ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 2152
21 Δεκεμβρίου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΕΤΑΣ,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
v.
1. ΔΕΣΠΩΣ ΑΝΔΡΕΟΥ (ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 10802/98),
2. ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ (ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 12357/98),
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10766)
Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Πραγματική μαρτυρία — Παρέχει βάση για την κρίση τόσο της αξιοπιστίας, όσο και της ακρίβειας της προφορικής μαρτυρίας για τις συνθήκες του ατυχήματος.
Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Συντρέχουσα αμέλεια — Η ταχύτητα αφ' εαυτής δεν αποτελεί απόδειξη αμέλειας.
Ευρήματα Δικαστηρίου — Αξιοπιστία μαρτύρων — Εφετείο, δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία μαρτύρων εκτός αν δεν δικαιολογούνται από την ενώπιον του μαρτυρία ή υπάρχει σφάλμα στην κρίση επί τούτων ή επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, δέχθηκε τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων-εναγόντων και απέρριψε εκείνη του εφεσείοντος-εναγόμενου ως προς τις περιστάσεις τροχαίου ατυχήματος και απέδωσε αποκλειστική ευθύνη για την πρόκλησή του εν λόγω ατυχήματος στον εφεσείοντα-εναγόμενο. Το Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι ενώ ο ενάγων οδηγούσε στη δεξιά λωρίδα της λεωφόρου Στροβόλου με κατεύθυνση από Λευκωσία προς Λακατάμια και ταχύτητα 70 περίπου χ.α.ω. πλησιάζοντας σε απόσταση 15-20 μέτρα περίπου την πάροδο της οδού Σουλίου, ο εναγόμενος εξήλθε από αυτή την πάροδο χωρίς να σταματήσει και να ελέγξει κατά πόσο ήταν ασφαλές και εισήλθε διαγώνια στη λεωφόρο με κλίση προς τη Λακατάμια. Αποτέλεσμα της ενέργειας του εναγόμενου ήταν η αποκοπή της ελεύθερης πορείας του ενάγοντος, η επαφή των δύο αυτοκινήτων, επαφή που έλαβε χώρα στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας στο σημείο Χ2 ή κοντά σ' αυτό και ακολούθως η ανεξέλεγκτη κλίση του αυτοκινήτου του ενάγοντος προς τη διαχωριστική νησίδα και η είσοδός του στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Η είσοδος αυτή προκάλεσε και τη σύγκρουση του με το αυτοκίνητο της ενάγουσας-εφεσίβλητης 1.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντος-εναγομένου εισηγήθηκε κατ' έφεση ότι τα συμπεράσματα και/ή ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες του δυστυχήματος, ήταν αποτέλεσμα:
α) εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας,
β) αποδοχής μαρτυρίας αντιφατικής και ασυμβίβαστης με την πραγματική μαρτυρία και τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα,
γ) απόρριψης μαρτυρίας που βεβαιωνόταν από συμπεράσματα που έβγαιναν από την πραγματική μαρτυρία και τη λογική.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η απουσία ορατών σημείων που να ιχνηλατούν την πορεία των οχημάτων πριν τη σύγκρουση, άφηνε ελάχιστα περιθώρια εξαγωγής ασφαλών συμπερασμάτων για το δυστύχημα από την πραγματική μαρτυρία.
2. Η διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων που περιστοίχιζαν το δυστύχημα έγινε μετά από την αποδοχή, ως αξιόπιστης, της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 2 και του μάρτυρα (Μ.Ε. 3) ο οποίος παρακολούθησε τα διαδραματισθέντα.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Κονναρή ν. Κυριάκου (1996) 1 Α.Α.Δ. 267,
Κυριάκου ν. Δημητρίου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1362.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 7/3/00 (Αρ. Αγωγών 10802/98 και 12357/98) με την οποία έκρινε ότι η ευθύνη για την πρόκληση οδικού ατυχήματος στο οποίο ενεπλάκησαν τα οχήματα των δύο εναγόντων και του εναγομένου βάρυνε αποκλειστικά τον εναγόμενο.
Α. Δικηγορόπουλος με. Μ. Κωνσταντινίδου, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Γεωργίου, για την Εφεσίβλητη 1.
Στ. Αμερικάνος, για τον Εφεσίβλητο 2.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..
ΠΙΚΗΣ, Π.: Αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας ήταν η διακρίβωση της ευθύνης των τριών οδηγών αντίστοιχου αριθμού αυτοκινήτων τα οποία ενεπλάκησαν σε οδικό δυστύχημα στη λεωφόρο Στροβόλου, δρόμος διπλής κατεύθυνσης, με δύο λωρίδες κυκλοφορίας σε κάθε μια από αυτές. Πρώτα συγκρούστηκαν τα οχήματα που οδηγούσαν αντίστοιχα ο εφεσείων (ΑΑΗ 235) και ο εφεσίβλητος 2 (ΕΤΡ854), στην πλευρά της λεωφόρου που οδηγεί προς τη Λακατάμια κοντά στην πάροδο Σουλίου. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η σύγκρουση έγινε κοντά στη γραμμή που διαχωρίζει τις δύο λωρίδες της συγκεκριμένης πλευράς της λεωφόρου. Ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης το όχημα του εφεσίβλητου 2, κτύπησε στη νησίδα που διαχωρίζει τα δύο ρεύματα κυκλοφορίας, ανετράπη και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα με αποτέλεσμα να επέλθει η δεύτερη σύγκρουση μεταξύ του οχήματος του εφεσίβλητου 2 και εκείνου της εφεσίβλητης 1 (ΥW 075), το οποίο κατευθυνόταν προς τη Λευκωσία.
Με ξεχωριστές αγωγές, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ο εφεσίβλητος 2, (αρ. 12357/98) και η εφεσίβλητη 1 (αρ. 10802/98), ενήγαγαν τον εφεσείοντα αποδίδοντας την πρώτη σύγκρουση σε οδική αμέλεια του τελευταίου και τη δεύτερη ως φυσιολογικό επακόλουθο της πρώτης, εντοπίζοντας ως γενεσιουργό αιτία και των δύο συγκρούσεων, την αμέλεια του εφεσείοντος.
Σύμφωνα με την εκδοχή των εφεσιβλήτων ενώ ο δεύτερος από αυτούς ήλαυνε κατά μήκος της έξω λωρίδας της λεωφόρου Στροβόλου με κατεύθυνση προς τη Λακατάμια, ο εφεσείων εισήλθε στη λεωφόρο από την πάροδο Σουλίου (η οποία απεικονίζεται στο σχέδιο που ετοίμασε ο αστυνομικός ανακριτής), χωρίς να σταματήσει, παρενεβλήθη στην πορεία του εφεσίβλητου 2, καθιστώντας έτσι αναπόφευκτη την επακολουθήσασα σύγκρουση μεταξύ των δύο οχημάτων· συνακόλουθο της οποίας ήταν να τεθεί εκτός ελέγχου το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου 2, με αποτέλεσμα την πρόκληση της δεύτερης σύγκρουσης.
Ο εφεσείων αρνήθηκε ευθύνη για την πρώτη σύγκρουση και κατ' επέκταση και για τη δεύτερη προβάλλοντας στην υπεράσπισή του μια εντελώς διαφορετική εκδοχή για τα αίτια του δυστυχήματος. Κατά τους ισχυρισμούς του ο εφεσίβλητος 2 τον ακολουθούσε στην έσω λωρίδα της λεωφόρου Στροβόλου. Στην προσπάθεια του να τον προσπεράσει, ο εφεσίβλητος 2, οδεύοντας με μεγάλη ταχύτητα, προσέκρουσε στη διαχωριστική νησίδα, στη συνέχεια κτύπησε στο αυτοκίνητο του εφεσείοντος, ανατράπηκε και ακολούθως εξετράπη στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Ο εφεσείων και ο εφεσίβλητος 2, υπέδειξαν διαφορετικά σημεία σύγκρουσης. Ο μεν εφεσίβλητος 2 σημείο πλησιέστερο προς την πάροδο Σουλίου, ο δε εφεσείων κάπως μακρύτερα· τοποθετώντας όμως και οι δύο τη σύγκρουση πλησίον της γραμμής που διαχωρίζει τις δύο λωρίδες. Ως προς τις συνθήκες της δεύτερης σύγκρουσης δεν διατυπώθηκαν διιστάμενες εκδοχές. Αιτία της σύγκρουσης ήταν η παρεμβολή του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου 2 στην πορεία της εφεσίβλητης 1.
Ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η πρώτη σύγκρουση δεν άφησε ίχνη που να σηματοδοτούν το σημείο όπου επεσυνέβη, ούτε τα δύο οχήματα άφησαν ίχνη που να επιμαρτυρούν την πορεία τους πριν τη σύγκρουση. Τέτοια ίχνη που φέρουν τα χαρακτηριστικά πραγματικής μαρτυρίας είναι βοηθητικά στη διαπίστωση των συνθηκών του δυστυχήματος και τη θεώρηση της αξιοπιστίας αλλά και της ακρίβειας προφορικής μαρτυρίας για τις συνθήκες του δυστυχήματος. (Βλ. μεταξύ άλλων, Κονναρή ν. Κυριάκου (1996) 1 Α.Α.Δ. 267· Κυριάκου ν. Δημητρίου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1362.)
Η αξιοπιστία της εκατέρωθεν προσαχθείσας μαρτυρίας αποτέλεσε το ουσιαστικό βάθρο για την κρίση (από το πρωτόδικο Δικαστήριο), των διιστάμενων εκδοχών και τη διαπίστωση των γεγονότων που περιβάλλουν το δυστύχημα.
Εκ μέρους του εφεσείοντος προσάχθηκε μαρτυρία από πρώην μέλος της Αστυνομικής Δύναμης, τον κ. Σχίζα ο οποίος επιχείρησε να αναπαραστήσει τις συνθήκες του δυστυχήματος με βάση τα ελάχιστα δεδομένα της σκηνής, τον πιθανό τόπο σύγκρουσης και την ταχύτητα των οχημάτων. Η προπαίδεια του μάρτυρα ήταν εκείνη του ερευνητή δυστυχημάτων στην Αστυνομία και του εξεταστή μηχανοκινήτων οχημάτων, γεγονός που περιόριζε, ως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, την πραγματογνωμοσύνη του στον τομέα που είχε ειδικευτεί, όχι στην αναπαράσταση δυστυχήματος με αναφορά σε παράγοντες έξω από τη σφαίρα της ειδικότητάς του.
Το Δικαστήριο έκρινε τον εφεσίβλητο 2 και το μάρτυρα Χρίστο Παπαδόπουλο (Μ.Ε.3), ο οποίος παρακολούθησε τα διαδραματισθέντα, ως καθ΄ όλα αξιόπιστους. Αντίθετη ήταν η κρίση του για την αξιοπιστία του εφεσείοντος, η μαρτυρία του οποίου κρίθηκε μεροληπτική, εμφορούμενη από διάθεση εξυπηρέτησης του δικού του συμφέροντος.
Η Δήμητρα Πανταζή, η οποία επίσης κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης δεν υπήρξε μάρτυς των γεγονότων που περιστοίχιζαν την πρώτη σύγκρουση.
Υπό το φως της κρίσης του για την αξιοπιστία των μαρτύρων το δικάσαν Δικαστήριο προέβη στα ευρήματα και συμπεράσματα του ως προς τις συνθήκες του δυστυχήματος τα οποία εκτίθενται στο απόσπασμα της απόφασής του που ακολουθεί: (σ.9)
«Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση είναι εύρημα μου ότι ενώ ο ενάγοντας οδηγούσε την 28/2/98 και γύρω στις 10:15 π.μ. στη δεξιά λωρίδα της λεωφόρου Στροβόλου με κατεύθυνση από Λευκωσία προς Λακατάμια και με ταχύτητα 70 περίπου χ.α.ω. πλησιάζοντας σε απόσταση 15-20 μέτρα περίπου την πάροδο της οδού Σουλίου, ο εναγόμενος εξήλθε από αυτή την πάροδο χωρίς να σταματήσει και να ελέγξει κατά πόσο αυτό ήταν ασφαλές και εισήλθε διαγώνια στη λεωφόρο Στροβόλου με κλίση προς τη Λακατάμια. Αποτέλεσμα της ενέργειας του εναγόμενου ήταν η αποκοπή της ελεύθερης πορείας του ενάγοντα, η επαφή των δύο αυτοκινήτων, επαφή που έλαβε χώρα στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας στο σημείο Χ2 ή κοντά σ' αυτό και ακολούθως η ανεξέλεγκτη κλίση του αυτοκινήτου του ενάγοντα προς τη διαχωριστική νησίδα και η είσοδος του στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Η είσοδος αυτή προκάλεσε και τη σύγκρουση του με το αυτοκίνητο της ενάγουσας.
Η ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος και των συνακόλουθων ζημιών βαρύνει αποκλειστικά και μόνο τον εναγόμενο. Η αμέλεια του είναι έκδηλη. Εισήλθε από πάροδο σε κύριο δρόμο χωρίς να καταστήσει την ενέργεια του αυτή ασφαλή και απέκοψε την ελεύθερη πορεία του αυτοκινήτου που νόμιμα οδηγείτο στον κύριο δρόμο. Η ενέργεια του αυτή ήταν και η γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος. Συντρέχουσα αμέλεια εκ μέρους του ενάγοντα δεν εντοπίζω. Όταν ο εναγόμενος του απέκοψε την πορεία αυτός βρισκόταν 15 μέτρα περίπου μακριά από την πάροδο. Περιθώρια αποφυγής του δυστυχήματος, υπό τες συνθήκες, δεν υπήρχαν. Το γεγονός ότι ο ενάγοντας οδηγούσε με ταχύτητα πέραν του ορίου δεν είναι αρκετό για να του προσδώσει συντρέχουσα αμέλεια. Η ταχύτητα από μόνη της δεν συνιστά αμέλεια (Δήμου ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1979) 1 Α.Α.Δ. 21, 24, Τουλουπή ν. Λαμπασκή (1997) 1 Α.Α.Δ. 1172). Παράγοντες που να διαφοροποιούν την πιο πάνω αρχή δεν έχουν εντοπιστεί στην προκειμένη περίπτωση. Αντιθέτως, η τροχαία κίνηση ήταν ανύπαρκτη και ο δρόμος που οδηγούσε ο ενάγοντας πλατιά λεωφόρος δύο λωρίδων.»
Ο εφεσείων προσβάλλει με την έφεσή του «τα συμπεράσματα και/ή ευρήματα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες του δυστυχήματος». Η αμφισβήτηση εστιάζεται στην εσφαλμένη απόρριψη ή παράλειψη απόδοσης της πρέπουσας βαρύτητας στη μαρτυρία του κ. Σχίζα και κατά δεύτερο λόγο στον ισχυρισμό ότι δεν αξιολογήθηκε σωστά η μαρτυρία της Δήμητρας Πανταζή. Τα αιτιολογικά της έφεσης συνοψίζονται από τον εφεσείοντα ως ακολούθως:
«(α) Δεν αξιολόγησε ορθά την μαρτυρία στο σύνολο της.
(β) Αποδέκτηκε μαρτυρία αντιφατική και ασυμβίβαστη με την πραγματική μαρτυρία και αδιαμφισβήτητα γεγονότα.
(γ) Απέρριψε μαρτυρία που βεβαιωνόταν από συμπεράσματα που έβγαιναν από την πραγματική μαρτυρία και την λογική χωρίς αποδεκτή ή οποιανδήποτε αιτιολογία που να στηρίζεται στην λογική.»
Σωστά επεσήμαναν οι εφεσίβλητοι ότι η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων που κατέθεσαν δεν αμφισβητείται ευθέως. Πλην προσβάλλεται έμμεσα (η κρίση αυτή) με τη διατύπωση της θέσης ότι αντίκειται προς τα συμπεράσματα που εξήχθησαν από το μάρτυρα Σχίζα, του οποίου η μαρτυρία εσφαλμένα κατ' ισχυρισμό απορρίφθηκε ως βάση για την αναπαράσταση του δυστυχήματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο μάρτυρας αυτός με σημείο αναφοράς αποτυπώματα πλάγιας ολίσθησης του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου 2, πιθανολόγησε το ενδεχόμενο το αυτοκίνητό του να είχε συγκρουσθεί με άλλο όχημα πριν τη σύγκρουσή του με το όχημα του εφεσείοντος, γεγονός που δεν επιμαρτυρείται από κανένα ούτε από τον εφεσείοντα.
Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο κ. Σχίζας δεν είχε τα προσόντα που θα του επέτρεπαν να αναπαραστήσει τις συνθήκες του δυστυχήματος με τα στοιχεία που είχε διαθέσιμα, μας βρίσκει σύμφωνους. Πέραν τούτου η απουσία ορατών σημείων που να ιχνηλατούν την πορεία των οχημάτων πριν τη σύγκρουση, άφηνε ελάχιστα περιθώρια εξαγωγής ασφαλών συμπερασμάτων για το δυστύχημα από την πραγματική μαρτυρία.
Με αυτά υπόψη το κρίσιμο ερώτημα κατά πόσο ο εφεσείων εισήλθε από την πάροδο στον κύριο δρόμο χωρίς να σταματήσει, φράσσοντας τοιουτοτρόπως την πορεία του εφεσίβλητου 2, μπορούσε να απαντηθεί μόνο από όσους παρακολούθησαν τα συμβάντα και αξιόπιστα τα κατέθεσαν στο Δικαστήριο. Ότι κατά το χρόνο της σύγκρουσης ήταν και τα δύο οχήματα στη λεωφόρο Στροβόλου, δεν υπάρχει αμφιβολία. Όπως το Δικαστήριο παρατήρησε, οι ελάχιστες αντικειμενικές ενδείξεις που υπήρχαν για το δυστύχημα ήταν συμβατές και με τις δύο εκδοχές.
Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ήταν καθοριστικής σημασίας για τη διαπίστωση των ουσιωδών γεγονότων που περιστοίχιζαν το δυστύχημα. Αντίθετους μας βρίσκει και η εισήγηση του εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε τη μαρτυρία της Δήμητρας Πανταζή ή ότι παραγνώρισε ουσιώδεις πτυχές της. Η μάρτυς όδευε κατά μήκος της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας απ' ότι ο εφεσείων και ο εφεσίβλητος 2. Επιμαρτύρησε τα της δεύτερης σύγκρουσης, ως η ίδια κατέθεσε. Αναφορικά με την πρώτη σύγκρουση δεν ήταν σε θέση να διαφωτίσει το Δικαστήριο. Η απάντησή της σε σχετικό ερώτημα ήταν «δεν τα είδα, δεν ξέρω».
Δεν διαπιστώνουμε βάσιμο λόγο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει επέμβαση μας στα ευρήματα και στα συμπεράσματα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ή στην κατάληξή του.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.