ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 2042
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10830.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΑΡΤΕΜΗ, ΚΑΛΛΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.Δ.Μεταξύ:
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,
Εφεσείοντα/Απο ζημιούσας Αρχής
Και
Εφεσιβλήτων/Αιτητών
____________________
18 Δεκεμβρίου, 2001
.Για τον εφεσείοντα: Α. Μυλωνάς.
Για τους εφεσίβλητους: Α. Ποιητής.
_____________________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.
: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Δικαστής Π. Καλλής.
______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
: Με γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης ημερ. 7.8.1981 η Κυπριακή Δημοκρατία απαλλοτρίωσε έκταση 1933 τ.μ. του κτήματος των εφεσιβλήτων με αρ. Τεμαχίου 33, στο χωριό Παραλίμνι. Σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η κατασκευή, βελτίωση, ευθυγράμμιση και ασφαλστόστρωση του δρόμου Παραλιμνίου-Πρωταρά-Κάβο Γκρέκο-Αγίας Νάπας.Η προσφερθείσα προς τους εφεσίβλητους αποζημίωση - της τάξεως των £6800 - δεν έγινε δεκτή από τους τελευταίους. Για το λόγο αυτό στις 21.12.1993 κατεχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) Παραπομπή για καθορισμό της πληρωτέας προς αυτούς αποζημίωσης.
Τα κύρια επίδικα θέματα ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν δύο, τα εξής:
(α) Η αξία του απαλλοτριωθέντος κτήματος.
(β) Η υπεραξία του υπόλοιπου κτήματος.
Σε σχέση και με τα δύο επίδικα θέματα δόθηκε μαρτυρία από τους εμπειρογνώμονες εκτιμητές των δύο πλευρών. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε τις θέσεις του εκτιμητή των εφεσιβλήτων. Θ' αναφερθούμε στα σχετικά συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στο στάδιο της εξέτασης των λόγων της έφεσης η οποία έχει ασκηθεί από την Αποζημιούσα Αρχή.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης υποστηρίχθηκε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη συλλογιστική του εκτιμητή της Αποζημιούσας Αρχής αναφορικά με την εφαρμογή της αρχής που υιοθετήθηκε στην υπόθεση Mesaritis v. Republic (1988) 1 C.L.R. 534.
Η επί του πιο πάνω θέματος πρωτόδικη προσέγγιση έχει ως εξής:
«Σχετικά με το τελευταίο αναφέρω ότι ένας λόγος που κ. Χ'' Γιακουμής - εκτιμητής της Αποζημιούσης Αρχής - δεν έλαβε υπόψη το συγκριτικό 6 του καταλόγου με σκοπό τον καθορισμό της αγοραίας αξίας ήταν ότι το κτήμα αυτό εφάπτετο του ασφαλτοστρωμένου δρόμου ο οποίος ήταν εγγεγραμμένος ως χωματόδρομος και ως εκ τούτου περιείχε την υπεραξία λόγω της ύπαρξης της ασφάλτου η οποία έπρεπε να αφαιρεθεί για να είναι συγκρίσιμο. Στηριζόμενος στην απόφαση
Ο κ. Μυλωνάς, εκ μέρους του εφεσείοντα, υπέβαλε ότι η διάκριση που έχει κάμει το Πρωτόδικο Δικαστήριο μεταξύ της υπόθεσης
Mesaritis (πιο πάνω) και της παρούσας υπόθεσης βασίζεται σε λανθασμένο πραγματικό υπόβαθρο και βρίσκεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία που προσκομίσθηκε και από τις δύο πλευρές. Δια μέσου του επίδικου κτήματος υπήρχε εγγεγραμμένος χωματόδρομος στην βορειοανατολική πλευρά του. Κατά την ημερομηνία γνωστοποίησης της επίδικης απαλλοτρίωσης - συνέχισε ο κ. Μυλωνάς - δια μέσου του επίδικου κτήματος περνούσε στενός ασφαλτοστρωμένος δρόμος στη δυτική πλευρά του επίδικου κτήματος και όχι στην πορεία του εγγεγραμμένου χωματόδρομου ο οποίος βρισκόταν ουσιαστικά σε αχρηστία. Ο υφιστάμενος στενός ασφαλτοστρωμένος δρόμος - κατέληξε ο κ. Μυλωνάς - πριν την γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης ήταν παράνομος και οι ιδιοκτήτες του απαλλοτριωθέντος κτήματος είχαν δικαίωμα οποιαδήποτε στιγμή να λάβουν δικαστικά μέτρα για άρση της παράνομης επέμβασης. Συνεπώς η γνωστοποίηση της επίδικης απαλλοτρίωσης σκοπό είχε και την νομιμοποίηση του υφιστάμενου ασφαλτοστρωμένου δρόμου.Στην
Mesaritis (πιο πάνω) κρίθηκε ότι «για σκοπούς καθορισμού του ποσού της επαύξησης δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη δρόμος ο οποίος είχε κατασκευαστεί παράνομα ούτε και η ύπαρξη του μπορούσε να ληφθεί υπόψη για την ανάπτυξη της επίδικης ιδιοκτησίας. Η διάβαση μέσω του δρόμου μπορούσε σε οποιοδήποτε στάδιο να διακοπεί με πρωτοβουλία των ιδιοκτητών του κτήματος. Ο δρόμος άρχισε να υφίσταται μόνο μετά την απαλλοτρίωση. 'Εχει καταστεί τέτοιος με την απαλλοτρίωση και την μετατροπή του σε νομίμως κατασκευασθέντα δρόμο».Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η
Mesaritis (πιο πάνω) αφορούσε «μη εγγεγραμμένο δρόμο». Αυτή η κατάληξη βρίσκει απόλυτο έρεισμα στα νομολογηθέντα στην Mesaritis. Στην παρούσα υπόθεση ήταν δεκτό και από τον εκτιμητή της Αποζημιούσας Αρχής (βλ. σελ. 33 των πρακτικών) «ότι το επίδικο κτήμα ήταν εφαπτόμενο με εγγεγραμμένο χωματόδρομο». Επίσης είχε υφιστάμενη ασφαλτόστρωση η οποία νομιμοποιήθηκε με την παρούσα απαλλοτρίωση.Επομένως το επίδικο συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου υποστηρίζεται πλήρως από το ενώπιον του αποδεικτικό υλικό. Τονίζουμε ότι στην παρούσα υπόθεση αυτό που έχει πρωταρχική σημασία, για σκοπούς καθορισμού της επαύξησης, είναι η ύπαρξη πρόσβασης του επίδικου τεμαχίου σε εγγεγραμμένο δημόσιο δρόμο. Η υφιστάμενη πρόσβαση του επίδικου τεμαχίου σε εγγεγραμμένο δημόσιο δρόμο σε αντίθεση με την υπόθεση
Mesaritis (πιο πάνω) στην οποία η πρόσβαση αφορούσε παρανόμως κατασκευασθέντα δρόμο είναι ικανή να διαφοροποιήσει τις δύο περιπτώσεις. Κρίνουμε πως η επίδικη προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή και η περί του αντιθέτου εισήγηση του κ. Μυλωνά δεν ευσταθεί. Ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.Η σχετική με την αξία του απαλλοτριωθέντος κτήματος μαρτυρία των δύο εκτιμητών βασιζόταν πάνω σε συγκριτικές πωλήσεις. Επειδή οι τελευταίες είχαν πραγματοποιηθεί πριν από την επίδικη απαλλοτρίωση, οι εκτιμητές της κάθε πλευράς υιοθέτησαν ένα ποσοστό ετήσιας αύξησης. Επί του προκειμένου το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την μαρτυρία του εκτιμητή των εφεσιβλήτων και απέρριψε εκείνη του εκτιμητή της Αποζημιούσας Αρχής. 'Εχει διατυπωθεί λόγος έφεσης και σε σχέση με αυτή την πτυχή της
πρωτόδικης κατάληξης. 'Εχει υποστηριχθεί ότι ήταν εσφαλμένη. Ο κ. Μυλωνάς υπέβαλε ότι ο εκτιμητής των εφεσιβλήτων κατέληξε να υιοθετήσει ως ποσοστό ετήσιας αύξησης το 10% με αυθαίρετο τρόπο χωρίς να δίνει οποιαδήποτε εξήγηση ή αιτιολογία στην έκθεση του.Πράγματι στην έκθεση του ο εμπειρογνώμονας των εφεσιβλήτων δεν αναφέρθηκε στο θέμα της ετήσιας αύξησης. Ωστόσο, υιοθέτησε ετήσια αύξηση 10% στον Πίνακα των συγκριτικών πωλήσεων του. Περαιτέρω εξήγησε στο Δικαστήριο τη συλλογιστική του και γιατί κατά την άποψη του η μέθοδος που χρησιμοποίησε ο εκτιμητής της Αποζημιούσας Αρχής ήταν λανθασμένη. Εξήγησε επίσης ότι ο ορθός τρόπος εξακρίβωσης της ετήσιας αύξησης είναι να ληφθούν υπόψη πολλές πωλήσεις και όχι μόνο ένα ζεύγος.
