ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 1635
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 11151
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ, Π., ΗΛΙΑΔΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.
Μεταξύ
:ΑΝΔΡΕΑ Μ. ΠΑΣΙΑΛΟΥΝΤΑ, από την Αραδίππου,
Εφεσείοντα/Ενάγοντα
και
ΔΕΣΠΩΣ ΚΟΝΤΟΥ, από το Κίτι,
Εφεσίβλητης/Εναγομένης
-----------------------------
21 Οκτωβρίου 2002
Για τον Εφεσείοντα: κ. Ευγ. Ερωτοκρίτου.
Για την Εφεσίβλητη: κ. Γ. Λουκαϊδης, εκ μέρους του κ. Α. Ποιητή.
----------------------------------- -
ΠΙΚΗΣ, Π
.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθείαπό το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ
.:
(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση
Ο εφεσείων γύρω στις 11.35 π.μ. της 11/2/99 οδηγούσε το αυτοκίνητο του τύπου βαν κατά μήκος της οδού Κιτίου - Μενεού. Σύμφωνα με την εκδοχή του σε μια πάροδο στην αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του, αντιλήφθηκε από απόσταση 8 - 10 μέτρων την εφεσίβλητη που είχε σταματήσει με το όχημα της στη συμβολή των δύο δρόμων. Ο εφεσείων είδε την εφεσίβλητη να κοιτάζει προς τα αριστερά της και όταν την πλησίασε αρκετά, την είδε να εισέρχεται ξαφνικά στον κύριο δρόμο και να στρίβει δεξιά αποκόπτοντας την πορεία του. Ο εφεσείων προσπάθησε να αποφύγει τη σύγκρουση αλλά λόγω της μικρής απόστασης που παρεμβαλλόταν δεν κατάφερε να σταματήσει και κτύπησε με το όχημα του το όχημα της εφεσίβλητης. Η εκδοχή της εφεσίβλητης ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη. Η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι είχε σταματήσει στη συμβολή των δύο δρόμων και επειδή είδε ότι ο εφεσείων που ερχόταν από δεξιά της έδειχνε με το σηματοδότη του ότι θα έστριβε αριστερά μέσα στην πάροδο, ξεκίνησε για να εισέλθει στον κύριο δρόμο. Μόλις μπήκε στον κύριο δρόμο αντιλήφθηκε ότι ο εφεσείων άλλαξε ιδέα και συνέχισε να κατευθύνεται σε ευθεία πορεία στον κύριο δρόμο. Ηταν όμως αργά για να πάρει μέτρα για να αποφύγει τη σύγκρουση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τους δύο διαδίκους και αφού έλαβε υπόψη τα διάφορα στοιχεία που κατέθεσε ο Αστυνομικός που εξέτασε τις λεπτομέρειες του ατυχήματος, αποφάσισε να αποδεχθεί την εκδοχή της εφεσίβλητης και βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο αμέλειας γιατί μετέδωσε την πρόθεση του στην εφεσίβλητη ότι θα έστριβε αριστερά, ενώ συνέχισε την ευθεία πορεία του. Το πιο πάνω εύρημα βασίστηκε και στο ότι ο δείκτης του οχήματος του εφεσείοντος έδειχνε μετά τη σύγκρουση ότι θα έστριβε αριστερά. Ταυτόχρονα το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι και η εφεσίβλητη ήταν ένοχη αμέλειας αφού άνκαι είχε δει από απόσταση 200 μέτρων το όχημα του εφεσείοντος ότι θα έστριβε αριστερά χωρίς να ελαττώνει ταχύτητα, αποπειράθηκε να εισέλθει στον κύριο δρόμο ενώ το όχημα του εφεσείοντος βρισκόταν ήδη πολύ κοντά της. Η κίνηση αυτή δημιούργησε μια κατάσταση κινδύνου για τον εφεσείοντα, για την οποία η εφεσίβλητη κρίθηκε ένοχη αμέλειας. Με βάση τα πιο πάνω ευρήματα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων έφερε 70% ευθύνη και η εφεσίβλητη 30% ευθύνη για το ατύχημα.
Ο εφεσείων αμφισβητεί με την παρούσα έφεση την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για δέκα συγκεκριμένους λόγους, μερικοί από τους οποίους είναι αλληλένδετοι. Για πρακτικούς λόγους θα προβούμε στην εξέταση των λόγων που προβάλλονται κάτω από τις πιο κάτω συγκεκριμένες ενότητες:
(i)
Προσβολή του ευρήματος κατανομής ευθύνηςΟι πρώτοι πέντε λόγοι έφεσης επικεντρώνονται πάνω στο εύρημα της κατανομής ευθύνης. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης και απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος, αφού σύμφωνα με τη μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί η εφεσίβλητη έπρεπε να είχε βρεθεί αποκλειστικά υπεύθυνη για τη σύγκρουση των δύο οχημάτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στον καταλογισμό της ευθύνης χωρίς να προβεί σε ευρήματα ή χωρίς να αξιολογήσει την απόφαση του ή να αναφερθεί σε γεγονότα.
Εχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι τα πρωτόδικα Δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να αξιολογούν το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται από τους διαδίκους και να προβαίνουν σε ευρήματα πάνω στα αμφισβητούμενα γεγονότα. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έχει το πλεονέκτημα να ακούει τους μάρτυρες να καταθέτουν προφορικά και να προβαίνει στις κατάλληλες εκτιμήσεις (βλ. Χαραλάμπους ν. Βασιλείου [1996] 1 ΑΑΔ 1355). Το Εφετείο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο παραλείπει να προβεί σε ένα συγκεκριμένο εύρημα αναφορικά με ένα ουσιώδες θέμα (Αθανασίου ν. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd [1993] 2 ΑΑΔ 529), όπως επίσης και όταν ένα συμπέρασμα ως προς την αποδοχή της μαρτυρίας ενός μάρτυρος δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό (
Katsiamalis v. Republic [1980] 2 CLR 107).Εχουμε εξετάσει τις σχετικές εισηγήσεις και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει προβεί σε μια ανάλυση της μαρτυρίας που έχει παρουσιαστεί και από τις δύο πλευρές και έχει καταλήξει στα ευρήματα του. Υπάρχει μια ανάλυση τόσο της μαρτυρίας όσο και της σχετικής αιτιολογίας που οδήγησε στην αποδοχή της εκδοχής της εφεσίβλητης
. Ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι συνέτρεχαν λόγοι που θα δικαιολογούσαν την επέμβαση μας.
(ii)
Μη επιδίκαση αποζημιώσεων για σωματικά τραύματαΟ εφεσείων απαίτησε αποζημιώσεις για τα σωματικά τραύματα που ισχυρίστηκε ότι είχε υποστεί ως αποτέλεσμα του ατυχήματος. Πιο συγκεκριμένα ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι είχε υποστεί σοκ, ζάλη, κεφαλαλγία και ελαφρούς μωλωπισμούς, χωρίς να παρουσιάσει όμως προς τούτο οποιαδήποτε ιατρική μαρτυρία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι επειδή ο εφεσείων απέτυχε να παρουσιάσει ιατρική μαρτυρία για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του, δεν μπορούσε να κρίνει τη σοβαρότητα των τραυμάτων που είχε υποστεί για να προβεί στον καθορισμό αποζημιώσεων. Επιπρόσθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι έστω και αν η ιατρική μαρτυρία δεν ήταν αναγκαία για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να προβεί στον καθορισμό αποζημιώσεων γιατί η μαρτυρία του εφεσείοντος είχε κριθεί αναξιόπιστη.
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη γιατί η ιατρική μαρτυρία δεν ήταν αναγκαία και το Δικαστήριο θα μπορούσε να βασισθεί στην προφορική μαρτυρία του εφεσείοντος.
Η πρωτόδικη προσέγγιση είναι ορθή. Ο εφεσείων κατά τη διάρκεια της κύριας του εξέτασης όταν ρωτήθηκε πώς αισθάνθηκε ευθύς μετά τη σύγκρουση απάντησε ότι, "εκείνη την ώρα φοβήθηκα πάρα πολύ για την προσωπική μου ακεραιότητα και της κας Κοντού που ήταν στο άλλο αυτοκίνητο. Γι' αυτό όταν διαπίστωσα ότι δεν έπαθα τίποτε έτρεξα για να δω την κοπέλα, επειδή τέτοιου είδους ατύχημα είναι ευχής Θεού που δεν είχαμε τραυματισμούς. Μπορούσα να της κτυπούσα στην πόρτα και να είχαμε σωματικές απώλειες. Αφού διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε τίποτε από θέμα τραυματισμού, κατέβηκα σιγά σιγά για να δω τι είχε η κα Κοντού".
Το πιο πάνω μέρος της προφορικής κατάθεσης του εφεσείοντος που δόθηκε κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, αναιρεί και εξουδετερώνει την απαίτηση του που περιέχεται στην Εκθεση Απαίτησης για αποζημιώσεις για σωματικά τραύματα. Συνακόλουθα η σχετική εισήγηση του εφεσείοντος
απορρίπτεται.
(iii)
Οι τιμές των εξαρτημάτωνΠρος απόδειξη των ζημιών που είχε υποστεί το όχημα του, ο εφεσείων κάλεσε ένα Εκτιμητή ζημιών οχημάτων που κατέθεσε σχετικά με την έκταση των ζημιών και την αξία των εξαρτημάτων που ήταν αναγκαία για την επιδιόρθωση του οχήματος. Ο μάρτυς ανέφερε ότι τις τιμές τις πήρε από το δικό του αρχείο και τις επιβεβαίωσε από το κατάστημα της εταιρείας που εισάγει τα Peugeot στην Κύπρο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εμπλοκή των ειδικών γνώσεων του μάρτυρος εξαντλήθηκε με την άποψη που εξέφρασε για την ανάγκη αντικατάστασης ορισμένων εξαρτημάτων και ως προς τα εργατικά που ήταν αναγκαία, ενώ η αναφορά του στις τιμές πώλησης των εξαρτημάτων ήταν εξ ακοής μαρτυρία που δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή σύμφωνα με την απόφαση Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1 ΑΑΔ 746.
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα δεν επετράπηκε στον εμπειρογνώμονα να αναφερθεί στην αξία των εξαρτημάτων και ότι μια τέτοια μαρτυρία δεν μπορούσε να θεωρηθεί σαν εξ ακοής μαρτυρία.
Η εισήγηση έχει ακαδημαϊκή σημασία αφού τα ανταλλακτικά για τα οποία έχει καταθέσει ο εμπειρογνώμονας αγοράσθηκαν από το μηχανικό που επιδιόρθωσε το όχημα και το ποσό που καταβλήθηκε για την αγορά τους επιδικάσθηκε προς όφελος του εφεσείοντος.
(iv)
Ενοικίαση οχήματοςΠρος απόδειξη της απαίτησης του για την ενοικίαση άλλου παρόμοιου οχήματος έναντι του ποσού των £388.80 ο εφεσείων κατέθεσε ενόρκως ότι είχε ενοικιάσει ένα "αυτοκίνητο από ένα Λεμεσιανό για 20-25 μέρες. Με χρέωσε £360 πλέον ΦΠΑ τα οποία πλήρωσα". Ο μάρτυς που κάλεσε ο εφεσείων για να αποδείξει τον ισχυρισμό του για την ενοικίαση του οχήματος, ανέφερε ότι έστειλε από την επιχείρηση του ένα όχημα με οδηγό στον εφεσείοντα που ήταν αντιπρόσωπος του στη Λάρνακα, για να τον διευκολύνει στη διεκπεραίωση των εργασιών του. Το όχημα χρησιμοποιήθηκε 20 φορές από τον εφεσείοντα και προς τούτο εκδόθηκε τιμολόγιο (τεκμήριο 11) στο οποίο υπάρχει αναφορά "Δια παροχή αυτοκινήτου". Ο ιδιοκτήτης του οχήματος δεν είχε δικαίωμα να ενοικιάζει αυτοκίνητα και το όχημα που παραχώρησε δεν ήταν όχημα τύπου "Ζ". Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει την απαίτηση του. Ο τελευταίος ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω απόφαση είναι λανθασμένη. Και τούτο γιατί ένας εμπορευόμενος δικαιούται να ενοικιάζει άλλο ανάλογο εμπορικό όχημα για να συνεχίζει τις εργασίες του και ότι ο εφεσείων είχε αποδείξει τη σχετική απαίτηση του.
Ο εφεσείων παρουσίασε κάποια μαρτυρία για την παραχώρηση ενός οχήματος το οποίο θα χρησιμοποιούσε, αλλά δεν απέδειξε την ενοικίαση του. Η χρησιμοποίηση των λέξεων "Δια παροχή αυτοκινήτου" που εμφανίζεται στο τεκμήριο 11 δεν υποστηρίζει τον σχετικό ισχυρισμό του. Αντίθετα τον ανατρέπει. Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(v)
Απαίτηση για την αξία του πλαισίουΤο πλαίσιο (chassis) του οχήματος του εφεσείοντος είχε υποστεί βλάβη τόσο στο δεξιό όσο και στο αριστερό μέρος και σύμφωνα με τον εκτιμητή του εφεσείοντος, θα έπρεπε να αλλαχθεί. Ο εφεσείων προχώρησε στην επιδιόρθωση του και ζήτησε την καταβολή του ποσού των £735.45 ως αποζημιώσεις για τη μελλοντική του αντικατάσταση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι το πλαίσιο είχε επισκευασθεί και ότι το όχημα είχε διορθωθεί κανονικά, δεν αποδέχθηκε την απαίτηση. Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων εισηγείται ότι δεν πρέπει να αδικηθεί γιατί δεν διέθετε τότε χρήματα για να αγοράσει ένα καινούριο πλαίσιο και επέλεξε να διορθώσει εκείνο το οποίο είχε υποστεί ζημιές.
Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Ο εφεσείων έχει ήδη προβεί στην επιδιόρθωση του υφιστάμενου πλαισίου και δεν νομιμοποιείται να εγείρει απαίτηση για την αξία ενός καινούριου πλαισίου για πιθανή μελλοντική αντικατάσταση. Το θέμα θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει μέρος απαίτησης για πιθανή μείωση της αξίας του οχήματος με την παράθεση της κατάλληλης μαρτυρίας.
(vi)
Τα έξοδα της 27/6/2001Στις 27/6/2001 αντεξετάστηκε ο Μ.5 του εφεσείοντος Γεώργιος Γεωργίου και ακολούθως λήφθηκε η μαρτυρία άλλων τεσσάρων μαρτύρων του εφεσείοντος. Μετά τη συμπλήρωση της μαρτυρίας και του τελευταίου μάρτυρος του εφεσείοντος Παύλου Παύλου (Μ.Ε.9) και ενώ η ώρα ήταν 1.05 μ.μ., ο δικηγόρος του εφεσείοντος ζήτησε αναβολή και συνέχιση της ακρόασης σε νέα ημερομηνία που θα καθόριζε το Δικαστήριο για να δοθεί η ευχέρεια στον εφεσείοντα να παρουσιάσει ακόμα ένα, δύο άλλους μάρτυρες για να διευκρινίσουν μερικά θέματα που εγέρθηκαν ως αποτέλεσμα της αντεξέτασης του Παύλου Παύλου (Μ.Ε.9), όπως π.χ. την αξία του πλαισίου και διαφόρων άλλων εξαρτημάτων του οχήματος. Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης έφερε ένσταση δηλώνοντας ότι ο δικηγόρος του εφεσείοντος έπρεπε να είχε προβλέψει ποιά μαρτυρία ήταν αναγκαία για να αποδείξει την υπόθεση του και ότι αυτός (ο δικηγόρος της εφεσίβλητης) ήταν πρόθυμος να παραμείνει μέχρι τις 2.30 μ.μ. για τη συνέχιση της ακρόασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο τελικά ενέκρινε την αναβολή επιδικάζοντας τα μισά έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω απόφαση είναι λανθασμένη αφού είχαν ήδη ακουστεί τρεις μάρτυρες μέχρι τις 1.05 μ.μ. και ότι εδικαιούτο στα έξοδα της ημέρας εκείνης.
Η εισήγηση του εφεσείοντος δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Ο καταμερισμός των εξόδων της δίκης επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου σύμφωνα με τις αρχές που καθιερώνει η Δ.59 θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου εξασκείται δικαστικά σύμφωνα με τα γεγονότα της εκάστοτε υπόθεσης. Η επέμβαση του Εφετείου επιτρέπεται μόνο όταν παρατηρείται παράβαση κάποιας νομικής πρόνοιας ή όταν το διάταγμα είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή όταν ο εφεσείων διατάσσεται να καταβάλει έξοδα τα οποία είναι αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του αντιδίκου. (Βλ. Eleftheriou v. Rousou and another [1958] 23 CLR 191).
Στην παρούσα περίπτωση είναι ορθό ότι είχαν ήδη ακουστεί τέσσερις μάρτυρες και η ώρα ήταν 1.05 μ.μ. όταν ζητήθηκε η αναβολή. Η αποδοχή της αίτησης για αναβολή (για να δοθεί η ευχέρεια στον εφεσείοντα να παρουσιάσει επιπρόσθετους μάρτυρες), δεν κρίνεται ως λανθασμένη. Ταυτόχρονα η επιδίκαση των μισών εξόδων της ημέρας εναντίον του εφεσείοντος κρίνουμε ότι ήταν ορθή. Υπήρχε και άλλος διαθέσιμος χρόνος που θα
μπορούσε να αξιοποιηθεί αν ο δικηγόρος του εφεσείοντος ήταν έτοιμος να συμπληρώσει την παράθεση της μαρτυρίας του πελάτη του και η επιδίκαση των μισών εξόδων σε βάρος του ήταν ορθή κάτω από τις περιστάσεις.Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.
Π.
Δ.
Δ.