ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 975

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 141

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΔΔ.

 

Μεταξύ:

ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΤΣΩΝΙΑ,

Λεωνίδου 11, Λάρνακα,

Εφεσείοντα/Καθ'ου η αίτηση

ν.

ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Εύρου 6, RIANA COURT, Λάρνακα,

Εφεσίβλητης/Αιτήτριας

---------------------------

5 Ιουλίου 2002

 

Για τον Εφεσείοντα: κ. Γ. Γεωργιάδης.

Για την Εφεσίβλητη: κ. Λ. Βραχίμης.

-------------------------------

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

-----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα

Την 1/3/2000 η εφεσίβλητη καταχώρισε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας αίτηση με την οποία ζητούσε δήλωση του Δικαστηρίου ότι τα δύο ανήλικα τέκνα της, που είχαν γεννηθεί κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον εφεσείοντα, δεν είχαν ως φυσικό πατέρα τον εφεσείοντα. Η αίτηση επιδόθηκε στον εφεσείοντα στις 2/3/2000, ο οποίος καταχώρισε εμφάνιση μέσω δικηγόρου στις 6/3/2000. Επειδή και οι δύο πλευρές δεν επέδειξαν οποιοδήποτε ενδιαφέρον για την προώθηση της αίτησης, το Πρωτοκολλητείο κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου όρισε την αίτηση για οδηγίες στις 20/11/2000. Στις 20/11/2000 κατόπιν εισήγησης των δικηγόρων των δύο πλευρών, η αίτηση αναβλήθηκε για τις 24/11/2000 όταν το Δικαστήριο, κατόπιν αίτησης του εφεσείοντος, ανέβαλε την αίτηση για τις 19/1/2001 με οδηγίες όπως η ένσταση καταχωρηθεί πριν από την πιο πάνω ημερομηνία. Ο εφεσείων παρέλειψε να συμμορφωθεί με τις πιο πάνω οδηγίες και στις 19/1/2001 κατόπιν νέας αίτησης του δικηγόρου του, το Δικαστήριο ανέβαλε ξανά την αίτηση για τις 16/2/2001 με τις ίδιες οδηγίες. Τα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν στις 16/2/2001 είναι εκείνα που οδήγησαν στην παρούσα διαφορά.

Πιο συγκεκριμένα στις 16/2/2001 ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος δήλωσε ότι ήταν έτοιμος να δεχθεί απόφαση εκ μέρους του πελάτη του ως η αιτούμενη θεραπεία. Ομως ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης δεν δέχθηκε την πιο πάνω εισήγηση, πληροφορώντας το Δικαστήριο ότι είχε έτοιμη για καταχώριση ειδοποίηση διακοπής της διαδικασίας, την οποία όμως αδυνατούσε να καταχωρίσει την ημέρα εκείνη λόγω του προχωρημένου της ώρας αφού το Πρωτοκολλητείο είχε κλείσει. Ο δικηγόρος του εφεσείοντος αρνήθηκε να δεχθεί τη διακοπή της διαδικασίας και αφού ζήτησε χρόνο για να αγορεύσει επί του θέματος, το Δικαστήριο όρισε την αίτηση για τις 20/2/2001. Κατά την πιο πάνω ημερομηνία ο δικηγόρος της εφεσίβλητης καταχώρισε ειδοποίηση διακοπής της διαδικασίας σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 15, θεσμού 1.

Στη σχετική απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι ο εφεσείων δεν επέδειξε κανένα ενδιαφέρον για την παρούσα διαδικασία αφού παρέλειψε να καταχωρίσει την ένσταση του για μια χρονική περίοδο 9 μηνών, ακόμα και όταν πιέστηκε προς τούτο από το Δικαστήριο. Αντίθετα επιδόθηκε στην καταχώριση διαφόρων άλλων ενδιάμεσων αιτήσεων που είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία προστριβών με την εφεσίβλητη και την καθυστέρηση στην εκδίκαση της αίτησης, με αποτέλεσμα να παρέλθει η προθεσμία που καθορίζει ο Νόμος 187/91 για την καταχώριση αίτησης προσβολής της πατρότητας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού προέβηκε σε μια ανάλυση των αρχών που διέπουν την εφαρμογή των προνοιών της Διαταγής 15 αποφάσισε να θεωρήσει τη διαδικασία σαν διακοπείσα από τις 20/2/2001, όταν είχε καταχωρηθεί η σχετική ειδοποίηση διακοπής.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για διάφορους λόγους, που συμπεριλαμβάνουν μεταξύ άλλων ισχυρισμούς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε νομικά και διαδικαστικά, ότι δεν έλαβε υπόψη τους κανόνες της επιείκειας όπως ισχύουν στην Κύπρο σύμφωνα με το άρθρο 29(γ) του Νόμου 14/60, ότι η διακοπή της διαδικασίας συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας αφού οι διαφορές των διαδίκων είχαν φτάσει σε ένα στάδιο επίλυσης, ότι δεν ενήργησε ως parens patriae για να προστατεύσει τα ανήλικα τέκνα, ότι παρερμήνευσε τα άρθρα 15 και 30 του Συντάγματος, τα άρθρα 6 και 8 του Νόμου 39/62 και τα άρθρα 3(1), 7, 8, 9(1),(2), 12 και 16 του Νόμου 243/90 αναφορικά με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του εφεσείοντος και των ανήλικων τέκνων. Επιπρόσθετα ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η σχετική απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 30.2 του Συντάγματος.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης υπέβαλε προδικαστική ένσταση ότι η παρούσα έφεση είναι εκπρόθεσμη. Και τούτο γιατί η απόφαση είναι ενδιάμεση και η έφεση έπρεπε, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 35, θεσμού 2, να καταχωρηθεί εντός 14 ημερών από την έκδοση της απόφασης. Είναι αποδεκτό και από τις δύο πλευρές ότι η έφεση στην παρούσα περίπτωση καταχωρήθηκε 39 μέρες μετά την έκδοση της απόφασης. Αντίθετα ο εφεσείων υποστήριξε ότι η καταχώριση της ειδοποίησης διακοπής ισοδυναμούσε με τελική απόφαση και έτσι η έφεση ήταν εμπρόθεσμη.

 

 

 

 

 

 

 

(β) Η νομική πλευρά

Η Διαταγή 15, θεσμός 1, προνοεί ότι,

"The plaintiff may, at any time before the receipt of the defendant's defence, or after the receipt of the defendant's pleaded defence before taking any other proceeding in the action (save any interlocutory application), by notice in writing, wholly discontinue his action against all or any of the defendants or withdraw any part or parts of his alleged cause of complaint, and thereupon he shall pay such defendant's costs of the action, or if the action be not wholly discontinued, the costs occasioned by the matter so withdrawn. Such costs shall be taxed, and such discontinuance or withdrawal, as the case may be, shall not be a defence to any subsequent action. Save as in this rule otherwise provided, it shall not be competent for the plaintiff to withdraw the record or discontinue the action without leave of the Court or a Judge, but the Court or a Judge may, before or at or after the hearing or trial, upon such terms as to costs, and as to any other action, and otherwise as may be just, order the action to be discontinued, or any part of the alleged cause of complaint to be struck out. The Court or a Judge may, in like manner and with the like discretion as to terms, upon the application of a defendant, order the whole or any part of his alleged grounds of defence or counter-claim to be withdrawn or struck out, but it shall not be competent to a defendant to withdraw his defence or any part thereof, without such leave."

 

Στην Κύπρο οι προεκτάσεις της Διαταγής 15, θεσμού 1 μέσα στα πλαίσια της Αγγλικής νομολογίας εξετάστηκαν στις υποθέσεις Ioannidou v. Dikeos and another (1970) 1 CLR 241, Tsirou v. Shitta (1974) 6 JSC 753 και Αναφορικά με την Εταιρεία The Cyprus Asbestos Mines Co Ltd v. Συκοπετρίτης Λτδ (1989) 1 ΑΑΔ (Ε) 832. Στην υπόθεση Tsirou v. Shitta τονίστηκε μεταξύ άλλων ότι η διακοπή της δικαστικής διαδικασίας δεν αποτελεί εμπόδιο για την καταχώριση μιας νέας αγωγής που θα βασίζεται πάνω στην ίδια βάση, εκτός αν υπάρχει προς τούτο ρητή απαγορευτική πρόνοια στο σχετικό διάταγμα διακοπής.

Το ερώτημα αν μια απόφαση είναι τελεσίδικη ή ενδιάμεση εξετάστηκε πρόσφατα διεξοδικά στην υπόθεση Wortham, Wortham, Drayton και Parslow ν. Ντίνας Κ. Τσίμον, Δημήτρη Κ. Τσίμον, Κύρου Κ. Τσίμον και άλλων (Πολιτική Εφεση 10171 της 26/9/2001). Στην πιο πάνω υπόθεση ο Δικαστής Κωνσταντινίδης εκδίδοντας την ομόφωνη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αφού αναφέρθηκε στην Αγγλική νομολογία που διέπει το θέμα με τις διάφορες προσεγγίσεις που είχαν υιοθετηθεί σε διάφορα στάδια, σημείωσε ότι "υπήρξαν παλινδρομήσεις, το πρόβλημα χαρακτηρίστηκε δύσκολο, αποφεύχθηκε ο εξαντλητικός ορισμός των εννοιών και η άποψη που επικράτησε στο τέλος στηρίκτηκε και στην πρακτική που παλαιόθεν ακολουθείτο. (Annual Practice 1958, Τόμος 1, σελ. 1666 κ.επ.)" Στην πιο πάνω απόφαση καταγράφεται ότι σε αρκετές περιπτώσεις ο χαρακτήρας της απόφασης βασιζόταν στη φύση της αίτησης που οδήγησε στην απόφαση (application approach), ενώ σε άλλες στη φύση του ίδιου διατάγματος (order approach). Το θέμα εξετάστηκε πρόσφατα στην Αγγλία στην υπόθεση White v. Brunton (1984) 2 All E.R. 606, όπου τελικά υιοθετήθηκε η γραμμή ότι σημασία θα πρέπει να αποδίδεται στην αίτηση (application approach) και όχι σε φύση του διατάγματος. Στην πιο πάνω απόφαση αφού γίνεται αναφορά στις υποθέσεις Shubrook v. Tufnell (1882) 9 QBD 621, [1881-8] All ER Rep 180 και Bozson v. Altrincham UDC [1903] 1 KB 547, όπου υιοθετήθηκε η προσέγγιση της φύσης του διατάγματος (order approach) και Salaman v. Warner [1891] 1 QB 734 όπου υιοθετήθηκε η προσέγγιση της απόδοσης σημασίας στην αίτηση (application approach) και στη μετέπειτα νομολογία που διαμορφώθηκε (ίδε In Re Page, Hill v. Fladgate [1910] 1 Ch 489, Salter Rex & Co v. Ghosh (1971) 2 All ER 865), το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα Δικαστήρια ακολουθούν πλέον τη φύση της αίτησης. Οπως έθεσε το θέμα ο Δικαστής Sir John Donaldson MR,

"The Court is now clearly committed to the application approach as a general rule and Bozson's case can no longer be regarded as any authority for applying the order approach."

 

Στη σχετική με την παρούσα διαδικασία Αγγλική υπόθεση Hess v. Labouchere (14 T.L.R. 350) ο ενάγων απαιτούσε αποζημιώσεις για ισχυριζόμενο λίβελο. Ο εναγόμενος πρόβαλε σαν υπεράσπιση ότι τα όσα είχε δημοσιεύσει ήταν αληθή. Οταν περιήλθαν στην κατοχή του εναγομένου ορισμένα έγγραφα από το εξωτερικό, ζήτησε από το Δικαστήριο με σχετική αίτηση δια κλήσεως όπως διατάξει τον ενάγοντα να απαντήσει σε ορισμένες ερωτήσεις. Ο ενάγων πιστεύοντας ότι θα ήταν καλύτερα να μην προωθήσει περισσότερο την αγωγή του, ζήτησε με αίτηση δια κλήσεως άδεια για να διακόψει τη διαδικασία. Και οι δύο αιτήσεις ορίσθηκαν την ίδια ημέρα. Το Εφετείο αποφάνθηκε ότι έπρεπε να δοθεί η άδεια στον ενάγοντα για να διακόψει τη διαδικασία και κατ' επέκταση δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν.

Στην παρούσα περίπτωση η εφεσίβλητη καταχώρισε ειδοποίηση διακοπής της διαδικασίας και το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε να θεωρήσει τη διαδικασία σαν διακοπείσα. Η καταχώριση της ειδοποίησης της διακοπής δεν επενεργεί απαγορευτικά για την καταχώριση νέας αγωγής, αφού δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει επιλύσει τις διαφορές μεταξύ των διαδίκων. Οι διαφορές παραμένουν. Με βάση τα ιδιάζοντα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης καταλήγουμε ότι για τους σκοπούς της Δ.35, θ. 2 η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ενδιάμεση και κατ' επέκταση η έφεση είναι εκπρόθεσμη. Εχοντας υπόψη την πιο πάνω κατάληξη δεν θεωρούμε σκόπιμο να προβούμε στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης που έχουν πάρει έτσι ακαδημαϊκό χαρακτήρα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.

 

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

<
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο