ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 1379
20 Σεπτεμβρίου, 2001
[NIKHTAΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ARISTO DEVELOPERS LTD,
Εφεσείοντες,
v.
ΑΝΔΡEΑ ΣΠYΡΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
ΚΑΙ ΔΙΑ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΕΩΣ:
ΜΕΤΑΞΥ:
ΑΝΔΡΕΑ ΣΠΥΡΟΥ,
Ενάγοντα,
v.
1. ARISTO DEVELOPERS LTD,
2. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ,
Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10871)
Πολιτική Δικονομία ― Συνεκδίκαση ανταπαίτησης με αγωγή ― Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ― Είναι συνυφασμένη με την καλή απονομή της δικαιοσύνης ― Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.21, θ.10.
Οι εφεσείοντες και ο εφεσίβλητος συνήψαν συμφωνία για την αξιοποίηση κτήματος, του οποίου ήταν συνιδιοκτήτες. Η συμφωνία προνοούσε την ανέγερση οικοδομών και στη συνέχεια τη διανομή των μονάδων στους συμβαλλομένους, οι οποίοι προς τούτο αντάλλαξαν και ανάλογα πληρεξούσια έγγραφα. Την ανέγερση των οικοδομών ανέλαβαν, στα πλαίσια των όρων της συμφωνίας, οι ίδιοι οι εφεσείοντες, υπεγράφη δε σχετική συμφωνία εργολαβίας μεταξύ των εφεσειόντων και του εφεσίβλητου. Η υποχρέωση του εφεσίβλητου δυνάμει της συμφωνίας αυτής ήταν να πληρώσει στους εφεσείοντες £400.000 για την ανέγερση των μονάδων των οικοδομών που είχε συμφωνηθεί ότι του αναλογούσαν.
Οι εφεσείοντες στην έκθεση απαίτησης τους ισχυρίζονται ότι οι οικοδομές αποπερατώθηκαν αλλά ο εφεσίβλητος αρνήθηκε να συνεργαστεί για την εφαρμογή της συμφωνηθείσας διανομής και ανάλογης εγγραφής των μονάδων, ανακαλώντας και το προς τούτο δοθέν πληρεξούσιο του. Ζητούν έτσι ειδική εκτέλεση της συμφωνίας καθώς και αποζημιώσεις για ισχυριζόμενες ακόλουθες ζημιές τους.
Ο εφεσίβλητος στην υπεράσπιση και ανταπαίτηση του ισχυρίζεται ότι οι εφεσείοντες δεν συμπλήρωσαν τις εργασίες των οικοδομών, τερματίζοντας όλες τις συμφωνίες, οπότε ο εεφεσίβλητος ανάθεσε σε άλλη εταιρεία τη συμπλήρωση τους. Ανταπαιτεί έτσι ποσό πέραν των £200.000 για τις ζημιές που ισχυρίζεται ότι υπέστη ως αποτέλεσμα καθώς και ποσό πέραν των £88.000 που ισχυρίζεται ότι ο επιβλέπων αρχιτέκτονας αποφάσισε ότι του οφείλεται από τους εφεσείοντες επί διαφοράς που προέκυψε και την οποία ο εφεσίβλητος παρέπεμψε στον επιβλέποντα αρχιτέκτονα όπως προνοούσαν οι συμφωνίες εργολαβίας.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση για αποκλεισμό της ανταπαίτησης ισχυριζόμενοι ότι οι συμφωνίες εργολαβίας είναι χωριστές και αυτοτελείς ως προς τη βασική συμφωνία, την οποία και μόνη αφορά η απαίτηση τους για ειδική εκτέλεση εφ' όσον οι οικοδομές συμπληρώθηκαν στα πλαίσια της και ότι η εκδίκαση και έκβαση της απαίτησης τους ουδεμία επιρροή θα μπορούσε να έχει επί της ανταπαίτησης, όπως και αντίστροφα, εφ' όσον δεν εγείρονται κοινά νομικά ή πραγματικά θέματα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού διατύπωσε τις αρχές που διέπουν το θέμα, διαπίστωσε ότι υπήρχαν κοινά πραγματικά θέματα, κοινότητα διαδίκων και αναγωγή της όλης δομής των σχέσεων των μερών στην κοινοκτημοσύνη τους και συμφωνία τους για κοινή αξιοποίηση του κτήματος και απέρριψε την αίτηση παρατηρώντας ότι το ενδεχόμενα πολύπλοκο και χρονοβόρο της ανταπαίτησης δεν απέκλειε τη συνεκδίκαση της με την απαίτηση.
Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την πρωτόδικη απόφαση. Το κέντρο βάρους των ισχυρισμών τους ήταν ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε συνάφεια μεταξύ απαίτησης και ανταπαίτησης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι διάδικοι συμφώνησαν για κοινή αξιοποίηση του κτήματος τους εις τρόπον ώστε μετά την ανέγερση των οικοδομών ο κάθε ένας να έπαιρνε τις μονάδες πoυ του αναλογούσαν. Η βασική συμφωνία τους δεν ήταν μόνο για κατανομή των μονάδων που θα ανεγείροντο αλλά ήταν άμεσα συνδεδεμένη προς όλα όσα θα εγίνοντο προς οικοδόμηση εκείνων των μονάδων. Η ίδια η ανάληψη της εργολαβίας από τους εφεσείοντες αντλούσε τη βάση της από την αρχική συμφωνία και οι συμφωνίες για την εργολαβία δεν θα μπορούσαν να ιδωθούν έξω από το πλαίσιο εκείνης ως συνέχεια της.
2. Η συνάφεια μεταξύ απαίτησης και ανταπαίτησης όχι μόνο μείωνε τη σημασία οποιασδήποτε επιπρόσθετης δυσχέρειας, καθυστέρησης και δαπάνης που θα συνεπάγετο η συνεκδίκαση απαίτησης και ανταπαίτησης, εφ' όσον μάλιστα η συνάφεια ή και εξάρτηση των δύο καθιστούσε πρόσφορη, αν όχι και αναγκαία τη συνεκδίκαση τους, αλλά και δεν μπορεί να λεχθεί ότι καταδεικνύεται τέτοια υπέρμετρη πολυπλοκότητα, δυσχέρεια και καθυστέρηση ως εκ της συνεκδίκασης της ανταπαίτησης που να υπερίσχυε του πρόσφορου της συνεκδίκασης.
3. Το θέμα ανάγετο στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα πλαίσια της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του κάτω από τη Δ.21, Θ.10. Μόνο όπου διαπιστώνεται ότι αυτή ασκήθηκε με αναφορά σε εξωγενείς παράγοντες ή έτσι που κανένα δικαστήριο δεν θα μπορούσε να καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση παρέχεται δυνατότητα παρέμβασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αυτή δεν είναι η περίπτωση εδώ, όπου το Δικαστήριο αναφέρθηκε σε όλους τους σχετικούς παράγοντες και τους συστάθμισε για να καταλήξει στην απόφαση του και δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του Δικαστηρίου.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1991) 1 A.A.Δ. 710,
Athina Leathergoods Ltd κ.ά. v. Χαραλάμπους κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 787,
Πελετιές ν. Ataya (1990) 1 A.A.Δ. 535,
Galip v. Suleyman (1963) 1 C.L.R. 129.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 27/7/00 (Αρ. Αγωγής 4151/99) με την οποία απέρριψε την αίτησή τους για αποκλεισμό της ανταπαίτησης του εφεσίβλητου και μη συνεκδίκασής της με την αγωγή και δέχθηκε την εισήγηση του εφεσίβλητου σχετικά με το αλληλένδετο και συναφές απαίτησης και ανταπαίτησης και τη συνεκδίκαση αίτησης και ανταπαίτησης.
Χρ. Γεωργιάδης, για τους Εφεσείοντες.
Ε. Κορακίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
XATZHXAMΠΗΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες και ο Εφεσίβλητος στις 10.1.1991 συνήψαν συμφωνία για την αξιοποίηση κτήματος, του οποίου ήσαν συνιδιοκτήτες. Η συμφωνία προνοούσε την ανέγερση οικοδομών και στη συνέχεια τη διανομή των μονάδων αυτών στους συμβαλλόμενους, οι οποίοι προς τούτο αντάλλαξαν και ανάλογα πληρεξούσια έγγραφα. Την ανέγερση των οικοδομών ανέλαβαν στη συνέχεια, στα πλαίσια των όρων της συμφωνίας, οι ίδιοι οι Εφεσείοντες, υπεγράφη δε σχετική συμφωνία εργολαβίας μεταξύ των Εφεσειόντων και του Εφεσίβλητου στις 6.12.1991. Τις υποχρεώσεις των Εφεσειόντων εγγυήθηκε ο δι' ανταπαιτήσεως Εναγόμενος 2, διευθυντής των Εφεσειόντων. Η υποχρέωση του Εφεσίβλητου δυνάμει της συμφωνίας αυτής ήταν να πληρώσει στους Εφεσείοντες £400,000 για την ανέγερση των μονάδων των οικοδομών που είχε συμφωνηθεί ότι του αναλογούσαν. Ακολούθησαν άλλες δύο συμφωνίες συμπληρωματικές και τροποποιητικές εκείνης της 6.12.1991.
Η θέση των Εφεσειόντων στην έκθεση απαίτησης τους είναι ότι οι οικοδομές αποπερατώθησαν αλλά ο Εφεσίβλητος αρνήθηκε να συνεργασθεί για την εφαρμογή της συμφωνηθείσας διανομής και ανάλογης εγγραφής των μονάδων, ανακαλώντας και το προς τούτο δοθέν πληρεξούσιο του. Ζητούν έτσι ειδική εκτέλεση της συμφωνίας καθώς και αποζημιώσεις για ισχυριζόμενες ακόλουθες ζημιές τους.
Ο Εφεσίβλητος στην έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτησης του λέγει ότι οι Εφεσείοντες δεν συμπλήρωσαν τις εργασίες των οικοδομών, τερματίζοντας όλες τις συμφωνίες, οπότε ο Εφεσίβλητος ανάθεσε σε άλλη εταιρεία τη συμπλήρωση τους. Ανταπαιτεί έτσι ποσό πέραν των £200.000 για τις ζημιές που ισχυρίζεται ότι υπέστη ως αποτέλεσμα καθώς και ποσό πέραν των £88.000 που λέγει ότι ο επιβλέπων αρχιτέκτων απεφάσισε ότι του οφείλεται από τους Εφεσείοντες επί διαφοράς που προέκυψε και την οποία ο Εφεσίβλητος παρέπεμψε στον επιβλέποντα αρχιτέκτονα ως ορισθέντα στις συμφωνίες εργολαβίας για οριστική και δεσμευτική επίλυση διαφορών που ήθελαν προκύψει.
Αμέσως μετά την καταχώριση της υπεράσπισης και ανταπαίτησης, οι Εφεσείοντες καταχώρισαν αίτηση για αποκλεισμό της ανταπαίτησης. Ισχυρίσθησαν ότι οι συμφωνίες εργολαβίας είναι χωριστές και αυτοτελείς ως προς τη βασική συμφωνία, την οποία και μόνη αφορά η απαίτηση τους για ειδική εκτέλεση εφ΄όσον οι οικοδομές συμπληρώθησαν στα πλαίσια της. Και ότι η εκδίκαση και έκβαση της απαίτησης τους ουδεμία επιρροή θα μπορούσε να έχει επί της ανταπαίτησης, όπως και αντίστροφα, εφ' όσον δεν εγείρονται κοινά νομικά ή πραγματικά θέματα. Παραπέμπουν μάλιστα στο απλό και αναμενόμενα σύντομο της εκδίκασης της απαίτησης που αφορά μόνο νομικά θέματα, σε αντίθεση με το πολύπλοκο, τεχνικό και αναμενόμενα μακρύ της εκδίκασης της ανταπαίτησης.