Ανέφερε πως το ορθό ποσοστό ετήσιας αύξησης «είναι εκείνο το ποσοστό το οποίο εξασφαλίζει την ελαχιστοποίηση των αποκλίσεων κάθε συγκριτικής πώλησης από τον μέσο όρο όλων των πωλήσεων». Εξήγησε επίσης ότι ο ορθός τρόπος για εξακρίβωση της ετήσιας αύξησης, είναι «να μπουν όλες οι πωλήσεις κάτω
σε μια γραφική παράσταση αν είναι δυνατό στην οποία θα φανεί ότι η καμπύλη σε όλο το μήκος της γραφικής παράστασης θα δείχνει ακριβώς τις τιμές».Το Πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από εκτεταμένη ανάλυση των θέσεων των δύο εκτιμητών έκρινε ότι δεν ήταν ασφαλές να στηριχθεί στην εκτίμηση του εκτιμητή της Αποζημιούσας Αρχής γιατί, ανάμεσα σ' άλλα, στηρίχθηκε σε εξ ακοής μαρτυρία. Δεν έχουμε διακρίνει οποιοδήποτε σφάλμα στην επίδικη προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι η αιτιολογία της εκτίμησης του εκτιμητή των εφεσιβλήτων δόθηκε στη μαρτυρία του και όχι στην έκθεση του δεν εξασθενεί τη βαρύτητα της γνώμης του. Εφόσο δόθηκε ενόρκως το Πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε να την αξιολογήσει και να βασισθεί σ' αυτή. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.
Αναφορικά με το θέμα της αξίας του απαλλοτριωθέντος τμήματος και το θέμα της υπεραξίας του υπόλοιπου τμήματος το Πρωτόδικο Δικαστήριο προτίμησε τη μαρτυρία του εκτιμητή των εφεσιβλήτων και απέρριψε εκείνη του εκτιμητή της Αποζημιούσης Αρχής. Η ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης επί των πιο πάνω θεμάτων έχει αμφισβητηθεί με τους λόγους έφεσης 3, 4 και 5.
Η εκτίμηση των δύο εκτιμητών είχε σαν μόνη βάση της συγκριτικές πωλήσεις. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την μαρτυρία του εκτιμητή της Αποζημιούσης Αρχής σε σχέση με το θέμα της αξίας του απαλλοτριωθέντος κτήματος γιατί θεώρησε ως αυθαίρετες και μη πειστικές τις δικαιολογίες που έδωσε για τη μη χρησιμοποίηση ωρισμένων συγκριτικών - των Σ2, Σ4, Σ5 και Σ6 - τα οποία «πουθενά στη μαρτυρία του δεν απέκλισε ως μη συγκρίσιμα με το επίδικο για λόγους που αφορούσαν τα φυσικά τους χαρακτηριστικά ή τις προοπτικές ανάπτυξης τους». 'Εθεσε το θέμα ως εξής:
«Δεν έδωσε καμιά εξήγηση στο Δικαστήριο για το πως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Σ6 είχε ήδη υπεραξία λόγω της υφιστάμενης ασφάλτου η οποία σύμφωνα με τον ίδιο κατασκευάστηκε το 1957 και σε τέτοια περίπτωση ποιο ήταν το ύψος αυτής της υπεραξίας. Κανένα στοιχείο δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου που να δικαιολογεί τη θέση του για την υπεραξία αυτή, την οποία και απορρίπτω. 'Οπως άλλωστε έχω ήδη αναφέρει σε άλλο μέρος της απόφασης μου, η συλλογιστική του για το θέμα στηρίζεται σε λανθασμένη ερμηνεία της υπόθεσης
Για την εξακρίβωση της αγοραίας αξίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη συγκριτικές πωλήσεις οι οποίες είχαν περιληφθεί στις αντίστοιχες εκθέσεις και των δύο εκτιμητών. Δύο από τα συγκριτικά - τα υπ. αρ. Σ6 και Σ4 - τα οποία έλαβε υπόψη είχαν άμεση γειτνίαση με το επίδικο και πωλήθηκαν κατά το χρόνο της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης. Τα ποσά των συγκριτικών πωλήσεων προσαρμόστηκαν με βάση το ποσοστό ετήσιας αύξησης 10% στο οποίο το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε σχέση με την ημερομηνία γνωστοποίησης. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η ορθή τιμή του επίδικου κτήματος είναι £10.000 κατά δεκάριο κατά την ημερομηνία γνωστοποίησης αφού έλαβε υπόψη το μέσο όρο των πωλήσεων οι οποίες ήταν συγκρίσιμες.
Ο εκτιμητής του εφεσείοντα κατέληξε στο ποσοστό του 20% σαν υπεραξία ως αποτέλεσμα της γνωστοποίησης απαλλοτριώσεως. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη θέση του γιατί το συμπέρασμα του αναφορικά με το ποσοστό «που υιοθέτησε δεν βασίζεται και δεν δικαιολογείται σε σχέση με οποιαδήποτε συγκεκριμένα στοιχεία και ιδιαίτερα από οποιαδήποτε μελέτη».
Από την άλλη ο εκτιμητής των εφεσιβλήτων υιοθέτησε ποσοστό 5% υπεραξίας. Κατέληξε στα συμπεράσματα του αφού σύγκρινε τις πωλήσεις πριν την γνωστοποίηση με πωλήσεις μετά τη γνωστοποίηση και κατέληξε ότι το ποσοστό του 12% περίπου διαφορά που προκύπτει οφείλεται σε υπεραξία αλλά ότι το έργο δεν πρόσθεσε σημαντικά σ' αυτό το ποσοστό διότι υπήρχε ήδη ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος πριν από το έργο με τη διαφορά ότι στην περίπτωση του επίδικου ακινήτου μετατοπίστηκε από την ανατολική πλευρά στη δυτική. Η υπεραξία - σύμφωνα με τη μαρτυρία του - προέκυψε από το έργο αλλά και από το υδατικό έργο και την επέκταση των διχτύων ηλεκτρισμού και τηλεφώνου. Πιο σημαντικό από όλα αυτά όμως ήταν το υδατικό έργο χωρίς το οποίο
δεν θα μπορούσε να γίνει ανάπτυξη. Ως εκ τούτου σ' αυτή την υπεραξία το επίδικο έργο πρόσφερε λιγότερο από 50%.Το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε δικαιολογημένο το ποσοστό των 5% στο οποίο κατέληξε ο εκτιμητής των εφεσιβλήτων με βάση τις συγκριτικές πωλήσεις που είχε παραθέσει στη μαρτυρία του. Θεώρησε, επίσης, λογική την εξήγηση που έδωσε στο Δικαστήριο για την κατανομή του ποσοστού της υπεραξίας μεταξύ του επίδικου έργου και του υδατικού έργου. Αφού δέχθηκε την μαρτυρία του εκτιμητή των εφεσιβλήτων έκρινε
ότι υπήρχε υπεραξία 5%.Θεωρούμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αιτιολογήσει με πληρότητα τα επίδικα συμπεράσματα του. Επίσης θεωρούμε ως επαρκείς τους λόγους της προτίμησης της μιας εκδοχής και απόρριψης της άλλης. Δεν έχουμε διακρίνει οποιοδήποτε σφάλμα στην επίδικη προσέγγιση του και για το λόγο αυτό οι σχετικοί λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν. Ο καθορισμός της αποζημίωσης με βάση συγκριτικά τα οποία γειτνιάζουν με το επίδικο και τα οποία πωλήθηκαν περίπου κατά το χρόνο της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης συνάδει με τις αρχές που διέπουν τον καθορισμό αποζημιώσεων.
Με τον έκτο λόγο της έφεσης ο εφεσείων υποστήριξε ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέλεξε να κάμει τους δικούς του υπολογισμούς αναφορικά με την αγοραία αξία του επίδικου κτήματος και ουσιαστικά ενέργησε το ίδιο ως εμπειρογνώμονας.
Στην Συμβούλιο Βελτιώσεως Αγίας Νάπας ν. Alexia & Polis Estates Ltd, Πολιτική 'Εφεση 10418/26.6.2000 έχει γίνει επισκόπηση της σχετικής με το θέμα νομολογίας. Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:
«Στην
Η
Rashid Ali (πιο πάνω) υιοθετήθηκε από τη μεταγενέστετη νομολογία. Λέχθηκε ότι πρέπει να προσδιορίζεται η μαρτυρία που οδηγεί στις σχετικές διαπιστώσεις του δικαστηρίου. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των δύο εκτιμητών το δικαστήριο οφείλει 'να αξιολογήσει τη μαρτυρία και να καταλήξει στα ευρήματα του με αναφορά σε όσα προέκυπταν από ότι θα έκρινε ως αξιόπιστο' (Βλ. Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος ν. Γεωργαλλίδου κ.α., Πολιτική ΄Εφεση 9452/8.12.97). Λέχθηκε, επίσης, ότι το δικαστήριο έχει την δυνατότητα να καταλήξει στο δικό του υπολογισμό αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η κατάληξη του μπορεί να είναι αυθαίρετη, αναιτιολόγητη ή αόριστα εξαγόμενη (Βλ. Παπασάββα κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική ΄Εφεση 9832/28.4.99).»Στην παρούσα υπόθεση ο καθορισμός της πληρωτέας αποζημίωσης έγινε με βάση συγκριτικά τα οποία περιλαμβάνονταν στη μαρτυρία και των δύο εκτιμητών. 'Οπως έχουμε υποδείξει πιο πάνω το Πρωτόδικο Δικαστήριο τα υιοθέτησε λόγω της γειτνίασης τους με το επίδικο και λόγω της εγγύτητας της ημερομηνίας πώλησης τους με την ημερομηνία της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης. Αυτή η προσέγγιση έχει ήδη επικυρωθεί (βλ. σελ. 8, πιο πάνω). Πρόσθεσε, επίσης, ετήσια αύξηση της τάξεως του 10%. Η προσθήκη αυτή έχει επικυρωθεί κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου της έφεσης (βλ. σελ. 5, πιο πάνω).
Κρίνουμε ότι η επίδικη προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκεται σε πλήρη ταύτιση με τις πιο πάνω θέσεις της νομολογίας. Κρίνουμε, επίσης, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει σε κανένα σημείο της απόφασης του αναλάβει το ρόλο του εμπειρογνώμονα. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.
Αποτελούσε κοινό έδαφος ότι ως αποτέλεσμα της απαλλοτρίωσης το τεμάχιο των εφεσιβλήτων είχε διαμοιραστεί σε δύο τμήματα. 'Ενα από τα τμήματα ήταν μια στενή λωρίδα η οποία δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί από μόνη της. Ο εκτιμητής του εφεσείοντα υιοθέτησε επιζήμια επίδραση 60%. Η έκθεση του εκτιμητή των εφεσιβλήτων δεν περιλάμβανε οποιαδήποτε αναφορά στην επιζήμια επίδραση. Το ίδιο ισχύει και για την έκθεση απαιτήσεως. Στη διάρκεια της δίκης ζητήθηκε από τον εκτιμητή των εφεσιβλήτων να σχολιάσει το σχετικό με την επιζήμια επίδραση μέρος της έκθεσης του εκτιμητή της Αποζημιούσας Αρχής. Απάντησε ότι τη δέχεται. Πρόσθεσε ότι «το δίκαιο ποσό μαζί με την επιζήμια επίδραση ανέρχεται σε £24.300». Σημειώνουμε ότι το σύνολο της ολικής αποζημίωσης που διεκδικείται με την έκθεση του ανέρχεται στις £20.800. Μετά την πιο πάνω απάντηση ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αποζημιούσας Αρχής ήγειρε ένσταση. Υποστήριξε ότι το θέμα δεν καλύπτεται από την έκθεση του εκτιμητή των εφεσιβλήτων. Με ενδιάμεση απόφαση του το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν χρειάζεται να τροποποιηθεί η εκτίμηση του εκτιμητή των εφεσιβλήτων «έχοντας υπόψη τον εξεταστικό χαρακτήρα της διαδικασίας». Εφόσον το θέμα της επιζήμιας επίδρασης «καλύπτεται και εγείρεται στην εκτίμηση του εκτιμητή της Αποζημιούσας Αρχής ο μάρτυρας - κατέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - όπως είχε κάθε δικαίωμα να κάμει σχολίασε αυτή την πτυχή της υπόθεσης επιπρόσθετα σε όσα ανάφερε ο ίδιος στη δική του εκτίμηση». Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε αναφορά στη Δημοκρατία ν. Πέτσα (1996) 1 Α.Α.Δ. 1342, 1346, 1347.
Το κύρος της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται με τον έβδομο λόγο της έφεσης. Υποστηρίχθηκε ότι η σχετική μαρτυρία του εκτιμητή των εφεσιβλήτων «βρισκόταν εκτός των δικογράφων των εφεσιβλήτων και αυξάνει την απαίτηση τους πέραν της απαίτησης που αναφερόταν στην έκθεση απαιτήσεως. Συγκεκριμένα η απαίτηση των απαιτητών ανήλθε στις Λ.Κ.24.300 ενώ η έκθεση περιορίζετο σε Λ.Κ.20.800».
Αυτό που εγείρεται στην παρούσα υπόθεση δεν είναι κατά πόσο ο εκτιμητής των εφεσιβλήτων μπορούσε να αναφερθεί στη μαρτυρία του στο θέμα της επιζήμιας επίδρασης αλλά κατά πόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε να επιδικάσει ποσό ψηλότερο από εκείνο που είχαν διεκδικήσει οι εφεσίβλητοι με βάση την έκθεση του εκτιμητή τους.
Στην Μιχαήλ ν. Φίλιος Γ. Συκοπετρίτης Λίμιτεδ, Πολιτικές Εφέσεις 10377, 10381/29.6
.2000 λέχθηκαν τα εξής από τον Πική, Π.:«Η Αρχή, η οποία πηγάζει από τη νομολογία, είναι ότι, εφόσον η ζημία, η οποία προκύπτει στο ενδιάμεσο, μεταξύ του δυστυχήματος και της δίκης, αποκρυσταλλώνεται και είναι δεκτική αριθμητικού υπολογισμού, επιδικάζεται η συγκεκριμένη ζημία υπέρ του ενάγοντος, υπό τον όρο, τυπικό κατ' ουσία, της θεσμικής εναρμόνισης της έκθεσης απαιτήσεως με τα δεδομένα της απόφασης του δικαστηρίου. Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου στη Fysco v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ.
'Στις περιπτώσεις που από την ημερομηνία καταχώρισης της έκθεσης απαιτήσεως μέχρι την ημέρα της δίκης αποκρυσταλλώνεται ζημιά ή απώλεια επιδεκτική αριθμητικού υπολογισμού, αναμένεται πως θα γίνεται κατάλληλη τροποποίηση της έκθεσης απαιτήσεως ώστε, κατά την ακρόαση, οι γραπτές προτάσεις να αντικατοπτρίζουν τα επίδικα θέματα στο σύνολό τους και η απαίτηση να είναι ολοκληρωμένη.
Στην προκείμενη υπόθεση, δόθηκε μαρτυρία, τόσο για την ανικανότητα της εφεσείουσας να εργαστεί όσο και για την απώλεια την οποία υπέστη.
Ανεξάρτητα από τη δυνατότητα εναρμόνισης της δικογραφίας με τα δεδομένα της μαρτυρίας και της απόφασης ως προς την απόδοση αποζημιώσεων υπό μορφή ειδικής ζημίας, η ανάκτηση της ζημίας, την οποία υφίσταται ο ενάγων, ως αποτέλεσμα του αστικού αδικήματος, στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ του δυστυχήματος και της δίκης, δύναται να διεκδικηθεί ως αποζημίωση. Είναι λόγοι δικονομικής τάξης και όχι οποιαδήποτε αρχή δικαίου, που επιβάλλει την εξειδίκευση ζημίας η οποία είναι μετρήσιμη. Το κριτήριο για την ανάκτηση ζημίας είναι το ίδιο σ' όλες τις περιπτώσεις
. η απόρροιά της από τη ζημιογόνο πράξη.Εμφανές είναι ότι η εφεσείουσα κατέστη για ολόκληρη την περίοδο, η οποία μεσολάβησε μεταξύ του εργατικού ατυχήματος και της αποπεράτωσης της δίκης, ανίκανη προς εργασία. Η ζημία, την οποία υπέστη, εξικνείται στο ποσό των £39.678,00, το οποίο δικαιούται
.Προς εναρμόνιση της δικογραφίας με την εκτυλιχθείσα υπόθεση της εφεσείουσας κατά τη δίκη στο θέμα της ζημίας, θα υποβληθεί τροποποιημένη έκθεση απαιτήσεως, η οποία θα καταχωριστεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο μετά την έκδοση της απόφασης μας.»
Θεωρούμε ότι η αρχή η οποία έχει εφαρμοσθεί στις περιπτώσεις τροχαίων δυστυχημάτων μπορεί, κατ' αναλογία, να τύχει εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση. Πρόκειται για ζημιά η οποία έχει αποκρυσταλλωθεί κατά τη δίκη και μάλιστα με πρωτοβουλία του εκτιμητή της Αποζημιούσας Αρχής. Η επιδίκαση της επιβαλλόταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί. Ωστόσο προς εναρμόνιση της δικογραφίας με την υπόθεση των εφεσιβλήτων όπως αυτή έχει εκτυλιχθεί κατά τη δίκη, σε σχέση με το θέμα της επιζήμιας επίδρασης, θα πρέπει να υποβληθεί τροποποιημένη έκθεση απαιτήσεως, η οποία θα καταχωριστεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο μετά την έκδοση της απόφασης μας.
Επί του ποσού της επιδικασθείσας αποζημίωσης το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε τόκο προς 9% «από την ημερομηνία της γνωστοποίησης ήτοι 7.8.81».
Η εγκυρότητα της επιδίκασης τόκου έχει αμφισβητηθεί με τον τελευταίο λόγο της έφεσης. Υποστηρίχθηκε ότι ήταν εσφαλμένη «καθώς δυνάμει του άρ. 8 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 1983 (Ν 25/83) το Δικαστήριο όφειλε να επιδικάσει τόκο προς 7% από 7.8.81 μέχρι 27.5.83 και 9% από 28.5.83 μέχρι εξοφλήσεως».
Ο κ. Ποιητής, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, συμφώνησε με τον πιο πάνω λόγο της έφεσης. Κρίνουμε ότι υποστηρίζεται πλήρως από τις πρόνοιες του πιο πάνω άρ. 8 του Νόμου 25/83. Κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος της έφεσης επιτυγχάνει. Επί του ποσού της αποζημίωσης επιδικάζουμε τόκο προς 7% από 7.8.81 μέχρι 27.5.83 και τόκο προς 9% από 28.5.83 μέχρι εξοφλήσεως.
Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς σε σχέση με το θέμα του τόκου όπως υποδεικνύεται πιο πάνω. Εν όψει της μερικής επιτυχίας της έφεσης επιδικάζουμε υπέρ των εφεσιβλήτων μόνο τα 4/5 των εξόδων της έφεσης.
Δ.
Δ.
Δ.
/
ΕΑΠ.