ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 390
29 Μαρτίου, 2001
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΕΥΡΥΠΙΔΗ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ
ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ MANDAMUS,
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΓΟΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 114/99, ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ.
(Αίτηση Αρ. 29/2001)
Προνομιακά Εντάλματα ― Mandamus ― Εμβέλεια του εν λόγω προνομιακού εντάλματος ― Απόρριψη αίτησης για έκδοση εντάλματος Mandamus το οποίο να διατάσσει το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως (α) εκδώσει διατάγματα αναστολής δύο ενταλμάτων φυλάκισης τα οποία είχαν εκδοθεί εναντίον του αιτητή αναφορικά με διάταγμα διατροφής των ανηλίκων τέκνων του και (β) επιληφθεί μονομερούς αίτησης με την οποία ζητούσε αναστολή των εν λόγω ενταλμάτων φυλάκισης ― Η αναβολή ή όχι της ακρόασης της αίτησης βρισκόταν εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία δεν ελέγχεται με προνομιακά εντάλματα.
Προνομιακά Εντάλματα ― Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και τρόπος άσκησής της ― Δεν ελέγχεται από το Ανώτατο Δικαστήριο με προνομιακά εντάλματα.
Στις 22/6/99 εκδόθηκε εναντίον του αιτητή προσωρινό διάταγμα διατροφής για τα δύο ανήλικα τέκνα του. Στις 5/3/2001 ο αιτητής καταχώρησε αίτηση διά κλήσεως για την έκδοση διατάγματος παραμερισμού του πιο πάνω διατάγματος και ταυτόχρονα καταχώρησε μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσε την αναστολή δύο ενταλμάτων φυλάκισης που εκδόθηκαν εναντίον του, προφανώς για παράλειψη καταβολής του ποσού που είχε καθοριστεί με το προσωρινό διάταγμα. Η μονομερής αίτηση ορίστηκε στις 6/3/2001. Το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες όπως επιδοθεί και στην άλλη πλευρά και την όρισε για ακρόαση στις 9/3/2001. Η καθ' ης η αίτηση, κατά την πιο πάνω ημερομηνία ζήτησε αναβολή για να καταχωρήσει την ένσταση της. Η αίτηση ορίστηκε για ακρόαση στις 16/3/2001. Στις 16/3/2001 η καθ' ης η αίτηση ζήτησε ξανά αναβολή γιατί δεν καταχώρησε την ένσταση, αφού είχε την εντύπωση ότι το θέμα θα διευθετείτο. Το Δικαστήριο αφού άκουσε τις δύο πλευρές αποφάσισε να αποδεχθεί την αίτηση για αναβολή και όρισε την αίτηση για ακρόαση στις 30/3/2001.
Με την παρούσα αίτηση ζητείται η έκδοση Mandamus το οποίο να διατάξει το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως:
α) Εκδώσει διατάγματα αναστολής δύο ενταλμάτων φυλάκισης που είχαν εκδοθεί εναντίον του αιτητή μέχρι την εκδίκαση της κυρίας αίτησης.
β) Επιληφθεί της μονομερούς αίτησης της 5/3/2001 μέχρι την εκδίκαση της κύριας αίτησης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το διάταγμα Mandamus διαφέρει από τα διατάγματα Certiorari και Prohibition αφού τα διατάγματα Certiorari και Prohibition εκδίδονται όταν ένα κατώτερο Δικαστήριο έχει εξασκήσει λανθασμένη δικαιοδοσία ή έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία του, ενώ το διάταγμα Mandamus εκδίδεται για να διατάξει ένα κατώτερο Δικαστήριο που έχει αρνηθεί να εξασκήσει τα καθήκοντα του μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, να εξασκήσει αυτά τα καθήκοντα.
2. Το Ανώτατο Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια της έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων ελέγχει τη νομιμότητα και όχι την ορθότητα της ζητούμενης προς αναθεώρηση απόφασης. Εφόσον η απόφαση που έχει εκδοθεί βρίσκεται μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η εξέταση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης δεν είναι επιτρεπτή.
3. Στην παρούσα περίπτωση το θέμα της αναβολής ή όχι της ακρόασης της αίτησης βρισκόταν μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Συνακόλουθα οι αναβολές που έχουν δοθεί δεν δικαιολογούν την εντύπωση που έχει δημιουργηθεί στον αιτητή, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, ότι «το Δικαστήριο αρνησιδικεί» ή ότι αρνείται να επιληφθεί της αίτησης, για να δικαιολογηθεί η έκδοση του προνομιακού εντάλματος Mandamus.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Leftis v. Police (1973) 2 C.L.R. 87,
Haritonos v. Police (1979) 1 C.L.R. 616,
Λιασίδης (1999) 1 Α.Α.Δ. 185.
Αίτηση.
Αίτηση από τον αιτητή για έκδοση διατάγματος Mandamus το οποίο να διατάξει το Πρωτόδικο Δικαστήριο όπως,
i) εκδώσει διατάγματα αναστολής δύο ενταλμάτων φυλάκισης που είχαν εκδοθεί εναντίον του αιτητή μέχρι την εκδίκαση της κυρίας αίτησης,
(ii) επιληφθεί της μονομερούς αίτησης της 5/3/2001 μέχρι την εκδίκαση της κύριας αίτησης η οποία αφορούσε διατροφή για τα ανήλικα τέκνα του και την οποία καταχώρισε η σύζυγός του στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με αρ. 114/99.
Κλεοβούλου, για τον Αιτητή.
Cur. adv. vult.
HΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η Άντρη Ευρυπίδου κατεχώρησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού την υπ' αριθμό 114/99 αίτηση διατροφής για τα ανήλικα τέκνα της Στέφανη και Μιχαήλ Ευρυπίδη εναντίον του συζύγου της Αντρέα Ευρυπίδη (αιτητή στην παρούσα διαδικασία). Στις 22/6/99 εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα διατροφής για τα πιο πάνω τέκνα για £200 το οποίο στις 21/10/99 με τη συγκατάθεση του αιτητή μειώθηκε σε £165, ενώ η κυρίως αίτηση εξακολουθεί να εκκρεμεί προς εκδίκαση.
Στις 5/3/2001 ο αιτητής κατεχώρησε αίτηση (με κλήση) για την έκδοση διατάγματος παραμερισμού του πιο πάνω προσωρινού διατάγματος διατροφής γιατί σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, μετά την έκδοση του διατάγματος το ένα από τα δύο ανήλικα τέκνα μετακόμισε και διαμένει μαζί με τον αιτητή. Ταυτόχρονα ο αιτητής κατεχώρησε μια άλλη μονομερή αίτηση (εξ πάρτε) με την οποία ζητούσε την αναστολή δύο ενταλμάτων φυλάκισης ημερομηνίας 6/2/2001 και 8/3/2001, που εκδόθηκαν εναντίον του προφανώς για παράλειψη καταβολής του ποσού που είχε καθοριστεί με το προσωρινό διάταγμα του Δικαστηρίου. Η μονομερής αίτηση καταχωρήθηκε στις 5/3/2001 και ορίστηκε στις 6/3/2001. Το Δικαστήριο στις 6/3/2001 έδωσε οδηγίες όπως η αίτηση επιδοθεί και στην άλλη πλευρά και την όρισε για ακρόαση στις 9/3/2001. Κατά την πιο πάνω ημερομηνία η καθ'ης η αίτηση εμφανίστηκε με δικηγόρο και ζήτησε αναβολή για να καταχωρήσει εν τω μεταξύ την ένσταση της. Το Δικαστήριο όρισε την αίτηση για ακρόαση στις 16/3/2001 με οδηγίες όπως η ένσταση καταχωρηθεί μέχρι τις 13/3/2001. Στις 16/3/2001 η δικηγόρος της καθ'ης η αίτηση ζήτησε ξανά αναβολή γιατί δεν κατεχώρησε την ένσταση, αφού είχε την εντύπωση ότι το θέμα θα διευθετείτο με την αποδοχή εκ μέρους της αναστολής των διαταγμάτων φυλάκισης εναντίον του αιτητή (παρακλητικό Α της αίτησης), ενώ ο αντίδικος δικηγόρος επέμενε όπως εκδοθεί επίσης διάταγμα για την αναστολή του προσωρινού διατάγματος διατροφής της 21/10/99 (παρακλητικό Β της αίτησης). Το Δικαστήριο αφού άκουσε και τις δύο πλευρές αποφάσισε να αποδεχθεί την αίτηση για αναβολή λέγοντας τα ακόλουθα:
"Ακουσα και τις δύο πλευρές με πολλή προσοχή. Έχω λάβει υπόψη μου ιδιαίτερα το γεγονός ότι σήμερα η καθ'ης η αίτηση στην προκείμενη αίτηση ήταν έτοιμη να δεχτεί όπως εκδοθεί διάταγμα στην παράγραφο Α της αίτησης και ότι με αυτή την εντύπωση δεν είχε καταχωρήσει ένσταση σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου. Κρίνω υπό τις περιστάσεις δίκαιο να κάμω δεχτό το αίτημα για αναβολή, θα καταδικάσω όμως την καθ'ης η αίτηση στην προκείμενη αίτηση στα σημερινά έξοδα."
Ακολούθως το Δικαστήριο όρισε την αίτηση για ακρόαση στις 30/3/2001 με οδηγίες όπως η ένσταση καταχωρηθεί μέχρι τις 22/3/2001.
Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζητά την έκδοση Mandamus το οποίο να διατάσσει το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως
(i) Εκδώσει διατάγματα αναστολής δύο ενταλμάτων φυλάκισης που είχαν εκδοθεί εναντίον του αιτητή μέχρι την εκδίκαση της κυρίας αίτησης,
(ii) Επιληφθεί της μονομερούς αίτησης της 5/3/2001 μέχρι την εκδίκαση της κύριας αίτησης.
Το διάταγμα Mandamus διαφέρει από τα διατάγματα Certiorari και Prohibition αφού τα διατάγματα Certiorari και Prohibition εκδίδονται όταν ένα κατώτερο Δικαστήριο έχει εξασκήσει λανθασμένη δικαιοδοσία ή έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία του, ενώ το διάταγμα Mandamus εκδίδεται για να διατάξει ένα κατώτερο Δικαστήριο που έχει αρνηθεί να εξασκήσει τα καθήκοντα του μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, να εξασκήσει αυτά τα καθήκοντα.
Όπως αναφέρεται στους Τόμους Halsbury's Laws of England, 3η Εκδοση, Τόμος 11, παράγραφος 159, σ. 84 και 85,
"The order of mandamus is an order of a most extensive remedial nature, and is, in form, a command issuing from the High Court of Justice, directed to any person, corporation, or inferior tribunal, requiring him or them to do some particular thing therein specified which appertains to his or their office and is in the nature of a public duty. Its purpose is to supply defects of justice; and accordingly it will issue, to the end that justice may be done, in all cases where there is a specific legal right and no specific legal remedy for enforcing that right; and it may issue in cases where, although there is an alternative legal remedy, yet that mode of redress is less convenient, beneficial and effectual."
Αρχικά το διάταγμα Mandamus αποτελούσε το μόνο τρόπο υποχρέωσης ενός Δικαστή κατώτερου Δικαστηρίου να ενεργήσει, όταν ο Δικαστής είχε αρνηθεί να εκτελέσει ένα καθήκον που του επέβαλλε το αξίωμα του. Αργότερα το διάταγμα επεκτάθηκε για να καλύπτει και περιπτώσεις όπου διοικητικά όργανα αρνούνταν να εκτελέσουν καθήκοντα που πήγαζαν από νομοθετικές διατάξεις. Πιο συγκεκριμένα έχει αποφασισθεί ότι διάταγμα Mandamus μπορεί να εκδοθεί όταν ένας Δικαστής Επαρχιακού Δικαστηρίου αρνείται να εξετάσει μια αίτηση για απόλυση ενός κατηγορουμένου που έχει ήδη διαταχθεί να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης του από το Κακουργιοδικείο (Leftis v. The Police (1973) 2 C.L.R. 87), όταν το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αρνείται να παραπέμψει ένα νομικό σημείο προς εξέταση από το Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 17 των Κανονισμών του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών του 1968 (που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 50/74), όταν οι Αστυνομικές Αρχές αρνούνται να επιτρέψουν την επικοινωνία δικηγόρου με τον πελάτη του, που είχε δραπετεύσει ενώ εξέτιε ποινή φυλάκισης και ακολούθως είχε συλληφθεί (Haritonos v. The Police (1979) 1 C.L.R. 616), και όταν ο αρμόδιος υπάλληλος του Κτηματολογίου αρνείται να προβεί σε μια μεταβίβαση ακινήτου, με τον ισχυρισμό ότι μια εγγραφή δικαστικής απόφασης εναντίον του ακινήτου που είχε λήξει χωρίς να ανανεωθεί βρίσκεται ακόμα σε ισχύ σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 2 του Limitation of Acts (Suspension) Law 57/64.
Το Ανώτατο Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια της έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων ελέγχει τη νομιμότητα και όχι την ορθότητα της ζητούμενης προς αναθεώρηση απόφασης. Εφόσον η απόφαση που έχει εκδοθεί βρίσκεται μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η εξέταση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης δεν είναι επιτρεπτή. (Ίδε In Re Ευθύβουλος Λιασίδης (1999) 1 Α.Α.Δ. 185).
Στην παρούσα περίπτωση το θέμα της αναβολής ή όχι της ακρόασης της αίτησης βρισκόταν μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Συνακόλουθα οι αναβολές που έχουν δοθεί δεν δικαιολογούν την εντύπωση που έχει δημιουργηθεί στον αιτητή σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ότι "το Δικαστήριο αρνησιδικεί" ή ότι αρνείται να επιληφθεί της αίτησης, για να δικαιολογηθεί η έκδοση του προνομιακού εντάλματος Mandamus.
Έχει επίσης υποβληθεί ότι οι αναβολές που δόθηκαν παραβιάζουν το άρθρο 30.2 του Συντάγματος δημιουργώντας την εντύπωση ότι παραβιάζεται το δικαίωμα του αιτητή για διάγνωση των αστικών του δικαιωμάτων μέσα σε εύλογο χρόνο. Η πιο πάνω εισήγηση δεν έχει προωθηθεί και δεν έχει προβληθεί σχετική επιχειρηματολογία που θα μπορούσε να την υποστηρίξει. Ανεξάρτητα από την έλλειψη επιχειρηματολογίας οι ολιγοήμερες αναβολές που έχουν σημειωθεί δεν φαίνεται ότι θα μπορούσαν να στηρίξουν την εισήγηση του αιτητή ότι παραβιάζονται τα δικαιώματα του τα οποία κατοχυρώνονται με το άρθρο 30.2 του Συντάγματος.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Η�αίτηση απορρίπτεται.