ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 226
28 Φεβρουαρίου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΟΛΥΚΡΑΤΗ ΚΩΜΙΑΤΗ,
Εφεσείων-Ενάγων,
ν.
1. ΚΩΣΤΑ ΠΟΛΙΤΣΟΥ,
2. ΑΝΔΡΕΑ Γ. ΠΟΛΙΤΣΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10400)
Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Επιμερισμός ευθύνης ― Πεζός που περπατούσε κατά μήκος του δρόμου κτυπήθηκε από αυτοκίνητο που ερχόταν εκ των όπισθεν, με αποτέλεσμα η κόρη του, που κρατούσε στην αγκαλιά του, να εκτιναχθεί από τα χέρια του και να πέσει στο έδαφος με αποτέλεσμα να βρει τον θάνατο, και ο ίδιος να τιναχθεί στον αέρα να πέσει, στη σκεπή (καπό) του αυτοκινήτου και, ακολούθως στο έδαφος με αποτέλεσμα να τραυματισθεί ― Η απόδοση ίσης ευθύνης στον πεζό και στον οδηγό του αυτοκινήτου αντικαταστάθηκε κατ' έφεση με ποσοστό ευθύνης 25% και 75% αντίστοιχα.
Αμέλεια ― Επιμερισμός ευθύνης ― Μόνο όπου ο επιμερισμός αντιστρατεύεται τα ευρήματα του Δικαστηρίου ή είναι έκδηλα εσφαλμένος παρέχεται πεδίο επέμβασης από το Εφετείο.
Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Άντρας ηλικίας 35 ετών, υπέστη συντριπτικό και μετατοπισμένο κάταγμα του άνω ήμισυ του δεξιού βραχιονίου οστού, μετατοπισμένο κάταγμα του σώματος της δεξιάς ωμοπλάτης, πολλαπλά θλαστικά τραύματα, εκδορές και εκχυμώσεις στο θώρακα και στο αριστερό γόνατο και πόδι, ελαφρά εγκεφαλική διάσειση χωρίς νευρολογικές διαταραχές ― Μόνιμα κατάλοιπα: μικρού βαθμού μυϊκή ατροφία των μυών του δεξιού βραχίονα και μικρού βαθμού ελάττωση της απαγωγής του δεξιού ώμου ― Τραυματίσθηκε επίσης και ψυχικά εξ αιτίας του κλονισμού που υπέστη από τον θανάσιμο τραυματισμό του παιδιού του το οποίο κρατούσε κατά την ώρα του ατυχήματος με αποτέλεσμα να έχει έντονες και παρατεταμένες αϋπνίες και σεξουαλική ανικανότητα ― Επιδίκαση ποσού £15.000 γενικές αποζημιώσεις ― Κρίθηκαν έκδηλα ανεπαρκείς και αυξήθηκαν κατ΄ έφεση σε £30.000 επί πλήρους ευθύνης.
Αποζημιώσεις ― Απώλεια μελλοντικού εισοδήματος ― Μείωση ικανότητας για εργασία ― Άντρας 35 ετών ανειδίκευτος εργάτης, τραυματίστηκε σωματικά στον βραχίονα, στην ωμοπλάτη, στο θώρακα και στο πόδι και επίσης ψυχικά ― Δεν υπήρχαν τα στοιχεία για να εφαρμοσθεί ο πολλαπλασιαστής και ο πολλαπλασιαστέος ― Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε σ' αυτόν ποσό £15.000 για μελλοντική απώλεια εισοδήματος ― Το ποσό κρίθηκε ανεπαρκές και αυξήθηκε στις £30.000 από το Εφετείο.
Αμέλεια ― Επιμερισμός ευθύνης ― Αυτοκινητοδηγός και πεζός ― Αμελής οδήγηση ― Οι επιπτώσεις παρεκκλίσεων από το καθήκον για αμελή οδήγηση αυτοκινήτου είναι δυνητικά πολύ μεγαλύτερες από εκείνες του πεζού.
Αμέλεια ― Αποζημιώσεις ― Το θύμα του αδικήματος εκλαμβάνεται στην κατάσταση που ευρίσκεται και, βάσει αυτού του δεδομένου, αποτιμάται η ζημία την οποία υφίσταται.
Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Σταθερή άνοδος του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων.
Αποζημιώσεις ― Μελλοντική απώλεια ― Πολλαπλασιαστής και πολλαπλασιαστέος ― Όταν ελλείπουν τα στοιχεία για την εφαρμογή της μεθόδου αυτής, η διαφαινόμενη ζημία συμπλέκεται με τις γενικές αποζημιώσεις και αποτιμάται κάτω από την πλατιά σκοπιά, υπό το φως του συνόλου των δεδομένων της υπόθεσης.
Αμέλεια ― Εκ προστήσεως ευθύνη ― Η ιδιοκτησία οχήματος αφ' εαυτής δεν καθιστά τον ιδιοκτήτη υπεύθυνο εκ προστήσεως για τις πράξεις του οδηγού.
Δικαστικό προηγούμενο ― Τα γεγονότα εκδικαζόμενης υπόθεσης δεν πρέπει πάντοτε να παραλληλίζονται με εκείνα προηγούμενης, εκτός αν τα γεγονότα της προγενέστερης υπόθεσης είναι συνυφασμένα με τον προσδιορισμό αρχής δικαίου.
Έφεση ― Συνεκδίκαση εφέσεων ― Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.35, θ.28 ― Διατήρηση αυτοτέλειας επιδίκων θεμάτων.
Σε τροχαίο ατύχημα που έγινε κατά μήκος δρόμου στα Πάνω Πολεμίδια, ο εφεσίβλητος-εναγόμενος κτύπησε με το αυτοκίνητό του τον εφεσείοντα-ενάγοντα ο οποίος περπατούσε 3½ πόδια από την άκρη της ασφάλτου με αποτέλεσμα η κόρη του ηλικίας 2 χρόνων, την οποία κρατούσε στα χέρια, να εκτιναχθεί και να πέσει στην άσφαλτο με αποτέλεσμα να τραυματισθεί θανάσιμα και ο εφεσείων-ενάγων να υποστεί σωματικές ζημίες. Ο φωτισμός του δρόμου ήταν χαμηλός και τα σκούρα ρούχα του εφεσείοντος υποτόνιζαν την παρουσία του στο δρόμο.
Ο εφεσίβλητος υποστήριξε ότι κατά το χρόνο της σύγκρουσης, ερχόταν αυτοκίνητο από την αντίθετη κατεύθυνση με τα ψηλά φώτα του αναμμένα. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε ως ανυπόστατος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιμέρισε την ευθύνη εξ ίσου και στους δύο διαδίκους. Αποφάνθηκε ότι η αμέλεια του οδηγού σύγκειται στην παράλειψή του να πάρει τα προφυλακτικά μέτρα για την ασφάλεια του πεζού, προς τον οποίο είχε καθήκον επιμέλειας. Στον πεζό αποδόθηκε ευθύνη λόγω του ότι εξέθεσε την ασφάλειά του σε προβλεπτούς κινδύνους, βαδίζοντας στην αριστερή πλευρά του δρόμου, μακριά από την άκρη της ασφάλτου, με υποτονισμένη την παρουσία του, λόγω του σκούρου χρώματος της ενδυμασίας του, σε ένα δρόμο που δεν ήταν επαρκώς φωτισμένος.
Με την έφεση του ο εφεσείων προσβάλλει τα ευρήματα και συμπεράσματα του Δικαστηρίου αναφορικά με την επιδικασθείσα ζημία η οποία είχε αποτιμηθεί σε:
α) £15.000,00 - γενικές αποζημιώσεις.
β) £15.000,00 για μελλοντικές απώλειες.
Το ποσό των £7.504,00, που αντιπροσωπεύει ειδική ζημία δεν προσβλήθηκε κατ' έφεση.
Προσβάλλονται επίσης τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου αναφορικά με το θέμα της ευθύνης, κυρίως ο καταμερισμός της, η διαταγή εξόδων και η έκβαση αγωγής συνεκδικασθείσης με την αγωγή, αντικείμενο της παρούσας έφεσης, συγκεκριμένα της Αγωγής Αρ. 1095/02.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η αμέλεια του οδηγού εντοπίζεται στην παράλειψη του να λάβει όλα τα μέτρα, που εξ αντικειμένου, είχε υποχρέωση να λάβει, για την προστασία της ασφάλειας του πεζού. Η παράλειψη του φτάνει τα όρια αδιαφορίας, εφόσον δεν υπήρχε εμπόδιο στο δρόμο ή περιορισμός στη χρήση του υπόλοιπου μέρους του δρόμου. Το ότι δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του πεζού πριν το δυστύχημα, είναι χαρακτηριστικό της απερισκεψίας, με την οποία οδηγούσε.
2. Ο εφεσείων ήταν υπέυθυνος συντρέχουσας αμέλειας διότι εξέθεσε την ασφάλεια του σε προβλεπτούς κινδύνους από τους οποίους εύλογα μπορούσε να προφυλαχθεί.
3. Οι επιπτώσεις παρεκκλίσεων από το καθήκον για επιμελή οδήγηση αυτοκινήτου είναι δυνητικά πολύ μεγαλύτερες από εκείνες του πεζού.
4. Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την υπόθεση στην Κυριάκου ν. Δημητρίου όπου το Εφετείο δεν διαπίστωσε βάσιμο λόγο για επέμβαση στα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα του ατυχήματος ή την κατάληξή του ως προς την ευθύνη των διαδίκων και τον καταμερισμό της.
5. Δεν είναι πάντοτε δόκιμος ο παραλληλισμός των γεγονότων υπό εκδίκαση υπόθεσης με εκείνα προηγούμενης, εκτός αν τα γεγονότα των δύο υποθέσεων είναι συνυφασμένα με τον προσδιορισμό αρχής δικαίου.
6. Η ευθύνη των διαδίκων επιμερίζεται σε ποσοστό 25% για τον εφεσείοντα και σε ποσοστό 75% για τον εφεσίβλητο.
7. Η πρόνοια η οποία έγινε για τη μελλοντική απώλεια εισοδήματος λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας του εφεσείοντος είναι καταφανώς ανεπαρκής. Η ίδια διαπίστωση γίνεται και σε σχέση με το κονδύλι των γενικών αποζημιώσεων. Υπό το πρίσμα του συνόλου των γεγονότων, όπως αυτά προκύπτουν από τα ευρήματα του Δικαστηρίου οι πιο πάνω αποζημιώσεις πρέπει να αυξηθούν α) σε £30.000,00 ως γενικές αποζημιώσεις και β) σε £30.000,00 για απώλεια μελλοντικού εισοδήματος.
8. Η επιδίκαση των εξόδων, όπως καθορίσθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.
9. Κατά τη συνεκδίκαση της αγωγής του εφεσείοντος και της αγωγής 1095/92 - η οποία είχε εγερθεί από τον εφεσείοντα και τη σύζυγό του υπό την ιδιότητά των ως γονείς και/ή εξαρτώμενοι και/ή νόμιμοι κληρονόμοι της ανήλικης θυγατέρας τους - είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ότι η απώλεια των εναγόντων θα ήταν £3.000,00 και ότι το αποτέλεσμα της αγωγής του εφεσείοντος ως προς την ευθύνη θα ήταν δεσμευτικό για τους διαδίκους και στην υπόθεση 1095/92. Το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των γονέων, ως η συμφωνία των μερών.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Κυριάκου ν. Δημητρίου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1362,
Hunter v. British Coal Corp. [1998] 2 All E.R. 97,
Baker v. Willoughby [1969] 3 All E.R. 1528,
Jolley v. Sutton London [2000] 3 All E.R. 409,
Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Λεβέντη κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 420,
Ιορδάνου κ.ά. ν. Κυριάκου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1364,
Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66,
W. v. Essex CC. [2000] 2 All E.R. 237,
Theofanous v. Cosmos Insurance (1988) 1 C.L.R. 265,
Μακρίδης ν. Μιχαηλίδου (Αρ. 1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 416.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 26/11/98 (Αρ. Αγωγών 128/92 και 1095/92) με την οποία κρίθηκε ότι ο ενάγοντας ήταν υπόλογος συντρέχουσας αμέλειας στο τροχαίο δυστύχημα το οποίο είχε σαν αποτέλεσμα τον τραυματισμό του ιδίου και το θάνατο της θυγατέρας του και του επιδικάστηκε ποσό ίσο με το 50% της ζημίας την οποία υπέστη.
Χρ. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Τ. Χριστοφόρου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσείων ενεπλάκη σε τροχαίο δυστύχημα, το οποίο προκάλεσε το σοβαρό τραυματισμό του ιδίου και το θάνατο της θυγατέρας του, ηλικίας δύο ετών.
Κατά την ώρα του δυστυχήματος, ο εφεσείων περπατούσε 3½ πόδια από την άκρη της ασφάλτου, κατά μήκος του 104ου δρόμου, όπως περιγράφεται, στα Πάνω Πολεμίδια· οδού δευτερευούσης σημασίας, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις. Κτυπήθηκε από αυτοκίνητο που ερχόταν εκ των όπισθεν, με αποτέλεσμα η κόρη του, που κρατούσε στην αγκαλιά του, να εκτιναχθεί από τα χέρια του και να πέσει στο έδαφος, με μοιραίες συνέπειες, και ο ίδιος να τιναχθεί στον αέρα, να πέσει, στη συνέχεια, στη σκεπή (καπό) του αυτοκινήτου και, ακολούθως, στο έδαφος.
Ο εφεσείων περπατούσε στην άσφαλτο και όχι στο κράσπεδο του δρόμου, λόγω της κακής κατάστασής του, η οποία το καθιστούσε δύσβατο. Το κράσπεδο ήταν, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο, «... ανώμαλο με πέτρες και λακκούβες». Ο φωτισμός του δρόμου ήταν πτωχός, φωτιζόταν από δύο λαμπτήρες, μικρής έντασης, ενώ το χρώμα των ρούχων του εφεσείοντος υποτόνιζε την παρουσία του στο δρόμο.
Το όχημα που τον κτύπησε οδηγείτο από τον εφεσίβλητο 1, στον οποίο θα αναφερόμεθα ως ο «εφεσίβλητος». Εισήλθε στο δρόμο (ο εφεσίβλητος), όπου βάδιζε ο εφεσείων, από πάροδο, κείμενη σε απόσταση 50 μέτρων από τη σκηνή του δυστυχήματος. Τα φώτα του αυτοκινήτου του ήταν δυνατό να φωτίσουν το δρόμο σε απόσταση 45 ποδιών σε χαμηλή και 80 ποδιών σε ψηλή στάση.
Η εκδοχή του εφεσίβλητου - ότι, κατά το χρόνο της σύγκρουσης, ερχόταν αυτοκίνητο από την αντίθετη κατεύθυνση, με τα ψηλά φώτα του αναμμένα - απορρίφθηκε ως ανυπόστατη. Μόνος όδευε στο δρόμο ο εφεσίβλητος, με ανοικτό το πεδίο να προσπεράσει τον εφεσείοντα χωρίς εμπόδιο. Δεν το έπραξε και αυτό στοιχειοθετεί την αμέλειά του. Πρόσεξε την παρουσία εμποδίου στο δρόμο, όταν τον χώριζε απόσταση δύο - τριών ποδιών από αυτό, και μετά τη σύγκρουση αντιλήφθηκε, όπως κατέθεσε, ότι «... κτύπησε ανθρώπους.».
Ο πρωτόδικος Δικαστής έκαμε αναφορά στις αρχές που διέπουν τη διαπίστωση αμέλειας, την ύπαρξη συντρέχουσας αμέλειας, καθώς και στις αρχές που αφορούν τον καταμερισμό της ευθύνης, όπου και οι δύο παράγοντες συμβάλλουν στο δυστύχημα και τη ζημία που προκαλείται. Στον επιμερισμό της ευθύνης προσμετρούν, όπως σημειώνεται, η εκατέρωθεν υπαιτιότητα (blameworthiness) και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υπαιτιότητας και της πρόκλησης της ζημίας (causative potency). Παραλληλίζοντας δε τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης με εκείνα της Κυριάκου ν. Δημητρίου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1362 και συναρτώντας τα με την κατανομή της ευθύνης μεταξύ οδηγού και πεζού, σ' εκείνη την υπόθεση, το Δικαστήριο επιμέρισε την ευθύνη, και σ' αυτή την υπόθεση, εξίσου μεταξύ των δύο.
Η αμέλεια του οδηγού σύγκειται στην παράλειψή του να πάρει προφυλακτικά μέτρα για την ασφάλεια του πεζού, προς τον οποίο είχε καθήκον επιμέλειας. Εκπλήρωση του οφειλόμενου καθήκοντος θα απέτρεπε τη σύγκρουση.
Στον πεζό αποδόθηκε ευθύνη, λόγω του ότι εξέθεσε την ασφάλειά του σε προβλεπτούς κινδύνους, βαδίζοντας στην αριστερή πλευρά του δρόμου, μακριά από την άκρη της ασφάλτου, με υποτονισμένη την παρουσία του, λόγω του σκούρου χρώματος της ενδυμασίας του, και όλα αυτά, σε δρόμο που ήταν πτωχά φωτισμένος.
Μετά από λεπτομερή εξέταση της ιατρικής μαρτυρίας και εκείνης του εφεσείοντος και της συζύγου του, που έτειναν να διαφωτίσουν για το αίσθημα πόνου, την αίσθηση αδυναμίας και την ταλαιπωρία, που υπέστη, το Δικαστήριο κατέληξε σε συγκεκριμένα ευρήματα, τα οποία προσδιορίζονται στην απόφασή του. Εκτός από το σωματικό, μεγάλος ήταν και ο ψυχικός τραυματισμός του εφεσείοντος, όλως ιδιαίτερα, εξαιτίας του κλονισμού που υπέστη από την τύχη του παιδιού του. Η εγγύτητα του εφεσείοντος προς τα διαδραματισθέντα, σε σχέση με το παιδί του, και η αμεσότητα της γνώσης για το τι του είχε συμβεί, θεμελιώνουν δικαίωμα για αποζημίωση, σε σχέση με νευροψυχολογικά προβλήματα, που αποτελούν επακόλουθο της εμπειρίας - (βλ. Hunter v. British Coal Corp. [1998] 2 All E.R. 97 (C.A.), στην οποία εξετάζεται η αγγλική νομολογία επί του θέματος).
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ως αποτέλεσμα του δυστυχήματος, ο εφεσείων υπέστη:-
«(1) Συντριπτικό και μετατοπισμένο κάταγμα του άνω ήμισυ του δεξιού βραχιονίου οστού.
(2) Μετατοπισμένο κάταγμα του σώματος της δεξιάς ωμοπλάτης.
(3) Πολλαπλά θλαστικά τραύματα, εκδορές και εκχυμώσεις στο θώρακα και στο αριστερό γόνατο και πόδι.
(4) Ελαφρά εγκεφαλική διάσειση, χωρίς νευρολογικές διαταραχές.»
Τα τραύματά του συρράφηκαν και ο βραχίονας ακινητοποιήθηκε σε γύψινο νάρθηκα. Σε σύντομο χρόνο, παρέλυσε το δεξιό του χέρι, συνεπεία του τραυματισμού του κερκιδικού νεύρου στην περιοχή του κατάγματος του βραχιονίου οστού, γεγονός που οδήγησε σε ιατρική επέμβαση, με ανοικτή ανάταξη και στερέωση του κατάγματος με πλάκα και βίδες.
Τους πρώτους τέσσερις μήνες οι κινήσεις του δεξιού χεριού ήταν περιορισμένες και επώδυνες. Περιορισμένη ήταν, επίσης, και η δύναμη σύσφιγξης των δακτύλων. Αντίθετα, οι κινήσεις του αγκώνα ήταν ικανοποιητικές.
Κατά τους πρώτους έξι μήνες, ο εφεσείων, μετά δυσκολίας, μπορούσε να χρησιμοποιήσει το δεξιό του χέρι. Η κατάστασή του ήταν εξαιρετικά επώδυνη και η ταλαιπωρία του μεγάλη. Όπως διαφάνηκε και μετά την πάροδο των πρώτων έξι μηνών, ο εφεσείων δεν ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει το δεξιό του χέρι για βαριές εργασίες· γεγονός βαρύνουσας σημασίας για ανειδίκευτο εργάτη, η απασχόληση του οποίου βασιζόταν στη δύναμη των χεριών του. Πριν το δυστύχημα, ο εφεσείων ασχολείτο στις οικοδομές, απ' όπου κέρδιζε £70,00 εβδομαδιαίως. Με την πάροδο του χρόνου, η κατάσταση της υγείας του βελτιώθηκε. Η διαπίστωση του Δικαστηρίου για τα φυσικά κατάλοιπα του τραυματισμού του και την εξέλιξη της κατάστασής του διαγράφεται ως εξής:-
«(1) Πλήρης επούλωση του κατάγματος της δεξιάς ωμοπλάτης και του άνω μέρους του δεξιού βραχιονίου σε φυσιολογική ανατομική θέση.
(2) Δεν υφίστανται μεταλλικά προσθετικά.
(3) Μικρού βαθμού ελάττωση της απαγωγής του δεξιού ώμου όχι πέραν των 15 μοιρών.
(4) Όλες οι υπόλοιπες κινήσεις ευρίσκονται σε φυσιολογικό εύρος.
(5) Μικρού βαθμού μυϊκή ατροφία των μυών του δεξιού βραχίονα της τάξης των ½ εκ.
(6) Πλήρως επουλωμένη χειρουργική ουλή στην πρόσθια επιφάνεια του δεξιού ώμου μήκους 15 εκ.
(7) Πολλαπλές επουλωμένες εκδορές στην περιοχή της δεξιάς ωμοπλάτης.
(8) Πλήρης κινητικότητα του αγκώνα, καρπού και δακτύλων του δεξιού χεριού.
(9) Δεν παρατηρείται οποιαδήποτε κλινική σημειολογία από την εξέταση κερκιδικού νεύρου.
(10) Ο τραυματισμός των μαλακών μορίων υπεχώρησε πλήρως.
(11) Δικαιολογούνται πιθανές περιοδικές ενοχλήσεις υπό μορφή παροδικού πόνου και αισθήματος κόπωσης από παρατεταμένη χειρωνακτική εργασία.
(12) Από λειτουργικής πλευράς τα οστικά τραύματα που υπέστη δικαιολογούν βαθμό μείωσης των προ του ατυχήματος αποθεματικών ικανοτήτων του τραυματία για συνεχή και παρατεταμένη βαριά χειρωνακτική εργασία, ο οποίος υπολογίζεται να είναι της τάξης του 15%.
(13) Σε 8ωρη χειρωνακτική εργασία η κόπωση και πόνοι εις τον Ενάγοντα θα επέρχονται κατά 15% απ' ότι θα υπάρχουν κάτω από φυσιολογικές συνθήκες. Κατά τους ψυχρούς μήνες το άνω ποσοστό θα είναι ψηλότερο.»
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ο εφεσείων ήταν πρόσωπο «... με περιορισμένη πνευματική ικανότητα στο όριο οριακής νοημοσύνης το οποίο προ του τραυματισμού του στο δυστύχημα είχε τραυματικές εμπειρίες, ανασφάλειες και φοβίες λόγω γεγονότων που δεν αφορούν την παρούσα υπόθεση.». Παρά ταύτα, ο εφεσείων είχε, πριν το δυστύχημα, «... καλή κοινωνική προσαρμογή και η ζωή του ήτο κανονική.».
Άμεσα επακόλουθα του σωματικού και ψυχικού τραυματισμού του εφεσείοντος ήταν οι έντονες και παρατεταμένες αϋπνίες και η σεξουαλική του ανικανότητα. Παρά την ηλικία του, 35 ετών, δεν ήταν σε θέση να λειτουργήσει σεξουαλικά χωρίς τη βοήθεια φαρμακευτικών σκευασμάτων. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστηρίου κατοπτρίζει το άγχος και την ψυχική αναστάτωση που προκάλεσε στον εφεσείοντα το δυστύχημα:-
«Συνεπεία του δυστυχήματος εις το οποίο ενεπλάκη και την απώλεια του παιδιού του ήτο έντρομος, ανήσυχος με καταθλιπτικό προσωπείο, αυτομομφή διά την απώλεια του παιδιού του, εφιάλτες, ευερεθιστικότητα, άγχος, καταθλιπτική διάθεση, αϋπνία, όλα συμπτώματα μετατραυματικού συνδρόμου. Εις αυτό πρέπει να προστεθεί και σεξουαλική ανικανότητα. Εις αυτόν χορηγήθησαν αντικαταθλιπτικά καταπραϋντικά και υπνωτικά φάρμακα, τα οποία έπαιρνε 3 φορές ημερησίως. Στις 3.7.91 του χορηγήθηκε πιστοποιητικό προσωρινής ανικανότητας για εργασία.»
Τα ευρήματα του Δικαστηρίου για την ψυχολογική του κατάσταση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με την πάροδο του χρόνου, είναι τα ακόλουθα:-
«- Η αϋπνία υπεχώρησε και κάποιες ώρες κοιμάται.
- Τα φάρμακα μειώθηκαν από 3 φορές ημερησίως σε μια φορά το βράδυ.
- Έχει μειωμένη διάθεση, έλλειψη πρωτοβουλίας, στερείται αισιοδοξίας και ελπίδας.
- Έχει πονοκεφάλους και ζαλάδες.
- Η σεξουαλική του ανικανότητα βελτιώθηκε αλλά όχι πλήρως.
- Έχει φοβία να εισέλθει εις αυτοκίνητο.
- Νιώθει δυσαρέσκεια όταν έχει αναμνήσεις από το δυστύχημα.
- Έχει μειωμένη μνήμη.
- Εχει αίσθημα ανικανότητας που είναι επέκταση της έλλειψης θάρρους να δει τη ζωή του και να ζήσει όπως θα φανταζόταν όταν ήτο μικρός.
- Υπάρχει αλλαγή εις τη λειτουργικότητα του.
- Οι θόρυβοι τον επηρεάζουν εις ένα βαθμό.»
Το Δικαστήριο αποδέχτηκε ότι ο εφεσείων ήταν ολότελα ανίκανος να εργαστεί για χρονική περίοδο δύο ετών, με επακόλουθο τη στέρηση του εισοδήματος, το οποίο θα απολάμβανε κατά την ίδια περίοδο, συμποσούμενο σε £7.480,00, ποσό το οποίο θεωρήθηκε ως αποκρυσταλλωμένη ζημία.
Το Δικαστήριο απέρριψε τη θέση του εφεσείοντος ότι κατέστη ολότελα ανίκανος για εργασία. Ήταν δυνατό να εργαστεί, πλην αυτή η ικανότητά του μειώθηκε ουσιωδώς. Η μείωση της δυνατότητάς του για εργασία δεν μπορούσε να αποτιμηθεί ευχερώς σε ποσοστιαία αναλογία του συνόλου των δυνατοτήτων του. Το εύρημα το Δικαστηρίου, επί του προκειμένου, έχει ως ακολούθως:-
«Συνεπώς έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, είμαι της γνώμης ότι η παρούσα υπόθεση αφορά μείωση και όχι απώλεια ικανότητος δι' εργασία. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα συνεκτικά στοιχεία της κρίσης μου αυτής ως τέθηκαν εις το Δικαστήριο, κρίνω ότι η μείωση αυτή είναι μεγάλη και ουσιαστική.»
Δεν προσήχθη μαρτυρία, η οποία να προδιαγράφει τη μελλοντική απώλεια του εισοδήματος του ενάγοντος, «... ώστε να καθίσταται εφικτή η αποτίμηση της σε χρήμα.». Για το λόγο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν παρεχόταν η δυνατότητα προσεπίκλησης της μεθόδου του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου, προς διαπίστωση της μελλοντικής απώλειας του εισοδήματός του.
Το Δικαστήριο αποτίμησε τη ζημία του εφεσείοντος σε:-
(α) £15.000,00 - γενικές αποζημιώσεις.
(β) £15.000,00 - για μελλοντικές απώλειες· και
(γ) £7.504,00 - ειδική ζημία.
Επιδικάστηκε ποσό ίσο με το 50% της ζημίας που υπέστη.
Με την έφεση, προσβάλλονται τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου, που επενέργησαν στη διαμόρφωση της επιδικασθείσας ζημίας. εξαιρουμένου του ποσού που αντιπροσωπεύει την ειδική ζημία, το οποίο δεν τέθηκε υπό σοβαρή αμφισβήτηση κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Προσβάλλονται, επίσης, τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου αναφορικά με το θέμα της ευθύνης. κυρίως ο καταμερισμός της.
Ευθύνη:
Τα ευρήματα του Δικαστηρίου, αναφορικά με τις συνθήκες του δυστυχήματος, ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκαν. Υπό το φως της δοθείσας μαρτυρίας, οι διαπιστώσεις του, ως προς τα περιβάλλοντα το δυστύχημα γεγονότα, ήταν, καθ' όλα, εύλογες.
Αναμφισβήτητες είναι, επίσης, οι αρχές, που διέπουν τον καθορισμό ευθύνης των αυτοκινητοδηγών προς άλλους χρήστες του δρόμου, όπως και της ευθύνης των πεζών για την προφύλαξη της δικής τους ασφάλειας από προβλεπτούς κινδύνους. Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου - ότι ο εφεσίβλητος παρέβη το καθήκον επιμέλειας προς τον εφεσείοντα - ήταν αναπόφευκτο. Το κριτήριο, όπως έχει, κατ' επανάληψη, νομολογηθεί για τη διαπίστωση αμελούς οδήγησης, όπως και της αμέλειας, γενικά, είναι απρόσωπο και καθολικό, οφειλόμενο σε κάθε τρίτο, που, κατά λογική πρόβλεψη, μπορεί να επηρεαστεί από τις πράξεις του αυτοκινητοδηγού. Δεν είναι υποκειμενικό και δεν εξαρτάται από την υποκειμενική θεώρηση της λειτουργίας του οδηγού.
Στην προκείμενη περίπτωση, η αμέλεια του οδηγού εντοπίζεται στην παράλειψή του να λάβει εκείνα τα μέτρα, που, εξ αντικειμένου, είχε υποχρέωση να πάρει, για την προστασία της ασφάλειας του πεζού. Η παράλειψή του φτάνει τα όρια της αδιαφορίας, εφόσον δεν υπήρχε εμπόδιο ή περιορισμός στη χρήση του υπόλοιπου μέρους του δρόμου. Το ότι δε σημείωσε την παρουσία του πεζού πριν το δυστύχημα, είναι χαρακτηριστικό της απερισκεψίας, με την οποία οδηγούσε.
Το επόμενο ερώτημα, είναι κατά πόσο ο εφεσείων ήταν υπόλογος για συντρέχουσα αμέλεια, δηλαδή αν εξέθεσε με τις δικές του πράξεις την ασφάλειά του σε προβλεπτούς κινδύνους. Συνέβαλε και ο ίδιος, λόγω δικών του πράξεων ή παραλείψεων, στις κακώσεις που υπέστη;
Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα είναι και πάλιν θετική, λαμβανομένου υπόψη ότι, εφόσον ήταν δυσχερής η χρήση του κρασπέδου, η επιλογή από τον πεζό της αριστερής πλευράς του δρόμου, αντί της δεξιάς - της αντίθετης δηλαδή από εκείνη που χρησιμοποιούν τα τροχοφόρα - εξέθεσε την ασφάλειά του σε προβλεπτούς κινδύνους, από τους οποίους εύλογα μπορούσε να προφυλαχθεί. Οι κίνδυνοι μεγεθύνθηκαν από το γεγονός ότι δεν περπατούσε στην άκρη του δρόμου και πολλαπλασιάστηκαν από το γεγονός ότι φορούσε σκούρα ρούχα, βαδίζοντας σε μη καλά φωτισμένο δρόμο.
Οι αρχές, που διέπουν τον καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ αμελών οδηγών και των θυμάτων τους, τα οποία κρίνονται υπόλογα για συντρέχουσα αμέλεια, είναι και πάλιν καλά θεμελιωμένες, σε βαθμό που να μη χρειάζεται η επεξήγησή τους με λεπτομερή αναφορά στη νομολογία.
Οι αρχές, οι οποίες έτυχαν της έγκρισης του Δικαστηρίου στην Baker v. Willoughby [1969] 3 All E.R. 1528 - έτυχαν καθολικής εφαρμογής. Προσμετρούν, στον επιμερισμό της ευθύνης:-
(α) Η εκατέρωθεν υπαιτιότητα για το δυστύχημα, με την έννοια που ο όρος είναι κοινά αντιληπτός· και
(β) Η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της εκατέρωθεν υπαιτιότητας και της πρόκλησης των κακώσεων του θύματος του δυστυχήματος.
Αναντίλεκτο είναι ότι οι επιπτώσεις παρεκκλίσεων από το καθήκον επιμέλειας του οδηγού αυτοκινήτου είναι δυνητικά πολύ μεγαλύτερες από εκείνες του διαβάτη.
Έρεισμα για την ίση κατανομή της ευθύνης, μεταξύ εφεσείοντος και εφεσίβλητου, αποτέλεσε η απόφαση στην Κυριάκου ν. Δημητρίου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1362, όπου το Εφετείο απέρριψε έφεση του οδηγού κατά δικαστικής απόφασης, στην οποία το Δικαστήριο επιμέρισε την ευθύνη μεταξύ της πεζής ενάγουσας και του οδηγού. Η πεζή περπατούσε στο δρόμο σε απόσταση 2 μέτρων, 20 εκατοστών, από το παραπλήσιο πεζοδρόμιο, το οποίο, όπως και το κράσπεδο στην προκείμενη περίπτωση, ήταν δύσβατο. Στην Κυριάκου ν. Δημητρίου, ο επιμερισμός της ευθύνης δεν αμφισβητήθηκε από την εφεσίβλητη. Η έφεση περιστράφηκε, κυρίως, γύρω από τα πρωτογενή ευρήματα του Δικαστηρίου, αναφορικά με τις κινήσεις της πεζής κατά τον κρίσιμο χρόνο. Η εφεσίβλητη υποστήριξε τόσο τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσο και τον επιμερισμό της ευθύνης. Η κρίση του Εφετείου επί των τεθέντων θεμάτων φαίνεται στο ακόλουθο απόσπασμα:- (σελ. 1367)
«Δεν διαπιστώνουμε βάσιμο λόγο ο οποίος να δικαιολογεί επέμβαση με τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα περιβάλλοντα το δυστύχημα γεγονότα, ή την κατάληξή του ως προς την ευθύνη των διαδίκων και τον καταμερισμό της.»
Η απόφαση στην Κυριάκου ν. Δημητρίου, (ανωτέρω), δεν κατοπτρίζει πρωτογενώς την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε σχέση με την κατανομή της ευθύνης μεταξύ των διαδίκων. Όπως υποδείχθηκε πρόσφατα στην Jolley v. Sutton London [2000] 3 All E.R. 409 (H.L.), δεν είναι πάντα δόκιμος ο παραλληλισμός των γεγονότων υπό εκδίκαση υπόθεσης με εκείνα προηγούμενης, εκτός αν τα γεγονότα της προγενέστερης υπόθεσης είναι συνυφασμένα με τον προσδιορισμό αρχής δικαίου - (βλ. απόφαση Λόρδου Hoffmann, σελ. 419).
Πλέον σχετική από την Κυριάκου ν. Δημητρίου, ως προς τις αρχές που διέπουν τον καταμερισμό ευθύνης μεταξύ αυτοκινητοδηγού και πεζού, που βαρύνονται, αντίστοιχα, με αμέλεια και συντρέχουσα αμέλεια, είναι η Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Λεβέντη κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 420, στην οποία το Εφετείο εξέτασε διασταυρούμενες εφέσεις οδηγού και πεζής, οι οποίοι ενεπλάκησαν σε οδικό δυστύχημα, με σημείο αναφοράς τις επιπτώσεις της αμέλειας εκατέρου στην πρόκληση της ζημίας. Στον καταμερισμό της ευθύνης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από την αρχή η οποία υιοθετείται στην Baker v. Willoughby, (ανωτέρω), επιμέρισε την ευθύνη μεταξύ τους σε αναλογία 25% πεζή (ανήλικη αλλά φέρουσα ευθύνη) και 75% αυτοκινητοδηγός. Η διαπίστωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην υπόθεση εκείνη, ισχύει, κατά τον ίδιο τρόπο, και στην προκείμενη: «Είναι αυτονόητο ότι οι συνέπειες από την αμέλεια οδηγού αυτοκινήτου είναι μεγαλύτερες από εκείνες που μπορεί να προκύψουν από την αμέλεια του πεζού.» - (σελ. 423). Σε άλλο σημείο της απόφασης, επί του ιδίου θέματος, υποδεικνύεται:- (σελ. 426)
«Δυνητικά, η αμέλεια του οδηγού αυτοκινήτου έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις από την αμέλεια του πεζού ή του ποδηλατιστή.»
Ο επιμερισμός της ευθύνης μεταξύ των εμπλεκομένων σε οδικό δυστύχημα, αποτελεί, κατά πρώτο λόγο, ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου - (βλ., μεταξύ άλλων, Ιορδάνου κ.ά. ν. Κυριάκου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1364). Παρέχεται πεδίο για επέμβαση, εφόσον διαπιστωθεί ότι η κατάληξη του δικαστηρίου, εξ αντικειμένου, είναι εσφαλμένη.
Στην προκείμενη περίπτωση, τόσο η υπαιτιότητα του εφεσίβλητου ήταν μεγαλύτερη, σε σύγκριση με εκείνη του εφεσείοντος, όσο και η δραστικότητα της αμέλειάς του στην πρόκληση της ζημίας του εφεσείοντος.
Δίκαιη κατανομή της ευθύνης, μεταξύ των δύο, επιβάλλει τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και τον επιμερισμό της ευθύνης μεταξύ των διαδίκων ως ακολούθως:-
Εφεσείων 25%.
Εφεσίβλητος 75%.
Γενικές Αποζημιώσεις:
Ο συνδυασμός του φυσικού και ψυχολογικού τραυματισμού του εφεσείοντος κατέστησαν την κατάστασή του πολύ σοβαρότερη απ' ότι αντικειμενικά θα εδικαιολογούσαν αυτά τούτα τα τραύματα, τα οποία υπέστη. Η μετατραυματική του κατάσταση υπήρξε πολύ επώδυνη, μακράς διάρκειας, με άμεσες επιπτώσεις στην ατομική και κοινωνική του λειτουργία. Ο δυσμενής επηρεασμός της σεξουαλικότητας νέου ανθρώπου είναι, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, παράγοντας μείζονος σημασίας για την ευημερία και την ισόρροπη λειτουργία του. Οι αϋπνίες, οι οποίες βασάνισαν τον εφεσείοντα, ιδιαίτερα έντονα στην αρχή, και συνεχίζουν να τον βασανίζουν, σε μικρότερο βαθμό, είναι άλλος παράγοντας που επιβάρυνε την υγεία του. Παρά την περιορισμένη πνευματική ικανότητα του εφεσείοντος, «... οριακής νοημοσύνης ...», εύρημα του Δικαστηρίου υπήρξε ότι: «Πριν το δυστύχημα είχε καλή κοινωνική προσαρμογή και η ζωή του ήτο κανονική». Το δυστύχημα άλλαξε το βίο του. Επέδρασε δυσμενώς στην ποιότητα της ζωής του, αφήνοντας ερωτηματικό αν θα μπορέσει ποτέ να επανεύρει τον εαυτό του. Προκύπτει ότι αυτές τούτες οι περιορισμένες νοητικές ικανότητες του εφεσείοντος περιορίζουν τις δυνατότητες προσαρμογής του στα νέα δεδομένα, γεγονός που προσμετρά στον καθορισμό των αποζημιώσεων.
Αποτελεί αξίωμα του δικαίου των αστικών αδικημάτων, ότι το θύμα του αδικήματος εκλαμβάνεται στην κατάσταση που ευρίσκεται και, βάσει αυτού του δεδομένου, αποτιμάται η ζημία την οποία υφίσταται. Δεν είναι ο νοητός μέσος άνθρωπος αλλά το συγκεκριμένο θύμα του αστικού αδικήματος, που αποτελεί το υποκείμενο της αποζημίωσης. Προσμετρούν, κατά συνέπεια, οι ιδιαιτερότητες του εφεσείοντος στον καθορισμό των επιπτώσεων του τραυματισμού του και, κατ' επέκταση, της αποζημίωσης, την οποία δικαιούται.
Στη Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66, επισημαίνεται ότι, όπου ελλείπουν τα στοιχεία για αριθμητικό προσδιορισμό μελλοντικής ζημίας με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου, η διαφαινόμενη ζημία συμπλέκεται με τις γενικές αποζημιώσεις και αποτιμάται κάτω από πλατιά σκοπιά, υπό το φως του συνόλου των δεδομένων της υπόθεσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι δύο διαπιστώσεις του Δικαστηρίου - ότι ο εφεσείων, αφενός, δεν απώλεσε την ικανότητά του για εργασία, αλλά, αφετέρου, ότι η ικανότητα αυτή μειώθηκε σε μεγάλο και ουσιαστικό βαθμό - παρέχουν το στίγμα για την επιμέτρηση της μελλοντικής του ζημίας, υπό το φως των δεδομένων του εφεσείοντος, τα οποία είναι: ανειδίκευτος εργάτης, με πολύ περιορισμένη ικανότητα προσαρμογής σε νέα δεδομένα.
Η πρόνοια, η οποία έγινε για τη μελλοντική απώλεια εισοδήματος, λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας του εφεσείοντος κατά το χρόνο του δυστυχήματος - 35 ετών - δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως καταφανώς ανεπαρκής.
Η ίδια διαπίστωση γίνεται και σε σχέση με το κονδύλι των γενικών αποζημιώσεων.
Σταθερή υπήρξε η τάση ανύψωσης του επιπέδου των αποζημιώσεων των θυμάτων οδικών και άλλων δυστυχημάτων. Το ακόλουθο απόσπασμα από τη Μαυροπετρή ν. Λουκά, (ανωτέρω), κατοπτρίζει την προσέγγιση του δικαστηρίου:- (σελ. 74)
«Η νομολογία αποκαλύπτει σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων, τάση που αντανακλά μεγαλύτερη ευαισθησία για τον ανθρώπινο πόνο, την αγωνία της αναπηρίας και την ψυχική οδύνη από την περιθωριοποίηση από τις συνήθεις δραστηριότητες του ανθρώπου [βλ. μεταξύ άλλων, Paraskevaides (Overseas) Ltd. v. Christofi (1982) 1 C.L.R. 789, Polycarpou v. Adamou (1988) 1 C.L.R. 727, Φοινικαρίδης και Άλλη ν. Γεωργίου και Άλλων (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, Παναγή ν. Θεοδώρου (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1303, Κωνσταντίνου ν. Ιωάννου (1993) 1 Α.Α.Δ. 669]. Σταθερή είναι όμως η αρχή του δικαίου ότι οι αποζημιώσεις πρέπει να είναι κοινωνικά παραδεκτές. Η αποζημίωση για αστικά αδικήματα δεν έχει σκοπό την τιμωρία αλλά την αποκατάσταση. Αυτή τούτη η ατέλεια του χρήματος ως μέσου για αποκατάσταση, δεν πρέπει να επενεργεί προς επαύξηση των αποζημιώσεων.»
Αναφοράς χρήζει και η πρόσφατη απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην W. v. Essex CC. [2000] 2 All E.R. 237 (H.L), στην οποία αναγνωρίζεται η ανάγκη περιοδικής ανύψωσης του επιπέδου των αποζημιώσεων, ως απόρροια των πραγματικοτήτων της ζωής.
Διαπιστώνουμε ότι τα ποσά, τα οποία επιδικάστηκαν ως γενικές αποζημιώσεις - £15.000,00 - και για μελλοντική απώλεια εισοδήματος - £15.000,00 - είναι έκδηλα ανεπαρκή προς αποζημίωση του εφεσείοντος, στο βαθμό και έκταση που είναι παραδεκτή η αποκατάσταση με χρηματική ανταπόδοση.
Υπό το πρίσμα του συνόλου των γεγονότων, όπως αυτά προκύπτουν από τα ευρήματα του Δικαστηρίου, είμαστε της γνώμης ότι δίκαιη αποζημίωση για τον εφεσείοντα συνιστούν:-
(α) Το ποσό των £30.000,00 ως γενικές αποζημιώσεις· και
(β) Το ποσό των £30.000,00 για απώλεια μελλοντικού εισοδήματος.
Η αγωγή του εφεσείοντος στρεφόταν εναντίον τόσο του οδηγού όσο και του ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου, ως εκ προστήσεως υπεύθυνου για τις πράξεις του οδηγού.
Η αγωγή εναντίον του ιδιοκτήτη απορρίφθηκε, λόγω αποτυχίας του εφεσείοντος να αποδείξει ότι αυτός ήταν υπόλογος για τις πράξεις του οδηγού. Επί του θέματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμπει στη Theofanous v. Cosmos Insurance (1988) 1 C.L.R. 265.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε έξοδα υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον του εφεσίβλητου. Παράλληλα, ο εφεσείων καταδικάστηκε να καταβάλει τα έξοδα του εναγόμενου 2 - εφεσίβλητου 2 - μειωμένα, όμως, κατά ½, λόγω της συμπόρευσης των εφεσιβλήτων κατά τη δίκη.
Το δεύτερο μέρος της απόφασης, ως προς τα έξοδα, αμφισβητείται με την έφεση.
Δεν κρίνουμε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου, επί του θέματος, ήταν εκτός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας. Στο σημείο αυτό η έφεση δε γίνεται δεκτή.
Άλλος λόγος έφεσης αφορά την έκβαση αγωγής, συνεκδικασθείσης με την αγωγή μεταξύ των διαδίκων που αποτέλεσε το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, συγκεκριμένα της Αγωγής Αρ. 1095/92.
Η αγωγή εκείνη ηγέρθη από τους γονείς - τον εφεσείοντα και τη σύζυγό του - της ανηλίκου θυγατέρας τους, «υπό την ιδιότητά των ως γονείς και/ή εξαρτώμενοι και/ή οι νόμιμοι κληρονόμοι της ανήλικης αποβιώσασας Πολυκρατίας Κωμιάτη».
Τα μέρη συμφώνησαν ότι:-
(α) Η απώλεια των εναγόντων ανερχόταν σε £3.000,00· και
(β) Το αποτέλεσμα της αγωγής του εφεσείοντος, ως προς την ευθύνη, θα ήταν δεσμευτικό για τους διαδίκους και στην υπόθεση 1095/92.
Προκύπτει από τη συμφωνία των διαδίκων ότι το ποσό, το οποίο θα επιδικαζόταν, θα ήταν £3.000,00, μειωμένο κατά ποσοστό ίσο προς την ευθύνη του εφεσείοντος στη δική του αγωγή.
Η συμφωνία των μερών έγινε στο πλαίσιο της συνεκδίκασης των δύο υποθέσεων. Το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των γονέων, ως η συμφωνία των μερών.
Εκ μέρους του εφεσείοντος, έγινε εισήγηση ότι αυτό δεν ήταν εφικτό, εφόσον δεν υπήρχε ανταπαίτηση στην αγωγή εκείνη.
Το πρώτο ερωτηματικό, το οποίο τίθεται, είναι κατά πόσο ήταν παραδεκτή η προσβολή δύο ξεχωριστών δικαστικών αποφάσεων με την ίδια έφεση.
Στη Μακρίδης ν. Μιχαηλίδου (Αρ.1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 416, υποδείξαμε ότι η συνεκδίκαση εφέσεων - Δ.35, θ.28 - «... δε συνεπάγεται ούτε τη συγχώνευση, ούτε την εξομοίωση των επιδίκων θεμάτων που εγείρονται σε κάθε μια από τις εφέσεις που θα συνεκδικαστούν. Τα επίδικα θέματα της κάθε έφεσης διατηρούν την αυτοτέλειά τους.» - (σελ. 419). Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με τη συνεκδίκαση αγωγών.
Δε θα επεκταθούμε στο θέμα αυτό, εφόσον, εν πάση περιπτώσει, πρόδηλο είναι, από τη συμφωνία των μερών, ότι οι ενάγοντες στην Αγωγή Αρ. 1095/92 συμφώνησαν να περιορίσουν το ύψος της απαίτησής τους σε ποσοστό ανάλογο προς εκείνο της ευθύνης, για το οποίο θα κρινόταν υπόλογος ο εφεσείων στην αγωγή του, περιλαμβανομένης και έφεσης, η οποία ήθελε ασκηθεί σε σχέση με την ευθύνη.
Ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.
Η πρωτόδικη απόφαση, ως προς τα επιδικασθέντα ποσά, υποκαθίσταται με τα ποσά τα οποία προκύπτουν από την απόφασή μας, μειωμένα κατά ποσοστό ίσο προς την ευθύνη του εφεσείοντος - ποσοστό 25%. Τα επιδικασθέντα ποσά θα φέρουν τόκο ανάλογο προς τον τόκο που εγκρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο για τα διάφορα κονδύλια και από τις ημερομηνίες που ορίζονται στην απόφασή του.
Η�έφεση επιτρέπεται με έξοδα.