ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 175

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 8/2002

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.

Επί τοις αφορώσι το άρθρον 155.4 του Συντάγματος

- και -

Επί τοις αφορώσι το άρθρον 3 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου 33/1964 ως ετροποποιήθη

- και -

Επί τοις αφορώσι την Αίτηση των Γεωργίου Σάββα Πατίκκη και Θεοφάνη Μιχαήλ Κωνσταντίνου, εκ Λευκωσίας δι΄ άδεια του Δικαστηρίου δι΄ έκδοσιν Διατάγματος Certiorari

- και -

Επί τοις αφορώσι την Ποινικήν υπόθεσιν υπ΄ αρ. 9029/99 του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας

- και -

Επί τοις αφορώσι την Απόφασιν του Κακουργιοδικείου Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 5.2.2002

_________

11 Φεβρουαρίου, 2002

Για τους αιτητές: κ. Χρ. Τριανταφυλλίδης με τον κ. Μ. Πική.

_________

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Οι αιτητές αξιώνουν άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση διατάγματος Certiorari με σκοπό την ακύρωση της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στην υπόθεση υπ΄ αρ. 9020/99 που δόθηκε στις 5.2.2002. Αξιώνεται επίσης διάταγμα που να αναστέλλει την πορεία της πιο πάνω υπόθεσης μέχρι του πέρατος της παρούσας διαδικασίας.

Το Κακουργιοδικείο είχε απορρίψει ένσταση της υπεράσπισης αναφορικά με την αποδοχή ως μαρτυρίας των όσων ο εκ των αιτητών κατηγορούμενος 2 φέρεται να είχε πει κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής επικοινωνίας με κάποιο μάρτυρα.

Μετά την απόρριψη της ένστασης υποβλήθηκε αίτηση για παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο για γνωμοδότηση με βάση το άρθρο 148 (1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 του ερωτήματος κατά πόσο, εν όψει των διατάξεων των ΄Αρθρων 15.1 και 17.1 του Συντάγματος, η χωρίς τη συγκατάθεση του κατηγορούμενου 2 αποκάλυψη του περιεχόμενου της πιο πάνω κατ΄ ισχυρισμόν τηλεφωνικής επικοινωνίας, συνιστά μη αποδεκτή μαρτυρία. Αξιωνόταν επίσης παραπομπή και του ερωτήματος κατά πόσο οι διατάξεις των πιο πάνω άρθρων του Συντάγματος καθιστούν παράνομη και αντισυνταγματική την αποκάλυψη του περιεχόμενου τηλεφωνικής συνδιάλεξης από έναν από τους δύο συνομιλητές, χωρίς τη συγκατάθεση του άλλου. Το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι τα εγειρόμενα θέματα δεν συνιστούν ζητήματα που είναι αναγκαίο να επιλυθούν για να καταστεί δυνατή η περαιτέρω συνέχιση της δίκης. Τα θέματα αυτά αφορούν το αποδεκτό μαρτυρίας και μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης στα πλαίσια έφεσης κατά της τελικής απόφασης.

Την ακύρωση αυτής της απόφασης οι αιτητές αξιώνουν με την παρούσα διαδικασία. Ισχυρίζονται ότι προσκρούει στην αρχή του δεσμευτικού χαρακτήρα της νομολογίας. Το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια επί του θέματος, αφού στην ουσία δεν δέκτηκε να εξετάσει τις περιστάσεις της υπόθεσης, μια και κατέληξε ότι τα ερωτήματα δεν συνιστούν ζητήματα που εγείρονται και είναι αναγκαίο να επιλυθούν για να καταστεί δυνατή η περαιτέρω συνέχιση της δίκης, αλλά αφορούν το αποδεκτό μαρτυρίας.

Γι΄αυτούς τους λόγους, σύμφωνα πάντα με τους αιτητές, το Δικαστήριο έχει διαπράξει νομικό σφάλμα προφανές από το πρακτικό, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η έκδοση προνομιακού εντάλματος για ακύρωση της απόφασής του και παραπομπής του θέματος ξανά στο Κακουργιοδικείο, με εντολές όπως, αυτή τη φορά, ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια. Διαζευκτικά οι αιτητές ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια αυθαίρετα και παράνομα.

Τέλος, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η παροχή από το άρθρο 148 (1) προς το Δικαστήριο διακριτικής ευχέρειας όταν ζητείται από την υπεράσπιση η παραπομπή νομικού θέματος, σε αντίθεση με την υποχρεωτική παραπομπή όταν αυτή ζητείται από το Γενικό Εισαγγελέα, παραβιάζει την αρχή της ισότητας και συνεπώς καθήκον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εν όψει του ότι το Κεφ.155 προϋπήρχε του Συντάγματος, είναι να εναρμονίσει τούτο προς τις συνταγματικές πρόνοιες και να καταστήσει υποχρεωτική την παραπομπή νομικών ερωτημάτων και όταν αυτό ζητείται από την υπεράσπιση.

Το άρθρο 148 (1) του Κεφ. 155 προβλέπει ότι δικαστήριο που ασκεί ποινική δικαιοδοσία μπορεί, και κατόπιν αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας υποχρεούται, καθ΄ οιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να επιφυλάξει για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο νομικό ζήτημα που εγείρεται διαρκούσης της δίκης.

Είναι η θέση των αιτητών ότι το Κακουργιοδικείο θα έπρεπε να ακολουθήσει την απόφαση στην Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33, στην οποία εγείρονταν τα ίδια θέματα και η οποία δημιουργεί δεσμευτικό προηγούμενο ότι τα συγκεκριμένα θέματα συνιστούν νομικό ζήτημα. Η παράβαση της δεσμευτικότητας των αρχών που αποφάσισε η υπόθεση Georghiades συνιστά παρανομία προφανή από το πρακτικό.

Στην υπόθεση Georghiades το Δικαστήριο έκρινε ως αποδεκτή μαρτυρία που είχε εξασφαλιστεί με τη λαθραία ακρόαση που έγινε με τη χρήση ηλεκτρονικής συσκευής. ΄Υστερα από αίτηση του κατηγορούμενου το Δικαστήριο υπέβαλε για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο με βάση το άρθρο 148 του Κεφ.155, νομικά ερωτήματα σχετικά με το αποδεκτό της μαρτυρίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι προσφυγή στο άρθρο 148 (1) μπορεί να γίνει όπου το συγκεκριμένο νομικό σημείο δεν καλύπτεται από νομολογία και η απόφαση επ΄αυτού είναι κρίσιμης σημασίας για την πορεία της ποινικής δίκης.

Κατ΄ αρχήν, τα θέματα που εγείρονται στις δύο υποθέσεις δεν είναι τα ίδια. Στην Georghiades αποφασίστηκε ότι η κατάθεση μάρτυρα που κρυφάκουσε με τη χρήση ηλεκτρονικής συσκευής τη συνομιλία του κατηγορούμενου με άλλο πρόσωπο ήταν μη αποδεκτή μαρτυρία μέσα στα πλαίσια των ΄Αρθρων 15, 17 και 35 του Συντάγματος, λαμβανομένων υπ΄ όψιν των περιστάσεων κάτω από τις οποίες ο μάρτυρας είχε κρυφακούσει τη συγκεκριμένη συνομιλία. Στην παρούσα υπόθεση η μαρτυρία αφορά το περιεχόμενο συνομιλίας μεταξύ του κατηγορούμενου με το μάρτυρα κατηγορίας, που έγινε όμως μέσω τηλεφώνου. Δεν υπεισέρχεται θέμα λαθραίας ακρόασης.

Η αρχή που τέθηκε στη Georghiades είναι βέβαια ορθή. ΄Ομως η δεσμευτικότητα των αποφάσεων δεν μας οδηγεί, όπως είναι στην πραγματικότητα το επιχείρημα των συνηγόρων των αιτητών, αναπόφευκτα, στην παραπομπή νομικών σημείων για γνωμοδότηση, κάθε φορά που τίθενται θέματα αποδεκτού ή μη μαρτυρίας, ή ειδικότερα μαρτυρίας που εξασφαλίστηκε με τη χρήση ηλεκτρονικής συσκευής. Εξάλλου, είναι φανερό ότι το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι ελλείπει στην παρούσα υπόθεση η δεύτερη προϋπόθεση, δηλαδή η ανάγκη όπως η επίλυση του θέματος είναι κρίσιμης σημασίας για την περαιτέρω συνέχιση της δίκης. Κι΄ αυτό, έστω κι΄ αν, όπως έχει λεχθεί, μεγάλο μέρος της μαρτυρίας εναντίον των κατηγορουμένων αποτελείται από παρόμοιες συνομιλίες.

Η αντιμετώπιση του Κακουργιοδικείου δεν είναι μεμπτή. Εκδόθηκε αρχικά προδικαστική απόφαση και το Δικαστήριο δεν έκρινε επιβεβλημένο, εφαρμόζοντας τις αρχές που θέτει η νομολογία, να παραπέμψει το θέμα για γνωμοδότηση. Η ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου περί του αποδεκτού ή μη της συγκεκριμένης μαρτυρίας μπορεί κάλλιστα να αμφισβητηθεί μέσα στα πλαίσια έφεσης εναντίον της τελικής απόφασης, αν βέβαια τελικά οι κατηγορούμενοι καταδικαστούν.

Δεν είναι ορθός ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο εννοεί ότι όταν θέμα αφορά το αποδεκτό μαρτυρίας δεν παραπέμπεται ως νομικό με βάση το άρθρο 148. Απλά ανέφερε ότι θεωρεί ότι το θέμα δεν συνιστά ζήτημα που είναι αναγκαίο να επιλυθεί για να καταστεί δυνατή η συνέχιση της δίκης. Εξηγώντας τη θέση του αυτή αναφέρει ότι το συγκεκριμένο θέμα αφορά το αποδεκτό ή μη της μαρτυρίας. Δεν επισημαίνει τα πιο πάνω κατ΄ αντιδιαστολήν, ούτε και προκύπτει ότι θέση του ήταν ότι θέματα που αφορούν το αποδεκτό μαρτυρίας δεν παραπέμπονται ως νομικό ζήτημα.

΄Οπως έχει λεχθεί στην υπόθεση In Re Charalambous and Another (1974) 2 C.L.R. 37, 42, νομικό ζήτημα μέσα στην έννοια του άρθρου 148 (1) σημαίνει μόνο νομικό ζήτημα που προκύπτει κατά τη διάρκεια της δίκης σε στάδιο κατά το οποίο είναι αναγκαίο όπως επιλυθεί για να είναι δυνατή η συνέχιση της διαδικασίας, σύμφωνα με το νόμο και τους κανόνες της Ποινικής Δικονομίας. Το νομικό ζήτημα θα πρέπει να παρεισφρύει στη διαδικασία, επιβάλλοντας την παρουσία του και αξιώνοντας άμεση απάντηση.

Τα πρώτα δύο επιχειρήματα των αιτητών θα πρέπει να απορριφθούν. ΄Οσον αφορά το εναλλακτικό επιχείρημα ότι, εν πάση περιπτώσει, η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου έγινε αυθαίρετα και παράνομα, αφού έγινε κατά παράβαση της αρχής της δεσμευτικότητας, αρκεί να λεχθεί ότι εκτός του ότι, όπως είπα πιο πάνω, δεν διαπιστώνεται μια τέτοια παράβαση, όταν η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου ασκήθηκε καλόπιστα και όχι αυθαίρετα ή παράνομα και χωρίς αναφορά σε εξωγενείς παράγοντες, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν την ελέγχει (Rex v. Marshland Smeeth and Fen District Commissioners [1920] 1 K.B. 155).

Η προσπάθεια να προκαταληφθεί η απόφαση του Δικαστηρίου πάνω στο θέμα αποδοκιμάστηκε στην υπόθεση In Re Malikides and Others (1980) 1 C.L.R. 472, όπου αποφασίστηκε πως δεν είναι επιτρεπτή η έκδοση προνομιακού εντάλματος με σκοπό την υπαγόρευση στο δικαστήριο του τρόπου με τον οποίο θα πρέπει να αποφασίσει σε σχέση με θέμα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του.

Στην παρούσα υπόθεση, για να επαναλάβω τη διατύπωση της απόφασης Αναφορικά με τον Ανδρέα Κωνσταντινίδη κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 847, 849, φαίνεται ότι στην ουσία επιδιώκεται ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης πάνω σε θέμα που ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του, με στόχο την υποκατάστασή της. Στην ίδια απόφαση επισημαίνεται ότι το αποδεκτό μαρτυρίας συνιστά θέμα που εμπίπτει στον τομέα του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι αξιώνουν την ακύρωση της απόφασης του Κακουργιοδικείου ούτως ώστε αυτό να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια, κάτι που σύμφωνα με τη γνώμη τους, παρέλειψε να πράξει την πρώτη φορά. Δεν έχουν όμως έτσι τα πράγματα. Το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια όταν αποφάσιζε ότι το θέμα δεν ήταν αναγκαίο να επιλυθεί για να καταστεί δυνατή η συνέχιση της δίκης.

΄Οπως τονίστηκε στην υπόθεση Αναφορικά με τον Τζεννάρο Περρέλλα (Aρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, 701, το ένταλμα Certiorari άνκαι παρέχει δυνατότητα άσκησης ελέγχου του κατώτερου δικαστηρίου, δεν επιτρέπει αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης με προοπτική την επέμβαση. Μόνο όπου θίγονται ή υπάρχει κίνδυνος να θιγούν δικαιώματα παρέχεται δυνατότητα έκδοσης διατάγματος Certiorari και Prohibition (Αναφορικά με τον Ανδρέα Κωνσταντινίδη, ανωτέρω, και Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442 και Καρατζαφέρης (1993) 1 Α.Α.Δ. 607).

Παραμένει το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να εναρμονίσει της πρόνοιες του άρθρου 148 με τις πρόνοιες του Συντάγματος. Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155, ίσχυε πριν την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 188.1 του Συντάγματος κάθε νόμος που ίσχυε κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Συντάγματος θα ερμηνεύεται και θα εφαρμόζεται προσαρμοζόμενος καθ΄ ο μέτρο είναι αναγκαίο προς το Σύνταγμα. Η αρμοδιότητα αυτή και η ευχέρεια προσαρμογής των νόμων όπου διαπιστώνεται αντίθεση προς το Σύνταγμα, βαρύνει τη δικαστική λειτουργία (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδη και΄Αλλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 8, 16. Βλέπε επίσης Republic v. Loftis, 1 R.S.C.C. 30).

Oι αιτητές ισχυρίζονται ότι το γεγονός ότι όταν την παραπομπή για γνωμοδότηση νομικού ζητήματος αξιώνει ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, η παραπομπή είναι υποχρεωτική, ενώ όταν γίνεται από την υπεράσπιση, το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια, παραβιάζει την αρχή της ισότητας και συνεπώς το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να εναρμονίσει τις διατάξεις του άρθρου 148 με το Σύνταγμα, με αποτέλεσμα η παραπομπή του θέματος να είναι υποχρεωτική και όταν ζητείται από την υπεράσπιση.

Ούτε το επιχείρημα αυτό με βρίσκει σύμφωνο. Στην περίπτωση του άρθρου 148 δεν τίθεται θέμα ισότητας των όπλων γιατί η παραπομπή θέματος για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο δεν συνιστά διαδικαστικό όπλο, ούτε και παρέχει οποιοδήποτε πλεονέκτημα στην πλευρά που ζητά την παραπομπή. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα εναρμόνισης, για να χρησιμοποιήσω τον όρο που ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών, του άρθρου 148 με τις πρόνοιες του Συντάγματος.

Εξάλλου, δεν επιφυλάσσεται για γνωμοδότηση οποιοδήποτε ζήτημα εγείρεται διαρκούσης της δίκης, έστω και αν ζητείται κάτι τέτοιο από το Γενικό Εισαγγελέα. ΄Οπως έχει επισημανθεί στην υπόθεση Police v. Ekdotiki Eteria "Inomeni Dimosiographi Dias Ltd" and Another (1982) 2 C.L.R. 63, 67, η χρήση στο άρθρο 148 (1) του όρου «εγειρόμενο» δεικνύει ότι θα πρέπει να επιφυλάσσονται ζητήματα των οποίων η λύση πρέπει να είναι κρίσιμη, είτε για το τελικό αποτέλεσμα της υπόθεσης ή για την κρίση κάποιας πτυχής του που προοιωνίζει το αποτέλεσμα. Αν το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν εγείρεται ένα τέτοιο νομικό ζήτημα, μέσα στην έννοια που δίδεται ανωτέρω στον όρο, τότε και αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα μπορεί να απορριφθεί.

Η αίτηση απορρίπτεται, χωρίς καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα.

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο