ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 369

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 14/2002

ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. ΚΡΑΜΒΗ, Δ.

Αναφορικά με την αίτηση της Κυριακής Ν. Αχλη, το γένος Μαυροπούλου, από τη Θεσσαλονίκη (στο εξής η Αιτήτρια) με την οποία εξαιτείται την άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου να καταχωρήσει αίτηση για την έκδοση Προνομιακών Ενταλμάτων τύπου Certiorari, Prohibition και/ή Mandamus

και

Αναφορικά με την παράλειψη Δικαστού του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας να εκδικάσει και αποφασίσει το θέμα της παρανομίας με την οποία μιαίνεται η αξίωση της ΣΠΕ Αθηαίνου, Εναγόντων στην Αγωγή 2665/99 εναντίον της Αιτήτριας ως Εναγομένης 2 στην πιο πάνω Αγωγή

και

Αναφορικά με την παράλειψη του Εφόρου Συνεργατικών Εταιρειών και Συνεργατικής Αναπτύξεως (στο εξής ο Εφορος) να εκτελέσει τα καθήκοντα και/ή ασκήσει τις εξουσίες που του παρέχει ο Νόμος 22/85 και/ή 68/97

και

Αναφορικά με το άρθρο 155.4 του Συντάγματος, το άρθρο 19 του Νόμου 14 του 1960, των Θεσμών, και την σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου.

― ― ― ― ― ―

7 Μαρτίου, 2002.

Για την αιτήτρια: κα Μ. Κωνσταντίνου.

― ― ― ― ― ―

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αθηαίνου ενήγαγε την αιτήτρια και άλλα τέσσερα πρόσωπα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για το ποσό των £13.024,43 πλέον τόκους. Η αγωγή (αρ. 2665/95), αφορούσε χρέος προερχόμενο από τραπεζικές συναλλαγές στις οποίες η αιτήτρια, υπήρξε κατ΄ ισχυρισμό, συμβαλλόμενο μέρος. Η αιτήτρια ήταν η μόνη από τους εναγομένους που καταχώρησε υπεράσπιση και αμφισβήτησε την απαίτηση. Οι υπόλοιποι εναγόμενοι παρέλειψαν να καταχωρήσουν σημείωμα εμφάνισης και εκδόθηκε απόφαση εναντίον τους για το ποσό της απαίτησης.

Η αιτήτρια, ισχυρίστηκε στην υπεράσπισή της ότι υπέγραψε τα επίδικα έγγραφα κατόπιν απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων του εναγόμενου 1 συζύγου της και/ή συνεπεία ψυχικής πίεσης που υπέστη από τον εν λόγω εναγόμενο. Καταλογίζει επίσης ευθύνη στους ενάγοντες επειδή, καθώς ισχυρίστηκε, ο Διευθυντής τους παρέλειψε να της εξηγήσει τις απορρέουσες από την υπογραφή των τραπεζικών κλπ εγγράφων υποχρεώσεις της και να βεβαιωθεί ότι αυτή ενήργησε ελεύθερα και με πλήρη επίγνωση της υπογραφής της. Η αιτήτρια, ισχυρίστηκε επίσης ότι οι επίδικοι λογαριασμοί όπως τηρούνται από τους ενάγοντες μολύνονται από παρανομία γιατί έγιναν χρεώσεις τόκου επί τόκων κατά παράβαση της ισχύουσας νομοθεσίας.

Μετά τη συμπλήρωση της ακρόασης, η επιφυλαχθείσα απόφαση του Δικαστηρίου εκδόθηκε στις 3.8.2001.

Χωρίς να είχε εγερθεί θέμα δικαιοδοσίας του δικαστηρίου από τους διαδίκους, ο δικαστής που εκδίκασε την υπόθεση εξέτασε αυτεπάγγελτα, όπως άλλωστε είχε δικαίωμα, θέμα δικαιοδοσίας. Βλ. Sevegep Ltd v. United Sea Transports (1989) 1 CLR (E) 129.

Το δικαστήριο, διατηρεί δυνατότητα εξέτασης θέματος αρμοδιότητας να επιληφθεί συγκεκριμένης διαφοράς σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Βλ. Βουνού ν. Βουνού (1995) 1 ΑΑΔ 168. Και καθώς έχει νομολογηθεί, το θέμα της δικαιοδοσίας είναι επιθυμητό να επιλύεται το συντομότερο δυνατό γιατί η απόφαση για έλλειψη δικαιοδοσίας καθιστά μάταια όσα προηγήθηκαν. Βλ. Kolokoudias v.

Varnavidou (1988) 1 CLR 566 και Παναγιώτου v. Χατζηκυριάκου (1991) 1 ΑΑΔ 362.

Το δικαστήριο, με αναφορά στο άρθρο 22 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 όπως τροποποιήθηκε και στις πρόνοιες του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985 αρ. 22/85 διαπίστωσε, κατόπιν αντιπαραβολής των επίδικων θεμάτων προς τις νομοθετικές πρόνοιες που καθορίζουν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου πως ήταν καθ΄ ύλην αναρμόδιο να ακούσει την υπόθεση και να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς. Το δικαστήριο, διαπίστωσε ακόμα πως η ενώπιόν του διαδικασία ήταν άκαρπη (abortive) και κατά συνέπεια άκυρη λόγω έλλειψης καθ΄ ύλην δικαιοδοσίας. Και ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, απέρριψε την αγωγή ως κακώς αχθείσα (misinitiated) ενώπιόν του.

Η κατάληξη της αγωγής, φαίνεται να οδήγησε τη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αθηαίνου στην απόφαση να φέρει τη διαφορά προς επίλυση σε διαιτησία. Η διαδικασία της διαιτησίας για επίλυση διαφορών μεταξύ Συνεργατικών Εταιρειών και των μελών τους προβλέπεται από τον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο αρ. 22/85 όπως έχει τροποποιηθεί Ν. 17(1)/2000.

Η αιτήτρια, άνκαι έλαβε γνώση ότι άρχισε η διαδικασία διαιτησίας προς επίλυση της διαφοράς, παρέλειψε να εμφανιστεί και στις 24.1.2002 εκδόθηκε απόφαση εναντίον της από το διαιτητή. Πρέπει να ειπωθεί, πως όταν η αιτήτρια πληροφορήθηκε για την έναρξη της διαδικασίας διαιτησίας, αντέδρασε με επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 22.1.2002 με την οποία, πληροφορούσε μεταξύ άλλων την Σ.Π.Ε. Αθηαίνου ότι πρόθεσή της ήταν να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο «με αίτηση προνομιακών ενταλμάτων της φύσεως Certiorari και/ή Mandamus ........» αναφορικά με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.

Με την υπό εξέταση αίτηση ζητείται η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση ενταλμάτων Certiorari, Prohibition και/ή Mandamus. Επιδίωξη της αιτήτριας είναι η ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η θέση της αιτήτριας είναι ότι το Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει το θέμα της παρανομίας που αυτή ήγειρε στην υπεράσπιση. Επιδιώκεται επίσης η έκδοση εντάλματος Mandamus με το οποίο να διατάσσεται το Επαρχιακό Δικαστήριο να επιληφθεί και να επιλύσει το θέμα της παρανομίας που ήγειρε στην υπεράσπισή της η αιτήτρια γιατί πρόκειται για νομικό θέμα το οποίο δεν μπορεί να επιλυθεί σε διαιτησία σύμφωνα με το άρθρο 52 του Νόμου. Με το ένταλμα Prohibition, η αιτήτρια επιδιώκει να εμποδίσει τη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αθηαίνου να προχωρήσει σε εκτέλεση της απόφασης του διαιτητή ημερομηνίας 24.1.02 και δι΄ εντάλματος Mandamus να διαταχθεί ο Εφορος Συνεργατικών Εταιρειών να τηρήσει τις πρόνοιες του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου αρ. 22/85.

Σύμφωνα με τη νομολογία πρόσωπο που θίγεται από απόφαση κατώτερου δικαστηρίου έχει δικαίωμα να αποταθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο για χορήγηση άδειας προς έκδοση εντάλματος Certiorari. Αδεια για την καταχώρηση αίτησης προς έκδοση εντάλματος Certiorari όπως και εντάλματος Prohibition χορηγείται μόνο όταν αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως υπόθεση με την έννοια της συζητήσιμης υπόθεσης χωρίς αναφορά προς ο,τιδήποτε θα μπορούσε να αντιταχθεί σε μεταγενέστερο στάδιο. Βλ. In re Kakos (1985) 1 CLR 250 και Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41.

Στην προκείμενη περίπτωση, η αιτήτρια ήταν η επιτυχούσα διάδικος εφόσον η αγωγή που κινήθηκε εναντίον της απορρίφθηκε λόγω έλλειψης καθ΄ ύλην δικαιοδοσίας του δικάσαντος δικαστηρίου.

Η απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου δεν θίγει δικαιώματα ή συμφέροντα της αιτήτριας. Προς τούτο συνηγορεί και το γεγονός ότι η αιτήτρια εφησύχασε για διάστημα πέραν των έξι μηνών από της έκδοσης της απόφασης χωρίς να ενδιαφερθεί κατά τη διάρκεια του χρονικού αυτού διαστήματος να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της απόφασης. Η διαδικασία της διαιτησίας που ακολούθησε, υπήρξε η αιτία για την υποβολή της παρούσας αίτησης. Προφανής στόχος του διαβήματος είναι να τεθεί εκ ποδών η διαδικασία της διαιτησίας. Ωστόσο, η διαδικασία της διαιτησίας που έχει προηγηθεί, προβλέπεται από το άρθρο 52 του νόμου και οι όποιες ενστάσεις επί θεμάτων δικαιοδοσίας θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί στα πλαίσια εκείνης της διαδικασίας. Στην περίπτωση που η αιτήτρια θεωρούσε τον εαυτό της αδικημένο από την απόφαση του διαιτητή είχε δυνατότητα υποβολής έφεσης κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 52 του νόμου. Ακολουθεί πως η διαδικασία που τώρα έχει επιλέξει η αιτήτρια δεν προσφέρεται για αμφισβήτηση της νομιμότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου.

Με αναφορά στους λόγους που προβλήθηκαν προς υποστήριξη του αιτήματος, εξήγησα ήδη γιατί η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει. Προσθέτω ότι η αίτηση δεν θα μπορούσε να επιτύχει και για το λόγο ότι υπήρξε υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Το ανώτατο επιτρεπτό όριο υποβολής τέτοιου αιτήματος στην Αγγλία, όπως προβλέπεται στους αγγλικούς θεσμούς πολιτικής δικονομίας, είναι τρεις μήνες. Στην Κύπρο δεν έχει τεθεί με τους θεσμούς πολιτικής δικονομίας χρονικός περιορισμός. ισχύει όμως η γενική αρχή ότι η αναζήτηση θεραπείας με τα ένδικα μέσα που τώρα επιδιώκει να χρησιμοποιήσει η αιτήτρια πρέπει να γίνεται το ταχύτερο δυνατό. Βλ. In re Manolis Christofi (1985) 1 CLR 692 και Ερμής Ασφ. Εταιρεία Λτδ κ.α. (1995) 1 ΑΑΔ 811. Στην προκείμενη περίπτωση η αιτήτρια αισθάνθηκε την ανάγκη να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου μόνο όταν άρχισε η διαδικασία διαιτησίας και με κατάδηλο το σκοπό να θέσει εκ ποδών μέσω των θεραπειών που τώρα επιδιώκει τη διαδικασία της διαιτησίας.

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

Α. Κραμβής,

Δ.

ΣΦ.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο