ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 351
26 Mαρτίου, 2001
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΟΞΥΝΟΥ,
Εφεσείων,
v.
1. ΑΝΔΡΟΥΛΛΑΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ ΚΑΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ
ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΩΣ
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ
ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΤΑΣΟΥ ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΥ,
2. ΝΙΚΟΥ ΡΟΥΣΟΥ,
3. ΔΩΡΑΣ Ν. ΡΟΥΣΟΥ,
4. ΑΘΗΝΟΥΛΑΣ Ν. ΡΟΥΣΟΥ,
5. ΜΑΡΙΑΣ Ν. ΡΟΥΣΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9365)
Συμβάσεις ― Ισχυρισμός για ύπαρξη λάθους σε γραπτή σύμβαση με την οποία είχαν αποκρυσταλλωθεί οι αντίστοιχες υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών προς διευθέτηση των μεταξύ τους διαφορών αναφορικά με την αγορά και εγγραφή ακίνητης περιουσίας ― Αγωγή για διόρθωση του λάθους (rectification) ― Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με το βάρος αποδείξεως του διαδίκου ο οποίος επικαλείται το λάθος και στοχεύει στη διόρθωση του.
Συμβάσεις ― Σύμβαση, που δηλώνεται στο Δικαστήριο και καθίσταται «κανών του Δικαστηρίου» ― Δεν παύει από του να είναι απλή σύμβαση ― Δεν μετατρέπεται σε δικαστική απόφαση.
Ο εφεσείων-ενάγων ήταν επενδυτής και η διευθέτηση που είχε με τον εφεσίβλητο 2 ήταν να αγοράζονται διάφορα κτήματα χωρίς να φαίνεται το όνομα του εφεσείοντα. Έγιναν διάφορες αγορές και εγγραφές κτημάτων στο όνομα των εφεσιβλήτων 3, 4 και 5 (σύζυγος και θυγατέρες του εφεσίβλητου 2). Διάφορες αγωγές που εγέρθηκαν, μεταξύ των οποίων και εκείνες διά των οποίων ο εφεσείων διεκδικούσε των ωφέλιμη κυριότητα κτημάτων εγγεγραμμένων στο όνομα των αντιδίκων του, δεν προωθήθηκαν. Τελικά οι δύο πλευρές συνήψαν αρχική γραπτή σύμβαση ημερομηνίας 23/9/69 και, στη συνέχεια, μετά από περαιτέρω εξελίξεις και διαπραγματεύσεις, την τελική, ημερομηνίας 15/12/70. Με τη σύμβαση αυτή αποκρυσταλλώθηκαν οι αντίστοιχες υποχρεώσεις τους, όπως ρητά ορίστηκε, προς διευθέτηση όλων των διαφορών τους, περιλαμβανομένων και των αγωγών που εκκρεμούσαν. Η σύμβαση προνοούσε ότι ο εφεσείων θα κατέβαλλε το ποσό των £30.000 στη σύζυγο και τις θυγατέρες του εφεσιβλήτου 2 ενώ εκείνες θα του μεταβίβαζαν την ακίνητη περιουσία στα Λατσιά και στο Δάλι που αποτελούσε το αντικείμενο της αγωγής 2927/69, που είχε κινήσει ο εφεσείων. Καταβλήθηκε το συμφωνηθέν ποσό και έγιναν μεταβιβάσεις κτημάτων.
Το 1980 ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή διεκδικώντας τέσσερα ακόμα κτήματα, τα οποία δεν αποτελούσαν αντικείμενο της αγωγής 2927/69. Ο εφεσείων υποστήριξε ότι αυτό έγινε εξ αιτίας κοινού λάθους. Ζήτησε τη διόρθωση του λάθους (rectification) ώστε να περιληφθεί στη σύμβαση υποχρέωση των αντισυμβαλλομένων για μεταβίβαση και αυτών των κτημάτων. Επειδή δε αυτά είχαν μεταβιβαστεί σε τρίτο, ο οποίος απεβίωσε και εκπροσωπείται από τους διαχειριστές της περιουσίας του, στράφηκε και εναντίον του, και ισχυρίστηκε πως ο αποβιώσας γνώριζε ότι τα κτηματα ανήκαν, ως υποκείμενα σε εμπίστευμα σε αυτόν και πως συνωμότησε με τους εφεσίβλητους για την καταδολίευση του και την οικειοποίηση των κτημάτων. Αξίωσε, σχετικές αναγνωριστικές δηλώσεις, διάταγμα που θα επέφερε τη μεταβίβαση των κτημάτων στο όνομα του και αποζημιώσεις για δόλο ή εξαπάτηση ή συνωμοσία ή παράβαση σύμβασης ή αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως όλες οι διαζευκτικές τοποθετήσεις προϋπέθεταν, ως προκριματικό τους έρεισμα, τη διόρθωση της συμφωνίας. Έκρινε πως αφού είχαν στο μεταξύ δημιουργηθεί δικαιώματα τρίτου, μόνο αν αυτός αποδεικνυόταν κακόπιστος, με την έννοια ότι γνώριζε την ύπαρξη του λάθους, θα ήταν δυνατό να διορθωθεί η σύμβαση. Παρέθεσε και αξιολόγησε τη μαρτυρία και κατέληξε πως η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί.
Κατ' έφεση ο εφεσείων εισηγήθηκε, μεταξύ άλλων, πως είναι εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε κοινό λάθος.
Η ουσία των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν σε σχέση με το κοινό λάθος, κυρίως απέβλεψε στη θεμελίωση της εισήγησης πως οι εφεσίβλητοι, ως οι αγοραστές των κτημάτων και τα πρόσωπα που ήταν ενήμερα όλων των λεπτομερειών τους, θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι εξ αρχής γνώριζαν ότι ο εφεσείων τα περιέγραψε εσφαλμένα στην αγωγή 2927/69 και, κατά παράβαση υποχρεώσεων που είχαν έκτοτε αλλά και μετά, παρέλειψαν να αποκαλύψουν την πραγματικότητα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν θα ήταν σε καμιά περίπτωση αρκετό να φανεί πως η σύμβαση, με την παραπομπή της στην αγωγή, περιείχε λάθος. Η διαδικασία δεν αφορούσε στην ισχύ αυτού του μέρους της σύμβασης και στις επιπτώσεις στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών από την αναφορά σε κτήματα που δεν εντάσσονταν στη σχέση τους. Στόχος ήταν η υποκατάσταση εκείνης της αναφοράς με άλλη και, κατά συνέπεια, αν θα επρόκειτο να υπάρξει υπόβαθρο για οποιουσδήποτε από τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν, θα έπρεπε να θεμελιωθεί η άποψη πως στη θέση εκείνων των κτημάτων, θα έπρεπε να ήταν τα επίδικα. Λείπει μαρτυρία που θα θεμελίωνε την απαιτούμενη ταύτιση ώστε να είναι νοητή η συζήτηση για την επιδιωχθείσα διόρθωση.
2. Εκείνος που επικαλείται το λάθος έχει το βάρος να αποδείξει πειστικά όχι μόνο ότι το έγγραφο που προτείνεται να διορθωθεί δεν συνάδει με τις αληθείς προθέσεις των μερών κατά το χρόνο της σύνταξης του αλλά επίσης και ότι στην προτεινόμενη του μορφή πράγματι συνάδει με τις προθέσεις τους.
3. Είναι ουσιώδες να διακριβώνεται και να προσδιορίζεται καθαρά η έκταση της διόρθωσης με μαρτυρία σύγχρονη ή προγενέστερη της σύναψης της σύμβασης.
4. Η άρνηση από τον ένα συμβαλλόμενο ότι το έγγραφο, ως έχει, είναι αντίθετο προς την πρόθεση του, θα πρέπει να έχει σημαντικό βάρος.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Απαισιώτη κ.ά. ν. Ραγιά κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 882,
Georghiades v. Georghiades (1988) 1 C.L.R. 428,
Thomas Bates & Son v. Wyndhams Ltd [1981] 1 W.L.R. 505.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 3/1/95 (Αγωγή Αρ. 5531/80) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του για αναγνωριστικές δηλώσεις και διάταγμα το οποίο θα επέφερε τη μεταβίβαση τεσσάρων διεκδικούμενων από αυτόν κτημάτων στο όνομά του και αποζημιώσεις για δόλο ή παράβαση συμφωνίας ή αδικαιολόγητο πλουτισμό των εναγομένων σε βάρος του.
Α. Χαβιαράς, για τον Εφεσείοντα.
Π. Αγγελίδης, για τους Εφεσίβλητους 1.
Ν. Μαρκίδου, για τους Εφεσίβλητους 2-5.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η αγωγή μας παίρνει πίσω στις σχέσεις των διαδίκων και στις επιπτώσεις από ενέργειες ή παραλείψεις κατά τη δεκαετία του 1960. Δεν είναι απαραίτητο να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες. Είναι, όμως, χρήσιμο να έχουμε υπόψη από την αρχή ορισμένα βασικά γνωρίσματα των διευθετήσεων που έγιναν και που απέληξαν σε σειρά αγωγών και σε μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες.
Ο εφεσείων (ενάγων) ήταν επενδυτής και βρίσκεται στη ρίζα των προβλημάτων που ανέκυψαν η κρυφή, κάτω από οποιαδήποτε εκδοχή, προφορική συμφωνία του με τον εφεσίβλητο 2. Η διευθέτηση ήταν να αγοράζονται διάφορα κτήματα χωρίς να φαίνεται το όνομα του εφεσείοντα. Έγιναν διάφορες αγορές και εγγραφές κτημάτων στο όνομα των εφεσιβλήτων 3, 4 και 5 (σύζυγος και θυγατέρες του εφεσίβλητου 2), διεκδικήθηκε μεταβίβαση κτημάτων στο όνομα του εφεσείοντα και προέκυψαν διαφωνίες αφού, σε γενικές γραμμές, ήταν αντίθετες οι θέσεις αναφορικά με το ποιός πλήρωσε και πόσα για διάφορα κτήματα και το αν αυτά, τελικά, ανεξάρτητα από το ποιός ήταν ο εγγεκριμένος ιδιοκτήτης τους, ανήκαν στον μεν ή στους δε ή και στις δυο πλευρές. Οι αγωγές, μεταξύ των οποίων και εκείνες δια των οποίων ο εφεσείων διεκδικούσε την ωφέλιμη κυριότητα κτημάτων εγγεγραμένων στο όνομα των αντιδίκων του, δεν προωθήθηκαν. Οι δυο πλευρές συνήψαν αρχική γραπτή σύμβαση ημερομηνίας 23.9.69 και, στη συνέχεια, μετά από περαιτέρω εξελίξεις και διαπραγματεύσεις, την τελική, ημερομηνίας 15.12.70. Με τη σύμβαση αυτή αποκρυσταλλώθηκαν οι αντίστοιχες υποχρεώσεις τους, όπως ρητά ορίστηκε, προς διευθέτηση όλων των διαφορών τους, περιλαμβανομένων και των αγωγών που εκκρεμούσαν. Η σύμβαση επεκτεινόταν και σε επί μέρους ρυθμίσεις αλλά το κεντρικό ήταν πως ο εφεσείων θα κατέβαλλε στη σύζυγο και στις θυγατέρες του εφεσίβλητου 2 το ποσό των £30.000 ενώ εκείνες θα του μεταβίβαζαν την ακίνητη περιουσία στα Λατσιά και στο Δάλι που αποτελούσε το αντικείμενο της αγωγής 2927/69, που είχε κινήσει ο εφεσείων.
Στη βάση αυτής της σύμβασης, την οποία από κοινού δήλωσαν στο Δικαστήριο, οι αγωγές αποσύρθηκαν και απορρίφθηκαν ως διευθετηθείσες. Αναφερόμαστε σε σύμβαση χωρίς να παραγνωρίζουμε πως αναπτύχθηκαν επιχειρήματα ενώπιόν μας εξ αφορμής του χαρακτηρισμού της ως κανόνα του Δικαστηρίου (Rule of Court). Όπως και στην περίπτωση της υπόθεσης Ανδρέας Μιχαήλ Απαισιώτη κ.ά. ν. Τασούλας Ραγιά κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 882. (Βλ. και Georghiades v. Georghiades (1988) 1 C.L.R. 428) δεν δικαιολογείται να της προσδοθεί τέτοια διάσταση ούτε να ιδωθεί το πρακτικό που τηρήθηκε ως οτιδήποτε το αυτοτελές που θα μπορούσε να αντικρυστεί ως ασυνταύτιστο προς τη σύμβαση που απέδιδε.
Καταβλήθηκε το συμφωνηθέν ποσό και έγιναν μεταβιβάσεις κτημάτων. Όχι όλων, όμως, σύμφωνα με τον εφεσείοντα. Διαμοίφθηκαν διάφορα κατά τα χρόνια που μεσολάβησαν αλλά η άποψη του εφεσείοντα βρήκε την επίσημη τωρινή της έκφραση στην παρούσα αγωγή. Αυτή καταχωρήθηκε το 1980 και δεν μπορούμε παρά να αναφερθούμε στο γεγονός ότι παρέμεινε σε εκκρεμότητα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Σημειώνουμε όμως πως, από τα στοιχεία που έχουμε ενώπιόν μας, προκύπτει πως αυτή η καθυστέρηση κυρίως προκλήθηκε από σειρά αιτημάτων των διαδίκων για αναβολή, για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων και η κατ΄επανάληψη παράκλησή τους να παρασχεθεί χρόνος για να καρποφορήσουν οι προσπάθειες που κατέβαλλαν για διευθέτηση της αγωγής. Πέρα από αυτά, μεσολάβησε αριθμός αιτήσεων για τροποποίηση εγγράφων προτάσεων, η δε έκθεση απαίτησης πήρε την τελική της μορφή μόλις το 1990. Μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, παρατηρήθηκε μεγάλη καθυστέρηση στην ετοιμασία των πρακτικών ώστε να καταστεί δυνατός ο ορισμός της έφεσης.
Διεκδίκησε ο εφεσείων τέσσερα ακόμα κτήματα, ένα στα Λατσιά με αριθμό εγγραφής Ε392 και τρία στο Δάλι με αριθμό εγγραφής Ν.204, Ν.125 και Ν.106. Δεν αποτελούσαν όμως αυτά τα κτήματα αντικείμενο της αγωγής 2927/69. Συνεπώς, δεν τα κάλυπτε η τελική σύμβαση, που παρέπεμπε στα κτήματα που διεκδικήθηκαν με εκείνη την αγωγή. Εξ αιτίας κοινού λάθους, και των δυο πλευρών δηλαδή, υποστήριξε στην έκθεση απαίτησής του ο εφεσείων και, στη βάση αυτής της θεμελιακής θέσης, δομήθηκαν οι διεκδικήσεις του. Ζήτησε τη διόρθωση του λάθους (rectification) ώστε να περιληφθεί στη σύμβαση υποχρέωση των αντισυμβαλλομένων για μεταβίβαση και αυτών των κτημάτων. Επειδή δε αυτά είχαν μεταβιβαστεί σε τρίτο, στον αποβιώσαντα πλέον Τάσο Ιεροδιακόνου τον οποίο εκπροσωπούν οι διαχειριστές της περιουσίας του, στράφηκε και εναντίον του. Ο ισχυρισμός ήταν πως ο Ιεροδιακόνου γνώριζε ότι τα κτήματα ανήκαν, ως υποκείμενα σε εμπίστευμα, στον ενάγοντα και πως συνωμότησε με τους εφεσίβλητους για την καταδολίευσή του και την οικειοποίηση των κτημάτων. Πρώτα, με δωρεά μεριδίου του ενός κτήματος και στη συνέχεια με εικονική, όπως τη θεωρεί, πώληση του υπόλοιπου και των άλλων αφού, όπως το θέτει η έκθεση απαίτησης, εκμεταλλεύτηκαν τη λανθασμένη περιγραφή των κτημάτων στην αγωγή 2967/69. Αξίωσε, λοιπόν, σχετικές αναγνωριστικές δηλώσεις, διάταγμα που θα επέφερε τη μεταβίβαση των κτημάτων στο όνομα του και αποζημιώσεις για δόλο ή εξαπάτηση ή συνωμοσία ή παράβαση σύμβασης ή αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως όλες οι διαζευκτικές τοποθετήσεις προϋπέθεταν, ως προκριματικό τους έρεισμα, τη διόρθωση της συμφωνίας. Ο εφεσείων διαφωνεί αλλά δεν έχει δίκαιο. Αν, κατά τη σύμβαση που συνάφθηκε, τα τέσσερα κτήματα δεν του "ανήκαν", για να χρησιμοποιήσουμε τη δική του αποτίμηση, δεν θα υπήρχε υπόβαθρο για οτιδήποτε από τα αναφερθέντα. Δεν αφορούσε η αγωγή στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες αρχικά αγοράστηκαν τα κτήματα ούτε στα δικαιώματα που τότε διαμορφώθηκαν. Αυτά ήταν αντικείμενο των αγωγών που αποσύρθηκαν ως διευθετηθείσες με τη τελική σύμβαση που συνάφθηκε. Ήταν δε εκείνη η σύμβαση που προσδιόριζε πλέον τα δικαιώματα των μερών και αυτά θα ήταν δυνατό να εκτείνονται και στα επίδικα κτήματα μόνο αν τα τελευταία εθεωρείτο ότι καλύπτονταν από τη σύμβαση. Απόρριψη, συνεπώς, της αξίωσης για διόρθωση της σύμβασης, θα άφηνε τα επίδικα κτήματα εκτός της διευθέτησης που έγινε, που περιλαμβάνει όσα θα ήταν δυνατό να διεκδικηθούν. Οπότε, όσα προτάθηκαν για συνωμοσία, δόλο, εμπίστευμα, παράβαση σύμβασης ή αδικαιολόγητο πλουτισμό, με αναφορά στη μεταβίβαση των κτημάτων στον Ιεροδιακόνου, θα στερούνταν αντικειμένου. Ήταν ορθή, λοιπόν, η ταξινόμηση του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Υπάρχει ένα ακόμα θέμα που μπορούμε να δούμε πριν φτάσουμε στην ουσία. Ο εφεσείων αναγνώρισε πως όλες οι αξιώσεις του που ενέπλεκαν τον Ιεροδιακόνου, στηρίζονταν στη θέση πως τα επίδικα κτήματα ήταν εγγεγραμμένα στο όνομα των άλλων εφεσιβλήτων ως εμπιστευματοδόχων του. Διατηρούσε την ωφέλιμη κυριότητά τους και ήταν κάτω από αυτό το δεδομένο που αναφέρθηκε στο δόλο και στα άλλα και διεκδίκησε εγγραφή τους στο όνομά του. Ρητά δέκτηκε, λοιπόν, πως αν φαινόταν ότι τα επίδικα κτήματα δεν υπέκειντο σε εμπίστευμα, στην καλύτερη γι΄αυτόν περίπτωση, αν δηλαδή διορθωνόταν η σύμβαση, θα είχαμε μόνο παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων που, όμως, δεν θα αφορούσε στον Ιεροδιακόνου. Δεν ετέθη ποτέ θέμα άλλου αγώγιμου δικαιώματος και η αγωγή εναντίον του θα έπρεπε, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, όπως αναγνώρισε ο εφεσείων, να απορριφθεί. Ό,τι θα απέμενε, αφού δεν ετίθετο και ζήτημα ειδικής εκτέλεσης της σύμβασης, ήταν η αξίωση του για αποζημιώσεις εναντίον των άλλων εφεσιβλήτων.
Έχουμε εξετάσει τα δεδομένα, ειδικά τη σύμβαση της 15.12.70 την οποία φυσιολογικά επικαλέστηκε, και σε σχέση με το κατ' ισχυρισμόν εμπίστευμα, ο εφεσείων. Εκεί όπου ο εφεσείων αναγνωρίστηκε ως ο ωφέλιμος κύριος (beneficial owner) κτήματος, άλλου από τα επίδικα, καταγράφεται ρητά. (Βλ. την παράγραφο 3). Κατά τα άλλα, όχι μόνο περιλαμβάνει απλώς συμβατική υποχρέωση για μεταβίβαση των κτημάτων αφού πρώτα πληρωθεί ποσό που καθορίζεται αλλά το λέγει και ρητά πως αυτά δεν αποτελούσαν το αντικείμενο εμπιστεύματος. Δεν μπορεί να έχει άλλο νόημα η παράγραφος 7 της σύμβασης, σύμφωνα με την τελευταία πρόταση της οποίας (σε μετάφραση από τα αγγλικά) "όλες οι περιουσίες, εκκρεμούσας της πλήρους υλοποίησης της παρούσας συμφωνίας, θα θεωρούνται ως απολύτως ανήκουσες στους υφιστάμενους εγγεγραμένους ιδιοκτήτες." ("...all properties pending the complete implementation of the present agreement, shall be considered as vesting absolutely in the existing registered owners").
Πρόβλημα όμως θα αντιμετωπιζόταν και σε σχέση με την αξίωση του εφεσείοντα για αποζημιώσεις, για παράβαση της σύμβασης, εννοείται και στην περίπτωση διόρθωσής της. Δεν θα υπήρχε μέτρο για τον υπολογισμό τους, όπως ορθά εισηγήθηκαν οι εφεσίβλητοι. Ο εφεσείων, προφανώς εκλαμβάνοντας τις αποζημιώσεις ως το ενδεχόμενο υποκατάστατο της, για οποιοδήποτε λόγο, αποτυχίας του να αποκτήσει την κυριότητα των κτημάτων, με το δεδομένο ότι αυτά του ανήκαν, προσκόμισε μαρτυρία για την αξία τους το 1993. Αν υπήρχε όμως παράβαση της σύμβασης αυτή, και με τη δική του εκδοχή, θα είχε επισυμβεί το 1973 το αργότερο, όταν δηλαδή τα κτήματα μεταβιβάστηκαν στον Ιεροδιακόνου. Και γνωρίζουμε πως, κατά τα θεμελιωμένα, ο κανόνας είναι πως οι αποζημιώσεις σε τέτοιες περιπτώσεις υπολογίζονται στη βάση της αξίας των κτημάτων κατά το χρόνο της εκδήλωσης της παράβασης της σύμβασης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού προσδιόρισε τη σημασία της αξίωσης για διόρθωση, επικεντρώθηκε σ΄αυτή. Έκρινε πως αφού είχαν στο μεταξύ δημιουργηθεί δικαιώματα τρίτου, του Ιεροδιακόνου δηλαδή, μόνο αν αυτός αποδεικνυόταν κακόπιστος, με την έννοια ότι γνώριζε την ύπαρξη του λάθους, θα ήταν δυνατό να διορθωθεί η σύμβαση. Παρέθεσε και αξιολόγησε τη μαρτυρία, έκρινε ότι ούτε ίχνος της έδειχνε ότι ο Ιεροδιακόνου ήταν κακόπιστος και κατέληξε πως η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί. Είδε όμως και διαζευκτικά το θέμα. Δέχτηκε πως ο εφεσείων έλεγε την αλήθεια, πως ήταν πρόθεσή του να συμπεριλάβει και τα επίδικα κτήματα, ως μέρος της αξίωσής του, στην Αγωγή 2927/69 και, κατ΄επέκταση, στη σύμβαση της 15.12.70 και, ακόμα, πως για σημαντική χρονική περίοδο ήταν με την εντύπωση ότι αυτό πράγματι έγινε. Το λάθος όμως ήταν δικό του, μονομερές, και οφειλόταν στις λανθασμένες οδηγίες που εκείνος έδωσε προς τους δικηγόρους του. Όπως εξήγησε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν υπήρχε μαρτυρία πως οι εφεσίβλητοι γνώριζαν κατά το κρίσιμο χρόνο πριν τη σύναψη της σύμβασης ημερομηνίας 15.12.70 για τέτοιο λάθος. Κατά το μέγιστο ο εφεσείων τους εμφάνιζε να είχαν εκ των υστέρων, το 1973, αντιληφθεί και εκμεταλλευθεί το δικό του λάθος αλλά και πάλιν δεν υπήρχε μαρτυρία που να έδειχνε ότι οι μεταβιβάσεις που έκαμαν τότε ήταν απόρροια οποιασδήποτε γνώσης τους για λάθος του εφεσείοντα. Οτιδήποτε έγινε τότε, για όποιο σκοπό ή με όποιο κίνητρο, δεν ήταν δυνατό να συσχετισθεί με τη σύμβαση της 15.12.70. Θα απέρριπτε, λοιπόν, την αγωγή εν πάση περιπτώσει.
Διατυπώθηκε σειρά λόγων έφεσης, όχι όμως σε σχέση με το σκέλος της πρωτόδικης απόφασης πως ενόψει των δικαιωμάτων που απέκτησε ο Ιεροδιακόνου δεν ήταν δυνατή η διόρθωση λάθους, εκτός αν αυτός ήταν κακόπιστος. Περιλήφθηκε στο περίγραμμα της αγόρευσής του εφεσείοντα αμφισβήτηση και επ' αυτού, ακάλυπτη όμως από λόγο έφεσης. Ως προς αυτό το θέμα, με τους λόγους έφεσης, αμφισβητήθηκε μόνο η εκτίμηση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως δεν αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εφεσίβλητος ήταν κακόπιστος. Κατά την εισήγησή του εφεσείοντα, η μαρτυρία θα έπρεπε να είχε οδηγήσει σε αντίθετο συμπέρασμα αλλά δεν νομίζουμε πως αυτό πρέπει να είναι τώρα το πρώτο θέμα. Θα δικαιολογείται να ασχοληθούμε με αυτό μόνο αν φανεί βάσιμη η περαιτέρω εισήγηση του εφεσείοντα πως είναι εσφαλμένη και η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε κοινό λάθος.
Χρειάζεται να διευκρινιστεί ένα πράγμα πριν προχωρήσουμε. Το πρωτόδικο δικαστήριο, στο πλαίσιο της αναφοράς του στο θέμα της διόρθωσης σύμβασης, αφού αναφέρθηκε γενικά στο Chitty on Contracts Τόμος 1 §347 ασχολήθηκε και ειδικά με το ενδεχόμενο να είναι δυνατή η διόρθωση συμφωνίας ακόμα και στην περίπτωση μονομερούς λάθους, με πρόσθετη αναφορά στην υπόθεση Thomas Bates & Son v. Wyndhams Ltd (1981) 1 W.L.R. 505. Έκρινε πως δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για διόρθωση πάνω σε τέτοια βάση και έγινε ενώπιόν μας αναφορά και σέ αυτό το θέμα, χωρίς όμως λόγο έφεσης στοχευμένο προς αυτή την κατεύθυνση και, πάντως, χωρίς να εγείρεται τέτοιο θέμα με την έκθεση απαίτησης.
Η ουσία των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν ενώπιόν μας σε σχέση με το κοινό λάθος, στηρίζονται στην άποψη πως, αντίθετα με ό,τι κρίθηκε πρωτοδίκως, θα έπρεπε να θεωρηθεί πως δεν μπορούσε παρά να τελούσαν και οι εφεσίβλητοι υπό καθεστώς πλάνης, όταν υπέγραφαν τη σύμβαση. Εν τούτοις όπως τα αντιλαμβανόμαστε, κυρίως απέβλεψαν στη θεμελίωση της εισήγησης πως οι εφεσίβλητοι, ως οι αγοραστές των κτημάτων και τα πρόσωπα που ήταν ενήμερα όλων των λεπτομερειών τους, θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι εξ αρχής γνώριζαν ότι ο εφεσείων τα περιέγραψε εσφαλμένα στην αγωγή 2927/69 και, κατά παράβαση υποχρεώσεων που είχαν έκτοτε αλλά και μετά, παρέλειψαν να αποκαλύψουν την πραγματικότητα. Αυτά είναι, βέβαια, αντιφατικά προς την προώθηση της βάσης του κοινού λάθους αλλά, εν πάση περιπτώσει, παραγνωρίζουν το ότι δεν θα ήταν σε καμιά περίπτωση αρκετό να φανεί πως η σύμβαση, με την παραπομπή της στην αγωγή, περιείχε λάθος. Η διαδικασία δεν αφορούσε στην ισχύ αυτού του μέρους της σύμβασης και στις επιπτώσεις στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών από την αναφορά σε κτήματα που δεν εντάσσονταν στη σχέση τους. Στόχος ήταν η υποκατάσταση εκείνης της αναφοράς με άλλη και, κατά συνέπεια, αν θα επρόκειτο να υπάρξει υπόβαθρο για οποιονδήποτε από τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν, θα έπρεπε να θεμελιωθεί η άποψη πως στη θέση εκείνων των κτημάτων, θα έπρεπε να ήταν τα επίδικα. Ο εφεσείων, με την έκθεση απαίτησής του αλλά και με τη μαρτυρία που προσήγαγε, επισήμανε κάποιες ομοιότητες στην περιγραφή των μεν με τα δε, επικαλέστηκε δακτυλογραφικά λάθη και προέβη σε συσχετισμούς με κτηματολογικά σχέδια τα οποία, όπως, υποστήριζε, ερμήνευσε λανθασμένα. Αυτά, όμως, δεν μπορούν να σημαίνουν και το οτι οι εφεσίβλητοι είχαν λόγο να αντιληφθούν ή έστω ότι αντιλήφθηκαν πως η αγωγή 2927/69 στην πραγματικότητα απέβλεπε σε αναφορά στα επίδικα κτήματα. Ο ίδιος ο δεύτερος εφεσίβλητος κατέθεσε πως τα επίδικα αγοράστηκαν με χρήματα δικά του και των θυγατέρων του, πως δεν εντάσσονταν στις σχέσεις του με τον εφεσείοντα και πως ποτέ δεν θα υπέγραφε σύμβαση όπως εκείνη της 15.12.70, αν αυτή τα περιλάμβανε. Και λείπει μαρτυρία που θα θεμελίωνε την απαιτούμενη ταύτιση ώστε να είναι νοητή η συζήτηση για την επιδιωχθείσα διόρθωση. Όπως το θέτει, με αναφορά στη νομολογία, ο Chitty on Contracts 27η έκδοση Τόμος 1 σελ. 322 §5-045, κάτω από την επικεφαλίδα "Proof of mistake", εκείνος που επικαλείται το λάθος έχει το βάρος να αποδείξει πειστικά όχι μόνο ότι το έγγραφο που προτείνεται να διορθωθεί δεν συνάδει με τις αληθείς προθέσεις των μερών κατά το χρόνο της σύνταξής του αλλά επίσης και ότι στην προτεινόμενη του μορφή πράγματι συνάδει με τις προθέσεις τους. (He must produce "convincing proof" not only that the document to be rectified was not in accordance with the parties' true intentions at the time of its execution, but also that the document in its proposed form does accord to their intentions). Προστίθεται πως είναι ουσιώδες να διακριβώνεται και να προσδιορίζεται καθαρά η έκταση της διόρθωσης με μαρτυρία σύγχρονη ή προγενέστερη της σύναψης της σύμβασης και πως η άρνηση από τον ένα συμβαλλόμενο ότι το έγγραφο, ως έχει, είναι αντίθετο προς την πρόθεσή του, θα πρέπει να έχει σημαντικό βάρος. Προς την ίδια κατεύθυνση είναι και η αναφορά του Snell's Principles on Equity 27η έκδοση σελ. 616 κάτω από την επικεφαλίδα "Strong irrefragable evidence".
Δεν διαπιστώνουμε λόγο για τον οποίο θα εδικαιολογείτο παρέμβασή μας προς ανατροπή του αποτελέσματος στο οποίο άχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο. Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.