ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 1119
30 Ιουλίου, 2001
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]
1. ΛΟΥΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,
2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΑΜΟΥΡΙΔΗΣ,
Εφεσείοντες,
v.
OBLIQUE FASHIONS LTD,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10421)
Δίκη ― Χορήγηση αναβολής ― Η ανάθεση υπόθεσης σε δικηγόρο πρέπει να γίνεται έγκαιρα ώστε να μην χρησιμοποιείται ως μέσο αναβολής.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Δικαίωμα διαδίκου να έχει συνήγορο της εκλογής του ― Άρθρο 12(5)(γ) σε συνδυασμό με το Άρθρο 30(3)(δ) του Συντάγματος ― Απόρριψη αιτήματος για χορήγηση αναβολής για όσο χρόνο χρειαζόταν ώστε να ετοιμαστούν τα πρακτικά της δίκης, με στόχο την ενημέρωση νέου δικηγόρου που ενδεχομένως να αναλάμβανε την υπόθεση ― Κατά πόσο οι διάδικοι που ζήτησαν την αναβολή στερήθηκαν του πιο πάνω δικαιώματός τους.
Πρακτικά ― Τα πρακτικά, για τα οποία γίνεται πρόνοια στο Άρθρο 65 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) όπως τροποποιήθηκε και, κατ' ακολουθίαν, στο Διαδικαστικό Κανονισμό Αρ. 3 του 1981, τηρούνται για τις ανάγκες του εκδικάζοντος Δικαστηρίου και του Εφετείου και όχι για την ενημέρωση των διαδίκων ή των δικηγόρων τους εν τη πορεία της δίκης.
Η εφεσίβλητη εταιρεία κίνησε αγωγή εναντίον των εφεσειόντων αξιώνοντας ποσό £53.342, πλέον τόκο, ως το τίμημα πώλησης ειδών ένδυσης που παραδόθηκαν και στάληκαν στην Αγγλία σε αγοραστή, την υποχρέωση του οποίου οι εφεσείοντες κάλυψαν με παράλληλη προφορική σύμβαση, κατ' ακολουθίαν της οποίας ο 2ος εφεσείων έδωσε στην εφεσίβλητη δύο μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές. Ο αγοραστής δεν πλήρωσε, οι επιταγές του εφεσείοντος παρουσιάστηκαν αλλά δεν τιμήθηκαν και οι εφεσείοντες αποποιήθηκαν κάθε ευθύνη.
Κατά την πορεία της δίκης, στις 2/4/98 και ενώ η εφεσίβλητη είχε ήδη παρουσιάσει την υπόθεση της και συνεχιζόταν η αντεξέταση του 2ου εφεσείοντος, ο συνήγορος των εφεσειόντων υπέβαλε αίτημα για άδεια να αποσυρθεί. Το Δικαστήριο παρέσχε άδεια και μετά από αίτημα του 2ου εφεσείοντος δόθηκε χρόνος μέχρι τις 13/4/98 για να διοριστεί άλλος δικηγόρος. Στις 7/4/98 οι εφεσείοντες υπέβαλαν στο Πρωτοκολλητείο αίτημα για ετοιμασία των πρακτικών. Στις 13/4/98 ο 2ος εφεσείων ζήτησε αναβολή μέχρι να ετοιμαστούν τα πρακτικά, αφού ο δικηγόρος που επέλεξαν δεν ήταν διατεθειμένος να αναλάβει χωρίς να έχει προηγουμένως τα πρακτικά της δίκης. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα. Έπειτα από αυτό, η δίκη προχώρησε, χωρίς οι εφεσείοντες να διορίσουν ποτέ πια δικηγόρο.
Το Δικαστήριο για λόγους που με λεπτομέρεια εξήγησε, αποδέχθηκε τη μαρτυρία που προσήγαγε η εφεσίβλητη και απέρριψε τη μαρτυρία των εφεσειόντων. Κατέληξε ότι αποδείχθηκε η σύμβαση κάλυψης, την οποία η εφεσίβλητη είχε επικαλεστεί, και εξέδωσε απόφαση υπέρ της για το αξιούμενο ποσό.
Με την έφεση προβάλλεται ότι:
α) ένεκα της μη ικανοποίησης του αιτήματός τους για αναβολή μέχρι να ετοιμαστούν τα πρακτικά οι εφεσείοντες στερήθηκαν του δικαιώματος να έχουν τις υπηρεσίες δικηγόρου και
β) οι τραπεζικές επιταγές εκδόθηκαν προς όφελος του διευθυντή της εφεσίβλητης και επομένως εσφαλμένα κρίθηκε πως δόθηκαν ως εγγύηση για την πληρωμή του τιμήματος των πωληθέντων εμπορευμάτων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι εφεσείοντες δεν στερήθηκαν του δικαιώματος να διορίσουν δικηγόρο. Έχοντας υπόψη την ως τότε σημειωθείσα καθυστέρηση στην πορεία της υπόθεσης και το στάδιο στο οποίο βρισκόταν, ο χρόνος που δόθηκε, από τις 2/4/98 μέχρι τις 13/4/98 ήταν αρκετός.
2. Οι εφεσείοντες δεν είχαν δικαίωμα να απαιτήσουν την ετοιμασία των πρακτικών ως προϋπόθεση για τα περαιτέρω. Τα πρακτικά τηρούνται για τις ανάγκες του εκδικάζοντος Δικαστηρίου και του Εφετείου και όχι για την εν τη πορεία της δίκης ενημέρωση των διαδίκων ή των συνηγόρων τους σχετικά με το τι, όπως οφείλουν να γνωρίζουν, ήταν η έως τότε εξέλιξη.
3. Ο λόγος έφεσης ο οποίος αφορά τις επιταγές είναι χωρίς προοπτική αφού η αιτία αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εναντίον των εφεσειόντων, ήταν η σύμβαση κάλυψης και όχι οι επιταγές.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 21/12/99 (Αρ. Αγωγής 7498/93) με την οποία δεν εγκρίθηκε το αίτημά τους για αναβολή της δίκης και κρίθηκε ότι οι επιταγές που δόθηκαν στην εφεσίβλητη-ενάγουσα από αυτούς και δεν τιμήθηκαν εκδόθηκαν προς όφελος του διευθυντή της εφεσίβλητης-ενάγουσας, ότι αποδείχθηκε η σύμβαση κάλυψης και εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης- ενάγουσας για ποσό £53.342.-.
Γ. Λουϊζίδης, για τους Εφεσείοντες.
Στ. Παύλου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η εφεσίβλητη εταιρεία κίνησε αγωγή εναντίον των εφεσειόντων αξιώνοντας ποσό £53.342, πλέον τόκο, ως το τίμημα πώλησης ειδών ένδυσης που παραδόθηκαν και στάληκαν στην Αγγλία σε αγοραστή, την υποχρέωση του οποίου οι εφεσείοντες κάλυψαν με παράλληλη προφορική σύμβαση, κατ' ακολουθίαν της οποίας ο 2ος εφεσείων έδωσε στην εφεσίβλητη δύο μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές, ημερ. 26 Ιανουαρίου 1993. Ο αγοραστής δεν πλήρωσε, οι επιταγές του 2ου εφεσείοντος παρουσιάστηκαν αλλά δεν τιμήθηκαν και οι εφεσείοντες αποποιήθηκαν κάθε ευθύνη.
Η αγωγή καταχωρίστηκε περί το τέλος του 1993 με γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα. Σημειώθηκε μεγάλη αργοπορία στη συμπλήρωση των εγγράφων προτάσεων και εν συνεχεία δόθηκε μεγάλος αριθμός αναβολών για διάφορους λόγους. Η δίκη άρχισε τον Οκτώβριο του 1997, τελείωσε τον Ιούνιο του 1998 και απόφαση εκδόθηκε τον Δεκέμβριο. Προσήχθη όγκος μαρτυρίας αλλά στην πραγματικότητα επρόκειτο για πολύ απλή υπόθεση παρά τη διασύνδεση του βασικού επίδικου θέματος με ορισμένες πτυχές οι οποίες αφορούσαν ευρύτερα τις περιστάσεις, με αναφορά κυρίως στις δραστηριότητες των εφεσειόντων. Εν τέλει η σημασία τους δεν εκτεινόταν πέραν της δυνατότητας η οποία προσφέρθηκε για τη διακρίβωση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, από τη μια μεριά του διευθυντή της εφεσίβλητης, μέσω του οποίου αυτή ενεργούσε, όπως και κάποιου υπαλλήλου της και, από την άλλη μεριά, των ιδίων των εφεσειόντων, αφού οι μάρτυρες τους οποίους κάλεσε η υπεράσπιση δεν πρόσθεσαν ο,τιδήποτε το ουσιώδες.
Το Δικαστήριο, για λόγους που με λεπτομέρεια εξήγησε, αποδέχθηκε τη μαρτυρία που προσήγαγε η εφεσίβλητη και απέρριψε τη μαρτυρία των εφεσειόντων. Κατέληξε ότι αποδείχθηκε η σύμβαση κάλυψης, την οποία η εφεσίβλητη είχε επικαλεστεί, και εξέδωσε απόφαση υπέρ της για το αξιούμενο ποσό αλλά όχι και τόκο αφού η εν λόγω σύμβαση δεν τον προέβλεπε.
Κατά την πορεία της δίκης, στις 2 Απριλίου 1998, ο συνήγορος των εφεσειόντων υπέβαλε, μέσω συναδέλφου του, αίτημα για άδεια να αποσυρθεί. Δήλωσε πως:
"..... υπήρξε ασυμφωνία όσον αφορά την τροποποίηση των δικογράφων της Έκθεσης Υπεράσπισης του εναγόμενου 2 σε επιμονή του ιδίου του εναγόμενου ότι έπρεπε να γίνει η τροποποίηση. ......... και όσον αφορά τον εναγόμενο 1 μπορούσε να υπάρξει σύγκρουση κάποιων συμφερόντων μεταξύ του εναγομένου 2, γιατί σήμερα είναι διαχειριστής κάποιας εταιρείας."
Το Δικαστήριο παρέσχε άδεια. Η εφεσίβλητη είχε ήδη παρουσιάσει την υπόθεσή της, ο 1ος εφεσείων είχε καταθέσει ως πρώτος μάρτυρας υπεράσπισης και συνεχιζόταν η αντεξέταση του 2ου εφεσείοντος, όταν η υπόθεση είχε αναβληθεί για εκείνη την ημερομηνία. Μετά την απόσυρση του συνηγόρου, ο 2ος εφεσείων ζήτησε χρόνο για να διορίσει άλλο. Δόθηκε χρόνος μέχρι τις 13 Απριλίου 1998 που η υπόθεση ορίστηκε και πάλι για συνέχιση.
Στις 7 Απριλίου 1998 οι εφεσείοντες υπέβαλαν στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου αίτημα για ετοιμασία των πρακτικών. Γνωρίζουμε πως ως εκείνο το στάδιο τα πρακτικά ανέρχονταν σε 143 δακτυλογραφημένες σελίδες και ότι δεν υπήρχε δυνατότητα να δοθούν έγκαιρα στους εφεσείοντες. Στις 13 Απριλίου 1998 ο 2ος εφεσείων ζήτησε αναβολή μέχρι να ετοιμαστούν τα πρακτικά, αφού ο δικηγόρος που επέλεξαν - ο νυν συνήγορός τους, κ. Γ. Λουϊζίδης - δεν ήταν διατεθειμένος να αναλάβει χωρίς να έχει προηγουμένως τα πρακτικά της δίκης. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για αναβολή. Ανέφερε καταληκτικά τα εξής:
"Είναι νομολογημένη αρχή ότι πρέπει να δίδεται η δυνατότητα σε κάθε διάδικο να έχει συνήγορο της ίδιας αυτού εκλογής και αναφέρομαι στο Άρθρο 12(5)(γ) σε συνδυασμό με το Άρθρο 30(3)(δ) του Συντάγματος. Η αρχή όμως αυτή όπως τονίστηκε στην υπόθεση Αργυρού κ.ά. ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ. (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 1, δεν μπορεί να παρέχει σε ένα διάδικο το δικαίωμα συνεχών αναβολών. Η ανάθεση υπόθεσης σε δικηγόρο, τονίστηκε στην πιο πάνω υπόθεση, πρέπει να γίνεται έγκαιρα ώστε να μην χρησιμοποιείται ως μέσο αναβολής.
Στην προκείμενη περίπτωση ο εναγόμενος 2 ο οποίος ήταν παρών στο Δικαστήριο σε όλες τις εμφανίσεις όπως επίσης και ο τότε δικηγόρος του, όφειλαν να είχαν επαρκείς σημειώσεις ώστε να μπορούν να δώσουν τις σημειώσεις αυτές σε άλλο δικηγόρο για να μπορεί να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης."
Ο 2ος εφεσείων ζήτησε τότε λίγη ώρα για να συνεννοηθεί με τον κ. Γ. Λουϊζίδη. Το Δικαστήριο του παρέσχε την ευκαιρία. Αργότερα την ίδια ημέρα προσήλθε ο δικηγόρος. Πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι κατόπιν που οι εφεσείοντες του ζήτησαν στις 2 Απριλίου 1998 να αναλάβει την υπόθεση, διαπίστωσε πως ο φάκελος τον οποίο τηρούσε ο προηγούμενος συνήγορος των εφεσειόντων ήταν ελλιπής και ως εκ τούτου χρειάζονταν τα πρακτικά του Δικαστηρίου. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
"Την ίδια ημέρα τους είπα να έλθουν στο γραφείο, για να μπορούμε να πάρουμε τον φάκελλο από τον κ. Ερωτοκρίτου που όταν τον είδα ήταν ελλιπής δεν υπήρχαν σημειώσεις του δικηγόρου ως προς τη μαρτυρία που ανεφέρθη στο Δικαστήριο και τους ανέφερα ότι δεν μπορώ να συνεχίσω τον χειρισμό της υπόθεσης, αν δεν γνωρίζω τι ελέχθη μέχρι σήμερα και τι τεκμήρια έχουν κατατεθεί και τους συνεβούλευσα να αποταθούν στον Πρωτοκολλητή προς εξασφάλιση των πρακτικών."
Έπειτα από αυτό, η δίκη προχώρησε μέχρι που συμπληρώθηκε, τρεις μήνες αργότερα, χωρίς οι εφεσείοντες να διορίσουν ποτέ πια δικηγόρο.
Με την έφεση προωθήθηκαν τρεις λόγοι. Οι δύο αφορούν το ίδιο ακριβώς ζήτημα, που είναι η μη έγκριση του αιτήματος αναβολής για όσο χρόνο χρειαζόταν ώστε να ετοιμασθούν τα πρακτικά. Προβάλλεται ότι ένεκα της μη ικανοποίησης του αιτήματός τους για αναβολή, οι εφεσείοντες στερήθηκαν του δικαιώματος να έχουν τις υπηρεσίες δικηγόρου. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι οι τραπεζικές επιταγές, στις οποίες ήδη αναφερθήκαμε, εκδόθηκαν προς όφελος του διευθυντή της εφεσίβλητης και επομένως εσφαλμένα κρίθηκε πως δόθηκαν ως εγγύηση για την πληρωμή του τιμήματος των πωληθέντων εμπορευμάτων.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι οι εφεσείοντες στερήθηκαν του δικαιώματος να διορίσουν δικηγόρο. Όπως και αν αντικρύσει κανείς τις περιστάσεις υπό τις οποίες απεχώρησε ο συνήγορος τον οποίο είχαν μέχρι τις 2 Απριλίου 1998, την ευθύνη για την εξέλιξη αυτή την έφεραν οι ίδιοι. Πάντως το Δικαστήριο, με την αναβολή μέχρι τις 13 Απριλίου 1998, τους παρέσχε χρόνο, για να διορίσουν άλλο δικηγόρο. Έχοντας δε υπόψη μας την ως τότε σημειωθείσα καθυστέρηση στην πορεία της υπόθεσης και το στάδιο στο οποίο βρισκόταν, θεωρούμε πως ο χρόνος που δόθηκε ήταν αρκετός. Με τα δεδομένα που είχε το Δικαστήριο, δεν θα αναμέναμε να παραχωρείτο περισσότερος χρόνος. Οι εφεσείοντες δεν είχαν δικαίωμα να απαιτήσουν την ετοιμασία των πρακτικών ως προϋπόθεση για τα περαιτέρω. Τα πρακτικά, για τα οποία γίνεται πρόνοια στο άρθρο 65 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) όπως τροποποιήθηκε και, κατ' ακολουθίαν, στο Διαδικαστικό Κανονισμό Αρ. 3 του 1981, τηρούνται για τις ανάγκες του εκδικάζοντος Δικαστηρίου και του Εφετείου - βλ. τη Δ.35 θ. 6 (όπως τροποποιήθηκε) - και όχι για την εν τη πορεία της δίκης ενημέρωση των διαδίκων ή των συνηγόρων τους σχετικά με το τί, όπως οφείλουν να γνωρίζουν, ήταν η έως τότε εξέλιξη.
Σε σχέση με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο οποίος αφορά τις επιταγές, θεωρούμε αρκετό να υποδείξουμε ότι αυτός είναι χωρίς προοπτική αφού η αιτία αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εναντίον των εφεσειόντων, ήταν η σύμβαση κάλυψης και όχι οι επιταγές. Ωστόσο προσθέτουμε ότι τα πρωτόδικα ευρήματα αναφορικά με την ουσία της κάθε πτυχής της υπόθεσης, περιλαμβανομένης και εκείνης των επιταγών, υποστηρίζονται πλήρως από τη μαρτυρία την οποία το Δικαστήριο, κατόπιν πλήρους αιτιολόγησης στην οποία δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε σφάλμα, δέχθηκε ως αξιόπιστη.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.