Ο Εφεσίβλητος απάντησε παραπέμποντας στο κατά την εισήγηση του αλληλένδετο και συναφές απαίτησης και ανταπαίτησης, μέσω του συνόλου των συμφωνιών και του υποβάθρου των γεγονότων που οδήγησαν στον τερματισμό των συμφωνιών από τους Εφεσείοντες, με ανάλογες συνέπειες σε θέματα αποτελεσματικής επίλυσης των διαφορών και εξοικονόμησης χρόνου και εξόδων.
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος απέρριψε την αίτηση με απόφαση η οποία προσβάλλεται με την έφεση. Αφού διατύπωσε τις αρχές που διέπουν το θέμα, παραθέτοντας σχετικά αποσπάσματα από το Odger's Pleading and Practice, 22η έκδοση, σ. 199, 203, έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1991) 1 Α.Α.Δ. 710, παραθέτοντας το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Πική, Δ. (ως ήτο τότε) στη σ. 714:
"Προκύπτει από το κείμενο της Δ.21 Θ.10 ότι παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο να αποκλείσει τη συνεκδίκαση της ανταπαίτησης με την αγωγή εφόσον τούτο κρίνεται πρέπον. Η υπό εξέταση δικονομική διάταξη δεν καθορίζει τα κριτήρια τα οποία διέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου. Εξυπακούεται από τη φύση του κανόνα και του σκοπού που αποβλέπει να εξυπηρετήσει ότι η εξουσία του δικαστηρίου είναι συνυφασμένη με την καλή απονομή της δικαιοσύνης που στην προκείμενη περίπτωση συναρτάται άμεσα με την απρόσκοπτη κατά το δυνατό διεκπεραίωση της δίκης. Η αγγλική νομολογία, ερμηνευτική των αντίστοιχων αγγλικών δικονομικών προνοιών στις οποίες η Δ.21 Θ.10 είναι προσαρμοσμένη, αναγνωρίζει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο να αποκλείσει ανταπαίτηση οποτεδήποτε κρίνεται ότι η συνεκδίκαση της με την αγωγή δεν είναι πρόσφορος (expedient) ή θα προκαλέσει δυσχέρεια (inconvenience) στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων του ενάγοντος. Ενδεχόμενο πρόκλησης σημαντικής καθυστέρησης στην εκδίκαση της αγωγής συνιστά δυσχέρεια που παρέχει έρεισμα για τον αποκλεισμό της ανταπαίτησης (Gray v. Webb [1882] 21 Ch.D., 802)."
Και στη σ. 719:
"Συνάγεται από τις πρόνοιες της Δ.21 Θ.10 και τη νομολογία ότι η διαπίστωση λόγων που δικαιολογούν τον αποκλεισμό της ανταπαίτησης επαφίεται στο πρωτόδικο δικαστήριο. Το κυριαρχικό στοιχείο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου είναι το πρόσφορο της εκδίκασης της ανταπαίτησης συγχρόνως με την αγωγή και η πιθανότητα πρόκλησης δυσχέρειας στον ενάγοντα απ' αυτό το ενδεχόμενο. Παρόλο που η συνάφεια των επίδικων θεμάτων της ανταπαίτησης μ' εκείνα της αγωγής δεν αποτελεί προϋπόθεση για την έγερση ανταπαίτησης η πιθανότητα πρόκλησης δυσχέρειας στον ενάγοντα από τη συνεκδίκαση της ανταπαίτησης, λόγω της ασυνάφειας των επίδικων θεμάτων και ιδίως το ενδεχόμενο σημαντικής καθυστέρησης στην εκδίκαση της αγωγής, συνιστά λόγο για τον αποκλεισμό της ανταπαίτησης."
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος έκρινε ότι οι Εφεσείοντες δεν κατέδειξαν ότι οι συμφωνίες εργολαβίας ήσαν αυτοτελείς και ανεξάρτητες της βασικής συμφωνίας, δοθείσας μάλιστα της πρόνοιας στη συμφωνία εργολαβίας (και ανάλογες πρόνοιες στις επόμενες συμφωνίες εργολαβίας) ότι:
"2. Η παρούσα συμφωνία αποτελεί συνέχειαν του Συμφωνητικού εγγράφου μεταξύ των συμβαλλομένων ημερ. 10 Ιανουαρίου 1991, την οποίαν αναγνωρίζουν και αποδέχονται ότι νομίμως και εγκύρως δεσμεύει αμφοτέρους τους Συμβαλλόμενους."
Διαπιστώνοντας ότι υπήρχαν κοινά πραγματικά θέματα, κοινότητα διαδίκων και αναγωγή της όλης δομής των σχέσεων των μερών στην κοινοκτημοσύνη τους και συμφωνία τους για κοινή αξιοποίηση του κτήματος, απέρριψε το αίτημα, παρατηρώντας ότι το ενδεχόμενα πολύπλοκο και χρονοβόρο της ανταπαίτησης δεν απέκλειε τη συνεκδίκαση της με την απαίτηση.
Οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι το δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει την ουσιαστική συνάφεια απαίτησης και ανταπαίτησης, τη δυσχέρεια, καθυστέρηση και δαπάνη που θα προκαλέσει η ανταπαίτηση στην προώθηση της απαίτησης, και το κατά πόσο η ανταπαίτηση είναι καλόπιστη. Αμφισβητούν επίσης τη διαπίστωση ύπαρξης κοινού πραγματικού υποβάθρου όσο και της διάστασης τούτου και τη σημασία που δόθηκε στην κοινότητα διαδίκων, την οποία χαρακτηρίζουν μηδαμινής σημασίας. Και αμφισβητούν, ως προς τη συνάφεια απαίτησης και ανταπαίτησης, οποιαδήποτε ουσιαστική σύνδεση, παραπέμποντας στο ότι βασίζονται αντίστοιχα σε διαφορετικές έγγραφες συμφωνίες και συναρτώνται προς διαφορετικές αιτούμενες θεραπείες, επαναλαμβάνοντας τη θέση που διατύπωσαν ενώπιον του ευπαίδευτου Προέδρου, ότι η εκδίκαση της μιας δεν εξαρτάται ή επηρεάζεται καθ' οιονδήποτε τρόπο από την εκδίκαση της άλλης, και ότι η εκδίκαση της απαίτησης θα είναι απλή και σύντομη ενώ της ανταπαίτησης πολύπλοκη, τεχνική, μακρά και δαπανηρή. Τέλος, παραπονούνται ότι το δικαστήριο λανθασμένα δεν διαπίστωσε κακοπιστία στην καταχώριση της ανταπαίτησης, δοθέντος ότι ο Εφεσίβλητος δεν διατύπωσε την απαίτηση του προηγουμένως.
Είναι σαφές από τους λόγους έφεσης ότι δεσπόζουσα σημασία αποδίδεται στη θέση, που αποτέλεσε και το κέντρο βάρους της υπόθεσης των Εφεσειόντων πρωτοδίκως, ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε συνάφεια μεταξύ απαίτησης και ανταπαίτησης. Αν και, όπως προκύπτει από την αρχή που διέπει το θέμα, η συνάφεια των δύο δεν αποτελεί προϋπόθεση συνεκδίκασης τους, εν τούτοις συνιστά, όπως παρατηρήθηκε στην υπόθεση Σιακόλας, ανωτέρω, παράγοντα που λαμβάνεται υπ' όψη σε συνάρτηση με το θεμελιακό ερώτημα που τίθεται στα πλαίσια της άσκησης της ευρείας διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου κάτω από τη Δ.21 θ.10, κατά πόσο είναι πρόσφορη η συνεκδίκαση της ανταπαίτησης με την απαίτηση. Δεν διαπιστώνουμε έρεισμα στο παράπονο ότι ο ευπαίδευτος Πρόεδρος διαπίστωσε και απέδωσε σημασία στη συνάφεια απαίτησης και ανταπαίτησης ενώ τέτοια συνάφεια ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη. Εδώ οι διάδικοι συμφώνησαν για κοινή αξιοποίηση του κτήματος τους εις τρόπον ώστε μετά από την ανέγερση των οικοδομών ο κάθε ένας να έπαιρνε τις μονάδες που του αναλογούσαν. Η βασική συμφωνία τους της 10.1.1991 δεν ήταν μόνο για κατανομή των μονάδων που θα ανεγείροντο αλλά ήταν άμεσα συνδεδεμένη προς όλα όσα θα εγίνοντο προς οικοδόμηση εκείνων των μονάδων. Η ίδια η ανάληψη της εργολαβίας από τους Εφεσείοντες αντλούσε τη βάση της από την αρχική συμφωνία και οι συμφωνίες για την εργολαβία δεν θα μπορούσαν να ιδωθούν έξω από το πλαίσιο εκείνης ως συνέχεια της, όπως αναφέρεται και στον όρο που παράθεσε και ο ευπαίδευτος Πρόεδρος. Το δικαίωμα που έδιδε η αρχική συμφωνία στους Εφεσείοντες να αναλάβουν την εργολαβία υπό τους όρους της κατώτερης προσφοράς που θα υπεβάλλετο από άλλους δεν ήταν άσχετο προς την ιδιότητα τους ως συνιδιοκτήτες και συμβαλλόμενους στην αρχική συμφωνία, η οποία έτσι απέβλεπε στη συνέχιση της συνεταιρικής σχέσης μέσω της συμφωνίας εργολαβίας. Η όλη ιδέα ήταν έτσι η αξιοποίηση από τους ίδιους τους συνιδιοκτήτες, οι μεν Ενάγοντες ενεργώντας στη συνέχεια ως εργολάβοι ως εκ της ειδικότητας τους ο δε Εφεσίβλητος πληρώνοντας σε αυτούς το ποσό που θα απαιτείτο για την οικοδόμηση των μονάδων που του αναλογούσαν. Το πλέγμα των σχέσεων των μερών δεν καταδείκνυε αυτοτέλεια των συμφωνιών εργολαβίας. Εξ άλλου, και η εξέλιξη των πραγμάτων δεν στηρίζει κάτι τέτοιο. Οι Εφεσείοντες περιορίζονται στην απαίτηση για ειδική εκτέλεση του μέρους της βασικής συμφωνίας που αφορά τις εγγραφές των μονάδων. Ο Εφεσίβλητος όμως ισχυρίζεται ότι οι Εφεσείοντες δεν συμπλήρωσαν τις εργασίες και τερμάτισαν όλες τις συμφωνίες, θέση η οποία δεν απαντάται από τους Εφεσείοντες. Αν όμως ήταν έτσι, ο τερματισμός αυτός, που ανάγεται στα γεγονότα που αφορούν την εκτέλεση των συμφωνιών εργολαβίας, επηρεάζει άμεσα και το ίδιο το δικαίωμα των Εφεσειόντων να ζητούν ειδική εκτέλεση, όπως και την ανταπαίτηση, και έτσι θα ήταν και πάλι πρόσφορο το όλο θέμα να αποφασισθεί στην ίδια διαδικασία. Η ίδια δε η ανταπαίτηση συνδέεται προς την εξέλιξη των όλων σχέσεων των μερών και προς τις συνέπειες τους στα δικαιώματα που απορρέουν τόσο από τη βασική συμφωνία όσο και από τις συμφωνίες εργολαβίας, ώστε να μην διαχωρίζεται από την απαίτηση με τον τρόπο που εισηγούνται οι Εφεσείοντες.
Τούτου δοθέντος, δεν θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο ευπαίδευτος Πρόεδρος άσκησε πλημμελώς τη διακριτική ευχέρεια του, ώστε να δικαιολογείται παρέμβαση μας, εφ' όσον έλαβε, ως όφειλε, υπ' όψη του τη διαπιστωθείσα συνάφεια απαίτησης και ανταπαίτησης. Το ίδιο ισχύει για το άλλο σκέλος του παραπόνου των Εφεσειόντων, ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψη του, ή δεν προσέδωσε τη δέουσα σημασία, στη διάσταση της δυσχέρειας, καθυστέρησης και δαπάνης που θα συνεπάγετο η συνεκδίκαση απαίτησης και ανταπαίτησης. Όχι μόνο η συνάφεια των δύο μείωνε τη σημασία οποιασδήποτε επιπρόσθετης δυσχέρειας, καθυστέρησης και δαπάνης που θα συνεπάγετο η συνεκδίκαση της ανταπαίτησης, εφ' όσον μάλιστα η συνάφεια και, θα λέγαμε, εξάρτηση, των δύο καθιστούσε πρόσφορη, αν όχι και αναγκαία, τη συνεκδίκαση τους, αλλά και δεν μπορεί να λεχθεί ότι καταδεικνύεται τέτοια υπέρμετρη πολυπλοκότητα, δυσχέρεια και καθυστέρηση ως εκ της συνεκδίκασης της ανταπαίτησης (και οι Εφεσείοντες περιορίζονται σε γενικούς ισχυρισμούς ως προς τούτο) που να υπερίσχυε του πρόσφορου της συνεκδίκασης. Και είναι τούτο που τόνισε ο ευπαίδευτος Πρόεδρος. Εν πάση περιπτώσει, το θέμα ανάγετο βασικά στη δική του κρίση στα πλαίσια της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του κάτω από τη Δ.21 θ.10. Και, όπως υπεδείχθη στην υπόθεση Σιακόλας, ανωτέρω, με αναφορά και στις ευρύτερες αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου (ίδε επίσης Athina Leathergoods Ltd κ.ά. ν. Χαραλάμπους κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 787) είναι βέβαια μόνο όπου διαπιστώνεται ότι αυτή ασκήθηκε με αναφορά σε εξωγενείς παράγοντες ή έτσι που κανένα δικαστήριο δεν θα μπορούσε να καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση, που παρέχεται δυνατότητα παρέμβασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (όπως στην υπόθεση Πελετιές ν. Ataya (1990) 1 Α.Α.Δ. 535, όπου δεν ελήφθη υπ΄όψη πρωτοδίκως η μεγάλη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για αποκλεισμό της ανταπαίτησης). Αυτή ασφαλώς δεν είναι η περίπτωση εδώ, όπου το δικαστήριο αναφέρθηκε σε όλους τους σχετικούς παράγοντες και τους συστάθμισε για να καταλήξει στην απόφαση του και δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του δικαστηρίου.
Η προκειμένη υπόθεση διαφοροποιείται σαφώς από τη Σιακόλας, ανωτέρω, όπου η ανταπαίτηση, που αφορούσε δυσφήμιση, δεν είχε οποιαδήποτε συνάφεια προς την απαίτηση, που αφορούσε παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων, και η συνεκδίκαση της θα προκαλούσε ενδεχομένως σημαντική καθυστέρηση στην εκδίκαση της απαίτησης. Όπως διαφοροποιείται σαφώς και από τη Galip v. Suleyman (1963) 1 C.L.R. 129, στην οποία αναφέρεται ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες, όπου η συνεκδίκαση της ανταπαίτησης εξυπάκουε μακρά διαδικασία παραπομπής συνταγματικού θέματος στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, σε συνδυασμό με όλα τα δεδομένα της υπόθεσης.
Η έφεση λοιπόν αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.