ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 1768
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10669
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗ Δ.Δ.
Μεταξύ:
1. Γιαννάκη Πελεκάνου, εκ Λευκωσίας
διαχειριστού της περιουσίας του αποβιώσαντος
Χριστόφορου Πελεκάνου, τέως έκ Λευκωσίας
2. Pelmako Developments Ltd, εκ Λευκωσίας
Εφεσει όντων/Εναγομένων
και
Ανδρέα Πελεκάνου
------------------------
26 Νοεμβρίου 2001
Για τους εφεσείοντες: Κ. Μιχαηλίδης.
Για τον εφεσίβλητο: Α. Χαβιαράς.
--------------------
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:
Τα ζητήματα που εγείρονται αφορούν σε εκ συμφώνου απόφαση που εκδόθηκε στις 8.12.90 υπέρ του εφεσίβλητου (ενάγοντα) και των εφεσειόντων 2 (εναγομένων 2 - στο εξής οι εφεσείοντες).Οι εφεσείοντες δέκτηκαν και εκδόθηκε απόφαση εναντίον τους για το ποσό των £62.371.76 σεντ, πλέον τόκους και £5.000 έξοδα. Συμφωνήθηκε χρονοδιάγραμμα πληρωμής και, πάλιν εκ συμφώνου, εκδόθηκε διάταγμα αναστολής της εκτέλεσης για όσο αυτό θα ετηρείτο. Παράλειψη πληρωμής οποιασδήποτε δόσης στον ταχθέντα χρόνο, θα καθιστούσε "ολόκληρο το εξ αποφάσεως χρέος πληρωτέο αμέσως". Τήρηση όμως του χρονοδιαγράμματος σε σχέση με την πληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους και των τόκων, θα επαγόταν και "εξόφληση των εξόδων που επιδικάστηκαν". Και ακριβώς τέθηκε υπό την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου το κατά πόσο τα έξοδα, στο πλαίσιο των περιστατικών, θα έπρεπε να θεωρηθούν ως εξοφληθέντα.
Αυτό, στο πλαίσιο αίτησης για οδηγίες προς τον αρμόδιο για την εκτέλεση εντάλματος κινητών που εκδόθηκε με διάβημα του εφεσίβλητου, προς εκτέλεση του μέρους της απόφασης σε σχέση με τα έξοδα. Η αίτηση στηρίκτηκε στη Δ.40 Θ.15 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας και δεν αμφισβητείται πως το θέμα εμπίπτει στην εμβέλειά της. Υπό κρίση τίθεται η ορθότητα των διαπιστώσεων και των εκτιμήσεων του πρωτό-δικου δικαστηρίου ως προς την ουσία.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αντίθετα προς τις εισηγήσεις των εφεσειόντων, κατέληξε πως μια από τις δόσεις καταβλήθηκε εκπροθέσμως, κατά παράβαση της συμφωνίας των μερών και πως ο εφεσίβλητος δεν είχε παραιτηθεί από τα δικαιώματά του και δεν κωλυόταν στο να διεκδικήσει τα έξοδα κατ΄επίκληση εκείνης της εκπρόθεσμης πληρωμής. Είναι η πρώτη θέση των εφεσειόντων πως ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε προσαχθεί θα έπρεπε να οδηγήσει στη διαπίστωση πως δεν ήταν ένοχοι καθυστέρησης. Και η δεύτερη, πως ήταν λανθασμένες οι εκτιμήσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την παραίτηση (waiver) και το κώλυμα (estoppel).
Eγείρεται και ένα επί μέρους θέμα. Η αίτηση για οδηγίες υποβλήθηκε και από τον εναγόμενο 1 στην αγωγή. Η αγωγή όμως εναντίον του είχε αποσυρθεί και απορριφθεί. Απόφαση δε εκδόθηκε μόνο εναντίον των εφεσειόντων. Και το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως, αφού δεν ήταν πρόσωπο επηρεαζόμενο, δεν ενομιμοποιείτο στην υποβολή τέτοιας αίτησης. Την απέρριψε, λοιπόν, ως προς εκείνον και τον καταδίκασε στα έξοδα. Αμφισβητείται η ορθότητα αυτής της διαταγής. Ως προς τα έξοδα δηλαδή. Αυτή η έφεση δεν αφορά στην ουσία της απόφασης με την οποία κρίθηκε πως δεν ενομιμοποιείτο στην υποβολή της αίτησης. Αυτό το θέμα διατηρεί αυτοτέλεια και δεν διασυνδέεται προς την έφεση των εφεσειόντων και, κατά τη Δ.35 Θ.20 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας, χρειαζόταν άδεια για άσκηση τέτοιας έφεσης. Δεν έχει εξασφαλιστεί τέτοια άδεια και η έφεση ως προς τα έξοδα πρέπει να απορριφθεί. Δεν θα εκδώσουμε όμως διαταγή για τα έξοδα ως προς αυτή αφού ο εφεσίβλητος δεν αναφέρθηκε στο θέμα με οποιονδήποτε τρόπο. ΄Ολα τα επιχειρήματά του, στο περίγραμμα αγόρευσης και κατά την ακρόαση, αφορούσαν στην έφεση των εφεσειόντων.
Μετά την καταβολή £5.000 στις 20.12.90 θα έπρεπε να καταβληθούν άλλες £15.000 σε τρεις ισόποσες μηνιαίες δόσεις από 1.2.91. Στη συνέχεια, 8 δόσεις των £7.500 και, τελικά, £10.000 μηνιαίως μέχρι την εξόφληση. Οι δόσεις θα έπρεπε να πληρώνονται την πρώτη κάθε μήνα με 10 μέρες χάρη και το έχομε πως οι εφεσείοντες, ως το τέλος της περιόδου που περικλείεται στις συμφωνηθείσες ημερομηνίες, εξόφλησαν όλο το εξ αποφάσεως χρέος μαζί με τους τόκους.
Εν τούτοις, όπως είδαμε, ο εφεσίβλητος επιδίωξε εκτέλεση και ως προς τα έξοδα. Επειδή, όπως διατείνεται, παρενεβλήθη μοιραία για τους εφεσείοντες καθυστέρηση στην πληρωμή μιας από τις δόσεις, εκείνης της 1.6.1991. ΄Οχι πως οι εφεσείοντες δεν εξέδωσαν την επιταγή για αυτή εμπροθέσμως. ΄Ηταν αναμφισβήτητο πως οι εφεσείοντες εξέδωσαν σχετική επιταγή πληρωτέα στις 7.6.91. Και βεβαιώθηκε με αξιόπιστη μαρτυρία από την τράπεζα πως αυτή θα μπορούσε να εξαργυρωθεί αυθημερόν. Κατά το σύστημα που ακολουθείτο οι εφεσείοντες παρέδιδαν τις επιταγές στο γραφείο των δικηγόρων τους. Αυτό έκαμαν και με τη συζητούμενη επιταγή μόνο που, κατά την υπόθεση του εφεσίβλητου, αυτοί ειδοποίησαν τους δικηγόρους του για την παραλαβή της μόλις στις 13.6.91, δηλαδή τρεις μέρες μετά τη λήξη της προθεσμίας. Υπάλληλος των δικηγόρων του εφεσιβλήτου, όπως ήταν η πάγια διευθέτηση, επισκέφθηκε το γραφείο των δικηγόρων των εφεσειόντων και παρέλαβε την επιταγή. Εξέδωσε απόδειξη γι΄αυτό και ο εφεσίβλητος την εξαργύρωσε χωρίς καμιά απολύτως επιφύλαξη ή προειδοποίηση. ΄Οπως και την επόμενη δόση του Ιουλίου 1991. Ομοίως εισπράχθηκαν και όλες οι υπόλοιπες δόσεις που εμπροθέσμως καταβάλλονταν. Μόνο που, από τον Αύγουστο 1991, στις αποδείξεις που εκδίδονταν, σημειωνόταν η φράση, "δικαιώματα επιφυλάσσονται".
Ο εφεσίβλητος έθεσε το θέμα με επιστολή των δικηγόρων του μήνες μετά, στις 18.3.92. ΄Οταν, όπως είναι δεκτό, είχε εισπράξει πλέον ολόκληρο το εξ αποφάσεως χρέος μαζί με τους τόκους. Την εξήγηση γι΄αυτή τη στάση την έδωσε ο βασικός μάρτυρας του εφεσιβλήτου. Πρόκειται για το Σ. Παπαδόπουλο, υπάλληλο των δικηγόρων του, που χειρίστηκε το θέμα εκ μέρους τους. Το πρωτόδικο δικαστήριο τη συνοψίζει ως εξής:
"...ενόψει του κινδύνου τυχόν ένταλμα κινητών που θα εκδιδόταν για ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό να παρέμενε ανικανοποίητο, προτιμήθηκε ο Ενάγων να συνεχίσει να δέχεται σταδιακές πληρωμές και να διεκδικήσει τυχόν υπόλοιπο την κατάλληλη στιγμή".
Μπορούμε να είμαστε σύντομοι σε σχέση με το ζήτημα της ημερομηνίας ειδοποίησης και παράδοσης της επιταγής. Δεν διακρίνουμε λόγο παρέμβασης επ' αυτού. Δεν υπήρχε από την πλευρά των εφεσειόντων μαρτυρία που να έδειχνε την ημερομηνία γι΄αυτά. Η ίδια η ημερομηνία της επιταγής ήταν στοιχείο ουδέτερο. Aπό την άλλη ο Σ. Παπαδόπουλος ήταν θετικός επί του σημείου και η μαρτυρία του υποστηριζόταν και από τη μαρτυρία άλλου υπαλλήλου των δικηγόρων του εφεσιβλήτου που τηρούσε συνεχές και σύγχρονο μητρώο των τηλεφωνημάτων. Πέραν τούτου και η ίδια η απόδειξη που εκδόθηκε είχε ως ημερομηνία παραλαβής της την 13.6.91. Υποθέσεις με αναφορά στο πόσο ήταν πιθανόν να διάπρατταν τέτοιο λάθος οι δικηγόροι των εφεσειόντων, δεν μπορούσαν να γίνουν. Ο δε τωρινός, εκ των υστέρων ισχυρισμός πως οι δικηγόροι των εφεσειόντων στην ουσία ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι του εφεσιβλήτου, ορθά βρίσκει την αντίδραση του τελευταίου αφού δεν τέθηκε πρωτοδίκως τέτοιο ζήτημα. Το οποίο, εν πάση περιπτώσει, στερείται και πραγματικού υπόβαθρου.
Υπήρξε πράγματι καθυστέρηση τριών ημερών και εγείρεται το ζήτημα των επιπτώσεων ενόψει της συμπεριφοράς του εφεσίβλητου. Οι αρχές είναι καλά θεμελιωμένες και έχουν εξηγηθεί σε μεγάλη σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε μερικές από τις οποίες αναφέρθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ιδίως στην Αndreas Christou Chilides v. Elias Danos (1977) 1 CLR 255 της οποίας πράγματι τα γεγονότα είναι παρόμοια. Και εκεί μια δόση έναντι εκ συμφώνου απόφασης έφθασε στους πιστωτές με καθυστέρηση πέντε ημερών και τέθηκε το θέμα αν, ενόψει τούτου, θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι εξακολουθούσε να ισχύει η συμφωνία πως με την εμπρόθεσμη πληρωμή μικρότερου ποσού θα εξοφλείτο ολόκληρο το χρέος. Και αναλόγως, να εκτελεστεί ή να παραμεριστεί ένταλμα εκτέλεσης κινητών που είχε εκδοθεί. Διαπιστώθηκε πως, κατά διαφοροποίηση της αρχικής διευθέτησης, αντί να παραλαμβάνονται οι επιταγές από το γραφείο του δικηγόρου των οφειλετών, αυτός θα τις ταχυδρομούσε. Επομένως, όπως κρίθηκε, αυτό απέληγε και σε παραίτηση από το δικαίωμα αυστηρής προσήλωσης στον όρο της συμφωνίας αναφορικά με το χρόνο πληρωμής. Προσέγγιση ενδεικτική του επιπέδου της καλής πίστης που απαιτούν οι αρχές της επιείκειας κατά τις συναλλαγές. ΄Οπως και στη
Georghios HadjiYiannis v. Attorney General of the Republic (1970) 1 CLR 32 στην οποία η αδράνεια της μιας πλευράς, που μετέδιδε σαφώς το μήνυμα στην άλλη πως η μη τήρηση ορισμένων όρων δεν θα αποτελούσε πρόβλημα, σήμαινε παραίτησή τους και συνιστούσε κώλυμα στη μελλοντική επίκληση των παραβάσεων προς αποφυγή της σύμβασης. Και περαιτέρω, στη Nicos K. Shakolas v. Sofronios Michaelides and Another (1967) 1 CLR 290 στην οποία η συμπεριφορά των αγοραστών που κυρίως περιλάμβανε διαδοχική αποδοχή καθυστερημένων παραδόσεων, κρίθηκε πως, κάτω από τις περιστάσεις, συνιστούσε παραίτησή τους από το δικαίωμα να επικαλεστούν, προς τερματισμό της σύμβασης, την πρόνοια αναφορικά με το χρόνο παράδοσης. Αφού, μεταξύ των άλλων, επισημάνθηκε και το πιο κάτω απόσπασμα από την Charles Rickards Ltd v. Oppenhaim [1950] 1 K.B. p. 616 από τη σελίδα 623:"If the defendant, as he did, led the plaintiffs to believe that he would not insist on the stipulation as to time, and that, if they carried out the work, he would accept it, and they did it, he could not afterwards set up the stipulation as to the time against them. Whether it be called waiver or forbearance on his part, or an agreed variation or substituted performance, does not matter. It is a kind of estoppel. By his conduct he evinced an intention to affect their legal relations. He made, in effect, a promise not to insist on his strict legal rights. That promise was intended to be acted on, and was in fact acted on. He cannot afterwards go back on it."
To πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε τη δια της συμπεριφοράς παραίτηση (waiver) και το εξ υποσχέσεως κώλυμα (promissory estoppel) ως διακριτές στην περίπτωση δυνητικές βάσεις για την κατ΄ισχυρισμό αδυναμία επίκλησης της συμβατικής ρύθμισης. Διαφαίνεται όμως από τη νομολογία στην οποία
έχουμε αναφερθεί αλλά και τη βιβλιογραφία, όπου το θέμα, με βάση τη διαχρονική νομολογιακή προσέγγιση αναλύεται συστηματικά, ότι τα δύο μπορούν να διασυνδέονται. ΄Εχουμε υπόψη τον Chitty on Contracts 27η έκδοση τόμος 1 σελ. 1087 παράγραφος 22-036 στο οποίο εξηγείται η παραίτηση στην έκφανσή της ως παραίτηση δια κωλύματος (waiver by estoppel) και συναφώς τους Halsbury's Laws of England 4η έκδοση, τόμος 16 σελ. 825 παράγραφος 922 και Cheshire, Fifoot and Furmston's Law of Contract 13η έκδοση σελ. 576. Στο πλαίσιο τέτοιας διάκρισης το πρωτόδικο δικαστήριο είδε ως ανάγκη για τη θεμελίωση εξ υποσχέσεως κωλύματος την ύπαρξη δυσμενούς επηρεασμού του συμβαλλομένου που στηρίκτηκε στην υπόσχεση ή στη διαβεβαίωση του άλλου. Και, όπως έκρινε, οι εφεσείοντες "δεν έκαμαν, βασιζόμενοι στη στάση του ενάγοντα τίποτε περισσότερο από αυτό που ήταν ήδη υποχρεωμένοι να κάμουν με βάση την απόφαση". Δεν τους έθεσε σε δυσμενέστερη θέση ή αποδοχή των μετέπειτα δόσεων από τον εφεσίβλητο. Μάλλον τους ευνοούσε, αφού ο εφεσίβλητος απέφυγε να αξιώσει όλο το υπόλοιπο δια μιας.Δεν αναφέρθηκε σε τέτοιο στοιχείο στην περίπτωση της παραίτησης. ΄Οπως εξήγησε, ό,τι απαιτείτο ως επιπρόσθετο προς τη δημιουργία της πεποίθησης πως δεν θα υπήρχε εμμονή στα δικαιώματα από τη σύμβαση, ήταν η διαπίστωση πως "θα ήταν ανεπιεικές να επιτραπεί η εμμονή στα δικαιώματα αυτά". Και δεν ήταν, όπως θεώρησε, ανεπιεικής η εκ των υστέρων εμμονή του εφεσιβλήτου. Δεν αλλοιώθηκε επί το δυσμενέστερον η θέση των εφεσειόντων και, στην ουσία, οι εφεσείοντες ορθά θα έπρεπε να βρεθούν αντιμέτωποι με τις συμφωνηθείσες συνέπειες της παράλειψής τους. Το γεγονός ότι εισπράχθηκαν δόσεις χωρίς επιφύλαξη δεν διαφοροποιούσε την κατάσταση επειδή η μεταγενέστερη συμπεριφορά του εφεσiβλήτου, το γεγονός δηλαδή ότι έγραφαν στις επόμενες αποδείξεις είσπραξης ότι επιφύλασσαν τα δικαιώματά τους, έδειχνε ξεκάθαρα "ότι ο ενάγων είχε πρόθεση να επιμένει στα δικαιώματά του". Επιφύλαξη που ταυτόχρονα σήμαινε ότι δεν υπήρχε παραίτηση αλλά, διαζευκτικά, και ότι οποιαδήποτε παρελθούσα παραίτηση αναιρέθηκε, αφού η επιφύλαξη συνιστούσε εύλογη προειδοποίηση για τελική πρόθεση εμμονής στους όρους της σύμβασης. Ιδίως αφού η επίμαχη συμπεριφορά του εφεσιβλήτου ήταν μεταγενέστερη και όχι προγενέστερη της παράλειψης των εφεσειόντων. Παρέπεμψε συναφώς στην υπόθεση Charles Rickards Ltd (ανωτέρω) και στο
Cheshire & Fifoot's Law of Contract 10η έκδοση σελ. 507 και 509.Στην
Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 CLR σελ. 542 διαπιστώθηκε ότι δεν είναι πλέον η επικρατούσα αντίληψη πως για τη θεμελίωση εξ υποσχέσεως κωλύματος (promissory estoppel) απαιτείται η απόδειξη δυσμενούς επηρεασμού. (Βλ. και Ελληνική Τράπεζα ν. Πολυδωρίδη κ.α. (1993) 1 ΑΑΔ 68, Μαυρομιχάλη κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1 ΑΑΔ 530 και W.J. Alan & Co v. El Nasr Export [1972] 2 Q.B. 189). Eξηγήθηκε πως η βάση του διευρύνθηκε και πως αρκεί το ότι θα ήταν ανεπιεικές να εμμένει κάποιος, ενόψει των ρητών ή δια της συμπεριφοράς παραστάσεων του, στα αυστηρά του νομικά δικαιώματα. Μεταφέρομε το σχετικό απόσπασμα από τη σελ. 553 της απόφασης που εξέδωσε ο Πικής Δ. όπως ήταν τότε."At one time the view prevailed that for the promisee to rely successfully on promissory estoppel, he had to establish suffering detriment as a result of acting upon the representations of the promisor. That is no longer the case and the proof of detriment as such, is not regarded as indispensable for the application of equitable estoppel. The basis of the doctrine has been broadened; all that the promisee need establish, is that it would be inequitable for the promisor to insist, in view of his representations by word of conduct, on the enforcement of his strict legal rights.
Νοουμένου, βεβαίως, πως το μήνυμα της παραίτησης, με την παράσταση, εν προκειμένω δια της συμπεριφοράς, πως δεν θα επιμείνει κάποιος στα δικαιώματά του, θα είναι σαφές και ανεπιφύλακτο. (Βλ.
National Bank of Greece v. N.I. Droushiotis (Imports-Exports) Co Ltd (1975) 1 CLR 248. Xenopoulos v. Constantinidou (1979) 1 CLR 519 Rodoulli v. Papasavva & Αnother (1988) 1 CLR 540, Louis Tourist Agency Ltd v. Hλία (1992) 1 AAΔ 98, Μεταλλικά Ηρακλής Μιχαηλίδης Λτδ ν. G & C Exhaust Systems Ltd Πολιτική ΄Εφεση αρ. 10355 ημερομηνίας 26.4.01, Mardorf Peach v. Attica Sea Carriers [1977] 1 All ER 545, China National v. Evlogia Shipping [1979] 1 All ER 657, Antaios Cia v. Salen Rederierna (1983) 3 All ER 777).Ο όρος σε σχέση με την πλήρη εξόφληση περιλαμβανομένων και των εξόδων, εφόσον καταβάλλονταν εμπροθέσμως οι καθορισθείσες δόσεις, ήταν συμβατικός. Δεν αμφισβητείται δε πως, στη βάση των διαπι-στώσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα, ο εφεσίβλητος, εφόσον υπήρξε καθυστέρηση στην πληρωμή μιας δόσης, θα είχε δικαίωμα να διεκδικήσει δια μιας όλο το υπόλοιπο μαζί με τα έξοδα. Ο εφεσίβλητος δέκτηκε την εκπρόθεσμη πληρωμή και δεν άσκησε το δικαίωμά του. Αντίθετα, άφησε καθαρά να εννοηθεί πως την εισέπραττε ως κανονική πληρωμή. Δεν είπε τίποτε και αυτό, ενώ είχε κάθε λόγο να πιστεύει πως οι ίδιοι οι εφεσείοντες θα έμεναν με την καθαρή εντύπωση πως οι όροι σε σχέση με την τμηματική πληρωμή και εν τέλει την εξόφληση, εξακολουθούσαν να ισχύουν. Πολύ περισσότερο αφού οι ίδιοι οι εφεσείοντες είχαν, με βάση τα γεγονότα, εκδώσει και παραδώσει εμπροθέσμως την επιταγή. Εξάλλου, το έχουμε και ως ομολογία του εφεσίβλητου. Γνώριζε πως με τη συμπεριφορά του θα άφηνε τους εφεσείοντες με αυτή την εντύπωση. Δεν μπορεί να έχει άλλο νόημα η δήλωση, όπως τη σημειώσαμε, πως ενσυνειδήτως επέλεξε αυτή την πορεία για να αφήσει τους εφεσείοντες να πληρώσουν τις δόσεις. Διαφορετικά θα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο να μή εισπράξει
το χρέος. Ο εφεσίβλητος εισέπραξε και την επόμενη δόση χωρίς να εγείρει θέμα για να σχηματιστεί πιο έντονη η εικόνα της ομαλής, στο πλαίσιο των συμφωνηθέντων, εξέλιξης των πραγμάτων και άρχισε να αναφέρεται σε δικαιώματα που επιφύλαξε δυο μήνες μετά. Δεν προσυπογράφουμε τη θεώρηση πως θα ήταν δυνατό, στο πλαίσιο των δεδομένων, με τέτοια επιφύλαξη, εκδηλούμενη εκ των υστέρων, να αναιρεθούν όσα ήδη συντελέστηκαν. Αλλά δεν χρειάζεται να επεκταθούμε ως προς αυτή την πτυχή. Η φράση "δικαιώματα επιφυλάσσονται" που άρχισε να προσθέτει στις αποδείξεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί πως, κάτω από τις περιστάσεις, παρέπεμπε στις επιπτώσεις από την πληρωμή της δόσης του Ιουνίου τρεις μέρες μετά την καθορισθείσα μέρα. ΄Ηταν εντελώς γενική, και ευλόγως δεν εκλήφθηκε ως τέτοιας σημασίας. Το συμπέρασμα είναι πως άρχισε να τίθεται για να στηρίξει επιχείρημα περί προειδοποίησης ενώ ταυτόχρονα στόχευε στο να αφήσει τους εφεσείοντες στο σκοτάδι αναφορικά με τις πραγματικές προθέσεις του εφεσίβλητου.Αντίθετα προς την εισήγηση του εφεσίβλητου που υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση, θεωρούμε βάσιμους τους λόγους έφεσης αναφορικά με την παραίτηση. Θα ήταν ανεπιεικές να επιτραπεί στον εφεσίβλητο να εμμείνει στους όρους της σύμβασης. Οι εφεσείοντες ενήργησαν στη βάση των παραστάσεων που εμπεριείχε η συμπεριφορά του εφεσιβλήτου και είχαν προσαρμόσει τη δική τους στάση αναλόγως. Είναι αυτονόητο πως προέβησαν σε διευθετήσεις για την εξασφάλιση των χιλιάδων λιρών που χρειάζονταν για την αποπληρωμή των δόσεων με βασικό κίνητρο την αποφυγή της πληρωμής των £5.000, για να αντιμετωπίσουν στο τέλος, εκδήλως έξω από τους προγραμματισμούς τους και αντίθετα προς όσα ο εφεσίβλητος τους άφησε να πιστεύουν, αξίωση γι΄αυτό το επιπρόσθετο ποσό. Ουσιαστικά, ο εφεσίβλητος θέλησε να παγιδεύσει τους εφεσείοντες και η συμπεριφορά του υπολείπεται από το επίπεδο της καλής πίστης που απαιτείται να διέπει τις σχέσεις των ανθρώπων. Θεωρούμε ότι, στο πλαίσιο των περιστατικών, έχουμε κλασσική περίπτωση παραίτησης που εμποδίζει τους εφεσίβλητους να επικαλούνται την πρόνοια για πληρωμή των £5.000.
Η έφεση των εφεσειόντων επιτυγχάνει, με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση, στην έκταση που την αφορά, παραμερίζεται και αντικαθίσταται με οδηγίες προς τον αρμόδιο για την εκτέλεση λειτουργό να επιστραφεί το ένταλμα κινητών χωρίς εκτέλεση. Η έφεση του εφεσείοντα 1 απορρίπτεται, χωρίς διαταγή για έξοδα.
Κωνσταντινίδης, Δ.
Νικολάου, Δ.
Ηλιάδης, Δ.
/ΜΣι.