ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 1 ΑΑΔ 1389

20 Σεπτεμβρίου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΑΦΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ

ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΥΤΗΣ

ΠΑΝΙΕΡΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΠΑΦΟΥ κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΡΙΣΤΗΣ ΚΟΡΑΚΙΔΟΥ ΜΑΚΡΙΔΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10870)

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμων ― Κατά πόσο το Άρθρο 4 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, αντίκειται προς το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος και είναι ως εκ τούτου αντισυνταγματικό.

Οδοί και Οικοδομές ― Άρθρο 4 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 ― Κατά πόσο αντίκειται προς το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος και είναι ως εκ τούτου αντισυνταγματικό.

Διοικητικό Δίκαιο ― Αναθεώρηση εκτελεστών διοικητικών πράξεων στον τομέα του δημοσίου δικαίου ― Ανάγεται αποκλειστικά στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Η εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο με την οποία ζητούσε διάταγμα όπως η εφεσείουσα κατεδαφίσει οικοδομή την οποία είχε ανεγείρει βάσει καλυπτικών αδειών οι οποίες στη συνέχεια ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο σε προσφυγές της εφεσίβλητης, όπως και αποζημιώσεις. Στήριξε την αίτηση της στο άρθρο 146.6 του Συντάγματος και στο Άρθρο 4 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96.

Η εφεσείουσα απάντησε με αίτηση για ακύρωση της σφράγισης της αίτησης βασιζόμενη στη θέση ότι η διαδικασία έπρεπε να ήταν με κλητήριο ένταλμα και όχι με αίτηση, και ότι εν πάση περιπτώσει το Άρθρο 4 είναι αντισυνταγματικό ως αντικείμενο στο Άρθρο 146.1 του Συντάγματος.  Στην ένσταση της η εφεσίβλητη υποστήριξε ότι οι ρητές διατάξεις του Άρθρου 4 αναφέρονται σε αίτηση, διαφοροποιώντας έτσι τη διαδικασία από τη συνήθη διά κλητηρίου εντάλματος δυνάμει της Δ.2, Θ.1 και ότι το Άρθρο 4 συνάδει με το Άρθρο 146.1 διότι τυγχάνει εφαρμογής μόνο εφ' όσον υπάρξει ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο συμφώνησε με τις θέσεις της εφεσίβλητης.  Έκρινε ότι η ορολογία που χρησιμοποιείται στο Άρθρο 4, η αναφορά δηλαδή σε αίτηση του ενδιαφερομένου προσώπου η οποία υποβάλλεται με κλήση και αναφέρει ως τους καθ' ων η αίτηση τον κάτοχο της άδειας και την αρμόδια αρχή, συνιστά ρητή απόκλιση από τη Δ.2, Θ.1 έτσι ώστε η αίτηση και όχι το κλητήριο ένταλμα να ήταν η ορθή διαδικασία. Έκρινε περαιτέρω ότι το Άρθρο 4 δεν αντίκειται προς το Άρθρο 146 εφ' όσον ισχύει στην περίπτωση χορηγηθείσας άδειας που δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του νόμου και των κανονισμών, γεγονός που μπορεί να καταδειχθεί είτε με ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είτε άλλως πως.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Άρθρο 4 αναφέρεται στη διακρίβωση από το δικαστήριο της νομιμότητας άδειας χορηγούμενης δυνάμει του Άρθρου 3 ως προϋπόθεσης για την παροχή από το ίδιο δικαστήριο αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας προβλεπόμενης σε αυτό.  Τούτο όμως συνιστά ευθέως κρίση επί της νομιμότητας της άδειας ως διοικητικής πράξης, αρμοδιότητα η οποία, μετά από την εφαρμογή τυ Συντάγματος, εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

2.  Το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου εμπερικλείει δύο σφάλματα.  Κατά πρώτο, εισηγείται ότι η νομιμότητα της άδειας θα μπορούσε να κριθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο άλλως παρά μόνο με ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Και κατά δεύτερο λόγο, παραγνωρίζει ότι αυτό που κάνει το Άρθρο 4(2) είναι να αναθέσει στο Επαρχιακό Δικαστήριο αρμοδιότητα να αποφανθεί επί της νομιμότητας διοικητικής πράξης.

3.  Το Άρθρο 4(2) δεν επιδιώκει να καλύψει την περίπτωση άδειας ακυρωθείσας από άλλο δικαστήριο αλλά την περίπτωση υφιστάμενης άδειας τη νομιμότητα της οποίας, για σκοπούς των προβλεπομένων θεραπειών, καλείται να αποφασίσει το Επαρχιακό Δικαστήριο.

4.  Το Άρθρο 4(2) δεν θα μπορούσε να περισωθεί με βάση το Άρθρο 188 του Συντάγματος όπως εισηγείται ο συνήγορος της εφεσίβλητης.

5.  Εφ' όσον επιδιώκεται θεραπεία δυνάμει του Άρθρου 146.6 ακόλουθα ακυρωτικής απόφασης, δεν είναι δυνατή η προσφυγή σε παράλληλη διαδικασία για εξασφάλιση θεραπείας και μάλιστα άλλης από την αποζημίωση που προνοείται στο Άρθρο 146.6, όπως στην προκειμένη περίπτωση που επιδιώκεται με την αίτηση της εφεσίβλητης, εκτός από αποζημιώσεις, η κατεδάφιση της οικοδομής. Δεν είναι λοιπόν δυνατή η συνέχιση σε ισχύ του Άρθρου 4 παράλληλα με το Άρθρο 146.

6.  Μετά την κατάληξη ότι η όλη διαδικασία που προβλέπεται από το Άρθρο 4(2) δεν προσφέρεται πλέον ως μη ισχύουσα μετά από την εφαρμογή του Συντάγματος, το άλλο σκέλος της έφεσης, που αφορά κατά πόσο η διαδικασία κάτω από το άρθρο 4(2) είναι με κλητήριο ένταλμα ή με αίτηση, παύει να έχει αντικείμενο.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αγρόκτημα Λανίτης Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα (1991) 1 Α.Α.Δ. 225,

Takis P. Markides Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1424,

Kyriakides v. Republic 1 RSCC 66,

Mikrommatis v. Republic 2 R.S.C.C. 125,

Ouzounian v. Republic (1966) 3 C.L.R. 553,

Platis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 384.

Έφεση.

Αίτηση από την καθ' ης η αίτηση κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 24/7/00 (Γεν. Αίτηση 154/99) με την οποία αποδέχθηκε την αίτηση της αιτήτριας με την οποία ζητούσε διάταγμα όπως η εφεσείουσα κατεδαφίσει οικοδομή την οποία είχε ανεγείρει βάσει καλυπτικών αδειών οι οποίες στη συνέχεια ακυρώθησαν από το Ανώτατο Δικαστήριο σε προσφυγές της εφεσίβλητης, όπως και αποζημιώσεις.

Χρ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Κορακίδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚHΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η Εφεσίβλητη καταχώρισε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου με την οποία ζητούσε διάταγμα όπως η Εφεσείουσα κατεδαφίσει οικοδομή την οποία είχε ανεγείρει βάσει καλυπτικών αδειών οι οποίες στη συνέχεια ακυρώθησαν από το Ανώτατο Δικαστήριο σε προσφυγές της Εφεσίβλητης, όπως και αποζημιώσεις. Στήριξε την αίτηση της στο Άρθρο 146.6 του Συντάγματος και στο άρθρο 4 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφάλαιο 96, το οποίο προνοεί:

"4.-(1) .....................................................................................

(2) Όταν με την αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου προσώπου ή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αποδεικνύεται προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι άδεια που χορηγήθηκε κατά ή μετά τη 2η Φεβρουαρίου 1950 δυνάμει του άρθρου 3 δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του Νόμου αυτού ή των Κανονισμών που εκάστοτε είναι σε ισχύ και ότι δεν υπήρχε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης, το Δικαστήριο δύναται -

(α) να διατάσσει όπως, εντός τέτοιου χρόνου ως ήθελε οριστεί στο διάταγμα, οποιαδήποτε εργασία ή ζήτημα που διεξάχθηκε ή που έγινε δυνάμει της άδειας αυτής κατεδαφιστεί ή μετακινηθεί ή μετατραπεί με τέτοιο τρόπο ώστε να συμμορφώνεται με τις διατάξεις του Νόμου και των Κανονισμών που εκάστοτε είναι σε ισχύ·

(β)  να διατάσσει όπως η αρμόδια αρχή ή οποιαδήποτε μέλη, ατομικά, οποιασδήποτε τέτοιας αρχής τα οποία κατείχαν θέση κατά το χρόνο της χορήγησης της άδειας, είτε τα μέλη αυτά εξακολουθούν να κατέχουν θέση είτε όχι (τα οποία στο εξής θα αναφέρονται ως "η παραλείπουσα αρχή" και "οι παραλείποντες" αντίστοιχα) πληρώσουν στον κάτοχο της άδειας που επηρεάζεται από διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει της παραγράφου (α), τέτοια αποζημίωση για οποιαδήποτε απώλεια ή ζημιά την οποία υπέστη ο κάτοχος αυτός συνεπεία οποιουδήποτε που έγινε δυνάμει του διατάγματος αυτού, ως το Δικαστήριο ήθελε διατάξει:

Νοείται ότι καμιά αποζημίωση δεν διατάσσεται να καταβληθεί δυνάμει της παραγράφου αυτής, αν κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου ο κάτοχος της άδειας με τη συμπεριφορά του ή με άλλο τρόπο βοήθησε άμεσα ή έμμεσα στη χορήγηση της άδειας αναφορικά με την οποία υποβάλλεται η αίτηση.

.............................................................................................."

Η Εφεσείουσα απάντησε με αίτηση για ακύρωση της σφράγισης της αίτησης βασιζόμενη στη θέση ότι η διαδικασία έπρεπε να ήταν με κλητήριο ένταλμα και όχι με αίτηση, και ότι εν πάση περιπτώσει το άρθρο 4 είναι αντισυνταγματικό ως αντικείμενο στο Άρθρο 146.1 του Συντάγματος. Στην ένσταση της η Εφεσίβλητη υποστήριξε ότι οι ρητές διατάξεις του άρθρου 4 αναφέρονται σε αίτηση, διαφοροποιώντας έτσι τη διαδικασία από τη συνήθη δια κλητηρίου εντάλματος δυνάμει της Δ.2 θ.1, και ότι το άρθρο 4 συνάδει με το Άρθρο 146.1 διότι τυγχάνει εφαρμογής μόνον εφ' όσον υπάρξει ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος ο οποίος επελήφθη της αίτησης συμφώνησε με τις θέσεις της Εφεσίβλητης. Έκρινε ότι η ορολογία που χρησιμοποιείται στο άρθρο 4, η αναφορά δηλαδή σε αίτηση του ενδιαφερόμενου προσώπου η οποία υποβάλλεται με κλήση και αναφέρει ως τους καθ' ων η αίτηση τον κάτοχο της άδειας και την αρμόδια αρχή, συνιστά ρητή απόκλιση από τη Δ.2 θ.1 η οποία και προβλέπεται ως δυνατή στην ίδια τη Δ.2 θ.1, έτσι ώστε η αίτηση και όχι το κλητήριο ένταλμα να ήταν η ορθή διαδικασία. Έκρινε περαιτέρω ότι το άρθρο 4 δεν αντίκειται προς το Άρθρο 146 εφ' όσον ισχύει στην περίπτωση χορηγηθείσας άδειας που δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του νόμου και των κανονισμών, γεγονός που μπορεί να καταδειχθεί είτε με ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είτε άλλως πως.

Η έφεση επικεντρώνεται στην εισήγηση ότι το άρθρο 4, θεσμοθετηθέν το 1950, δεν μπορεί να εξακολουθεί να ισχύει μετά από την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος δυνάμει του Άρθρου 188 εφ' όσον προϋποθέτει, για παροχή των προβλεπομένων σε αυτό θεραπειών, τη διάγνωση από το Επαρχιακό Δικαστήριο ότι η χορηγηθείσα άδεια αντιβαίνει στο νόμο και τους κανονισμούς, αρμοδιότητα που σύμφωνα με το Άρθρο 146.1 ανατίθεται κατ' αποκλειστικότητα στο Ανώτατο Δικαστήριο.  Στην εισήγηση αυτή εδράζεται και το άλλο σκέλος της έφεσης που αφορά την ορθότητα της εναρκτήριας διαδικασίας καθ' όσον, αν το άρθρο 4 θεωρηθεί ως μη ισχύον πλέον, ακόλουθα και η διαδικασία που προβλέπεται σε αυτή ως αίτηση δια κλήσεως παύει να εφαρμόζεται.  Παρατηρούμε σχετικά ότι το θέμα της ισχύος του άρθρου 4(2) αποτέλεσε εξ αρχής ουσιαστική πτυχή της αίτησης όσο και των εισηγήσεων πρωτοδίκως του κ. Γεωργιάδη, αλλά και της εφεσιβαλλόμενης απόφασης, και δεν διαπιστώνεται έρεισμα στην εισήγηση του κ. Κορακίδη ότι το θέμα δεν είναι εφέσιμο.

Με όλο το σέβας, έχουμε τη γνώμη ότι ο ευπαίδευτος Πρόεδρος έσφαλε θεμελιακά στην εκτίμηση του πράγματος. Είναι κατάδηλο ότι το άρθρο 4 αναφέρεται στη διακρίβωση από το δικαστήριο της νομιμότητας άδειας χορηγούμενης δυνάμει του άρθρου 3 ως προϋπόθεσης για την παροχή από το ίδιο δικαστήριο αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας προβλεπόμενης σε αυτό. Τούτο όμως συνιστά ευθέως κρίση επί της νομιμότητας της άδειας ως διοικητικής πράξης, αρμοδιότητα η οποία, μετά από την εφαρμογή του Συντάγματος, εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σχετική όσο και καθαρή προς τούτο είναι και η νομολογία στην οποία αναφέρθηκε ο κ. Γεωργιάδης (ίδε: Αγρόκτημα Λανίτης Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα (1991) 1 Α.Α.Δ. 225, Takis P. Markides Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1424).  Όπως το έθεσε ο Πικής, Δ. (ως ήτο τότε) στη Λανίτη, σ. 231:

"Όπως είναι πρόδηλο από το κείμενο του άρθρ. 146, παρέχεται στο Ανώτατο Δικαστήριο αποκλειστική δικαιοδοσία για την αναθεώρηση κάθε πράξης διοικητικής Αρχής ή οργάνου το οποίο ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία. Το άρθρο 146.1 καλύπτει την ολότητα του φάσματος διοικητικών πράξεων, αποφάσεων και παραλείψεων της Διοίκησης στον τομέα του δημόσιου δικαίου."

Και στη Markides, παραθέτοντας και το πιο πάνω απόσπασμα από τη Λανίτη, στη σ. 1432:

"Η αναθεώρηση εκτελεστών διοικητικών πράξεων στον τομέα του δημοσίου δικαίου ανάγεται αποκλειστικά στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Άρθρο 146.1 αποκλείει την εξέταση, άμεσα, έμμεσα ή παρεμπιπτόντως, από οποιοδήποτε δικαστήριο άλλο από το Ανώτατο Δικαστήριο, της νομιμότητας και εγκυρότητας εκτελεστής διοικητικής πράξης και κάθε προπαρασκευαστικής πράξης ή ενέργειας συναφούς προς την έκδοσή της."

Το άρθρο 4 βέβαια δεν αναφέρει ποιο δικαστήριο έχει υπ΄όψη του, πέραν της πρόνοιας στο εδάφιο (4) ότι για τους σκοπούς του άρθρου 4 "Δικαστήριο" σημαίνει Δικαστήριο αρμόδιας δικαιοδοσίας. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος εξέλαβε ως δεδομένο ότι το αρμόδιο δικαστήριο ήταν το Επαρχιακό Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου, εξ άλλου, και είχε καταχωρηθεί η αίτηση προσδιορίζοντας έτσι ότι και η Εφεσίβλητη αποτείνετο στο Επαρχιακό Δικαστήριο ως αρμόδιο δικαστήριο. Ασφαλώς δε το άρθρο 4(2) δεν μπορεί να αναφέρεται στο Ανώτατο Δικαστήριο ως εκδικάζον την αίτηση δικαστήριο αφού τέτοια αρμοδιότητα δεν υφίσταται. Εκλαμβανόμενο λοιπόν ως αναφερόμενο στο Επαρχιακό Δικαστήριο, το άρθρο 4(2), καθ' όσον αναθέτει στο Επαρχιακό Δικαστήριο αρμοδιότητα να αποφανθεί επί της νομιμότητας της χορηγηθείσας άδειας, δεν μπορεί να θεωρείται ως συνεχίζον εν ισχύει εφ' όσον μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να πράξει τούτο. Ούτε μπορεί βέβαια να ανατραπεί η πάγια αυτή θέση με το σκεπτικό που υιοθέτησε ο ευπαίδευτος Πρόεδρος λέγοντας ότι (σ.7):

"Το τι απαιτεί το άρθρο 4(2) του Κεφ. 96 για να ικανοποιηθεί το δικαστήριο, είναι το αναγκαίο προαπαιτούμενο, ότι δηλαδή χορηγήθηκε άδεια χωρίς να είναι σύμφωνη με το Νόμο. Το πώς θα ικανοποιηθεί είναι θέμα αποδεικτικού υλικού που ενδεχόμενα να μην είναι μόνο η ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Για την τεκμηρίωση οποιασδήποτε θέσης το εκδικάζων Δικαστήριο θα κρίνει."

Το σκεπτικό αυτό εμπερικλείει δύο σφάλματα.  Κατά πρώτο, εισηγείται ότι η νομιμότητα της άδειας θα μπορούσε να κριθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο άλλως παρά μόνο με ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Και κατά δεύτερο λόγο, παραγνωρίζει ότι αυτό που κάνει το άρθρο 4(2) είναι να αναθέσει στο Επαρχιακό Δικαστήριο αρμοδιότητα να αποφανθεί επί της νομιμότητας διοικητικής πράξης. Αυτή την έννοια έχει η αναφορά στο ότι η θεραπεία δίδεται εφ' όσον αποδεικνύεται προς ικανοποίηση του δικαστηρίου ότι η άδεια δεν είναι σύμφωνη με το νόμο και τους κανονισμούς, έστω και αν η απόφαση δεν απολήγει να είναι ακυρωτική της άδειας. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το Επαρχιακό Δικαστήριο, κρίνοντας έτσι τη νομιμότητα της άδειας, θα υπεισέρχετο στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αλλά και στην περίπτωση, όπως η προκειμένη, που υπάρχει ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά εφ' όσον και πάλι είναι το ίδιο το Επαρχιακό Δικαστήριο που αναμένεται από το άρθρο 4(2) να ικανοποιηθεί ότι η άδεια δεν είναι σύμφωνη με το νόμο και τους κανονισμούς, ενεργώντας έτσι και πάλι ως κριτής νομιμότητας της άδειας. Σημειωτέο δε ότι, αν η άδεια έχει ήδη ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν υφίσταται καν πλέον για να αποδειχθεί προς ικανοποίηση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι δεν είναι σύμφωνη με το νόμο και τους κανονισμούς.  Και τούτο διότι στην πραγματικότητα το άρθρο 4(2) δεν επιδιώκει να καλύψει την περίπτωση άδειας ακυρωθείσας από άλλο δικαστήριο αλλά την περίπτωση υφιστάμενης άδειας τη νομιμότητα της οποίας, για σκοπούς των προβλεπομένων θεραπειών, καλείται να αποφασίσει το Επαρχιακό Δικαστήριο.

Είναι γι' αυτό το λόγο που το άρθρο 4(2) δεν θα μπορούσε να περισωθεί με βάση το Άρθρο 188 του Συντάγματος όπως εισηγείται ο κ. Κορακίδης (ο οποίος ομολογεί ότι δεν θα ίσχυε στο βαθμό που το Επαρχιακό Δικαστήριο θα μπορούσε να αποφαίνετο επί της νομιμότητας της άδειας) με ανάλογη προσαρμογή ώστε να επιτρέπει την παροχή θεραπείας από το Επαρχιακό Δικαστήριο μόνο αν έχει εκδοθεί ακυρωτική απόφαση από το Ανώτατο Δικαστήριο. Κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς έξω από το πνεύμα όσο και το γράμμα του άρθρου 4 και θα ισοδυναμούσε όχι με προσαρμογή αλλά με αναδόμηση του. Το άρθρο 4(2), θεσπισθέν πριν από την καθιέρωση της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Άρθρου 146, δεν συναρτάτο προς ακυρωτική απόφαση - ούτε απέληγε σε ακύρωση της άδειας - αλλά ευθέως προς τη διαμόρφωση κρίσης από το ίδιο το Επαρχιακό Δικαστήριο ως προς τη συμφωνία της άδειας αυτής καθ' αυτής με το νόμο και τους Κανονισμούς. Υπάρχει όμως και ένας άλλος πιο θεμελιακός λόγος για τον οποίο αυτό δεν μπορεί να γίνει.  Η ανάθεση από το άρθρο 146.1 στο Ανώτατο Δικαστήριο αποκλειστικής δικαιοδοσίας επί της νομιμότητας διοικητικής πράξης συνδέεται προς τη θεραπεία η οποία προνοείται στο Άρθρο 146.6 σε περίπτωση ακυρωτικής απόφασης.  Είναι νομολογημένο ότι, όπως το έθεσε ο Πικής, Δ. (ως ήτο τότε), στη Λανίτη, ανωτέρω, σ. 234:

"... η ακύρωση διοικητικής πράξης, ενέργειας ή παράλειψης, αποτελεί προϋπόθεση για προσφυγή σε πολιτικό δικαστήριο για τη διεκδίκηση αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας (Βλ. μεταξύ άλλων, Kampis v. Republic (1984) 1 C.L.R. 314 και Philippides & Son v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2588)."

Είναι επίσης ακόλουθα νομολογημένο ότι δεν μπορούν να υπάρχουν παράλληλες θεραπείες προς το πλαίσιο του Άρθρου 146. Τούτο παρατηρήθη ήδη από το 1961 - ίδε Kyriakides v. Republic 1 R.S.C.C. 66, Mikrommatis v. Republic, 2 R.S.C.C. 125, είναι δε συνυφασμένο με την έννοια της αποκλειστικότητας της δικαιοδοσίας του Άρθρου 146 - Ouzounian v Republic (1966) 3 C.L.R. 553, Platis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 384. Εφ' όσον λοιπόν επιδιώκεται θεραπεία δυνάμει του Άρθρου 146.6 ακόλουθα ακυρωτικής απόφασης, δεν είναι δυνατή η προσφυγή σε παράλληλη διαδικασία για εξασφάλιση θεραπείας και μάλιστα άλλης από την αποζημίωση που προνοείται στο Άρθρο 146.6, όπως στην προκειμένη περίπτωση που επιδιώκεται με την αίτηση της Εφεσίβλητης, εκτός από αποζημιώσεις, η κατεδάφιση της οικοδομής. Δεν είναι λοιπόν δυνατή η συνέχιση σε ισχύ του άρθρου 4 παράλληλα με το Άρθρο 146.

Εφ' όσον καταλήγουμε ότι η όλη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 4(2) δεν προσφέρεται πλέον ως μη ισχύουσα μετά από την εφαρμογή του Συντάγματος, το άλλο σκέλος της έφεσης, που αφορά κατά πόσο η διαδικασία κάτω από το άρθρο 4(2) είναι με κλητήριο ένταλμα ή με αίτηση, παύει να έχει αντικείμενο.

Είναι γεγονός ότι η αίτηση της Εφεσίβλητης βασίσθηκε όχι μόνο στο άρθρο 4(2) αλλά και στο Άρθρο 146.6 και ότι το θέμα του κατάλληλου δικονομικού τύπου ετέθη στην αίτηση της Εφεσείουσας γενικά και όχι μόνο ως προς το άρθρο 4(2). Το θέμα όμως εξετάσθηκε ουσιαστικά σε συνάρτηση με το άρθρο 4(2) και δεν υπήρξε επέκταση στο άρθρο 146.6. Εν πάση περιπτώση όμως δεν θα μπορούσαμε να εξετάσουμε το θέμα ως προς το Άρθρο 146.6 καθ' όσον ο δεύτερος λόγος έφεσης που αφορά την καταλληλότητα του δικονομικού τύπου περιορίζεται, όπως προκύπτει από την αιτιολογία του, στη συνάρτηση της απόφασης ότι το ορθό εναρκτήριο μέσο είναι η αίτηση προς την προηγηθείσα διαπίστωση του δικαστηρίου ότι το άρθρο 4 εξακολουθεί να ισχύει. Ο κ. Γεωργιάδης στη γραπτή αγόρευση του περιλαμβάνει την εισήγηση ότι η διαδικασία βάσει του Άρθρου 146.6 αρχίζει, σύμφωνα με νομολογία στην οποία παραπέμπει, με κλητήριο ένταλμα, αυτό όμως είναι εκτός των παραμέτρων της έφεσης και δεν μπορεί να εξετασθεί.

Ως αποτέλεσμα, η έφεση επιτυγχάνει και η εφεσιβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται, η δε αίτηση της Εφεσείουσας, αποκαθιστάμενη, επιτυγχάνει, εκδιδομένου διατάγματος με το οποίο ακυρώνεται η σφράγιση της αίτησης και των παρεπόμενων τούτης διαδικασιών.

Η Εφεσίβλητη θα καταβάλει τα έξοδα της Εφεσείουσας τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεσιν.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο