ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 1563
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
< FONT FACE="Arial">ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΣΤΗΝ
< FONT FACE="Arial">ΑΓΩΓΗ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΡ. 191/96.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ, Π., ΑΡΤΕΜΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.Δ.Μεταξύ:
The Governor and the Company of the Bank of Scotland
Εν αγόντων
και
Του Πλοίου "SAPPHIRE SEAS"
Eν αγομένων.
___________________
10 Οκτωβρίου, 2002
.Για του ενάγοντες: Nigel Meeson με Α. Χαβιαρά.
Για τους εξ αποφάσεως πιστωτές στην Αγωγή 85/97: Ε. Μοντάνιος με
Κ. Ιωαννίδη.
Για τους εξ αποφάσεως πιστωτές στην Αγωγή118/96: Κ. Κνώφος για Χρ.
Δημητριάδη & Σία.
Για τους εξ αποφάσεως πιστωτές στις Αγωγές 203/96 και
204/96: Κ. Κνώφος για κα. Αλ. Χριστοδούλου.
Για τους εξ αποφάσεως πιστωτές στην Αγωγή 180/96: κα. Πρ. Μιχαήλ για
Γ. Σαββίδη.
______________________
ΠΙΚΗΣ, Π.
: Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από τον Καλλή, Δ..Με την απόφαση αυτή συμφωνούν, εκτός από εμένα, και οι
Δικαστές Αρτέμης και Χατζηχαμπής. Ο Νικολάου, Δ. θα
δώσει τη δική του ξεχωριστή απόφαση με την οποία
καταλήγει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.
_______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
:Το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας
:Με την παρούσα διαδικασία η ενάγουσα Τράπεζα (η Τράπεζα) επιδιώκει την αναθεώρηση, δυνάμει του Καν. 165 των περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Κανονισμών του 1893, της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) ημερ. 20.11.2000 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της Τράπεζας στην Αγωγή Ναυτοδικείου 191/96 ημερ. 25.10.2000.
Το ιστορικό της διαδικασίας
:Η παρούσα διαδικασία έχει ένα πολύ μακρό και πολύπλοκο ιστορικό. Παραθέτουμε το μέρος του το οποίο είναι σχετικό με τα επίδικα θέματα της παρούσας διαδικασίας:
(Α) Η Αγωγή 1
91/96.Στις 11.10.1996 η Τράπεζα καταχώρησε «κλητήριο ένταλμα σε αγωγή in rem» με εναγόμενο το πλοίο «Sapphire Seas» που βρίσκεται στο λιμάνι της Λεμεσού. Το κλητήριο ένταλμα απευθυνόταν «προς την εταιρεία Equity Marine Company Limited από τη Λεμεσό, οδός John Kennedy, Iris House, Γραφ. 740 ΒΜ, Λεμεσός, ιδιοκτήτρια του πλοίου 'Sapphire Seas' και προς όλους εκείνους που έχουν συμφέρον στο εν λόγω πλοίο».
Η απαίτηση της ενάγουσας, όπως είχε διατυπωθεί στο κλητήριο ένταλμα είχε ως εξής:
«(α) Δολ. ΗΠΑ 6.750.000 ή το ισάξιο σε κυπριακό νόμισμα που οφείλεται σ' αυτήν ως υπόλοιπο κεφαλαίου ένεκα ναυτικής υποθήκης ημερ. 16 Αυγούστου, 1995 ή διαζευκτικά το ίδιο ποσόν ως αποζημίωση.
(β) Δολ. ΗΠΑ 189.333,92 ή το ισάξιο σε κυπριακό νόμισμα για δεδουλευμένους τόκους μέχρι 8.10.1996, ή το ισάξιο ποσόν ως αποζημίωση.
(γ) Τόκο υπερημερίας επί των ως άνω ποσών από 9.10.1996 προς 3 και Ό % τον χρόνο πλέον το επιτόκιο που προσφέρεται σχετικά με καταθέσεις Δολλαρίων Ηνωμένων Πολιτειών για ποσό παρόμοιο με το οφειλόμενο που προσφέρεται από ηγετικές τράπεζες στην Διατραπεζική Αγορά του Λονδίνου σε πρώτη ζήτηση ή για διαδοχικές περιόδους μέχρι τριών μηνών που όπως το προσδιορίζει η ενάγουσα.
(δ) Αποζημίωση για έξοδα και επιβαρύνσεις που θα υποστεί η ενάγουσα από της 8ης Οκτωβρίου, 1996 μέχρι της έκδοσης απόφασης στην παρούσα αγωγή.
(ε) Τα τέλη και έξοδα της παρούσης αγωγής.
(στ) Περαιτέρω ή άλλες θεραπείες που το Δικαστήριο θα κρίνει δίκαιες και κατάλληλες.
(Β) Η εκ συμφώνου απόφαση στην Αγωγή 191/96
Στις 12.12.1996 το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε εκ συμφώνου απόφαση στην πιο πάνω αγωγή στην παρουσία του δικηγόρου της ενάγουσας και του δικηγόρου του εναγομένου πλοίου. Μεταφέρουμε το σχετικό πρακτικό:
«12.12.1996.
Για τον ενάγοντα: κ. Α. Χαβιαράς.
Για το εναγόμενο πλοίο: κ. Κ. Σαβεριάδης.
Δικαστήριο: Οι δικηγόροι αναφέρουν πως η υπόθεση έχει διευθετηθεί ως ακολούθως. Θα εκδοθεί απόφαση ως το Α και Β του κλητηρίου εντάλματος με τόκο υπερημερίας από 9.10.96 προς 9 6/40% ετησίως. Επίσης συμφωνείται ότι η αποζημίωση για την οποία προβάλλεται απαίτηση στο (Δ) της αγωγής είναι $800,000 και έναντι των εξόδων συνεφωνήθη το ποσό των ΛΚ15,000.»
