ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 969
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 11011
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΔΔ.
Μεταξύ
:ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΚΡΗΤΙΚΟΥ,
Εφεσείουσας/Εναγομένης
και
Π.Γ. ΠΑΥΛΙΔΗΣ ENTERPRISES LTD.,
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων
-----------------------------
1 Ιουλίου 2002
Για την Εφεσείουσα: κ. Γ. Γεωργιάδης.
Για τους Εφεσιβλήτους: κ. Κ. Μούσκος.
------------------------------
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ
.:(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση
Η εφεσίβλητη εταιρεία ήταν ιδιοκτήτρια της μπυραρίας "Monkey Business" στην Αγία Νάπα. Στις 18/3/94 η εφεσίβλητη μίσθωσε εγγράφως την πιο πάνω μπυραρία στην εφεσείουσα για μια περίοδο 3 χρόνων από τις 18/3/94 έναντι του ετήσιου ενοικίου των £30.000. Σύμφωνα με το σχετικό έγγραφο η εφεσείουσα θα κατέβαλλε
(β) Το δεύτερο και τρίτο χρόνο £2.500 με εγγυημένες τραπεζικές επιταγές.
Αναφορικά με τη διάρκεια της μίσθωσης υπήρχε ρητή πρόνοια σύμφωνα με την οποία η εφεσείουσα είχε το δικαίωμα τουλάχιστον δύο μήνες πριν από τη λήξη κάθε χρόνου, να ειδοποιεί εγγράφως την εφεσίβλητη για την πρόθεση της να ανανεώσει την πιο πάνω συμφωνία μίσθωσης με τους ίδιους όρους.
Η εφεσείουσα παρέλαβε και λειτούργησε την μπυραρία με τον εξοπλισμό της μετονομάζοντας την επιχείρηση σε Valhala Scandinavian Restaurant και προέβηκε στην ανανέωση της μίσθωσης μετά τη λήξη του πρώτου χρόνου. Ακολούθως πριν από τη λήξη του δεύτερου χρόνου και πιο συγκεκριμένα στις 10/11/95 η εφεσείουσα ειδοποίησε εγγράφως την εφεσίβλητη ότι τερμάτιζε τη μίσθωση της μπυραρίας κατά τη λήξη του δεύτερου χρόνου. Το τι επακολούθησε αργότερα αποτέλεσε το αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας.
Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι ο ιδιοκτήτης της εφεσίβλητης Παύλος Παυλίδης επενέβη παράνομα στην μπυραρία και αφού ανέλαβε κατοχή κατά/ή περί το Δεκέμβριο του 1995, παρεμπόδισε την εφεσείουσα από του να εισέρχεται και να εκμεταλλεύεται την μπυραρία σύμφωνα με τους όρους μίσθωσης. Προς τούτο η εφεσείουσα ακύρωσε την εξαργύρωση
των δύο επιταγών συνολικής αξίας £5.000 που αντιπροσώπευαν τα ενοίκια των μηνών Φεβρουαρίου και Μαρτίου 1996.Αντίθετα ο διευθυντής της εφεσίβλητης ισχυρίστηκε ότι η εφεσείουσα δεν είχε πρόθεση να συνεχίσει τη λειτουργία της επιχείρησης, αφού είχε ενοικιάσει δισκοθήκη που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι του. Η εφεσίβλητη είχε διακόψει τελείως τις εργασίες της μπυραρίας από το τέλος Οκτωβρίου και δεν είχε υπαλλήλους ούτε και εξυπηρετούσε πελάτες. Η σύζυγος του διευθυντή της εφεσίβλητης είχε πρόσβαση στην μπυραρία για να ανοίγει στους πλασιέ που έφερναν εμπορεύματα, για υπαλλήλους του Υγειονομείου και του Δημαρχείου και για να καθαρίζει μόνη της το χώρο της μπυραρίας σαν υπάλληλος της εταιρείας της εφεσείουσας. Ο γιός της εφεσείουσας ζήτησε από το διευθυντή της εφεσίβλητης να χαρίσει το ποσό των £5.000 για δύο ενοίκια και όταν ο τελευταίος αρνήθηκε, η εφεσείουσα μέσω του δικηγόρου της πληροφόρησε εγγράφως την εφεσίβλητη εταιρεία ότι δεν είχε πρόθεση να προβεί στην ανανέωση της σύμβασης για τον επόμενο χρόνο. Κατόπιν τούτου η εφεσίβλητη αποφάσισε να συνεχίσει τη λειτουργία της μπυραρίας μετά το Μάρτιο του 1996 όταν θα έληγε κανονικά η μίσθωση της. Προς τούτο ζήτησε από το γιό της εφεσείουσας να καθαρίσει την μπυραρία από σκουπίδια, ποντικούς και κατσαρίδες, ώστε να καταστεί δυνατός ο έλεγχος της μέσα στον Ιανουάριο του 1996. Οταν η εφεσείουσα παρέλειψε να ανταποκριθεί, ο διευθυντής της εφεσίβλητης εισήλθε στο υποστατικό μαζί με τη σύζυγο του και αφού μετακίνησε τα έπιπλα και τα ποτά και τα τοποθέτησε σε μια γωνιά, προέβηκε στον καθαρισμό του υποστατικού. Οταν η εφεσίβλητη ανέλαβε πλήρη κατοχή του υποστατικού στο τέλος Μαρτίου, δεν υπήρχε οτιδήποτε μέσα στο υποστατικό.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού προέβηκε σε μια λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας που προσκομίσθηκε, αποδέχθηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης. Πιο συγκεκριμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι η εφεσείουσα δεν είχε σκοπό να λειτουργήσει την μπυραρία τους τρεις πρώτους χειμερινούς μήνες του 1996, ότι οι ενέργειες της εφεσίβλητης εταιρείας δεν είχαν σκοπό να
αποστερήσουν από την εφεσείουσα την κατοχή του υποστατικού και ότι η εφεσείουσα δεν ενομιμοποιείτο να σταματήσει την πληρωμή των δύο επιταγών για το ποσό των £5.000.
(β) Η έφεση
Η εφεσείουσα προσβάλλει την εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης γιατί κατά την άποψη της το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε τόσο διαδικαστικά και νομικά και επιπρόσθετα γιατί η απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη.
Τα διαδικαστικά και νομικά σφάλματα συμπεριλαμβάνουν μεταξύ άλλων ισχυρισμούς ότι η εφεσίβλητη εισήλθε παράνομα στο υποστατικό, για να προβεί στον καθαρισμό του, ότι οι διαφορές των μαρτύρων της εφεσείουσας πάνω στις οποίες βασίστηκε το Δικαστήριο για να απορρίψει τους ισχυρισμούς της ήταν επουσιώδεις, ότι το μέρος εκείνο της μαρτυρίας του μάρτυρος της εφεσείουσας Ηλία Κρητικού για το οποίο δεν υπήρξε αντεξέταση έπρεπε να γίνει αποδεκτό, και ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη μαρτυρία που δεν περιεχόταν στα δικόγραφα της εφεσίβλητης. Αναφορικά με το αναιτιολόγητο της πρωτόδικης απόφασης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε μια επιφανειακή ανάλυση της μαρτυρίας του μάρτυρα της εφεσίβλητης, χωρίς αναφορά στα επίδικα θέματα όπως αυτά καθορίζονται στη σχετική δικογραφία και σε βαθμό που να παραβιάζεται το άρθρο 30.2 του Συντάγματος.
Εχουμε εξετάσει τους διαδικαστικούς και νομικούς λόγους που έχουν προβληθεί για την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούν να ευσταθήσουν έχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας. Συνοπτικά αναφέρουμε ότι η παράλειψη της αντεξέτασης της υπεράσπισης για την εφεσείουσα περιορίστηκε σε μη ουσιώδη θέματα που δεν μπορούσαν να καταστήσουν λανθασμένη τη μη αποδοχή της μαρτυρίας του. Για τη μαρτυρία που λήφθηκε υπόψη χωρίς να υπάρχει σχετικός ισχυρισμός στα δικόγραφα (ότι δηλαδή μέσα στο ενοίκιο του πρώτου χρόνου συμπεριλαμβανόταν και ποσό £2.000 που αντιπροσώπευε την αξία του συστήματος κλιματισμού που αγόρασε η εφεσείουσα από την εφεσίβλητη), παρατηρούμε ότι άνκαι δεν υπάρχει ρητή αναφορά προς τούτο, εντούτοις το θέμα καλύπτεται έμμεσα από τη σχετική δικογραφία που αναφέρεται στην καταβολή του ενοικίου, σημειώνοντας ότι ουδεμία ένσταση προβλήθηκε από την εφεσείουσα όταν παρετίθετο σχετική προφορική μαρτυρία από την εφεσίβλητη.
Αναφορικά με τις διαφορές που επισημάνθηκαν στη μαρτυρία των δύο μαρτύρων της υπεράσπισης που λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο όταν αποφάσιζε την απόρριψη της εκδοχής του, παρατηρούμε ότι δεν ήταν επουσιώδεις και ασήμαντες, αλλά ουσιώδεις που μπορούσαν να οδηγήσουν στη μη αποδοχή της μαρτυρίας τους.
Η εισήγηση επίσης ότι η πρωτόδικη απόφαση πάσχει από έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Τόσο το άρθρο 30.2 του Συντάγματος όσο και η σχετική νομολογία πάνω στο θέμα υποδεικνύουν ότι οι αποφάσεις των Δικαστηρίων πρέπει να είναι αιτιολογημένες. (Ιδε
Ioannidou v. Dikeos [1969] 1 CLR 235, Pioneer Candy Ltd. v. Tryphon and Sons Ltd [1981] 1 CLR 440, Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδης [1990] 1 CLR 1026 και Βασιλείου ν. Μενελάου και άλλου [1990] 1 CLR 1125). Στην υπόθεση Pioneer Candy Ltd. v. Tryphon and Sons Ltd (πιο πάνω) τονίστηκε ότι μια αιτιολογημένη απόφαση θα πρέπει να περιέχει(α) ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επίδικων θεμάτων,
(β) διατύπωση συγκεκριμένων ευρημάτων και
(γ) σαφή δικαστική απόφαση.
Η διαμόρφωση και η έκταση της αιτιολογίας διαφέρει ανάλογα με το περιεχόμενο και από τη φύση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται. (Ανδρέου ν. Χριστοφόρου [1991] 1 ΑΑΔ 828 και Λάρκος ν. Κατσιαρή, Πολιτική Εφεση 10610 της 23/10/2000). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αιτιολογία μιας δικαστικής απόφασης δεν επιβάλλει τη λεπτομερή παράθεση, ανάλυση και αξιολόγηση όλων των διαφορών που επισημαίνονται στις μαρτυρίες των διαφόρων μαρτύρων. Η ανάλυση της μαρτυρίας εστιάζεται σε εκείνα τα θέματα που έχουν άμεση σχέση με τα επίδικα θέματα.
Στην παρούσα περίπτωση δεν έχουμε πεισθεί ότι έχει γίνει μια επιφανειακή ανάλυση της χωρίς αναφορά στα επίδικα θέματα που καθορίζονται στα δικόγραφα. Αντίθετα παρατηρούμε ότι υπάρχει μια εξονυχιστική, θα λέγαμε, ανάλυση της μαρτυρίας των τριών μαρτύρων που παρουσιάστηκε από τις δύο πλευρές, επαρκής αιτιολογία για την αποδοχή της εκδοχής της εφεσίβλητης και της απόρριψης εκείνης της εφεσείουσας και η διαμόρφωση των ευρημάτων που επακολούθησε.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
Δ.
Δ.
Δ.