ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 1417
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 11102
ΕΝΩΠΙΟΝ - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, Δ/ΣΤΩΝ
Μεταξύ -
Εφεσειόντων/Εναγομένων 2 & 3
και
Μιχαήλ Σκορδή από τη Λευκωσία
Εφεσιβλήτο υ/Ενάγοντα
18 Σεπτεμβρίου 2002
Οι εφεσείοντες εμφανίζονται προσωπικά.
Για τον εφεσίβλητο: Γ. Κορφιώτης.
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ:
Στις 27.10.94 εκδόθηκε υπέρ του εφεσίβλητου-ενάγοντα και εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων και της εταιρείας Lindos Constructions Ltd απόφαση για £16.000. Στις 14.3.97 εκδόθηκε διάταγμα πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους με μηνιαίες δόσεις ίσες προς το ποσό που οι ίδιοι δήλωσαν πως ήταν σε θέση να πληρώσουν. Από τα άλλα που παρενεβλήθησαν, είναι σχετικό το διάταγμα που εκδόθηκε στις 7.7.99 για τη φυλάκιση των εφεσειόντων, λόγω παράλειψής τους να συμμορφωθούν με το διάταγμα για την πληρωμή μηνιαίων δόσεων. Οι εφεσείοντες, με την αίτησή τους ημερομηνίας 12.7.99, ζήτησαν τον παραμερισμό του. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση και με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα αυτής της απόφασης. Το διάταγμα φυλάκισης εκδόθηκε στην απουσία των εφεσειόντων και σ΄αυτό εστιάζονται τα βασικά τους επιχειρήματα. ΄Ηταν, συναφώς ο ισχυρισμός τους, όπως τον πρόβαλαν στην ένορκη δήλωση που υποστήριξε την αίτησή τους, πως όταν εμφανίστηκαν στις 9.15 π.μ. διαπίστωσαν πως το διάταγμα είχε ήδη εκδοθεί από τις 8.30 π.μ. στο γραφείο του Δικαστή. ΄Οπως εισηγήθηκαν, κατά παράβαση του Άρθρου 30 και του Άρθρου 28 του Συντάγματος και του ΄Αρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Κατά τα λοιπά, αμφισβήτησαν με σειρά ισχυρισμών την κατ΄ ουσίαν ορθότητα του διατάγματος φυλάκισης ή και τη δικαιοδοτική δυνατότητα έκδοσής του. Στους οποίους ανέμειξαν και εισηγήσεις που άπτονται, κατά την αντίληψή τους, του κύρους του διατάγματος για πληρωμή του χρέους με μηνιαίες δόσεις που είχε εκδοθεί δυο και πλέον χρόνια προηγουμένως.Τέθηκαν και ενώπιόν μας, με τους λόγους έφεσης, παρόμοιοι ισχυρισμοί. Απτόμενοι, δηλαδή, της καθόλου ορθότητας ή δυνατότητας έκδοσης των διαταγμάτων φυλάκισης της 7.7.99. Θεωρούμε όμως πως αυτά δεν ενέπιπταν στη δικαιοδοσία του δικαστή που επελήφθη της αίτησης για τον παραμερισμό του διατάγματος. Για τους λόγους που θα εξηγήσουμε.
Από τα αναφερόμενα στην αίτηση για παραμερισμό, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως σχετικοί προς τη δυνατότητα τέτοιας επιδίωξης, από δικονομικής άποψης, ο Κανονισμός 5 της Δ.33 και ο Κανονισμός 14 της Δ.26 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας. ΄Ομως, ο πρώτος αφορά στη δυνατότητα παραμερισμού τελικής απόφασης επί της αγωγής και ο δεύτερος, απόφαση που εκδίδεται λόγω παράλειψης (default) είτε κατάθεσης εγγράφων προτάσεων είτε άλλης για την οποία οι Κανονισμοί περιέχουν ρύθμιση. Η περίπτωση αίτησης παραμερισμού διατάγματος που εκδίδεται μετά από αίτηση δια κλήσεως που υποβάλλεται δυνάμει της Δ.48, δεν καλύπτεται δικονομικά. Αυτό, βέβαια, δεν επάγεται αδυναμία παραμερισμού για λόγους που άπτονται των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, ειδικά του δικαιώματος να έχει ο διάδικος την ευκαιρία να ακουστεί. Θα επανέλθουμε στη συνέχεια όμως σ΄αυτά. Εκείνο που τώρα επισημαίνουμε είναι η ανυπαρξία δικονομικού αλλά περαιτέρω και οποιουδήποτε πλαισίου μέσα στο οποίο θα ήταν δυνατό να ελεγχθεί, από την άποψη της ορθότητας ή της καθόλου νομιμότητάς της, απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου,
από μέλος του. Αυτής της μορφής ο έλεγχος μπορεί εν προκειμένω να είναι μόνο δευτεροβάθμιος και βεβαίως να ασκηθεί μόνο από το Ανώτατο Δικαστήριο. (Βλ. Papademetriou ν. Christofi (1988) 1 CLR 101, Σιβιτανίδης ν. Χαραλάμπους (1993) 1 ΑΑΔ 179, Χλ. Χριστοδούλου ν. Α. Χριστοδούλου (1993) 1 ΑΑΔ 195, Κυριάκου κ.α. ν. Ταμ. Πλεον. Προσωπικού (1993) 1 ΑΑΔ 1020. Επομένως, τα παράπονα που διατυπώθηκαν και που δεν άπτονται των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, θα μπορούσαν να εξεταστούν μόνο στο πλαίσιο έφεσης η οποία θα ήταν δυνατό να ασκηθεί κατά των διαταγμάτων φυλάκισης. Δεν ήταν δυνατό να αποτελέσουν ζήτημα προς κρίση από επαρχιακό δικαστή στο πλαίσιο αίτησης για παραμερισμό.Στην υπόθεση Τουβλ. Γίγας Λτδ ν. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 ΑΑΔ 109 η έλλειψη δικονομικής πρόνοιας δεν αποτέλεσε κώλυμα για την ανάληψη δικαιοδοσίας σε σχέση με αίτηση για επαναφορά έφεσης που απορρίφθηκε λόγω παράλειψης εμφάνισης κατά την ακρόαση. ΄Οπως εξηγήθηκε, και οι δικονομικοί κανόνες που υφίσταντο κατά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας υπόκεινται κατά την εφαρμογή τους στο Σύνταγμα, στην περίπτωση εκείνη στο ΄Αρθρο 30.3, που κατοχυρώνει το δικαίωμα για προβολή ισχυρισμών ενώπιον του Δικαστηρίου. Στην ίδια γραμμή βρίσκεται και η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ζήνας Πουλλή ΑΕ 2572 ημερομηνίας 19.11.01. Με τη διαπίστωση πως η Αναθεωρητική Έφεση εκδικάστηκε χωρίς επίδοση σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, η απόφαση παραμερίστηκε. Περαιτέρω, σε σχέση με διαδικασία με όμοιο με την παρούσα αντικείμενο, έχουμε την απόφαση του Εφετείου στην Χριστάκης Μιχαήλ κ.α. ν. Αδελφοί Πούλλου Λτδ Π.Ε. 10756 ημερομηνίας 25.5.01.
Θα σταθούμε στην τελευταία. Η αγόρευση των εφεσειόντων ενώπιόν μας αναλώθηκε με την επίκλησή της ως ακριβώς όμοιας. Φαίνεται ότι τους αφορούσε και εκείνη η διαδικασία και θεωρούν πως, στη βάση των εκεί κριθέντων, πρέπει να επιτύχει και η παρούσα έφεση. Υπάρχουν όμως κρίσιμες διαφορές μεταξύ εκείνης της υπόθεσης και της παρούσας.
Εκεί, στην απουσία αντίθετης μαρτυρίας στο πρωτόδικο δικαστήριο και επιχειρηματολογίας στην έφεση, βεβαιώθηκαν τα ακόλουθα ως γεγονότα της υπόθεσης: Οι εφεσείοντες εμφανίστηκαν στο Δικαστήριο στις 9.00 π.μ. που ήταν η ώρα που αναφερόταν στις αιτήσεις για τη φυλάκισή τους. Ανέμεναν εκεί ως τις 10.00 π.μ. χωρίς να κληθεί η υπόθεσή τους και, όταν αποτάθηκαν στο γραφείο του δικαστή, πληροφορήθηκαν πως τα διατάγματα φυλάκισης είχαν εκδοθεί, προφανώς πριν από τις 9.00 π.μ. στο γραφείο του δικαστή. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως αυτά δεν είχαν σημασία αφού οι εφεσείοντες δεν είχαν υποβάλει γραπτή ένσταση
στην αίτηση για φυλάκιση και απέρριψε την αίτηση για παραμερισμό των διαταγμάτων φυλάκισης. Το Εφετείο επέτρεψε την έφεση και παραμέρισε τα διατάγματα. Παραθέτουμε το σκεπτικό από την απόφαση που εξέδωσε ο Χατζηχαμπής, Δ.:"Δοθέντων των γεγονότων που διέπουν την αίτηση ως ανωτέρω, τα πράγματα έχουν όπως τα θέτουν οι Εφεσείοντες. Το Άρθρο 30.2 απαιτεί δημόσια ακροαματική διαδικασία. Η παράλειψη τούτη οδήγησε ακόλουθα και στην παράβαση του δικαιώματος των Εφεσειόντων να ακουσθούν σύμφωνα με το ΄Αρθρο 30.3(β)
(γ). Η μη καταχώριση ένστασης εκ μέρους των εφεσειόντων συνιστούσε δικονομική παράλειψη που όμως δεν κατάργησε την υποχρέωση δημόσιας κλήσης της υπόθεσης την ώρα που αυτή ήταν ορισμένη για να διαπιστωθεί η εμφάνιση ή μη των Εφεσειόντων και η θέση τους επί της αίτησης ή οποιουδήποτε συναφούς θέματος. Η μη καταχώριση ένστασης δεν εξυπάκουε και έλλειψη πρόθεσης εμφάνισης για διατύπωση οποιασδήποτε θέσης όσον αφορά είτε την ίδια την παράλειψη καταχώρισης ένστασης είτε την εν γένει πορεία των αιτήσεων".
Στην παρούσα περίπτωση η αίτηση ορίστηκε για ακρόαση, στην παρουσία των εφεσειόντων, για τις 7.7.99 στις 8.30 π.μ. και οι εφεσείοντες κατέθεσαν ένσταση. Το πρακτικό δε του Δικαστηρίου εκείνης της ημερομηνίας δεν άφηνε περιθώριο για παράπονα της φύσης που διατυπώθηκαν. Αναφέρεται ρητά πως οι εφεσείοντες κλήθηκαν στις 9.00 π.μ. και πως ήταν απόντες. Για να εμφανιστούν μετά την έκδοση των διαταγμάτων που ακολούθησε, στις 9.15 π.μ. Οπότε τηρήθηκε πρακτικό και γι΄αυτή την εμφάνισή τους. Απολογήθηκαν για την καθυστέρηση. ΄Οπως δήλωσαν, δεν είχαν σημειώσει την ώρα και σε προφορικό αίτημα εκείνης της ημέρας για παραμερισμό, ο δικαστής τους πληροφόρησε πως τέτοιο αίτημα θα έπρεπε να διατυπωθεί γραπτώς. Καταχωρήθηκε η αίτηση για παραμερισμό, αντεξετάστηκε ο εκ των εφεσειόντων Χρ. Μιχαήλ, ακούστηκαν οι δυο πλευρές και το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση. Στη βάση του πρακτικού που τηρήθηκε κατά την ημερομηνία έκδοσης των διαταγμάτων φυλάκισης, έκρινε αβάσιμα τα παράπονα των εφεσειόντων. Με την αχρείαστη και εκτός πλαισίου θα λέγαμε τελική παρατήρηση πως και στην ένσταση στην αίτηση για φυλάκιση δεν υπήρχε οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να αποτελέσει υπεράσπιση. Επειδή, όπως προκύπτει, ενεργούσε υπό την αντίληψη πως η αίτηση για παραμερισμό διεπόταν από τη Δ.3
3.Με τους λόγους έφεσης και στη συνέχεια με το περίγραμμα της αγόρευσής τους οι εφεσείοντες πρόβαλαν θέσεις ουσιαστικά ασυμβίβαστες προς όσα πρωτοδίκως αποτέλεσαν τη βάση, ειδικά τα πρακτικά του δικαστηρίου. Είναι στοιχειώδες πως οι αγορεύσεις δεν προσφέρονται για τη θεμελίωση γεγονότων και πως, όπως υποδείχθηκε και πολύ πρόσφατα στην υπόθεση Αντώνης Μορφίτης ν. Δήμου Λεμεσού Ποινική ΄Εφεση 7207 κ.α. ημερομηνίας 24.7.02, τη μόνη αυθεντική εικόνα δικαστικής διαδικασίας παρέχουν τα πρακτικά του Δικαστηρίου. Και αυτά έχουν όπως τα παραθέσαμε. Θα σημειώσουμε όμως και τους νέους ισχυρισμούς των εφεσειόντων για σκοπούς πληρότητας. Είναι προφανές πως αποβλέπουν στην εκ των υστέρων ένταξη της περίπτωσης στο βεληνεκές της υπόθεσης Χριστάκης Μιχαήλ κ.α. ν. Α/φοί Πούλλου Λτδ (ανωτέρω) που είχε εκδοθεί στο μεταξύ. Βρίσκονταν, λέγουν, στο Δικαστήριο "καθ΄ολο τον ουσιώδη χρόνο". ΄Εψαχναν για τον εφεσίβλητο ή το δικηγόρο του, η αίθουσα του Δικαστηρίου ήταν κενή και, όταν στις 9.15 π.μ. αποτάθηκαν στο γραφείο του δικαστή, πληροφορήθηκαν "ότι η υπόθεση έγινε".
Καταλήγουμε πως τα διατάγματα φυλάκισης δεν ήταν το αποτέλεσμα παραβίασης οποιουδήποτε από τα δικαιώματα που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες. Στη βάση των πρακτικών που τηρήθηκαν, κλήθηκαν, εννοείται δημοσίως και ήταν απόντες ακόμα και τριάντα λεπτά μετά την ορισθείσα ώρα. Η εκδίκαση των αιτήσεων στην απουσία τους οφειλόταν σε δική τους παράλειψη αφού τους είχε δοθεί κάθε δυνατότητα να ακουστούν. Δε διαπιστώνουμε λάθος του πρωτόδικου δικαστηρίου και η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Τ. Ηλιάδης, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
/Μσι.
C:\My Documents\2002\PART1\11102.doc