ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 787
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αίτηση αρ. 44/2002
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος και το άρθρο 3 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Διάφορες Διατάξεις) Νόμου του 1964
-και-
Αναφορικά με την αίτηση του Δρ. Σάββα Μήλιου, από τη Λεμεσό
-και-
Αναφορικά με τα άρθρα 2 και 27 του Κεφ. 155 και το Άρθρο 23 του Συντάγματος
-και-
Αναφορικά με το ένταλμα έρευνας ημερ. 12/12/01
----------------------
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 13 Ιουνίου, 2002.Για τον αιτητή: Ευ. Πουργουρίδης.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 12.12.2001 Ανώτερη Επαρχιακός Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εξέδωσε ένταλμα ερεύνης του γραφείου του αιτητή στο Μέλαθρον Αγωνιστών ΕΟΚΑ που βρίσκεται στο χωριό Παλώδια. Από τις ένορκες δήλωσεις που συνοδεύουν την αίτηση διαφαίνεται ότι το ένταλμα ερεύνης εκτελέσθηκε αυθημερόν από την Αστυνομία η οποία παρέλαβε αριθμό τεκμηρίων-εγγράφων.
Επειδή ο αιτητής χρειαζόταν τα κατασχεθέντα, δυνάμει του εντάλματος ερεύνης, έγγραφα, δι΄ επιστολής μέσω του δικηγόρου του, ημερ. 14.2.2002 ζήτησε να τον πληροφορήσει η αστυνομία εάν προτίθεται να τα κατακρατήσει ή να τα επιστρέψει σ΄ αυτόν. Η Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού απαντώντας στην πιο πάνω επιστολή του δικηγόρου του αιτητή στις 12.3.2002 τον πληροφόρησε ότι θα κρατήσει τα έγγραφα μέχρι την αποπεράτωση των αστυνομικών ερευνών και προς τούτο εξασφάλισε δικαστικό διάταγμα με μονομερή αίτηση. Στις 22.3.2002 ο δικηγόρος του αιτητή ζήτησε από την Αστυνομία αντίγραφο της πιο πάνω μονομερούς αίτησης.
Στις 8.4.2002 με επιστολή του δικηγόρου του αιτητή προς την Αστυνομία ζητήθηκε για πρώτη φορά, αντίγραφο του εντάλματος έρευνας για σκοπούς καταχώρησης αίτησης
Certiorari.Στις 11.4.2002 η Αστυνομία, με επιστολή της, αρνήθηκε να του παραδώσει τέτοιο αντίγραφο επικαλούμενη τις διατάξεις του άρθρου 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Στις 19.4.2002 ο αιτητής καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο την αίτηση 29/2002 με την οποία ζητούσε την έκδοση διατάγματος της φύσεως Mandamus με το οποίο να υποχρέωνε τον Αστυνομικό Διευθυντή Λεμεσού να του παραδώσει το πιο πάνω αντίγραφο του εντάλματος έρευνας. Τελικά αντίγραφο του εντάλματος έρευνας παραδόθηκε στον αιτητή από τον Αστυνομικό Διευθυντή Λεμεσού στις 25.4.2002.
Ένα και πλέον μήνα μετά ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση με την οποία ζητά την ακόλουθη θεραπεία:-
"Άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος φύσεως Certiorari διά του οποίου να μεταφερθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου το ένταλμα έρευνας που εξέδωσε η δικαστής του Κακουργιοδικείου Α. Πούγιουρου Α.Ε.Δ. στις 12/12/01 και η ακύρωση του."
Η αίτηση αυτή στηρίζεται σε ένα και μοναδικό σημείο, το ακόλουθο:-
"Το επίδικο ένταλμα εκδόθηκε από δικαστή κακουργιοδικείου αντί από δικαστή Επαρχιακού Δικαστηρίου και ως εκ τούτου εκδόθηκε καθ΄ υπέρβαση και/ή άνευ δικαιοδοσίας."
Από την πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προκύπτει ότι, μεταξύ των λόγων για τους οποίους εκδίδονται εντάλματα της φύσεως Certiorari είναι και η υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας.
Διατείνεται στην αγόρευση του ο δικηγόρος του αιτητή ότι η Δικαστής η οποία εξέδωσε το επίδικο ένταλμα ερεύνης δεν είχε τέτοια δικαιοδοσία γιατί κατά τον επίδικο χρόνο ήταν μέλος του Κακουργιοδικείου Λεμεσού-Πάφου. Αρύεται δε επιχείρημα από το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 που αναφέρει ότι μόνο Επαρχιακός Δικαστής έχει δικαιοδοσία να εκδίδει εντάλματα ερεύνης. Και επειδή, κατά το δικηγόρο του αιτητή, η δικαστής είχε διορισθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ως μέλος Κακουργιοδικείου απώλεσε την δικαιοδοσία της να εκδίδει εντάλματα ερεύνης.
Σύμφωνα με το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, σε συνδιασμό με το άρθρο 2 του ίδιου νόμου, ο Επαρχιακός Δικαστής έχει εξουσία να εκδίδει εντάλματα ερεύνης.
Με το άρθρο 3(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 (όπως τροποποιήθηκε) καθιδρύονται (α) Επαρχιακά Δικαστήρια και (β) Κακουργιοδικεία. Η σύνθεση του Κακουργιοδικείου προβλέπεται από το άρθρο 5 του ίδιου νόμου που έχει ως εξής:-
"5.-(1) Το Κακουργιδικείο θα απαρτίζεται από ένα Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου και δύο Ανώτερους Επαρχιακούς Δικαστές ή Επαρχιακούς Δικαστές που ορίζονται από το Ανώτατο Δικαστήριο, και θα τελεί υπό την προεδρία του Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου:
.............................. .................................................. .............................
(2) Οι Δικαστές οι οποίοι θα απαρτίζουν το Κακουργιοδικείο ασχολούνται, όταν δεν είναι απασχολημένοι με το Κακουργιοδικείο, με την εκδίκαση υποθέσεων δικαιοδοσίας Επαρχιακού Δικαστηρίου."
Από τις πιο πάνω διατάξεις του νόμου ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή αντλεί το επιχείρημα, δίδοντας τη δική του ερμηνεία, ότι με το διορισμό του Επαρχιακού Δικαστή στο Κακουργιοδικείο, αποστερείται από τη δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος ως Επαρχιακός Δικαστής. Οι δε πρόνοιες του εδαφίου 2 του άρθρου 5, συνεχίζει ο δικηγόρος του αιτητή, αφορούν εκδίκαση υποθέσεων, όπως ερμηνεύθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Alan Carl Ford κ.ά. (Αρ. 1) (1995) 2 ΑΑΔ 29, και όχι εξουσία για έκδοση ενταλμάτων ερεύνης.
Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω ερμηνεία και τη σειρά της σκέψης που δίδει ο ευπαίδευτος συνήγορος. Σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του Νόμου 14/60 το Ανώτατο Δικαστήριο ορίζει ποιοί από τους Επαρχιακούς Δικαστές θα αποτελούν τη σύνθεση του Κακουργιοδικείου και θα περιβληθούν με τις εξουσίες που τους παρέχει ο νόμος. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει εκ του νόμου εξουσία να αφαιρεί δικαιοδοσία την οποία ο νόμος παρέχει στον
Επαρχιακό Δικαστή ούτε και προκύπτει κάτι τέτοιο, έστω και έμμεσα, από τις διατάξεις του νόμου. Αντίθετα, σαφώς προκύπτει ότι οι εξουσίες και η δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστή παραμένει αλώβητη και μετά το διορισμό του από το Ανώτατο Δικαστήριο ως μέλος του Κακουργιοδικείου. Τούτο είναι και προφανές από το κείμενο του άρθρου 5(1) ότι "το Κακουργιοδικείο θα απαρτίζεται από ένα Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου και δύο Ανώτερους Επαρχιακούς Δικαστές ή Επαρχιακούς Δικαστές....".Έχω καταλήξει ότι ο αιτητής απέτυχε να στοιχειοθετήσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για συζήτηση, απαραίτητη προϋπόθεση, με βάση τη νομολογία, για την παραχώρηση άδειας προς το σκοπό καταχώρησης αίτησης για έκδοση του εντάλματος Certiorari.
Περαιτέρω και για ένα πρόσθετο λόγο, εξίσου σημαντικό, η αίτηση υπόκειται σε απόρριψη, αυτό της καθυστέρησης στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης.
Η αίτηση αυτή καταχωρήθηκε 5½ μήνες μετά την έκδοση και εκτέλεση του εντάλματος έρευνας. Από το περιεχόμενο της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης του αιτητού, που καταχωρήθηκε μετά από άδεια του Δικαστηρίου, καθίσταται φανερό ότι για πρώτη φορά ο αιτητής ζήτησε από τον Αστυνομικό Διευθυντή αντίγραφο του εντάλματος έρευνας και της ένορκης δήλωσης που το συνόδευε για σκοπούς καταχώρησης αίτησης εντάλματος Certi
orari στις 8.4.2002, δηλαδή σχεδόν τέσσερις μήνες μετά την έκδοση και εκτέλεση του.Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Σιακαλλή (Αναφορικά με ένταλμα έρευνας), Πολιτική Έφεση 11045, ημερ. 17.4.2002 έχει τονισθεί η σημασία της παρόδου του χρόνου και της καθυστέρησης στην καταχώρηση αίτησης για προνομιακό ένταλμα. Η Ολομέλεια επιβεβαιώνοντας την προηγούμενη νομολογία (
In re Charalambos A. Aeroporos & Others (1988) 1 CLR 302, In re Antonios Mouskos (1977) 1 CLR 100, In re Christofis (1985) 1 CLR 692, In re Charalambous (1985) 1 CLR 746, In re Ellinas (1988) 1 CLR 371, Θεοδούλου (Αρ. 1) (1990) 1 ΑΑΔ 438, Τρύφωνος (1991) 1 ΑΑΔ 1124, Μιχαήλ (1992) 1 ΑΑΔ 472, Laertis Shipping Ent. (1992) 1 AAΔ 686, Καλοπαίδη (1993) 1 ΑΑΔ 114, Πιττάκης κ.ά. (1994) 1 ΑΑΔ 297, Beogradska Banka D.D (1995) 1 AAΔ 737, Ερμής Ασφαλ. Εταιρεία Λτδ. κ.ά. (1995) 1 ΑΑΔ 811, Σωτηρούλλα Κωνσταντινίδου (1995) 1 ΑΑΔ 827) τόνισε τη σπουδαιότητα του παράγοντα του χρόνου και θεώρησε ότι παρέλευση χρόνου 3½ μηνών από την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας ήταν καταλυτική για την υπόθεση του αιτητή και το παραδεκτό της αίτησης του.Στην παρούσα υπόθεση είχαν παρέλθει 4 μήνες από την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας όταν για πρώτη φορά εξεδήλωσε ο αιτητής το ενδιαφέρον του για την καταχώρηση της παρούσης αίτησης και 5½ μήνες όταν την καταχώρησε. Η παράλειψη του αιτητή να αμφισβητήσει έγκαιρα την εγκυρότητα του εντάλματος έρευνας καταλήγει σε απόρριψη της αίτησης του.
Για τους λόγους αυτούς η αίτησης απορρίπτεται.
Μ. Κρονίδης, Δ.
/Επσ