(Γ) Η Αγωγή 135/96
.Της καταχώρισης της πιο πάνω αγωγής 191/96 είχε προηγηθεί η καταχώριση της Αγωγής 135/96. Η τελευταία καταχωρήθηκε την 1.8.1996. Ενάγοντες στην Αγωγή 135/96 ήταν 3 μέλη του πληρώματος του εναγόμενου πλοίου. Αξίωναν διάφορα ποσά ως «συμφωνηθέντες ή δεδουλευμένους μισθούς».
(Δ) Η σύλληψη και πώληση του εναγόμενου πλοίου
.Η σύλληψη του εναγόμενου πλοίου διατάχθηκε την 5.8.96 στην Αγωγή 135/96. Στις 17.9.1986 διατάχθηκε η πώληση του πλοίου με δημόσιο πλειστηριασμό. Ακολούθησε, στις 21.11.1996, η έκδοση εκ συμφώνου απόφασης στην Αγωγή 135/96 για «το συνολικό ποσό των $39.305 υπέρ των εναγόντων και εναντίον του εναγομένου πλοίου πλέον $700 έναντι εξόδων». Στις 3.6.97 το Δικαστήριο ενέκρινε την πώληση του πλοίου στην τιμή των 6.000.000 Δολ. ΗΠΑ.
(Ε) Η αίτηση της Τράπεζας για άδεια να παρέμβει στην Αγωγή 135/96
.Με διάταγμα του ημερ. 23.10.1996 το Δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση της Τράπεζας με την οποία ζήτησε άδεια να παρέμβει στην Αγωγή 135/96 ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
(Στ) Η αίτηση για καθορισμό των προτεραιοτήτων και η απόφαση του
Στις 20.6.1997 η Τράπεζα καταχώρησε αίτηση στην Αγωγή 135/96 για τον «καθορισμό των προτεραιοτήτων των απαιτήσεων κατά του εκπλειστηριάσματος του πλοίου Sapphire Seas».
Η Caspi Shipping Ltd and Natour Travel Association for Organised Tours Ltd (από τούδε και στο εξής η «Caspi»), που ήταν ανακόπτουσα στην πιο πάνω αγωγή 135/96, καταχώρησε ένσταση στην πιο πάνω αίτηση της Τράπεζας. Ήταν η θέση της Τράπεζας ότι, ως εξ αποφάσεως πιστωτής σε αγωγή «in rem», που βασιζόταν σε αιτία χρέους ασφαλισμένου με ναυτική υποθήκη, έχει προτεραιότητα στην πληρωμή του ποσού της αποφάσεως από το εκπλειστηρίασμα, ενώ η Caspi, ήταν εξ αποφάσεως πιστωτής με αιτία αγωγής παράβαση ναυλοσυμφώνου, και δεν παρεχόταν, ως εκ τούτου, σ΄ αυτή προτεραιότητα στην πληρωμή από το εκπλειστηρίασμα. Από την άλλη η Caspi ισχυρίσθηκε πως η Τράπεζα δεν είχε προτεραιότητα στην πληρωμή του ποσού που απαιτεί, ως εξ αποφάσεως πιστωτής, γιατί η σχετική απόφαση δεν είναι απόφαση «in rem». Και τούτο γιατί η Τράπεζα δεν απέδειξε την απαίτηση της προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, αλλά εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση με τους πλοιοκτήτες του πλοίου.
Οι δικηγόροι της Caspi ισχυρίσθηκαν πως, σύμφωνα με καθαρή και αδιαμφισβήτητη νομική αρχή της αγγλικής νομολογίας, που ισχύει στη δικαιοδοσία ναυτοδικείου, αξίωση «in rem» πρέπει να αποδεικνύεται προς πλήρη ικανοποίηση του Δικαστηρίου, αν είναι να θεωρείται ως απόφαση «in rem». Απόφαση εκ συμφώνου, όπως έγινε στην περίπτωση της αγωγής της Τράπεζας 191/96, δεν απολήγει σε απόφαση «in rem», και επομένως δεν έχει οποιαδήποτε προτεραιότητα σε πληρωμή από το εκπλειστηρίασμα της πώλησης του πλοίου, αλλά κατατάσσεται ως κοινό χρέος πληρωταίο από το τυχόν εναπομένον υπόλοιπο κεφάλαιο του εκπλειστηριάσματος ή στον πλοιοκτήτη (Βλ.
Spencer Bower, Turner and Handley - "The Doctrine of Res Judicata", 3rd edition, 1966, σελ. 124, παρ. 234-235, σελ. 23 παρ. 41; British Shipping Laws - Admiralty Practice, σελ. 7, παρ. 5).Κατά την ακρόαση της πιο πάνω αίτησης ημερ. 20.6.1967 η Τράπεζα προσκόμισε προφορική μαρτυρία και όλα τα σχετικά έγγραφα, για να αποδείξει πως η απαίτηση της εναντίον του πλοίου βασίζεται σε εγγύηση ναυτικής υποθήκης. Ο δικηγόρος της Caspi έφερε ένσταση στην προσαγωγή αυτής της μαρτυρίας. Υπέβαλε πως το Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει τη φύση της αξίωσης της λαμβάνοντας υπόψη μόνο το κείμενο της εκδοθείσας υπέρ της απόφασης, και τίποτε άλλο. Σημειώνουμε πως από το σχετικό πρακτικό της απόφασης αποδεικνύεται πως η απόφαση δόθηκε μετά από την παραδοχή της απαίτησης από τους δικηγόρους του πλοίου, χωρίς δηλαδή να αποδείξει η ενάγουσα την απαίτηση της (βλ. το πρακτικό στη σελ. 3, πιο πάνω). Με απόφασης του ημερ. 25.1.99 το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι:
«Η αίτηση για τον καθορισμό προτεραιοτήτων πληρωμής από επλειστηρίασμα, που είναι κατατεθειμένο στο Πρωτοκολλητείο του Ναυτοδικείου, αποτελεί αυτοτελές εναρκτήριο δικαστικό βήμα στο οποίο αποδεικνύεται η κατ' ισχυρισμόν προτεραιότητα απαιτήσεως. Τούτο γίνεται με αναφορά στη φύση της. Η λειτουργία του Δικαστηρίου σ' αυτή τη διαδικασία, όπως έχει νομολογηθεί, δεν ρυθμίζεται από γραπτούς ή αυστηρά καθιερωμένους κανόνες. Το Δικαστήριο εφαρμόζει την αρχή της χρηστής δικαιοσύνης - equity - και ασκεί ιδιαίτερη διακριτική ευχέρεια ανάλογα με τις περιστάσεις στην κάθε υπόθεση. (Δες: Maritime Lien by Thomas p. 160 κάτω από τον τίτλο "The Priority of the competing claims"). Η Τράπεζα, κατά τη γνώμη μου, όφειλε, κατά την επίδικη διαδικασία, που η ίδια άρχισε με την αίτηση της, να αποδείξει πως η υπέρ της απόφαση, και εναντίον του πλοίου, δόθηκε σε αγωγή με αιτία χρέος ασφαλισμένο με ναυτική υποθήκη. Η αιτία αυτή προβάλλεται ρητά στο καταχωρηθέν κλητήριο που καταχώρισε η Τράπεζα. Από τη μαρτυρία που έχει προσαχθεί ενώπιον μου, στην παρούσα διαδικασία, είμαι απόλυτα ικανοποιημένος πως το εξ αποφάσεως χρέος προς την Τράπεζα έχει αιτία οφειλής ασφαλισμένης με ναυτική υποθήκη.»
Ως αποτέλεσμα της αποδοχής της σχετικής μαρτυρίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η Τράπεζα απέδειξε «πως η υπέρ της απόφασης, που καταγράφηκε από το Δικαστήριο στις 12.12.96, εκδόθηκε στη βάση αγωγής για υπόλοιπο χρέους του πλοίου, ασφαλισμένου με ναυτική υποθήκη, και ως εκ τούτου δικαιούται σε προτεραιότητα πληρωμής από το εκπλειστηρίασμα
».
(Ζ) Η αίτηση για αναθεώρηση της απόφασης ημερ. 25.1.1999 και
η απόφαση της Ολομέλειας:
Η Caspi κατεχώρησε αίτηση, δυνάμει του πιο πάνω Κανονισμού 165, για αναθεώρηση της πιο πάνω απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 25.1.1999. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκαμε δεκτή την αίτηση. Αποφάσισε πως «η εξ αποφάσεως οφειλή προς την Τράπεζα (ενάγουσα) δεν δικαιούται να ικανοποιηθεί από το εκπλειστηρίασμα του πλοίου Sapp
hire Seas (βλ. απόφαση Νικολαϊδη, Δ. στην Δημητρίου Πάμπος κ.α. ν. Πλοίου S.S. Sapphire Seas, Αίτηση για Αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου 135/96/20.10.2000). 'Εκρινε ότι:«(1) Οι δικαιούμενοι να απαιτήσουν πληρωμή από το εκπλειστηρίασμα και να εγγραφούν στην κατάταξη προτεραιότητας είναι διάδικοι που εξασφάλισαν δικαστική απόφαση σε αξίωση in rem. Πρόσωπο που έχει εξασφαλίσει απόφαση σε αγωγή in personam δεν δικαιούται σε καταβολή από το εκπλειστηρίασμα.
(2) Δεν μπορεί να υπάρξει απόφαση in rem εκ συμφώνου. Απόφαση επί σημείου το οποίο σε περίπτωση ακρόασης θα ενεργούσε in rem, έχει την ισχύ μόνο απόφασης in personam, αν η απόφαση εκδοθεί εκ συμφώνου.
(3) Θα έπρεπε πρώτα να αποδειχθεί ότι οι εξ αποφάσεως πιστωτές μπορούσαν εν πάση περιπτώσει να ζητήσουν καθορισμό της προτεραιότητας. Μια και η αξίωση της Τράπεζας (ενάγουσας) δεν έχει αποδειχθεί με την προσαγωγή μαρτυρίας, αλλά εξασφαλίστηκε εκ συμφώνου, δεν μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για αίτηση καθορισμού προτεραιότητας πληρωμής των διαφόρων αξιώσεων. Η Τράπεζα (ενάγουσα) δεν δικαιούται να ικανοποιηθεί από το εκπλειστηρίασμα και επομένως ούτε να καταταγεί σε οποιαδήποτε θέση στη σειρά προτεραιότητας.»
(Η) Η αίτηση της Τράπεζας ημερ. 25.10.2000 για έκδοση απόφασης κατά του εναγομένου πλοίου και η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου
.Την πιο πάνω απόφαση του Εφετείου - ημερ. 20.10.2000 - ακολούθησε αίτηση της Τράπεζας στην Αγωγή 191/96 ημερ. 25.10.2000 με την οποία ζητούσε:
«(α) σύντομη ημερομηνία και ώρα ακρόασης της αγωγής για απόδειξη της απαίτησης της ενάγουσας κατά του εναγομένου πλοίου δι' ενόρκου δηλώσεως,
(β) οιεσδήποτε άλλες οδηγίες το Δικαστήριο κρίνει πρέπουσες υπό τις περιστάσεις και/ή
(γ) απόφαση υπέρ της Τράπεζας και εναντίον του εναγομένου πλοίου ως η αναφορά της ενάγουσας ελλείψει υπεράσπισης του εναγομένου πλοίου».
Στην ουσία με την αίτηση ημερ. 25.10.2000 η Τράπεζα επεδίωξε την έκδοση απόφασης υπέρ της και εναντίον του εναγομένου πλοίου, με την προσκόμιση μαρτυρικού υλικού για απόδειξη της απαίτησης της. Ισχυρίσθηκε πως η ήδη «εκδοθείσα κοινή συναινέσει» απόφαση της 12.12.1996 δεν είναι απόφαση εναντίον του πλοίου αλλά των πλοιοκτητών του. Ως απόφαση δε εναντίον των πλοιοκτητών «δεν είναι απόφαση in rem και γι' αυτό δικαιούται η ενάγουσα να προχωρήσει με απόδειξη της αγωγής και εναντίον του πλοίου, ώστε να καταστεί και απόφαση 'in rem'». Στήριξε την εισήγηση της σε αγγλική νομολογία, σύμφωνα με την οποία «αγωγές ναυτοδικείου in rem και in personam μπορούν να καταχωριστούν ταυτόχρονα ή διαδοχικά, οι δε αγωγές δεν συγχωνεύονται
. μπορούν να συνεχίσουν διαδοχικά».Η Caspi μαζί με άλλους εξ αποφάσεως πιστωτές καταχώρισαν ενστάσεις. Ισχυρίσθηκαν πως η επίμαχη απόφαση, που εκδόθηκε υπέρ της Τράπεζας στις 12.12.96 κοινή συναινέσει, είναι απόφαση εναντίον του πλοίου, και όχι της πλοιοκτήτριας εταιρείας, καθώς ρητά καταγράφεται στο σχετικό πρακτικό. Το Δικαστήριο σημείωσε την απόφαση όπως έγινε η δήλωση των δικηγόρων ενώπιον του. Και όχι μόνο αυτό. Σαφής ήταν και η πρόθεση της Τράπεζας να υπάρχει απόφαση εναντίον του πλοίου, ώστε να μπορεί να διεκδικήσει από το εκπλειστηρίασμα. Είχε μάλιστα η ίδια πληρώσει τα έξοδα του Αξιωματικού Ναυτοδικείου, και εξοφλήσει τις αγωγές των ναυτών εναντίον του πλοίου. Εισέπραξε δε, χωρίς ένσταση, τα πιο πάνω ποσά από το εκπλειστηρίασμα του πλοίου.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 20.11.2000 απέρριψε την πιο πάνω αίτηση της Τράπεζας ημερ. 25.10.2000. 'Εθεσε το θέμα ως εξής:
«Στη δική μου απόφαση στην αγωγή 135/96, της 20.6.97, και της Ολομέλειας, κρίθηκε πως η κρίσιμη απόφαση της 12.12.96 ήταν εναντίον του πλοίου, με τη διαφορά πως αυτή δεν ήταν απόφαση in rem, γιατί είχε εκδοθεί με κοινή συναίνεση των διαδίκων. Η Ολομέλεια ανέτρεψε το χειρισμό που έκανα στην αίτηση της Τράπεζας για καθορισμό των προτεραιοτήτων, όταν δέχθηκα να αποδείξει με μαρτυρία
Η προσπάθεια του δικηγόρου της Τράπεζας, με την υπό συζήτηση αίτηση, απολήγει σε παράκαμψη του δεδικασμένου της απόφασης της Ολομέλειας, η οποία μάλιστα είναι το αποτέλεσμα διαδικασίας, στην οποία οι ίδιοι οι δικηγόροι της Τράπεζας ισχυρίζονταν πως είχαν απόφαση in rem, και ότι δικαιούνταν σε πληρωμή από το εκπλειστηρίασμα, και μάλιστα κατά προτεραιότητα.
Δεν χρειάζεται να με απασχολήσει για πολύ η γνωστή αρχή της δεσμευτικότητας του δεδικασμένου, γιατί όπως έχω ήδη αναφέρει, ολόκληρη η εισήγηση και επιχειρηματολογία του δικηγόρου της Τράπεζας δεν στηρίζεται στην αληθινή βάση των γεγονότων, αλλά στην αντιστροφή τους. ..............................
.......................Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.»
Αντικείμενο της ενώπιον μας διαδικασίας, όπως έχει ήδη υποδειχθεί, είναι αίτηση της Τράπεζας - ημερ. 20.11.2000 - για αναθεώρηση της πιο πάνω απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 20.11.2000 η οποία εκδόθηκε στην αίτηση της Τράπεζας - ημερ. 25.10.2000.
Οι εισηγήσεις των μερών
:Ο κ. Nigel Meeson, εκ μέρους της Τράπεζας, υπέβαλε ότι η Τράπεζα επιδιώκει την έκδοση απόφασης «in rem» για να εκτελέσει την υποθήκη της και για να της επιτραπεί να συμμετάσχει στη διανομή του εκπλειστηριάσματος σύμφωνα με τους Κανόνες της προτεραιότητας. Υποστήριξε ότι μια υποθήκη περιλαμβάνει δύο ξεχωριστά δικαιώματα: προσωπικό δικαίωμα κατά του οφειλέτη για να πληρωθεί το ποσό του δανείου
. και δικαίωμα κατά της ιδιοκτησίας με τη μορφή ασφάλειας. Αυτά τα δύο δικαιώματα - συνέχισε ο ευπαίδευτος συνήγορος - μπορούν να εφαρμοσθούν ξεχωριστά ή μαζί, νοουμένου ότι ο ενυπόθηκος πιστωτής δεν ανακτά ποσό περιπλέον του εξασφαλισθέντος. Ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε τις πιο κάτω εισηγήσεις:Απόφαση επί του προσωπικού δικαιώματος δεν ακυρώνει την ασφάλεια εκτός αν η ασφάλεια ικανοποιηθεί. Δεν υπάρχει συγχώνευση ή δεδικασμένο (merger or res judicata) οσάκις ο ενυπόθηκος πιστωτής έχει κάμει χρήση του ενός εκ των δικαιωμάτων του. Στην περίπτωση υποθήκευσης πλοίου ο ενυπόθηκος πιστωτής μπορεί να επιβάλει το ιδιοκτησιακό του δικαίωμα με το να καταχωρήσει αγωγή ναυτοδικείου «in rem». Στη Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου ο όρος «in rem» σημαίνει ότι η αγωγή στρέφεται κατά του πλοίου. Αν ληφθεί απόφαση κατά του πλοιοκτήτη (δηλαδή απόφαση in personam) και η απόφαση επί της οφειλής δεν ικανοποιηθεί τότε η υποθήκη παραμένει και η ασφάλεια μπορεί να επιβληθεί κατά του πλοίου μέσα από απόφαση «in rem». Σε αγωγή ναυτοδικείου μια απόφαση μπορεί να είναι είτε απόφαση «in personam» ή απόφαση «in rem». Αν είναι απόφαση «in personam» δεν επηρεάζει το πλοίο και δεν επιτρέπει στην υποθήκη να τύχει προτεραιότητας. Αν είναι «in rem» είναι απόφαση κατά του πλοίου και θα επιτρέψει στην υποθήκη να τύχει προτεραιότητας. Σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας η απόφαση της Τράπεζας ήταν «in personam». Απόφαση «in personam» δεν παρέχει δικαίωμα στην Τράπεζα να λάβει μέρος στη διανομή του εκπλειστηριάσματος κατά προτεραιότητα. Επομένως η Τράπεζα δικαιούται τώρα να εξασφαλίσει απόφαση «in rem» για να μπορέσει να λάβει μέρος στη διανομή του εκπλειστηριάσματος κατά προτεραιότητα.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος υπέβαλε ότι οι πιο πάνω εισηγήσεις του υποστηρίζονται με αναφορά στις εξής αυθεντίες: Halsbury΄s Laws of England, Fourth ed., Vol. 32, paras. 401, 402, Popple v. Sylvester 22 Ch. 98, Gordon Grant & Co. Ltd v. F.L. Boos (1926) A.C. 781, In re Bank of Credit and Commerce International SA (1998) A.C. 214, 222, UCB Bank Plc v. Chandler and Another (μη δημοσιευθείσα απόφαση του Εφετείου ημερ. 16.4.1999)
.Ο κ. Meeson συνέχισε ως εξής:
Η αρχή ότι ο ενυπόθηκος πιστωτής έχει δύο δικαιώματα τα οποία μπορεί να επιβληθούν σωρευτικά σχετίζεται με τον κανόνα της δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου ότι μια αγωγή «in rem» μπορεί να εγερθεί πρόσθετα με αγωγή «in personam». Ο ευπαίδευτος συνήγορος μας παρέπεμψε στο σύγγραμμα
Spencer, Bower & Turner, The Doctrine of Res Judicata (2nd ed.), para. 448, σελ. 374-375, σύμφωνα με το οποίο «αγωγή Ναυτοδικείου in rem δεν συνιστά κώλυμα σε αγωγή δυνάμει του κοινοδικαίου ή σε αγωγή Ναυτοδικείου in personam για αποζημιώσεις που δεν ανακτήθηκαν από την αγωγή in rem και αντίστροφα».Ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε, επίσης, αναφορά στην The Bengal, E.R. Vol. CLXVI, p. 1220, στην οποία είχε εγερθεί αξίωση για τους μισθούς του πλοιάρχου για τους οποίους απόφαση «in personam» δεν ικανοποιήθηκε. Κρίθηκε ότι ο πλοίαρχος είχε δικαίωμα να εναγάγει το πλοίο «in rem» ενώπιον του Ναυτοδικείου. 'Ετυχε εφαρμογής κατ΄ αναλογία η καθιερωμένη αρχή ότι στην περίπτωση υποθήκης τα δικαιώματα που πηγάζουν από την ασφάλεια και τα δικαιώματα επί του προσωπικού δανείου μπορούν να ασκηθούν σωρευτικά και ότι η λήψη απόφασης επί του ενός δεν κωλύει την λήψη απόφασης επί του άλλου.
Τέλος ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά στο σύγγραμμα The Enforcement of Maritime Claims by D.C. Jackson (2nd ed.), paras. 10.83, όπου αναφέρεται ότι αξίωση in rem μπορεί να εγερθεί ταυτόχρονα ή διαδοχικά με αξίωση in personam.
Εκ μέρους της Τράπεζας αγόρευσε και ο κ. Χαβιαράς. Υπέβαλε ότι η απόρριψη της αίτησης της Τράπεζας - ημερ. 25.10.2000 - οφείλεται στην αντίληψη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εκ συμφώνου απόφαση ήταν απόφαση εναντίον του εναγομένου πλοίου. Υποστήριξε ότι όταν τα δύο μέρη στις 12.12.1996 έκαμναν τη δήλωση τους εθεωρούσαν - ήταν κοινή αντίληψη - ότι εξασφαλίζεται απόφαση εναντίον του εναγομένου πλοίου με όλα τα συνεπακόλουθα ήτοι δικαίωμα συμμετοχής στο εκπλειστηρίασμα. Υποστήριξε περαιτέρω ότι η Τράπεζα στις 12.12.96 πίστευε ότι θα μπορούσε να μετέχει στο εκπλειστηρίασμα εν όψει του νομικού περιβάλλοντος που ίσχυε τότε. 'Ηταν, επίσης, η θέση του ότι κατά τον χρόνο της έκδοσης της εκ συμφώνου απόφασης δεν υπήρχε νομολογία «που έλεγε ότι εγκαταλείπονται τα δικαιώματα 'in rem' της υποθήκης».
Σύμφωνα με τον κ. Χαβιαρά η Τράπεζα μπορεί να επιδιώξει και τις δυο θεραπείες - «in rem» και «in personam» - ταυτόχρονα. Επομένως μετά που φάνηκε ότι η απόφαση ήταν «in personam» δεν υπάρχει τίποτε το ανάρμοστο στο να επιδιώκεται και η εξασφάλιση απόφασης «in rem». Το μόνο δεδικασμένο της απόφασης της Ολομέλειας είναι ότι με την εκ συμφώνου απόφαση δεν μπορεί η Τράπεζα να συμμετέχει στη διαδικασία καθορισμού των προτεραιοτήτων. Θα ήταν δε πρωτάκουστο σε διαδικασία που αφορά διαδικαστικό θέμα, δηλαδή το θέμα του καθορισμού των προτεραιοτήτων, να έχει κριθεί και το σκέλος του αγώγιμου δικαιώματος που κρίνεται στην αγωγή. Δεν μπορούσε στη διαδικασία καθορισμού των προτεραιοτήτων να αποφασισθεί ότι η Τράπεζα στερείται του δικαιώματος ν' αποδείξει το πραγματοπαγές δικαίωμα της («right in rem»).
Εκ μέρους των εξ αποφάσεως πιστωτών αγόρευσε μόνο ο κ. Μοντάνιος.
Η βασική εισήγηση του κ. Μοντάνιου ήταν ότι ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση της Τράπεζας, ημερ. 25.10.2000, για έκδοση νέας απόφασης με βάση την αρχή του δεδικασμένου με το σκεπτικό ότι η εκ συμφώνου απόφαση ημερ. 12.12.1996 ήταν απόφαση εναντίον του πλοίου.
Ο κ. Μοντάνιος υπέβαλε ότι η εκ συμφώνου απόφαση ήταν απόφαση εναντίον του εναγομένου πλοίου. Αυτή η εισήγηση βρίσκει έρεισμα στο περιεχόμενο της υπό αναθεώρηση απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου - ημερ. 20.11.2000. Βρίσκει, επίσης, έρεισμα στο πρακτικό ημερ. 12.12.1996 το οποίο περιέχει τις εμφανίσεις και το κείμενο της εκ συμφώνου απόφασης. Τέλος υποστηρίζεται από το περιεχόμενο της απόφασης της Ολομέλειας (βλ. απόφαση, σελ. 108 των πρακτικών).
Ο κ. Μοντάνιος υπέβαλε περαιτέρω ότι η θέση της άλλης πλευράς ότι η εμφάνιση της 12.12.1996 ήταν εκ μέρους των πλοιοκτητών δεν υποστηρίζεται από το υλικό του φακέλου. 'Εκαμε αναφορά και στις προηγούμενες εμφανίσεις ενώπιον του Δικαστηρίου - ημερ. 12.11.96 και 21.11.96 - οι οποίες και πάλιν αποτελούσαν εμφανίσεις δικηγόρου για το εναγόμενο πλοίο. Ο δεύτερος λόγος - συνέχισε ο κ. Μοντάνιος - για τον οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εμφάνιση για το εναγόμενο πλοίο δεν ήταν εμφάνιση για τους πλοιοκτήτες οφείλεται στο γεγονός ότι το κλητήριο ένταλμα κάλεσε όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να εμφανισθούν. και εφόσον εμφανίσθηκε δικηγόρος για το εναγόμενο πλοίο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμφανίσθηκε για τους πλοιοκτήτες. Πρέπει ένας που εμφανίζεται για διάδικο άλλο από το πλοίο να το πεί ξεκάθαρα και να υπαγάγει τον εαυτό του στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.
Ο κ. Μοντάνιος αναφέρθηκε και στο δεδικασμένο το οποίο επικαλείται. Υπέβαλε ότι υπάρχει ήδη απόφαση εναντίον του εναγομένου πλοίου. και εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα δεν μπορεί να δοθεί απόφαση εναντίον του πλοίου με την ίδια βάση γιατί όλες οι αξιώσεις του κλητηρίου εντάλματος έχουν ικανοποιηθεί και δεν έχει παραμείνει οτιδήποτε που εκκρεμεί. Η άλλη πλευρά δεν μπορεί - συνέχισε ο κ. Μοντάνιος - να λάβει απόφαση με αυξημένη ισχύ γιατί όταν εκδίδεται μια απόφαση αυτή είναι τελεσίδικη. Είναι απόρροια του αντικειμένου του κλητηρίου εντάλματος το οποίο δεν μπορεί να επαναφερθεί με το ίδιο αντικείμενο γιατί από τη στιγμή που εκδίδεται η απόφαση η αγωγή τερματίζεται και υπάρχει τελεσιδικία. Δεν υπάρχει διαφορά - συμπλήρωσε ο κ. Μοντάνιος - αν η απόφαση δοθεί μετά από ακροαματική διαδικασία ή εκ συμφώνου. Από τη στιγμή που εκδόθηκε δεν έχει σημασία τί πίστευαν τα μέρη ως προς το αποτέλεσμα της. Δεσμεύονται.
Το γεγονός ότι αποδείχθηκε λανθασμένη η εκτίμηση της άλλης πλευράς ως προς το νομικό αποτέλεσμα της εκ συμφώνου απόφασης δεν σημαίνει ότι πρέπει να τροποποιηθεί η εκ συμφώνου απόφαση γιατί μια τέτοια θέση δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε αυθεντία. Το Δικαστήριο κατέγραψε τη συμφωνία των μερών και αν τα μέρη εξετίμησαν εσφαλμένα τα δικαιώματα τους και το αποτέλεσμα της εκ συμφώνου απόφασης αυτό δεν τροποποιεί τη συμφωνία τους.
Ο κ. Μοντάνιος διατύπωσε ως εξής τη θέση του:
(α) Η εκ συμφώνου απόφαση ήταν απόφαση «in rem». Ωστόσο δεν μπορεί να ικανοποιηθεί στη διαδικασία καθορισμού των προτεραιοτήτων γιατί ήταν απόφαση εκ συμφώνου.
(β) Η απόφαση της Ολομέλειας δεν έχει αλλοιώσει την εκ συμφώνου απόφαση. Επομένως το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι η εκ συμφώνου απόφαση είναι εναντίον του εναγόμενου πλοίου και όχι εναντίον των πλοιοκτητών.
(γ) Η άλλη πλευρά κωλύεται από του να ισχυρίζεται ότι η εκ συμφώνου απόφαση δεν είναι απόφαση εναντίον του εναγομένου πλοίου λόγω κωλύματος αναφορικά με επίδικο θέμα (issue estoppel) το οποίο έχει δημιουργηθεί από την απόφαση της Ολομέλειας. Υπάρχει επίσης κώλυμα αναφορικά με την αιτία αγωγής (Βλ. Παμπορίδης ν. Κτηματικής Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670, 675, Hellenic Bank Limited v. Zim Israel Navigation Co. Ltd and Others (1991) 1 Α.Α.Δ. 703, 713 και Spencer Bower, Turner and Handley, The Doctrine of Judicata, σελ. 39).
Τα συμπεράσματα μας
:Το πρώτο ερώτημα το οποίο πρέπει ν' απαντηθεί είναι κατά πόσο η εκ συμφώνου απόφαση ήταν απόφαση εναντίον του εναγομένου πλοίου.
Η απάντηση στο ερώτημα θα πρέπει να επιχειρηθεί με βάση το ενώπιον μας υλικό. Αυτό αποτελείται από τις εμφανίσεις που έγιναν ενώπιον του Δικαστηρίου τόσο κατά την έκδοση της εκ συμφώνου απόφασης όσο και πριν από την έκδοση της - στις 12.11.1996 και στις 21.11.1996. Σε όλες αυτές τις εμφανίσεις η μόνη εμφάνιση ήταν «για το εναγόμενο πλοίο». Οι πλοιοκτήτες δεν είχαν εκπροσωπηθεί κατά την έκδοση της εκ συμφώνου απόφασης - στις 12.12.1996 - ή κατά τις πιο πάνω δύο ημερομηνίες. Η μόνη εκπροσώπηση ήταν εκ μέρους του εναγόμενου πλοίου. Επομένως και η δήλωση περί διευθέτησης της αγωγής και αποδοχής απόφασης σύμφωνα με τις παραγ. (α) και (β) της αξίωσης δεν μπορεί να ήταν παρά δήλωση και αποδοχή εκ μέρους του εναγομένου πλοίου. Κρίνουμε, επομένως, ότι η εκ συμφώνου απόφαση ημερ. 12.12.1996 ήταν απόφαση εναντίον του εναγομένου πλοίου. Δεν ήταν απόφαση εναντίον των πλοιοκτητών
.Το επόμενο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι η εμβέλεια της εκ συμφώνου απόφασης.
Σύμφωνα με το
Spencer, Bower, Turner and Handley, The Doctrine of Res Judicata, σελ. 39:«Απόφαση ή διάταγμα εκ συμφώνου μπορεί να συνιστά δεδικασμένο. Σε τέτοιες περιπτώσεις το Δικαστήριο απαλλάσσεται από την υποχρέωση να διερευνήσει ή να διερευνήσει περαιτέρω τα επίδικα θέματα και δεν αποφαίνεται δικαστικώς επ' αυτών
. πλήν, όμως, με την κοινή παράκληση των μερών δίδει δικαστική επικύρωση και αναγκαστικό κύρος στα συμφωνηθέντα και με τον τρόπο αυτό μετατρέπει μια συμφωνία η οποία, εκτός δυνάμει νόμου, δεν θα μπορούσε ποτέ να λειτουργήσει ως κώλυμα σε δικαστική απόφαση επί της οποίας μπορεί να θεμελιωθεί εισήγηση για δεδικασμένο. Αποφάσεις, διατάγματα και επιδικάσεις εκ συμφώνου είναι το ίδιο αποτελεσματικές όπως εκείνες που απαγγέλλονται μετά από ακροαματική διαδικασία για τη δημιουργία κωλύματος αναφορικά με την αιτία αγωγής και για την πραγματοποίηση συγχώνευσης των αιτιών αγωγής οι οποίες ηγέρθησαν στην αγωγή .................................................. ...................Η απόφαση για θεμελίωση δεδικασμένου δυνατόν να εξαρτάται από την ικανότητα ενός μέρους να συνάψει την σχετική συναλλαγή ή να δώσει την συγκατάθεση του. Δυνατόν επίσης να εξαρτάται από την εξουσία του δικαστηρίου να χορηγήσει τα σχετικά διατάγματα.»
Σημειώνουμε ότι στην παρούσα υπόθεση δεν έχει τεθεί ποτέ θέμα αναφορικά με την ικανότητα του δικηγόρου, που εκπροσώπησε το εναγόμενο πλοίο, να δώσει τη συγκατάθεση του για την εκ συμφώνου απόφαση. Ούτε και έχει τεθεί θέμα αναφορικά με την εξουσία του δικαστηρίου να εκδώσει την εκ συμφώνου απόφαση.
Η έννοια του κωλύματος αναφορικά με αιτία αγωγής (cause of action estoppel) έχει επεξηγηθεί από τον
Diplock L.J. στην Thoday v. Thoday (1964) 1 All E.R. 341, 352 ως εξής:".. 'cause of action estoppel', is that which prevents a party to an action from asserting or denying, as against the other party, the existence of a particulat cause of action, the non-existence or existence of which has been determined by a court of competent jurisdiction in previous litigation between the same parties. If the cause of action was determined to exist, i.e., judgment was given on it, it is said to be merged in the judgment, or, for those who prefer Latin, transit in rem judicatam. If it was determined not to exist, the unsuccessful plaintiff can no longer assert that it does; he is estopped per rem judicatam. This is simply an application of the rule of public policy expressed in the Latin maxim, 'memo debet bis vexari pro una at eadem causa'.»
Σε μετάφραση
:«..... κώλυμα αναφορικά με αιτία αγωγής είναι εκείνο που εμποδίζει ένα μέρος μιας αγωγής από του να ισχυρίζεται ή να αρνείται, έναντι του άλλου μέρους, την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης αιτίας αγωγής, η μη ύπαρξη ή ύπαρξη της οποίας έχει αποφασισθεί από αρμόδιο δικαστήριο σε προηγούμενη διαδικασία ανάμεσα στα ίδια μέρη. Αν η αιτία αγωγής έχει αποφασισθεί ως υφιστάμενη αν π.χ. έχει δοθεί απόφαση επ' αυτής λέγεται ότι συγχωνεύεται στην απόφαση ή για εκείνους που προτιμούν τα λατινικά, transit in rem judicatam. Αν έχει αποφασισθεί ως μη υφιστάμενη, ο αποτυχών ενάγοντας δεν μπορεί πλέον να ισχυρίζεται ότι υφίσταται
. κωλύεται per rem judicatam. Αυτή είναι απλώς εφαρμογή του κανόνα δημόσιας πολιτικής που εκφράζεται στο λατινικό γνωμικό 'nemo debet bis vexari pro una et eadem causa' (κανένας δεν μπορεί να ταλαιπωρείται δύο φορές για την ίδια αιτία).»
'Εχουμε την άποψη πως στην παρούσα υπόθεση συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία κωλύματος αναφορικά με την αιτία αγωγής (cause of action estoppel) γιατί με την έκδοση της εκ συμφώνου απόφασης έχει αποφασισθεί η ύπαρξη της αιτίας αγωγής, την οποία είχε επικαλεσθεί
η Τράπεζα, σε διαδικασία ανάμεσα στα ίδια μέρη. Επομένως η αιτία αγωγής έχει συγχωνευθεί στην εκ συμφώνου απόφαση.Εν όψει της δημιουργίας κωλύματος αναφορικά με την αιτία αγωγής, η Τράπεζα κωλύεται από του να επαναφέρει το θέμα, για να πετύχει το αυτό αποτέλεσμα ήτοι απόφαση εναντίον του εναγομένου πλοίου. Μια τέτοια πορεία θα εξουδετέρωνε την αρχή της τελεσιδικίας. Εδώ έχουν τη θέση τους τα λεχθέντα στην Παπαδοπούλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης, Α.Ε. 1913/14.9.1998 (απόφαση Νικήτα, Δ.):
«Ο αντίθετος προσανατολισμός θα δημιουργούσε επικίνδυνο ρήγμα στην αρχή της τελεσιδικίας. Το δεδικασμένο έχει τη θεωρητική του προέλευση και διατύπωση στο Ρωμαϊκό δίκαιο. Στον Ουλπιανό ανήκει η κλασσική φράση, που εκφράζει την πεμπτουσία του δόγματος, quia res
'Σύμφωνα με την αρχή αυτή κάθε απόφαση άσχετα αν είναι δίκαια ή όχι, θεωρείται ότι περιέχει την αλήθεια και ο καθένας πρέπει να αποδεχθεί την απόφαση και την εκτέλεση της ........ Το πλάσμα αλήθειας που εισάγεται με την προαναφερόμενη αρχή είναι σαφώς προτιμότερο από τη διαιώνιση της αβεβαιότητας που θα κυριαρχούσε σε διαφορετική περίπτωση στη δίκαιη κρίση ......'»
Στην παρούσα υπόθεση η Τράπεζα έχει εγείρει πραγματοπαγή αγωγή (in rem) με εναγόμενο το πλοίο. 'Εχει επιλέξει να συναινέσει στην έκδοση εκ συμφώνου απόφασης. Η συναίνεση εκ μέρους της άλλης πλευράς δόθηκε από εκπρόσωπο του εναγομένου πλοίου. Η εκ συμφώνου απόφαση, όπως έχουμε ήδη αποφανθεί, έχει δημιουργήσει κώλυμα αναφορικά με την αιτία αγωγής (cause o
f action estoppel). Η Τράπεζα στην παρούσα υπόθεση έχει επιλέξει να υιοθετήσει μια τελεσίδικη ρύθμιση των αξιώσεων της στην αγωγή. Δεν έχει επιλέξει - όπως είναι η περίπτωση με τις αυθεντίες στις οποίες έχει αναφερθεί ο κ. Meeson -να επιδιώξει απόφαση επί του προσωπικού δικαιώματος και να αφήσει ανοικτό το θέμα του περιουσιακού δικαιώματος. Επομένως οι αυθεντίες στις οποίες έχει αναφερθεί ο κ. Meeson δεν τυγχάνουν εφαρμογής. Διακρίνονται λόγω των γεγονότων τους.Η εκ συμφώνου απόφαση την οποία έχει επιδιώξει και πετύχει η Τράπεζα δεν αφήνει περιθώρια για επιδίωξη άλλης θεραπείας. Συνιστά απόφαση εναντίον του εναγομένου πλοίου και μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς εκτέλεσης εναντίον του πλοίου αν δεν παρεμβάλλονταν άλλοι εξ αποφάσεως πιστωτές των οποίων η παρεμβολή έχει σαν συνέπεια την γένεση διαδικασίας για καθορισμό των προτεραιοτήτων. Το γεγονός ότι η εκ συμφώνου απόφαση δεν παρέχει δικαίωμα στην Τράπεζα να λάβει μέρος στη διαδικασία καθορισμού των προτεραιοτήτων δεν συνιστά λόγο ο οποίος είναι ικανός ν' ανατρέψει το δεδικασμένο που έχει δημιουργηθεί με την εκ συμφώνου απόφαση και ν' ανοίξει το δρόμο για έκδοση νέας απόφασης μέσα από ακροαματική διαδικασία. Ούτε είναι ικανό να αφαιρέσει οτιδήποτε από την εμβέλεια και την αποτελεσματικότητα του δεδικασμένου που έχει δημιουργηθεί από την εκ συμφώνου απόφαση. Η νομική αξιολόγηση και θεώρηση από τους δικηγόρους της Τράπεζας, της κατάστασης που μπορούσε να προκύψει από την εκ συμφώνου απόφαση δεν είναι ικανή ν' ανοίξει το δρόμο για έκδοση νέας απόφασης. Οι αξιώσεις της Τράπεζας, όπως είχαν διατυπωθεί στο κλητήριο ένταλμα, έχουν αποφασισθεί και ικανοποιηθεί τελεσίδικα με την εκ συμφώνου απόφαση και δεν μπορούν να επαναφερθούν. Το γεγονός ότι η αξίωση της Τράπεζας βασίζεται σε υποθήκη η οποία, σύμφωνα
με τον κ. Meeson, περιλαμβάνει δύο ξεχωριστά δικαιώματα δεν είναι ικανό να οδηγήσει στην έκδοση νέας απόφασης. Εναπόκειτο στην Τράπεζα να είχε επιδιώξει τη διεκδίκηση των δύο ξεχωριστών δικαιωμάτων και δεν την έχει επιδιώξει. Αντίθετα έχει επιδιώξει την τελεσίδικη ρύθμιση των αξιώσεων της με εκ συμφώνου απόφαση.Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση για αναθεώρηση της απόφασης ημερ. 20.11.2000 αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.