ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 1671
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 11136
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.
Μεταξύ:
ΛΙΖΑΣ ΠΑΡΤΕΛΛΑ, εκ Λατσιών
Εφεσείουσας/Εναγόμενης
και
ΔΗΜΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Εφεσίβλητου/Τριτοδιάδικου
------------------------------
23 Οκτωβρίου 2002
Για την Εφεσείουσα: κα. Στ. Ερωτοκριτου.
Για τον Εφεσίβλητο/Τριτοδιάδικο: κ. Γ. Λουκαΐδης.
------------------------------
Αρτεμίδης, Δ.
: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χατζηχαμπής, Δ.
: Η αγωγή από την απόφαση στην οποία προέρχεται η έφεση αυτή ήταν μια από τέσσερις συνενωθείσες αγωγές, όλες εναντίον της Εφεσείουσας για αμέλεια κατά την οδήγηση του αυτοκινήτου της και επακολουθήσασα σύγκρουση με άλλο αυτοκίνητο που οδηγούσε η Ενάγουσα. Οι άλλες τρεις αγωγές προήρχοντο από τον ιδιοκτήτη και δύο επιβαίνοντες στο αυτοκίνητο που οδηγούσε η Ενάγουσα. Οι αγωγές εκείνες διεκπεραιώθησαν χωρίς να ακουσθούν καθ΄όσον η Εφεσείουσα δέχθηκε απόφαση. Στην αγωγή της Ενάγουσας συμφωνήθησαν οι αποζημιώσεις και εκδικάσθηκε το θέμα της ευθύνης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι αποκλειστική ευθύνη για τη σύγκρουση έφερε η Εφεσείουσα. Η σύγκρουση είχε γίνει σε συμβολή τεσσάρων δρόμων την οποία ο ευπαίδευτος Δικαστής θεώρησε ως μη ελεγχόμενη από σήματα τροχαίας, εφ΄όσον τα δύο σήματα που υπήρχαν στο δρόμο στον οποίο οδηγούσε η Εφεσείουσα δεν ήσαν ορατά - η μεν πινακίδα με την αναγραφή STOP διότι εκαλύπτετο από κλαδιά δένδρου, η δε γραμμή που υποδείκνυε την ανάγκη στάσης στη συμβολή είχε ξεθωριάσει και ήταν καλυμμένη από σκύρα. Σε αυτή τη βάση, και με το δεδομένο ότι η Εφεσείουσα, θεωρώντας ότι η ίδια οδηγούσε σε κύριο δρόμο, εισήλθε στη συμβολή χωρίς να ελαττώσει ταχύτητα και χωρίς να ελέγξει την τροχαία κίνηση, ο ευπαίδευτος Δικαστής έκρινε ότι ήταν ένοχη αμέλειας αφού δεν έδωσε, όπως όφειλε, προτεραιότητα στο αυτοκίνητο της Ενάγουσας το οποίο εκινείτο προς τη συμβολή στο δρόμο που ήταν στα δεξιά της Εφεσείουσας με βάση την υποχρέωση παροχής προτεραιότητας σε οχήματα ελαύνοντα εκ δεξιών σε μη ελεγχόμενες διασταυρώσεις οδών ίδιας κυκλοφοριακής σημασίας που έχει καταστεί κανόνας οδήγησης αλλά και προβλέπεται στον κανονισμό 58(1)(ιζ) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 (ΚΔΠ 66/84).Η κατάληξη αυτή δεν ήταν αντίθετη με την ίδια τη θέση της Εφεσείουσας στην Υπεράσπιση της στην οποία, αρνούμενη μεν τους ισχυρισμούς στην Έκθεση Απαίτησης της Ενάγουσας για αμέλεια της, δεν απέδιδε οποιαδήποτε ευθύνη στην Ενάγουσα παρά ισχυρίζετο ότι αποκλειστική ευθύνη για τη σύγκρουση έφερε ο Δήμος Λάρνακος, τον οποίο και ενέπλεξε στην αγωγή ως τριτοδιάδικο, κατά το ότι δεν μερίμνησε ώστε τα εν λόγω σήματα να ήσαν ευδιάκριτα. Απαίτησε ακόλουθα εναντίον του Δήμου να αποζημιωθεί για οποιοδήποτε ποσό ήθελε επιδικασθεί εναντίον της και προς όφελος της Ενάγουσας ή συνεισφορά ανάλογα με την ευθύνη εκάστου. Ο ευπαίδευτος Δικαστής αναφέρθηκε στο άρθρο 84(ε) του περί Δήμων Νόμου του 1985 (Ν. 111/85) το οποίο προνοεί ότι:
"84. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και οιουδήποτε ετέρου εκάστοτε εν ισχύι νόμου, το συμβούλιον θα εκτελή, εν τω μέτρω των οικονομικών δυνατοτήτων του δήμου, εντός των δημοτικών ορίων πάντα ή οιαδήποτε των ακολούθων καθηκόντων, ήτοι-
.................................. .................................................. ..............
(ε) θα προνοή διά την κατασκευήν, συντήρησιν καθαριότητα, φωτισμόν και ελευθέραν χρήσιν των οδών και γεφυρών
. θα ελέγχη την κατασκευήν, μετατροπήν, κλείσιμον ή αλλαγήν κατευθύνσεως οιωνδήποτε οδών και γεφυρών και θα παρεμποδίζη την καθ΄ οιονδήποτε τρόπον παρακώλυσιν της ελευθέρας χρήσεως οιασδήποτε οδού και γεφύρας................................... .................................................. ............."
Είπε δε στη σ. 13:
"Στην προκείμενη περίπτωση η παράβαση του σχετικού καθήκοντος του Δήμου μπορεί με ασφάλεια να λεχθεί, με βάση τα ευρήματα ως προς τα πραγματικά γεγονότα ότι συνίστατο σε παράληψη να προνοήσει για την ελευθέρα χρήση της οδού Βιζυηνού ή και να παρεμποδίσει την με οποιονδήποτε τρόπο παρακώλυση της ελεύθερης χρήσης της ιδίας οδού."
Παρά ταύτα, θεώρησε ότι έλειπε το στοιχείο της ουσιώδους συνάφειας μεταξύ της παράβασης καθήκοντος του Δήμου και της ζημιάς για την οποία παρεπονείτο η Εφεσείουσα καθ΄όσον (σ. 13-σ.14):
"... δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εύλογα προβλεπτό ότι η εναγόμενη θα έβλεπε και ακόμα περισσότερο θα εσυνεμορφώνετο με τα σήματα τροχαίας στην οδό Βιζυηνού εάν αυτά ήταν ορατά. Εν ολίγοις, δεν είναι δυνατό εύλογα να προβλεφθεί πως θα δρούσε η εναγόμενη στη θέα των σημάτων τροχαίας επί της εν λόγω οδού. Έχει άλλωστε διαπιστωθεί ότι παρέλειψε να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση της να επιδείξει την οδική συμπεριφορά που προβλέπει ο Κ. 58(1) (ιζ), ενώ συγχρόνως υπήρξε αμελής παραλείποντας να ελέγξει το δρόμο που ερχόταν από δεξιά της. Επομένως, καταλήγω ότι η παράβαση που διαπιστώνεται προηγουμένως του συγκεκριμένου καθήκοντος από το Δήμο δεν τον καθιστά υπό τις περιστάσεις υπεύθυνο για τις ζημιές που έχουν υποστεί οι ενάγοντες σε οποιοδήποτε βαθμό."
Απέρριψε έτσι την απαίτηση της Εφεσείουσας εναντίον του Δήμου.
Η έφεση δεν προσβάλλει την κατάληξη ότι η Εφεσείουσα έχει πλήρη ευθύνη έναντι της Ενάγουσας, ούτε μάλιστα απευθύνεται καν προς την Ενάγουσα. Αντίθετα, στηριζόμενη στην κατάληξη εκείνη ως δεδομένη, απευθύνεται μόνο προς τον Τριτοδιάδικο Δήμο και προσβάλλει, στο δεύτερο λόγο, ως λανθασμένη την απόφαση ότι ο Δήμος δεν είχε ευθύνη, και συγκεκριμένα ότι δεν υπήρχε ουσιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης καθήκοντος του Δήμου και της οδήγησης της Εφεσείουσας στους όρους που διαπιστώθηκε τούτο από το Δικαστήριο.
Πριν εξετάσουμε όμως την έφεση, είναι αναγκαίο να στραφούμε προς την αντέφεση του Δήμου εφ΄όσον με αυτή αμφισβητείται τόσο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι τα εν λόγω σήματα δεν ήσαν ορατά όσο και η βασική κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το άρθρο 84(ε) είχε εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση.
Ως προς το πρώτο θέμα, δεν διαπιστώνουμε έρεισμα στις εισηγήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου για το Δήμο. Ο ευπαίδευτος Δικαστής παρατήρησε ότι η εκδοχή του Δήμου ότι τα σήματα ήσαν ευδιάκριτα δεν στηρίχθηκε σε οποιαδήποτε μαρτυρία του παρά μόνο βασίσθηκε στην αντεξέταση των άλλων μαρτύρων. Η συνολική άποψη της μαρτυρίας εκείνης, όπως αξιολογήθηκε από το
Δικαστήριο, ότι δηλαδή τα σήματα δεν ήσαν ορατά, δεν επηρεάζεται από τις επί μέρους παραπομπές στη μαρτυρία που γίνονται στην αντέφεση και οι οποίες εν πολλοίς στηρίζονται σε αμφίβολη συμπερασματική ερμηνεία βασιζόμενη σε αποσπασματικές αναφορές.Ως προς το δεύτερο θέμα όμως, οι εισηγήσεις που γίνονται στην αντέφεση μας βρίσκουν σύμφωνους. Η υποχρέωση του Δήμου κάτω από το άρθρο 84(ε), στα πλαίσια των καθηκόντων του, να προνοήσει για την ελεύθερη χρήση των οδών και να παρεμποδίσει την παρακώλυση της ελεύθερης χρήσης των οδών, την οποία το δικαστήριο διεπίστωσε ότι παρέβη ως προς την οδό στην οποία οδηγούσε η Εφεσείουσα, δεν έχει οτιδήποτε να κάνει με την τοποθέτηση σημάτων τροχαίας και δη την υποχρέωση συντήρησης τους ώστε να είναι ευκρινώς ορατά. Η υποχρέωση αυτή αφορά, σύμφωνα με τους ίδιους του όρους της, τη διασφάλιση της ανεμπόδιστης χρήση των οδών προς όφελος της απρόσκοπτης διακίνησης εκείνων που τις χρησιμοποιούν. Τέτοια ήταν η περίπτωση στην υπόθεση
Municipality of Nicosia v. Kythreotis (1983) 1 CLR 154, στην οποία αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος Δικαστής, αλλά όχι η προκειμένη. Η ρύθμιση της οδικής συμπεριφοράς των οδηγών οχημάτων μέσω ανάλογων σημάτων τροχαίας προς το σκοπό δημιουργίας συνθηκών ασφαλούς χρήσης των οδών δεν εντάσσεται στα πλαίσια εκείνα αλλά στα πλαίσια άλλων αρμοδιοτήτων του Δήμου σύμφωνα με το άρθρο 88(1)(ζ) που περιλαμβάνεται στον τίτλο "Τροχαία Κίνηση" και προνοεί εξουσία, και όχι υποχρέωση, στο Δήμο, ρύθμισης και ελέγχου της τροχαίας κίνησης και συγκεκριμένα:"να ανεγείρη, εκθέτη, τοποθετή ή βάφη σήματα διά την ρύθμισιν της τροχαίας και να εμποδίζη την ανέγερσιν, έκθεσιν, τοποθέτησιν ή βαφήν οιωνδήποτε άλλων σημάτων ή άλλων αντικειμένων πλησίον των τοιούτων σημάτων:
.................................. .................................................. ............."
Πρεσβεύουμε λοιπόν ότι ο ευπαίδευτος Δικαστής έσφαλε στην κρίση του ότι προέκυπτε θέμα εφαρμογής και παράβασης του άρθρου 84(ε) και η αντέφεση επιτυγχάνει ως προς τούτο.
Το αποτέλεσμα αυτό προσδιορίζει και την περαιτέρω αντίκριση της έφεσης. Στο βαθμό που αυτή συναρτάται προς το άρθρο 84(ε), δεν μπορεί να επιτύχει εφ΄όσον διαπιστώνεται ότι το άρθρο 84(ε) δεν έχει οποιαδήποτε εφαρμογή. Έτσι, η εισήγηση που γίνεται στην έφεση (δεύτερος λόγος), ότι το Δικαστήριο έσφαλε στο να
θεωρήσει ότι δεν υπήρχε ουσιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης του εκ του Νόμου καθήκοντος του Δήμου και της ζημιάς στην οποία απέληξε η οδήγηση της Εφεσείουσας, καθ΄ όσον και αν τα σήματα ήσαν ορατά δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως εύλογα προβλεπτό ότι η Εφεσείουσα θα σταματούσε, παύει να έχει νόημα αφ΄ ης στιγμής η ίδια η βάση της, δηλαδή η παράβαση υποχρέωσης του Δήμου, ανατρέπεται με την επιτυχία της αντέφεσης.Στο περίγραμμα της, η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσείουσα φαίνεται να επιχειρεί να θέσει το πράγμα σε μια ευρύτερη διάσταση στη βάση γενικού καθήκοντος του Δήμου, ανεξάρτητα από το άρθρο 84(ε), να τοποθετήσει και διατηρήσει ευκρινώς ορατά τα εν λόγω σήματα. Μια τέτοια πτυχή όμως είναι αμφίβολο αν καλύπτεται από τους λόγους έφεσης, ούτε βέβαια απασχόλησε τον ευπαίδευτο Δικαστή αφού η ενώπιον του υπόθεση επικεντρώθηκε στο κατά πόσο υπήρχε παράβαση εκ του νόμου καθήκοντος του Δήμου. Στην Έκθεση Απαίτησης της Εφεσείουσας εναντίον του Τριτοδιάδικου γίνεται γενική αναφορά σε παράβαση των νομίμων καθηκόντων του Δήμου για τη συντήρηση σημάτων τροχαίας στη βάση παράλειψης του Δήμου να μεριμνήσει ώστε τα εν λόγω σήματα να ήσαν ευδιάκριτα. Δεν γίνεται όμως αναφορά σε υπόβαθρο που να θεμελιώνει υποχρέωση του Δήμου να τοποθετήσει και διατηρήσει ευδιάκριτα τα εν
λόγω σήματα σε συνάρτηση με τις συνθήκες διαμόρφωσης της εν λόγω διασταύρωσης δρόμου. Εν πάση περιπτώσει, η νομολογία στην οποία αναφέρθηκε η κα Ερωτοκρίτου (Kane v. New Forest District Council (2001) 3 All ER 914, Polkinghorn v. Lambeth Borough Council (1938) 1 All ER 339, Fisher v. Ruislip-Northwood Urban District Council and Middlesex County Council (1945) 2 All ER 458, Whiting v. Middlesex County Council and Harrow Urban District Council (1947) 2 All ER 758) δεν βοηθά στην υπόθεση της εφ΄όσον βασίζεται στην πρότερη δημιουργία κινδύνου από τοπική αρχή ως εκ της οποίας η τοπική αρχή υπέχει υποχρέωση λήψης τέτοιων μέτρων που να αποτρέπουν τη πρόκληση ζημιάς σαν αποτέλεσμα. Αυτή είναι πολύ διαφορετική κατάσταση από την ενώπιον μας στην οποία δεν τίθεται θέμα δημιουργίας κινδύνου από το Δήμο. Διαφορετική είναι και η υπόθεση Bird v. Pearce (1979) RTR 369, CA. Εκεί όντως διαπιστώθηκε ότι η παράλειψη της τοπικής αρχής να διατηρήσει ευδιάκριτα τα σήματα που είχε τοποθετήσει στη συμβολή δρόμων συνιστούσε παράβαση καθήκοντος προσοχής προς τους οδηγούς. Και εδώ όμως το καθήκον υπήρχε διότι, όπως διαπιστώθηκε, η τοπική αρχή είχε η ίδια κατ΄αρχή έτσι διαμορφώσει την τροχαία κίνηση πριν από την τοποθέτηση των σημάτων που όφειλε να τα διατηρεί εφ΄όσον η διαμόρφωση εκείνη συνέχιζε να ισχύει. Στην ενώπιον μας υπόθεση ελλείπει το στοιχείο αυτό της πρότερης ενέργειας της τοπικής αρχής το οποίο θεμελιώνει την υποχρέωση της να μεριμνήσει προς αποφυγή του κινδύνου ο οποίος ενδέχεται άλλως να προκύψει ως εκ της δημιουργίας τέτοιας κατάστασης πραγμάτων που να τον καθιστά εύλογα προβλεπτό.Και κατά τα λοιπά η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει. Με τον πρώτο και τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο εν λόγω δρόμος ήταν ίσης σημασίας ώστε να ετύγχανε εφαρμογής ο κανονισμός 58(1)(ιζ). Η αιτιολογία που δίδεται είναι ότι ήταν η Εφεσείουσα που είχε προτεραιότητα καθ΄όσον οδηγούσε σε κύριο δρόμο και ότι, και αν ακόμα οι δρόμοι ήσαν ίσης σημασίας, ανάλογο καθήκον προσοχής είχε και η Ενάγουσα, εις τρόπον ώστε ο Δήμος να ευθύνετο εν πάση περιπτώσει για τη σύγχυση που δημιούργησε έτσι ώστε, παραλείποντας να διατηρήσει τα σήματα ευκρινώς ορατά, και οι δύο οδηγοί να πίστευαν ότι οδηγούσαν σε κύριο δρόμο.
Ομολογούμε ότι δυσκολευόμαστε να παρακολουθήσουμε, και βέβαια να δεχθούμε, τη λογική του συλλογισμού αυτού. Στο βαθμό που η εισήγηση αποδίδει ευθύνη στην Ενάγουσα, αφού αυτό θα ήταν το αποτέλεσμα αν ευσταθούσε, είναι βέβαια αντίθετη τόσο με την ίδια τη θέση της Εφεσείουσας, όπως διευκρινίσθηκε και κατά την ακρόαση, ότι η έφεση δεν στρέφεται εναντίον της Ενάγουσας και δεν απευθύνεται προς αυτή παρά μόνο προς τον Τριτοδιάδικο Δήμο, όσο και με την αναγνώριση πλήρους ευθύνης εκ μέρους της Εφεσείουσας μέσω της αποδοχής απόφασης στις άλλες τρεις αγωγές. Εξ άλλου όμως, είναι εντελώς ανεδαφική επί της μαρτυρίας οποιαδήποτε εισήγηση ότι ο δρόμος στον οποίο οδηγούσε η Εφεσείουσα ήταν κύριος δρόμος που της έδιδε προτεραιότητα. Αν λοιπόν παραμένει ισχυρή η διαπίστωση του ευπαίδευτου Δικαστή ότι η διασταύρωση θα έπρεπε να θεωρηθεί ως μη ελεγχόμενη διασταύρωση δρόμων ίσης σημασίας ως εκ του ότι τα σήματα στην πορεία της Εφεσείουσας δεν ήσαν ορατά, και αν δεν μπορεί να γίνεται εισήγηση για συντρέχουσα αμέλεια της Ενάγουσας ως εκ της πορείας της υπόθεσης, δεν έχει εξηγηθεί γιατί ο Δήμος να είναι υπεύθυνος για δημιουργία σύγχυσης ώστε να όφειλε να διατηρεί τα σήματα ορατά και γιατί η παράλειψη της Εφεσείουσας να σταματήσει στη συμβολή να συνδέεται με οποιαδήποτε παράλειψη καθήκοντος του Δήμου. Η υποχρέωση της Εφεσείουσας να σταματήσει στη συμβολή και να δώσει προτεραιότητα στην Ενάγουσα στα δεξιά της, ως συμμόρφωση είτε προς τον κανονισμό 58(1)(ιζ) είτε προς το καθήκον προσοχής κατά την οδήγηση που περιλαμβάνει τον κανόνα παροχής προτεραιότητας σε οχήματα εκ δεξιών (και ήταν σε αυτό που βασίσθηκε ο ευπαίδευτος Δικαστής μάλλον παρά στον κανονισμό), υπήρχε ανεξάρτητα από το αν η πορεία της ελέγχετο από σήμα στάσης και a fortiori ανεξάρτητα από το αν τέτοιο σήμα ήταν ορατό. Δεδομένου του μη ελεγχόμενου της διασταύρωσης δρόμων ίσης σημασίας, η Εφεσείουσα είχε υποχρέωση να σταματήσει και δώσει προτεραιότητα στην Ενάγουσα είτε υπήρχε σήμα στην πορεία της είτε όχι, είτε το είδε είτε όχι. Η παράβαση της υποχρέωσης της λοιπόν προέκυπτε ακόμα και αν ο Δήμος παρέλειψε να διατηρήσει τα σήματα ορατά. Στην πραγματικότητα, τα σήματα αποσκοπούσαν στο ίδιο αποτέλεσμα που η ευρύτερη υποχρέωση του οδηγού στην εν λόγω οδό επεδίωκε. Εν πάση περιπτώσει όμως, όπως ήδη παρατηρήσαμε, ο Δήμος δεν είχε δημιουργήσει οποιαδήποτε κατάσταση πραγμάτων που να προκαλούσε κίνδυνο ή
σύγχυση ώστε να είχε υποχρέωση να μεριμνήσει για την αποφυγή του με την εν λόγω σήμανση.Ο τέταρτος και τελευταίος λόγος έφεσης φαίνεται ότι βασίζεται σε παρανόηση, διατυπώνοντας το παράπονο ότι κακώς το Δικαστήριο καταδίκασε την Εφεσείουσα στα έξοδα όλων των αγωγών ενώ αυτά είχαν ήδη συμφωνηθεί. Μα αυτό ακριβώς ήταν εκείνο που είπε ο ευπαίδευτος Δικαστής, ότι δηλαδή η αποζημίωση και τα έξοδα σε αυτές ήσαν όπως είχαν ήδη συμφωνηθεί. Προφανώς για τούτο και δεν αναπτύσσεται ο τέταρτος λόγος έφεσης στο περίγραμμα.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της Εφεσείουσας και υπέρ του Τριτοδιάδικου τόσο στην έφεση όσο και στην αντέφεση.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΧ"Π