ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 1381

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 11016

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.

 

Ηρόδοτος Παναγιώτου, από τη Λευκωσία,

Εφεσείων-ε νάγων,

- ν -

Δ.Σ. Αρτοκουλουροποιείον Λτδ, από την Αγλαντζιά,

Εφεσιβλήτω ν-εναγομένων.

- - - - - -

13 Σεπτεμβρίου, 2002.

Για τον εφεσείοντα: Π. Πετρίδης.

Για τους εφεσίβλητους: Μ. Φλωρίδης.

- - - - - -

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Νικήτας, Δ.

- - - - - -

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη εταιρεία προσέλαβε, τον Ιούνιο του 1995, τον εφεσείοντα, ως υπεύθυνο του εργαστηρίου ζαχαροπλαστικής που διατηρεί, αντί μηνιαίου μισθού £710 πλέον 13ο μισθό. Η διάρκεια της συμφωνίας, που έγινε γραπτώς (τεκμ. 1), ήταν διετής, με αφετηρία την 1.7.95. Περιείχε δε ρήτρα ανανέωσης για δύο ακόμη χρόνια αν δεν τερματιζόταν πριν από τη λήξη της, από οποιοδήποτε διάδικο, ύστερα από 6μηνη προειδοποίηση.

Ενδιαφέρει η παράγρ. 11. Παρείχε δικαίωμα στον κάθε συμβαλλόμενο να τερματίσει τη συμφωνία προτού λήξει, αφού προηγουμένως θα έδινε γραπτή προειδοποίηση έξι μηνών στον άλλο. Συμφωνήθηκε περαιτέρω (παράγρ. 11(α)) ότι ο εργοδότης θα μπορούσε να ζητήσει τον άμεσο τερματισμό των υπηρεσιών του εφεσείοντα χωρίς προειδοποίηση, αφού όμως του καταβάλει ποσό ίσο με 6 μηνιαίους μισθούς.

Η εφεσίβλητη, στις 29.4.96, μετά δεκάμηνο περίπου από την υπογραφή της συμφωνίας, την τερμάτισε, παρέχοντας προς τούτο την προβλεπόμενη προειδοποίηση των 6 μηνών. Ο εφεσείων συνέχισε να παρέχει τις υπηρεσίες του. Ομως, στις 18.5.96, τερματίστηκαν άμεσα κατ΄ επίκληση των διατάξεων της παραγρ. 11(β) του τεκμ. 1, τις οποίες, όπως ισχυρίστηκε η εργοδότρια εταιρεία, ο εφεσείων παρέβη. Σύμφωνα με αυτές ο υπάλληλος όφειλε, κατά την περίοδο της ειδοποιήσεως, να εκτελεί τα καθήκοντά του «με επιμέλειαν και φροντίδα όπως και προ της περιόδου της προειδοποίησης». Ταυτοχρόνως η εφεσίβλητη του κατέβαλε τους δεδουλευμένους μισθούς του μέχρι την ημερομηνία απόλυσης πλέον 13ο μισθό (pro rata).

Ακολούθησε η αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας από την οποία εκπορεύεται η κρινόμενη έφεση. Οταν άρχισε η δίκη, συγκεκριμένα ενώ κατέθετε σ΄ αυτή ο εφεσείων, η πρωτόδικη δικαστής ήγειρε αυτεπάγγελτα, όπως είχε δικαίωμα με βάση τη νομολογία που επικαλέστηκε, θέμα δικαιοδοσίας, κατά πόσο αγωγή αυτής της φύσεως μπορούσε να εκδικαστεί από Επαρχιακό Δικαστήριο.

Ακούστηκαν και οι δύο πλευρές. Η δικαστής έκρινε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία. Αίτημα για θεραπεία μπορούσε να υποβληθεί μόνο στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (Δ.Ε.Δ.), που καθιδρύθηκε και λειτουργεί με βάση τις διατάξεις του περί Ετησίων Αδειών μετ΄ Απολαβών Νόμου του 1967 (ν. 8/67 όπως τροποποιήθηκε). Το είδος απαίτησης που προβλήθηκε και η αξία του αντικειμένου της ενέπιπτε αποκλειστικά, με βάση τις δικαιοδοτικές διατάξεις του άρθρ. 30 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (ν. 24/67 όπως τροποποιήθηκε), στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου εκείνου.

Εναυσμα για την παρέμβαση του δικαστηρίου αποτέλεσε η επίκληση από το δικηγόρο του εφεσείοντα διάταξης (άρθρ. 6) του ν. 24/67 για να υποβάλει ότι ακολουθήθηκε λανθασμένη δικονομική πορεία, επαγόμενη την ακυρότητα της διαδικασίας. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι εφόσο ήταν παραδεκτός ο τερματισμός απασχόλησης από την εφεσίβλητη, όφειλε να είχε αρχίσει πρώτη αντί του ενάγοντα (εφεσείοντα). Για την ανίχνευση της φύσης και έκτασης της απαίτησης, η δικαστής στηρίχθηκε στο δικογραφικό πλαίσιο της υπόθεσης και επίσης σε όσα κατέθεσε ο εφεσείων μέχρι την έγερση του θέματος κατά την πρωτόδικη δίκη, όπως υπαγορεύει η νομολογία. Η δικαστής έκαμε εύστοχη αναφορά στις υποθέσεις Σεγεβέπ Λτδ ν. United Sea Transport (1989) 1 (E) ΑΑΔ 729 και Βουνού ν. Βουνού (1995) 1 ΑΑΔ 168, 174).

Υστερα από ανάλυση του νομοθετικού πλαισίου που διείπε την υπόθεση, όπως ερμηνεύθηκε από σχετική νομολογία που η πρωτόδικη απόφαση σημειώνει και αφού αυτή επισημαίνει ότι η επίδικη σύμβαση εργασίας καλύπτεται από τον όρο «εργοδοτούμενος», όπως τον ερμηνεύει το άρθρ. 2 του νόμου, που μας δίνει και ορισμό της φράσης «εργατική διαφορά», η πρωτόδικος δικαστής απέρριψε την αγωγή με έξοδα. Αναφέρει σχετικά η απόφασή της ότι η αξίωση δεν παρείχε

 

«................... δικαίωμα για αποζημιώσεις ανεξάρτητα και έξω από το πλαίσιο του Ν. 24/67 αλλά απεναντίας δικαίωμα του που κατοχυρώνεται απ΄ ευθείας και άμεσα από το Ν. 24/67. Περαιτέρω, είναι σημαντικό επαναλαμβάνω, ότι η σύμβαση εργασίας, όπως και το Τεκμήριο 1 περιλαμβάνεται στον όρο «εργοδοτούμενος» στον Ν. 24/67 και καθορίζεται ως ένας από τους τρόπους με τον οποίο μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου και κατ΄ επέκταση καθιστά τη διαφορά ως «εργατική διαφορά».

 

 

Καταληκτικά, συνοψίζει τα συμπεράσματά της ως εξής:

«Στην προκείμενη περίπτωση έχοντας υπόψη την αξίωση του ενάγοντος που αφορά το υπόλοιπο (6) έξι μηνών μισθών και αναλογία 13ου μισθού και δεν υπερβαίνει τα ημερομίσθια των δύο ετών που προβλέπει ο Α΄ πίνακας σε σχέση με το αρ. 3(1) του Ν. 24/67 με αναφορά, όπως και στην πιο πάνω απόφαση του Εφετείου, στο ύψος της διεκδικηθείσας αποζημίωσης, θεωρώ ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση και αποκλειστική δικαιοδοσία έχει το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.»

 

 

 

Το άρθρ. 3(1) του ν. 24/67 (όπως τροποποιήθηκε από το νόμο 92/79), ανωτέρω, προβλέπει ότι η αποζημίωση την οποία ο εργοδοτούμενος δικαιούται σε περίπτωση απόλυσής του για λόγους άλλους από τους καθοριζόμενους στο άρθρ. 5 του ιδίου νόμου, εφόσο έχει απασχοληθεί από τον εργοδότη για τουλάχιστο 26 εβδομάδες, υπολογίζεται σύμφωνα με τον Πρώτο Πίνακα του νόμου. Το ποσό της αποζημίωσης, κατά την παράγρ. 3 του εν λόγω πίνακα «εν ουδεμία περιπτώσει ............. θα υπερβαίνει τα ημερομίσθια δύο ετών». Το δικαστικό προηγούμενο στο οποίο αναφέρεται το παραπάνω απόσπασμα της απόφασης είναι η υπόθεση Interamerican Insurance Co Ltd v. Αντρης Μαρκίδου, ΠΕ 10283, ημερ. 19.10.2001. Η υπόθεση αποφάσισε ότι μόνο κριτήριο για τον καθορισμό της καθ΄ ύλην αρμοδιότητας του Δ.Ε.Δ. είναι «το ύψος της απαίτησης του εργοδοτουμένου».

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα προώθησε με την έφεση τα ίδια επιχειρήματα που έχει προβάλει πρωτοδίκως, αλλά είτε άμεσα είτε έμμεσα απορρίφθηκαν. Στην ουσία αναφέρει στο περίγραμμα της αγόρευσής του, που δεν ανέπτυξε περαιτέρω κατά τη δικάσιμο, περιορισθείς στην υιοθέτησή του, ότι το Δ.Ε.Δ. δεν θα είχε δικαιοδοσία σε περίπτωση σαν την παρούσα, όπου η σύμβαση εργασίας είναι τακτής προθεσμίας. Μόνο σε περιπτώσεις τέτοιων συμβάσεων απεριόριστης διάρκειας μπορεί τούτο να ασκήσει δικαιοδοσία. Αυτό το στηρίζει στο άρθρ. 5(δ) του ν. 24/67 και στην απόφαση Στυλιανίδης ν. British American Ins. Co Ltd (1990) 1 AAΔ 517. Ενα άλλο είναι ότι το ποσό που θα επιδίκαζε το Δ.Ε.Δ. δε θα ξεπερνούσε τα ημερομίσθια δύο εβδομάδων σύμφωνα με το Μέρος IV του Τέταρτου Πίνακα του ν. 24/67 όπως διαμορφώθηκε από το ν. 92/79. Γι΄ αυτό και καταχώρησε αγωγή στο επαρχιακό δικαστήριο με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 30(2) του νόμου.

Οντως οι αρμοδιότητες των δύο δικαστηρίων, πρωτίστως του Δ.Ε.Δ., καθορίζονται από το άρθρ. 30. Στο τελευταίο υπάγονται οι εργατικές διαφορές, όπως ο όρος ερμηνεύεται στο άρθρ. 2, «οι οποίες αναφύονται συνεπεία της εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων ....». Το εδ. (2) του ιδίου άρθρ. προβλέπει πότε το επαρχιακό δικαστήριο αποκτά δικαιοδοσία αναφορικά με τα δικαιώματα εργοδοτουμένου που απορρέουν από τον τερματισμό της απασχόλησής του. Οι περιπτώσεις που μπορεί να εκδικασθούν από επαρχιακό δικαστήριο περιορίζονται σ΄ εκείνες όπου «η αξίωσις ........... είναι δι΄ αποζημιώσεις υπερβαινούσας τας διά του παρόντος Νόμου δυναμένας να διεκδικηθώσι». Οροφή των διεκδικήσεων είναι, όπως είδαμε, οι μισθοί δύο ετών του εργοδοτουμένου.

Το δικαιοδοτικό πεδίο στο οποίο εντάσσεται η κρινόμενη θα είναι πλήρες αν αναφερθούμε και στο άρθρ. 12(ε) του ν. 8/67 μετά την τροποποίησή του από τον περί Ετησίων Αδειών μετ΄ Απολαβών (Τροποποιητικό) Νόμο αρ. 79(1)/96, το οποίο έχει διευρύνει τα δικαιοδοτικά όρια του Δ.Ε.Δ. για να συμπεριλάβει:

«(ε) αυτοτελείς αξιώσεις που εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας και περιλαμβάνουν απαιτήσεις για ετήσιες άδειες, δεδουλευμένο ημερομίσθιο, φιλοδώρημα, δέκατο τρίτο μισθό και οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα προκύπτει από νόμο, κανονισμό, έθιμο, ατομική ή συλλογική σύμβαση.»

 

 

 

Ομως πρέπει να λεχθεί ότι η παραπάνω νομοθεσία τέθηκε σε ισχύ από τη δημοσίευσή της στις 18.10.96, ενώ ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσείοντα έγινε προγενέστερα στις 18.5.96. Ετσι ο τροποποιημένος νόμος δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής σ΄ αυτή την υπόθεση. Πριν από την τροποποίηση, η υλική αρμοδιότητα του Δ.Ε.Δ. ήταν περιορισμένη στις διαφορές που σχετίζονται με τον τερματισμό απασχόλησης. Αλλά διαφορές χωρίς το συνδετικό αυτό στοιχείο, όπως λ.χ. οι δεδουλευμένοι μισθοί, έμεναν εκτός της εμβέλειας του Δ.Ε.Δ. Οπως το έθεσε ο Κωνσταντινίδης, Δ. στην Κυριάκου κα ν. Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού (1993) 1 ΑΑΔ 1020, 1022:

«(β) Το κεντρικό χαρακτηριστικό των περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμων είναι ο καθορισμός των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συναρτώνται προς τον τερματισμό της απασχόλησης εργοδοτούμενου, και όχι ζητήματα σχετικά με δικαιώματα και υποχρεώσεις που αποκρυσταλλώθηκαν κατά την διάρκεια της εργοδότησης και είναι άσχετα προς τον τερματισμό της.»

 

 

 

Η αρμοδιότητα του δικαστηρίου συσχετίζεται άμεσα με το ύψος της αποζημίωσης. Για το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής ως έχει. Οπως παρατηρεί ο Νικολάου, Δ. στην υπόθεση Interamerican Insurance, ανωτέρω, «Η διάταξη δεν συναρτά τη δικαιοδοσία με την επιτυχία της αξίωσης».

Από ένα βλέμμα στην οπισθογράφηση απαίτησης του κλητηρίου της αγωγής και στη συνέχεια στην έκθεση απαίτησης προκύπτει ότι (α) ο εφεσείων εργοδοτήθηκε για τουλάχιστο 26 εβδομάδες (για την ακρίβεια δέκα μήνες και 18 ημέρες). (β) ότι η απαίτησή του εκπορεύεται από τον τερματισμό απασχόλησής του. και (γ) ότι η απαίτηση για ουσιαστικά το υπόλοιπο ποσό, που αντιπροσωπεύει τους 6 μήνες της προειδοποίησης, δεν υπερβαίνει το όριο του Πρώτου Πίνακα των ημερομισθίων 2 ετών.

Εκτός αν καταλήξουμε ότι ευσταθούν όσα πρόβαλε ο κ. Πετρίδης, η απαίτηση είχε αχθεί ενώπιον αναρμόδιου δικαστηρίου και ορθά απορρίφθηκε. Θα εξετάσουμε τώρα τις εισηγήσεις του εφεσείοντα. Δε θα χρειαστεί να πούμε πολλά. Οπως έχει υποδείξει η πρωτόδικη δικαστής οι διατάξεις του Τέταρτου Πίνακα είναι άσχετες με την υπόθεση. Στον Πίνακα παραπέμπουν οι διατάξεις των άρθρ. 16 και 17 του ν. 24/67 που αφορούν τις υποθέσεις τερματισμού απασχόλησης για λόγους πλεονασμού. Σαφώς όμως εδώ δεν είναι αυτή η περίπτωση.

Διαφωνούμε με την εισήγηση ότι επειδή η σύμβαση εργασίας είναι τακτής περιόδου δεν υφίσταται δικαιοδοσία από το Δ.Ε.Δ. και ότι έπρεπε απαραίτητα η διάρκειά της να είναι απροσδιόριστη για να μπορεί να αναλάβει δικαιοδοσία το δικαστήριο αυτό. Η υπόθεση Στυλιανίδη, ανωτέρω, δεν υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Θα θυμίσουμε ότι το άρθρ. 5 του ν. 24/67 (που πρέπει να διαβασθεί σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρ. 3(1) που συνοψίσαμε) απαριθμεί τις περιπτώσεις που ο τερματισμός υπηρεσιών δεν παρέχει δικαίωμα αποζημίωσης. Η παράγρ. (δ) του άρθρ. 5, που ανέφερε ο συνήγορος, εξαιρεί τις περιπτώσεις που:

«(δ) ...... η απασχόλησις τερματίζηται κατά την λήξιν συμβάσεως τακτής περιόδου, ή λόγω της υπό του εργοδοτουμένου συμπληρώσεως της κανονικής ηλικίας αφυπηρετήσεως βάσει εθίμου, νόμου, συλλογικής συμφωνίας, συμβάσεως, κανόνων της εργασίας ή άλλως:»

Η υπόθεση Στυλιανίδη, ανωτέρω, ήταν αγωγή από απολυθέντα υπάλληλο για αποζημιώσεις, η οποία κατατέθηκε σε επαρχιακό δικαστήριο. Ομως η απόφαση δεν καθιέρωσε κανόνα ούτε προκύπτει από αυτή ότι για ανάληψη δικαιοδοσίας από το Δ.Ε.Δ. πρέπει απαραίτητα η σύμβαση εργασίας να είναι αόριστης διάρκειας. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι η εργοδότηση του ήταν καθορισμένης διάρκειας δηλαδή μέχρι το 60ό χρόνο της ηλικίας του. Και ότι, εφόσο απολύθηκε στα 45, η αποζημίωση έπρεπε να είχε ως βάση περίοδο 15 χρόνων. Το Εφετείο έκρινε, όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι η σύμβαση ήταν για αόριστο χρονικό διάστημα. Και υπέκειτο σε τερματισμό κατόπιν λογικής προειδοποίησης. Η οποία κυμαίνεται, ανάλογα με τις συνθήκες της υπόθεσης, από 1 μέχρι 12 μήνες. Το Εφετείο τελικά απέρριψε την έφεση εφόσο χορηγήθηκε στον εφεσείοντα αποζημίωση που ξεπερνούσε τους μισθούς ενός χρόνου. Δεν βλέπουμε να υπάρχει αναλογία μεταξύ των δύο περιπτώσεων.

Πρόσθετα επισημαίνεται ότι στην υπόθεση Στυλιανίδη η απαίτηση, όπως υποβλήθηκε, ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα, υπερέβαινε κατά πολύ το όριο του άρθρ. 30(2). Το άρθρ. 5(δ) ισχύει όταν η απασχόληση τερματίζεται φυσιολογικά με τη λήξη της σύμβασης εργασίας. Εδώ αυτό έγινε διαρκούσης της ισχύος της. Ετσι η εισήγηση του εφεσείοντα δεν έχει νομοθετικό ή νομολογιακό έρεισμα.

Για τους λόγους αυτούς η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Σ. Νικήτας, Δ.

Φρ. Νικολαϊδης, Δ.

 

 

Δ. Χατζηχαμπής, Δ.

 

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο