουν ποδοσφαιρικό αγώνα. Εκεί συνάντησαν τον εφεσίβλητο, με τον οποίο είχαν προηγούμενη γνωριμία. Ο εφεσίβλητος κάθισε στην κερκίδα δίπλα από τον εφεσείοντα στ΄αριστερά του. Στην κερκίδα, σε κάποια απόσταση δεξιά του εφεσείοντος, καθόταν και ο φίλος του Μ. Τσαγγαρίδης ο οποίος έτρωγε παγωτό. Σε κάποια στιγμή ο εφεσείων έστειλε το γιο του Σωτήρη στον Τσαγγαρίδη με εντολή να του ζητήσει να τους κεράσει τρία παγωτά. Ο Σωτήρης συμμορφώθηκε, αλλά επέστρεψε χωρίς τα παγωτά, αναφέροντας στον εφεσείοντα τι του είπε ο Τσαγγαρίδης. Τότε ο εφεσείων τον έστειλε για δεύτερη φορά στον Τσαγγαρίδη με εντολή να του πει ότι δεν είχε λεφτά μαζί του και ότι «του χρωστά από κάτι ματς». Ο Σωτήρης ξαναπήγε στον Τσαγγαρίδη και, αυτή τη φορά, επέστρεψε κρατώντας £1. Τότε ο εφεσίβλητος έβγαλε από την τσέπη του £2 και τις έδωσε στο Σωτήρη προκειμένου να «αρκέσουν» για να αγοράσει παγωτά και για τους τρεις. Ο εφεσείων, όμως, επενέβη γιατί έκρινε ότι το ποσό των £3 ήταν υπερβολικό για την αγορά τριών παγωτών και, παίρνοντας τη £1 από τα χέρια του Σωτήρη, την επέστρεψε στον εφεσίβλητο. Ο εφεσίβλητος πήρε τη λίρα και την έβαλε στην τσέπη του. Λίγα λεπτά αργότερα εμφανίστηκε ένας λαχειοπώλης από τον οποίο ο εφεσίβλητος αγόρασε ένα ξυστό λαχείο αξίας £1 τύπου «Super Ξυστό» με αρ. Α72-2063-401. Ο εφεσίβλητος, αφού έξυσε το λαχείο, διαπίστωσε ότι αυτό κέρδιζε £25.000. Αφού πανηγύρισε για λίγο, εγκατέλειψε το στάδιο για το σπίτι του παίρνοντας μαζί του το λαχείο.

Η διάσταση μεταξύ του εφεσείοντος (ενάγοντος) και του εφεσίβλητου (εναγόμενου) για την οποία κλήθηκε να αποφανθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο αφορούσε το κατά πόσο ο εφεσείων, επιστρέφοντας τη £1 στον εφεσίβλητο, του πρότεινε να αγοράσουν «ένα λαχείο της λίρας συνεταιρικό», πρόταση την οποία, όπως ήταν η εκδοχή του εφεσείοντος, ο εφεσίβλητος αποδέχθηκε, ή κατά πόσο ο εφεσείων επέστρεψε τη £1 στον εφεσίβλητο χωρίς να διαμειφθεί οτιδήποτε μεταξύ τους που να στοιχειοθετούσε σύμβαση να αγοράσουν συνεταιρικά λαχείο, όπως ήταν η εκδοχή του εφεσίβλητου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία, έκρινε τον εφεσείοντα και τους μάρτυρές του ως αναξιόπιστους ενώ, αντίθετα, έκρινε αξιόπιστο τον εφεσίβλητο και το δικό του μάρτυρα, το λαχειοπώλη. Κατόπιν τούτου, απέρριψε την αγωγή και δέχθηκε την ανταπαίτηση, δηλώνοντας ότι το επίδικο λαχείο ανήκε εξ ολοκλήρου στον εφεσίβλητο και ότι αυτός ήταν το μόνο πρόσωπο που εδικαιούτο στην είσπραξη του κέρδους των £25.000.

Ο πρώτος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία κατά τρόπο αντισυνταγματικό και/ή αντινομικό καθότι, (α) παρέλειψε να εφαρμόσει τα ίδια κριτήρια αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσφέρθηκε από πλευράς του εφεσείοντος, αφενός, και από πλευράς του εφεσίβλητου, αφετέρου, και (β) παρέλειψε να διακρίνει ορθά τις ουσιώδεις από τις μη ουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία «κατά τρόπο που οδήγησε στη θεώρηση ουσιωδών αντιφάσεων ως μη ουσιωδών και αντίστροφα». Προς υποστήριξη του λόγου αυτού, ο δικηγόρος του εφεσείοντος μας παρέπεμψε σε διάφορα σημεία της μαρτυρίας του εφεσίβλητου σε συνάρτηση με την προσέγγισή τους από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τα εξετάσαμε με προσοχή. Διαπιστώσαμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε με ακρίβεια αριθμό αντιφάσεων στη μαρτυρία του εφεσίβλητου αλλά τις χαρακτήρισε, εύλογα κατά την άποψή μας, επουσιώδεις και μη δυνάμενες να κλονίσουν την αξιοπιστία του, όπως και του μάρτυρά του, αναφορικά με το καίριο ερώτημα στην υπόθεση, ήτοι κατά πόσο είχε συναφθεί σύμβαση συνεταιρικής αγοράς του λαχείου ή όχι. Από την άλλη, διαπιστώσαμε ότι σειρά αντιφάσεων στη μαρτυρία του εφεσείοντος και των μαρτύρων του εύλογα κρίθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως ουσιώδεις. Επιπλέον, διαπιστώσαμε ότι το ίδιο Δικαστήριο, αντίθετα με την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος, αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία εφαρμόζοντας πάντοτε τα ίδια ορθά κριτήρια.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλονται τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος οι λόγοι για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία από πλευράς του εφεσείοντος δεν δικαιολογούσαν το τελικό του εύρημα το οποίο και αντιστρατεύεται την κοινή λογική ενώ, ταυτόχρονα, δεν συνάδει με την ολότητα της προσαχθείσας μαρτυρίας.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Είναι γνωστή η αρχή της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να τους ακούσει και παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Επεμβαίνει μόνο όταν αυτά είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει γίνει δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αξιόπιστη. Όσο δε αφορά τις αντιφάσεις στη μαρτυρία, το Εφετείο επεμβαίνει μόνον όπου αυτές είναι τέτοιες που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλαδή να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν διάθεσή του να ψευσθεί. (Βλ., μεταξύ άλλων, Ειρ. Ανδρέου κ.ά. ν. Ζ. Ζήνωνος, Πολ. Εφ. 10642, 26.4.2001).

Τα αποσπάσματα από τη μαρτυρία που μας παρέθεσε ο δικηγόρος του εφεσείοντος, τόσο στο περίγραμμά του όσο κατά την αγόρευσή του ενώπιόν μας, προς υποστήριξη του λόγου έφεσης που εξετάζουμε, δεν υποστηρίζουν την εισήγησή του. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην κρίση και τα συνεπακόλουθα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε και αξιολόγησε σε έκταση την ενώπιόν του μαρτυρία και αιτιολόγησε με πλήρη επάρκεια τους λόγους για τους οποίους απέρριψε τη μαρτυρία που προσφέρθηκε από την πλευρά του εφεσείοντος και αποδέχθηκε τη μαρτυρία που προσφέρθηκε από την πλευρά του εφεσίβλητου. Εύλογα δε κατέληξε στο εύρημα ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή του.

Ο τρίτος, και τελευταίος, λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα το άρθρο 10 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, παραλείποντας «να λάβει υπόψη του ότι μια σύμβαση μπορεί να καταρτιστεί διά ζώσης και/ή να συναχθεί από τη συμπεριφορά των μερών.».

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Το άρθρο 10 του Κεφ. 149 καθορίζει ποιες συμφωνίες συνιστούν συμβάσεις. Δεν βλέπουμε πού έγκειται το σφάλμα του Δικαστηρίου. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι είχε συναφθεί προφορική σύμβαση μεταξύ του και του εφεσίβλητου για αγορά του λαχείου «συνεταιρικά». Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στηριζόμενο στη μαρτυρία που αποδέχθηκε ως αξιόπιστη, προχώρησε στο εύρημα (το οποίο, παρατηρούμε, δεν προσβάλλεται με την έφεση) ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει, στο απαιτούμενο επίπεδο απόδειξης, τη σύναψη της σύμβασης την οποία επεκαλείτο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

Π.

Δ.

Δ.

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο