ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 1251

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική Έφεση Αρ. 10936

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Α. ΚΡΑΜΒΗ, Δ.Δ.

Μεταξύ:

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΛΛΑ

Εφεσείοντα/Εναγόμενου

- και -

ΠΑΥΛΙΝΑΣ ΙΑΚΩΒΟΥ

Εφεσίβλητης/Ενά γουσας

- - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 12 Σεπτεμβρίου, 2002.

Για τον εφεσείοντα: Κ. Δημητριάδης.

Για την εφεσίβλητη: Χ. Σταυράκης.

- - - - - -

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Μ. Κρονίδης, Δ.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Την 5.12.1992 η εφεσίβλητη-ενάγουσα διεσταύρωνε τη λεωφόρο Ακροπόλεως πεζή από αριστερά προς τα δεξιά σε σχέση με πορεία προς τη λεωφόρο Αθαλάσσης. Αφού έφθασε με ασφάλεια στο κέντρο της λεωφόρου σταμάτησε γιατί από αριστερά της στη λεωφόρο με κατεύθυνση προς Λευκωσία υπήρχε τροχαία κίνηση. Ημιφορτηγό αυτοκίνητο κατευθυνόμενο προς Λευκωσία σταμάτησε στην αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του και ο οδηγός του υπέδειξε στην εφεσίβλητη να προχωρήσει για να συμπληρώσει τη διασταύρωση της λεωφόρου. Η εφεσίβλητη αφού ήλεγξε το δρόμο και μετά την υπόδειξη του οδηγού του ημιφορτηγού άρχισε να διασταυρώνει και την αριστερή πλευρά σε σχέση με την πορεία προς Λευκωσία. Ο εφεσείοντας που ακολουθούσε το ημιφορτηγό, οδηγώντας το αυτοκίνητο του υπ΄ αρ. εγγραφής RJ 786, επιχείρησε να προσπεράσει από αριστερά το σταματημένο ημιφορτηγό. Στην προσπάθεια του αυτή, χωρίς να αντιληφθεί την εφεσίβλητη την κτύπησε με το εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου του με συνέπεια τον τραυματισμό της. Η λεωφόρος Ακροπόλεως ήταν, κατά τον επίδικο χρόνο, πλάτους 10 μέτρων και διπλής κατεύθυνσης.

Η εφεσίβλητη κατεχώρησε αγωγή εναντίον του εφεσείοντα για αποζημιώσεις. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας συμβιβάστηκαν οι γενικές αποζημιώσεις στο ποσό των £8.000 και το μεγαλύτερο μέρος των ειδικών αποζημιώσεων.

Παρέμεινε ως εκ τούτου προς εκδίκαση το θέμα της ευθύνης και μέρος των ειδικών αποζημιώσεων. Το θέμα των ειδικών αποζημιώσεων δεν εγείρεται στην έφεση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον του (μαρτυρία των δύο διαδίκων και του αστυνομικού εξεταστή του δυστυχήματος που παρουσίασε και σχετικό σχεδιάγραμμα) προέβη σε ευρήματα ως προς τα αληθή γεγονότα. Αναφέρει στις σελίδες 7 και 8 τα ακόλουθα:-

"Κατά ή περί τις 5.12.92 η Ενάγουσα αποπειράθηκε να διασταυρώσει πεζή τη λεωφόρο Ακροπόλεως, Λευκωσία. Η λεωφόρος, πλάτους 10 μ., ήτο τότε διπλής κατεύθυνσης, με τη μία κατεύθυνση προς Λευκωσία και την άλλη προς λεωφόρο Αθαλάσσας. Η Ενάγουσα αφού ήλεγξε την τροχαία κίνηση επί της λεωφόρου Ακροπόλεως, εισήλθε σε αυτή, και αφού διένυσε το μέρος της λεωφόρου που οδηγεί προς λεωφόρο Αθαλάσσας, σταμάτησε στο κέντρο της λεωφόρου Ακροπόλεως λόγω τροχαίας κίνησης που συνάντησε από τα αριστερά της. Τότε ένα ημιφορτηγό αυτοκίνητο που οδηγείτο από τα αριστερά της προς Λευκωσία, σταμάτησε και ο οδηγός του της έκανε νόημα με το χέρι να περάσει. Η Ενάγουσα αφού ήλεγξε και πάλι την τροχαία κίνηση επί της λεωφόρου χωρίς να αντιληφθεί άλλο αυτοκίνητο, συνέχισε να διασταυρώνει τη λεωφόρο. Σε σημείο που σημειώνεται ως "Χ" στο Τεκμήριο "1" συγκρούστηκε με το όχημα RJ876 που οδηγείτο από τον Εναγόμενο. Ο Εναγόμενος ο οποίος ακολουθούσε σε απόσταση το σταματημένο αυτοκίνητο, προσπάθησε να το προσπεράσει από αριστερά, με πρόθεση να εισέλθει έμπροσθεν αυτού για να συνεχίσει την πορεία του προς Λευκωσία. Ο Εναγόμενος αντελήφθηκε για πρώτη φορά την Ενάγουσα σε μικρή απόσταση, έκανε χρήση των φρένων του αυτοκινήτου του αλλά η σύγκρουση δεν αποφεύχθηκε. Το σημείο σύγκρουσης απέχει από την αριστερή πλευρά της λεωφόρου Ακροπόλεως 1.40 μ. Συνεπώς η Ενάγουσα από τη στιγμή που της επέτρεψε το σταματημένο αυτοκίνητο να συνεχίσει να διασταυρώνει είχε μέχρι το σημείο σύγκρουσης διανύσει περίπου απόσταση 3.60 μ. από το κέντρο της λεωφόρου. Είναι επίσης εύρημα μου ότι ο Εναγόμενος δεν ελάττωσε ταχύτητα στην προσπάθεια του να προσπεράσει από αριστερά το σταματημένο αυτοκίνητο."

Αξιολογώντας δε τη μαρτυρία απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντα δεχόμενος από την άλλη την εκδοχή της εφεσίβλητης. Τελικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως γενεσιουργό αιτία του δυστυχήματος την αμέλεια την οποία επέδειξε ο εφεσείων να προσπεράσει το προπορευόμενο και προς στιγμή ακινητοποιημένο ημιφορτηγό έμπροσθεν του αντικανονικά από τα αριστερά χωρίς να βεβαιωθεί για την αιτία ακινητοποίησης του και χωρίς να ελέγξει την κίνηση που υπήρχε στο δρόμο. Επέρριψε δε την πλήρη ευθύνη στον εφεσείοντα. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο οδηγός του ημιφορτηγού δεν έδωσε κανένα σήμα οποιασδήποτε πρόθεσης του να στρίψει προς τα δεξιά προτού ακινητοποιήσει το αυτοκίνητο του στην αριστερή πλευρά.

Ο εφεσείων που δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πρωτόδικη απόφαση, καταχώρησε την παρούσα έφεση προβάλλοντας δύο λόγους.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι παράλληλος με τον πρώτο λόγο και περιέχεται σ΄ αυτόν. Ο πρώτος λόγος αναφέρει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε τον εφεσείοντα πλήρως υπεύθυνο και εν πάση περιπτώσει ότι συνυπεύθυνη ήταν και η εφεσίβλητη (δεύτερος λόγος) και ότι λανθασμένα απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του εφεσείοντα την απέρριψε και δίδει προς τούτο επαρκείς λόγους. Πέραν από τη γενική εντύπωση την οποία επικαλείται, παραθέτει και πέντε άλλους λόγους γιατί θεώρησε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του ενάγοντα. Παρέλκει, για τους σκοπούς της παρούσας έφεσης, η λεπτομερής αναφορά στον κάθε ένα από αυτούς. Απλώς τονίζουμε ότι ο κάθε ένας από αυτούς και όλοι μαζί δικαιολογούν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αναξιοπιστία του εφεσείοντα.

Με βάση την πάγια νομολογία το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκτός αν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική, έρχονται σε αντίθεση με μέρη της μαρτυρίας ή είναι καταφανώς εσφαλμένα.

Παραπονείται επίσης ο εφεσείων ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επέρριψε όλη την ευθύνη στον εφεσείοντα ενώ έπρεπε να επιμετρήσει και ποσοστό ευθύνης στην εφεσίβλητη.

Είναι γνωστές οι αρχές που διέπουν το θέμα της αμέλειας και δεν θεωρούμε αναγκαίο να τις επαναλάβουμε, ούτε επίσης να επαναλάβουμε τα γεγονότα όπως τα διεπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο εφεσείων έχοντας έμπροσθεν του το ακινητοποιημένο ημιφορτηγό χωρίς τούτο να εκδηλώνει οποιαδήποτε πρόθεση, είχε υποχρέωση να σταματήσει όπισθεν του και όχι με την ίδια ταχύτητα να προσπαθήσει να προσπεράσει, αντικανονικά από αριστερά, διά μέσου στενού χώρου που παρέμεινε μεταξύ του πεζοδρομίου και της αριστερής πλευράς του ημιφορτηγού και χωρίς καμιά απολύτως προφύλαξη εκ μέρους του. Η απόπειρα προσπεράσματος από αριστερά έμπροσθεν ακινητοποιημένου αυτοκινήτου διά μέσου στενού χώρου χωρίς να λάβει καμιά προφύλαξη αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία του δυστυχήματος. Η εφεσίβλητη, ενεργώντας σύμφωνα με την υπόδειξη του οδηγού του ακινητοποιημένου ημιφορτηγού, άρχισε να διασταυρώνει και την αριστερή πλευρά του δρόμου που ήταν ήδη κλειστή από το ημιφορτηγό και δεν ανέμενε ότι αυτοκίνητο που ακολουθούσε θα το προσπερνούσε αντικανονικά από τα αριστερά.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε με πολλή προσοχή το θέμα πιθανής συντρέχουσας αμέλειας της εφεσίβλητης και αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία. Δεν βρήκε συντρέχουσα αμέλεια εναντίον της εφεσίβλητης.

Είναι καθιερωμένο από τη νομολογία ότι το ζήτημα του καταμερισμού της ευθύνης είναι πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και εκτός εάν στην απόφαση ενεφιλοχώρισε πλάνη περί το νόμο ή τα πραγματικά γεγονότα, τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν πρέπει να ανατραπούν. (Βλέπε: Antoniou v. Sergis (1979) 1 CLR 169, Covotsos Textiles Ltd. v. Serghiou (1981) 1 CLR 475, Christoforou v. Solomou (1981) 1 CLR 612, Αλεξάνδρου ν. Ιωάννου (1996) 1 ΑΑΔ 1157 και Χρυστάλλα Γεωργίου κ.ά. ν. Ανδρέα Τσάππα (1996) 1 ΑΑΔ 609 όπου στη σελ. 612 ο Αρτεμίδης, Δ. ανέφερε τα ακόλουθα:-

"Όμως η πάγια νομολογία δεν μας επιτρέπει να υποκαταστήσουμε την απόφαση του δικάσαντος Δικαστηρίου, επί του ζητήματος τούτου με τη δική μας άποψη, γιατί δεν διαπιστώνουμε έκδηλο σφάλμα στην κρίση του. Επιπλέον, έχουμε τη γνώμη πως μια τέτοια προσέγγιση εκ μέρους του εφετείου θα υποβάθμιζε την αρμοδιότητα των πρωτοδίκων Δικαστηρίων, τα οποία ακολουθούν μια διαδικασία που, πιστεύουμε, πως είναι δίχως προηγούμενο εξονυχιστική και που οδηγεί στην πλήρη ανίχνευση της υπόθεσης."

(Βλέπε, επίσης: Christodoulou v. Angeli (1968) 1 CLR 338 και Brown v. Thompson (1968) 1 WLR 1003).

Δεν έχουμε διαπιστώσει είτε σφάλμα αρχής είτε οποιαδήποτε πλάνη περί το νόμο ή τα πραγματικά γεγονότα εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος. Ως εκ τούτου δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση μας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

Δ.

 

 

Δ. & #9;

 

 

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο