ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 2006
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10910
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Α. ΚΡΑΜΒΗ, Δ.Δ.
A. N. STASIS ESTATES CO. LTD,
από την Πάφο
Εφεσείοντες
- και -
G. M. P. KATSAMBAS LT
D, από την ΠάφοΕφεσίβλητοι
_________
18 Δεκεμβρίου, 2001
Για τους εφεσείοντες : κ. Ν. Παπαευσταθίου για κ. Τάσσο Παπαδόπουλο.
Για τους εφεσίβλητους : κ. Χρ. Γεωργιάδης.
_________
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.
: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίουθα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που ασχολείται με οικοδομικές εργασίες. Μετά την αποπεράτωση ξενοδοχειακής μονάδας που ανήγειραν για τους εφεσίβλητους, προέκυψαν μεταξύ τους ορισμένες οικονομικές διαφορές που κατέληξαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας αποφασίστηκε όπως τα τεχνικά θέματα παραπεμφθούν σε διαιτησία ενώπιον του κ. Πέτρου Ζωγράφου, από τη Λευκωσία.
΄Ετσι στις 7.2.1994 το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, ύστερα από σχετική συμφωνία των διαδίκων, εξέδωσε διάταγμα όπως όλα τα τεχνικά θέματα της διαφοράς που αναφέρονταν στα δικόγραφα, πλην βεβαίως των καθαρώς νομικών σημείων, παραπεμφθούν σε διαιτησία και αποφασιστούν τελεσίδικα από τον κ. Ζωγράφο.
Ο διαιτητής, σύμφωνα πάντα με το ίδιο πρακτικό, ήταν ελεύθερος να καλέσει οποιουσδήποτε μάρτυρες ήθελε θεωρήσει πρέπον, ύστερα από προηγούμενη συνεννόησή του με τους διάδικους. Τελικά δόθηκαν οδηγίες όπως, εκτός από το διάταγμα διορισμού του, παραδοθεί στο διαιτητή αντίγραφο των δικογράφων, τεθούν δε στη διάθεσή του όλα τα κατατεθέντα τεκμήρια.
Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ο κ. Ζωγράφος προμηθεύτηκε, μεταξύ άλλων και όλα τα πρακτικά της μέχρι τότε δοθείσας ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας.
Σε πρακτικό της προκαταρκτικής συνάντησης που πραγματοποιήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στις 9.6.1994, σημειώνεται ότι ο διαιτητής πληροφορεί τους δικηγόρους των διαδίκων ότι η μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί μέχρι τότε υιοθετείται από το διαιτητή, παρακαλούνται δε οι διάδικοι να τον πληροφορήσουν αν πρόθεσή τους είναι να συνεχίσουν την προσαγωγή μαρτυρίας ή κατά πόσο θα ήθελαν να φέρουν άλλη μαρτυρία.
Μετά την έκδοση της απόφασης του διαιτητή, καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου αίτηση για παραμερισμό της απόφασης, η οποία και απορρίφθηκε στις 7.9.2000.
Η παρούσα έφεση στρέφεται ακριβώς εναντίον της πιο πάνω απόφασης. Οι εφεσείοντες, μεταξύ άλλων, ισχυρίζονται ότι η υιοθέτηση από το διαιτητή της μαρτυρίας που δόθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, συνιστούσε πλημμελή εκτέλεση του καθήκοντός του ή παράβαση των όρων εντολής του. Προς ενίσχυση του επιχειρήματός τους ισχυρίζονται ότι στο πρακτικό ημερ. 7.2.1994, ουδέποτε συμφωνήθηκε ή διατάχτηκε από το Δικαστήριο όπως ο διαιτητής λάβει υπ΄ όψιν και τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και ότι η υιοθέτηση της συγκεκριμένης μαρτυρίας ήταν ενέργεια εκτός των όρων εντολής.
Αντίθετα οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι οι διάδικοι συμφώνησαν να δοθεί στο διαιτητή αντίγραφο των δικογράφων και οποιοδήποτε άλλο τεκμήριο χρειαστεί, ενώ οι εφεσείοντες κωλύονται εν πάση περιπτώσει, να εγείρουν το συγκεκριμένο σημείο, γιατί ενώ γνώριζαν το κατά τον ισχυρισμό τους παράτυπο της παραλαβής από το διαιτητή της δοθείσας μαρτυρίας, συνέχισαν να συμμετέχουν στη διαδικασία χωρίς ένσταση (βλέπε Halsbury΄s Laws of England, Τέταρτη ΄Εκδοση, Τόμος 2, παραγρ. 695
).Οι εφεσίβλητοι τονίζουν ότι το γεγονός ότι δόθηκαν στο διαιτητή τα συγκεκριμένα δικαστικά έγγραφα δεν αποτελεί σφάλμα, καμιά δε ζημιά δεν προκλήθηκε από αυτό στους εφεσείοντες.
Το Δικαστήριο μπορεί να παραπέμπει με τη συναίνεση των διαδίκων οποιοδήποτε ζήτημα εγείρεται σε πολιτική διαδικασία, σε ειδικό διαιτητή (άρθρο 35 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60). Ο διαιτητής θεωρείται λειτουργός του δικαστηρίου, τηρουμένου δε του διαδικαστικού κανονισμού έχει τέτοια εξουσία, κατευθύνει δε την έρευνα κατά τον τρόπο που ήθελε διατάξει το δικαστήριο (άρθρο 37(1)).
Η διαιτησία διεξάγεται σύμφωνα με τις καθιερωμένες νομικές αρχές (Halsbury΄s
, ανωτέρω, παραγρ. 670). Μια από τις συνέπειες είναι ότι η διαιτησία διεξάγεται υπό μορφή προφορικής ακρόασης, εκτός βέβαια αν οι διάδικοι συμφωνήσουν διαφορετικά (Altco Ltd v. Sutherland [1971] 2 Lloyd΄s Rep 515).Ο διαιτητής θα πρέπει να είναι προσηλωμένος και να συμμορφώνεται αυστηρά με τους όρους του διορισμού του (
Winter v. White (1819) 1 B & B 350, 357). Ως λειτουργός του δικαστηρίου, είναι υποχρεωμένος να τηρεί τους δικονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στις δικαστικές διαδικασίες. Διαφορετικά θα προέκυπτε κίνδυνος δημιουργίας ενός συστήματος διαιτητικού δικαίου, ανεξάρτητου και ίσως διαφορετικού από το νόμο και τις διαδικασίες που εφαρμόζονται στα δικαστήρια της χώρας, με απρόβλεπτες συνέπειες, μια και ο κάθε διαιτητής θα μπορούσε να εφαρμόζει κανόνες, τόσο του ουσιαστικού, όσο και του δικονομικού δικαίου, που κατά τη δική του κρίση τυγχάνουν εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η ισονομία, βασική αρχή του δικαίου.Ο διαιτητής δικαιούται να ακούει μαρτυρία που θα τον βοηθήσει να καταλήξει στη λύση της διαφοράς των διαδίκων. Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας της προφορικής μαρτυρίας παραμένει αναπόσπαστο μέρος κάθε δικαστικής απόφασης. Ο διαιτητής, ως κριτής του τεχνικού μέρους της διαφοράς, μπορεί να αναφέρεται και να εξετάζει τα διάφορα τεκμήρια που κατατέθηκαν, αλλά αναμφίβολα όταν αποφασίσει να δεκτεί καταθέσεις μαρτύρων, αυτές πρέπει να δίδονται προφορικά (viva voce). Η χρησιμοποίηση μαρτυρίας που δόθηκε ενώπιον άλλου, ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου που εκδικάζει την υπόθεση, συνιστά παράβαση βασικού δικονομικού κανόνα.
΄Οπως έχει λεχθεί στην υπόθεση
Galatis v. Savvides and Another (1965) 1 C.L.R. 87, 96, ο διαιτητής θα πρέπει να ακούει και τις δύο πλευρές, την κάθε μια στην παρουσία της άλλης. Είναι αλήθεια ότι ένα πρόσωπο διορίζεται ως διαιτητής λόγω των ειδικών του γνώσεων και των εμπειριών του στο συγκεκριμένο επάγγελμα και συνεπώς δεν είναι αναγκαίο γι΄ αυτόν να εξετάζει μάρτυρες για να καταλήξει στην απόφασή του. ΄Ομως όταν αποφασίζει ότι χρειάζεται, η λήψη μαρτυρίας πρέπει να γίνεται με τον ορθό δικονομικό τρόπο.Η λανθασμένη αποδοχή μαρτυρίας δυνατόν να συνιστά νομικά πλημμελή εκτέλεση του καθήκοντος του διαιτητή (
Paniccos Harakis Ltd v. The Official Receiver (1978) 1 C.L.R. 15, 23).Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο διέταξε όπως τεθούν στη διάθεση του διαιτητή τα δικόγραφα και όλα τα τεκμήρια, αλλά δεν εξουσιοδότησε τη χρήση της ληφθείσας μαρτυρίας. Η υιοθέτησή της βρισκόταν εκτός των πλαισίων των οδηγιών του και καθιστά την τελική απόφαση του διαιτητή τρωτή και τα συμπεράσματά του αμφισβητούμενα. Η πράξη αυτή, έστω κι΄ αν έγινε χωρίς οποιαδήποτε πρόθεση εκ μέρους του, συνιστά πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του και παραβίαση της ορθής διαδικασίας.
Η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του διαιτητή συνιστά λόγο ακύρωσης του τελικού του πορίσματος (Halsbury΄s, ανωτέρω,
παραγρ. 692). Σε περίπτωση πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων του διαιτητή, η κατάλληλη θεραπεία εξαρτάται από τη φύση της πλημμέλειας και τις περιστάσεις της υπόθεσης (Halsbury΄s, ανωτέρω, παραγρ. 693).Η επήρρεια που είχε στην απόφαση του διαιτητή η παράνομα χρησιμοποιηθείσα μαρτυρία δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί. Δεν είναι απλώς θέμα λανθασμένου συμπεράσματος. Η χρήση της μαρτυρίας αυτής καθιστά την απόφαση μη ασφαλή. Παρ΄ όλον ότι η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του έγινε καλή τη πίστει, όλοι οι ισχυρισμοί για την πλημμέλειά του συνιστούν αθέτηση του καθήκοντός του (
Thomas Borthwick (Glasgow) Ltd v. Faure Fairclough Ltd [1968] 1 Lloyd΄s Rep 16).Η πλημμέλεια αυτή δεν συνιστά απλή παρατυπία που θα μπορούσε ίσως να παραβλεφτεί ή να επιτρέπει τη διάσωση μέρους της απόφασης. Η επίδραση που είχε η συγκεκριμένη μαρτυρία στην απόφασή του δεν μπορεί να διαχωριστεί. Η παράβαση αυτή επηρεάζει στο θέμελιό της την απόφαση και δεν αφήνει περιθώρια για διάσωση, έστω και μέρους της.
Προβλήθηκε το επιχείρημα ότι οι εφεσείοντες κωλύονται ή έχουν παραιτηθεί από το δικαίωμά τους να εγείρουν το συγκεκριμένο σημείο. Ούτε αυτό το επιχείρημα ευσταθεί. ΄Οχι μόνο γιατί ο τότε συνήγορος τους ανέφερε ότι στο στάδιο εκείνο θα έπρεπε να συμβουλευτεί τον πελάτη του, αλλά και γιατί δεν είναι φανερό ότι οι διάδικοι είχαν αντιληφθεί ότι ο διαιτητής αναφερόταν στην προφορική μαρτυρία που είχε ήδη δοθεί, μια και πληροφορούσε τους συνήγορους ότι έχοντας μελετήσει τα έγγραφα που είχαν αποσταλεί από το Δικαστήριο και κατατεθεί υπό των διαδίκων κατά την ακρόαση, υιοθετούσε τη μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί μέχρι τότε.
Οι διάδικοι μπορούν να παραιτηθούν από οποιαδήποτε ένσταση ως προς το παράτυπο της διαδικασίας. Η συνέχιση συμμετοχής στη διαδικασία, εν γνώσει της παρατυπίας, δυνατόν να συνιστά απάλειψή της ή εξυπακουόμενη συναίνεση στην αντικανονική διαδικασία (Halsbury΄s, ανωτέρω, παραγρ. 695). Στην παρούσα όμως περίπτωση δεν έχουμε απλή παρατυπία, αλλά παράβαση βασικού δικονομικού κανόνα που κλονίζει το θεμέλιο της όλης διαδικασίας και συνεπώς δεν τίθεται θέμα παραίτησης ή κωλύματος.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι η έφεση θα πρέπει να επιτύχει και η απόφαση του διαιτητή θα πρέπει να παραμεριστεί. Η υπόθεση παραπέμπεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου προς συνέχιση της διαδικασίας. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα αποφασιστούν μετά την τελική έκβαση της υπόθεσης, ενώ τα έξοδα της παρούσας έφεσης θα βαρύνουν τους εφεσίβλητους.
Σ. Νικήτας, Δ.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
/ΜΔ