ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 1874
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10351.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΑΡΤΕΜΗ, ΚΑΛΛΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Δ.Μεταξύ:
Χάρη Χρίστου,
Εφεσείοντα-Εναγομέ νου
και
Ευγενίας Khoreva,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
____________________
30 Νοεμβρίου, 2001
.Για τον εφεσείοντα: Ι. Αβρααμίδης.
Για την εφεσίβλητη: Α. Ποιητής.
______________________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.
: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίουθα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
_______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
: Με αγωγή της ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας η εφεσίβλητη-ενάγουσα (η εφεσίβλητη) αξίωσε από τον εφεσείοντα-εναγόμενο (ο εφεσείων) τα ποσά των 819.696,34 Ολλανδικών Φιορινιών με τόκο από 22.6.1993, των 400.000,00 Αμερικανικών Δολλαρίων, με τόκο από 20.8.1993 και των 180.000,00 Αμερικανικών Δολλαρίων, με τόκο από 30.8.1993, ή τα ισόποσα σε κυπριακό νόμισμα. Τα κατ' ισχυρισμό αγώγιμα δικαιώματα της εφεσίβλητης ήταν δύο:(α) αθέτηση συμφωνίας από τον εφεσείοντα, και
(β) άδικος ή αδικαιολόγητος πλουτισμός του εφεσείοντα εις βάρος της εφεσίβλητης.
Μετά από ακροαματική διαδικασία το Πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε την εφεσίβλητη και εξέδωσε απόφαση υπέρ της ως η αξίωση.
Η έφεση
.Ο πρώτος λόγος της έφεσης σχετίζεται με την κατ' ισχυρισμό παράλειψη μη συμμόρφωσης προς τις πρόνοιες του άρθρου 67 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.
Εν όψει των συνεπειών που προκύπτουν από τη μη συμμόρφωση με το πιο πάνω άρθρο έχουμε, με τη συγκατάθεση των δικηγόρων των μερών, επιληφθεί μόνο του πρώτου λόγου έφεσης.
Η παράθεση των σχετικών με αυτό το λόγο της έφεσης γεγονότων καθίσταται αναγκαία.
Στην παραγ. 12 της έκθεσης απαιτήσεως αναφέρεται ότι «η ενάγουσα έδωσε στο Γενικό Εισαγγελέα την νενομισμένη ειδοποίηση προ της καταχωρήσεως της παρούσης αγωγής». Η εφεσείουσα στην έκθεση υπερασπίσεως της αναφέρθηκε σε όλες τις παραγράφους της έκθεσης απαιτήσεως πλην της παραγ. 12.
Στα πρακτικά της διαδικασίας υπάρχει καταγραμμένη η πιο κάτω δήλωση η οποία έγινε στην παρουσία των διαδίκων:
«Και οι δύο πλευρές δηλώνουν ότι η κατά νόμο απαιτούμενη ειδοποίηση προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας έχει δοθεί δεόντως προ της καταχωρίσεως της παρούσης αγωγής.»
Μετά την πιο πάνω δήλωση άρχισε η εφεσίβλητη να δίνει την ένορκη μαρτυρία της. Η ακρόαση της υπόθεσης συνεχίσθηκε με την παρουσίαση μαρτυρίας και από τις δύο πλευρές χωρίς να παρουσιασθεί οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με τη συμμόρφωση με το πιο πάνω άρθρο 67 του Κεφ. 148 ή να γίνει οποιαδήποτε άλλη σχετική αναφορά.
Η μόνη ενασχόληση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με το θέμα βρίσκεται στην πρώτη σελίδα της απόφασης του. Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Στην παραγ. 12 της έκθεσης απαιτήσεως αναγράφεται ότι η ενάγουσα έδωσε τη νενομισμένη ειδοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα και δεν υπάρχει άρνηση της παραγράφου εκείνης στην έκθεση υπερασπίσεως.»
Ο κ. Αβρααμίδης, εκ μέρους της εφεσείουσας, υπέβαλε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει «επιληφθεί της υπό κρίσην αγωγής αναρμοδίως». Υποστήριξε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο «εθεώρησε ότι είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της παρούσης αγωγής» στηριζόμενο αποκλειστικά και μόνο στο περιεχόμενο της πιο πάνω παραγράφου 12 της έκθεσης απαιτήσεως και στην απουσία άρνησης του σχετικού ισχυρισμού στην έκθεση υπεράσπισης.
'Επρεπε, σύμφωνα με τον κ. Αβρααμίδη, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, να εξετάσει το θέμα και να ικανοποιηθεί εξ αρχής ότι είχε δικαιοδοσία. Το ότι - συνεχίζει η εισήγηση - ο εναγόμενος δεν έχει αρνηθεί το περιεχόμενο της παραγ. 12 της έκθεσης απαιτήσεως δεν απαλλάσσει το Πρωτόδικο Δικαστήριο από το καθήκον του να εξετάσει αυτεπάγγελτα «και να ικανοποιηθεί ότι όντως ενεργοποιείται η δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 67 του Κεφ. 148 και να προβεί μετά από εξέταση του όλου θέματος και στο δέον εύρημα». Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε ότι η υποχρέωση παράδοσης της ειδοποίησης είναι θέμα δημόσιας τάξης και ότι η παράδοση είτε έπρεπε να είχε αποδειχθεί από την εφεσίβλητη είτε να κριθεί αυτεπάγγελτα.
Τέλος, ο κ. Αβρααμίδης, υπέβαλε ότι η εκ του νόμου προϋπόθεση για την ανάληψη δικαιοδοσίας, δεν μπορεί να αρθεί με συμφωνία των μερών. Συνεπώς το ότι και οι δύο πλευρές έχουν προβεί στην πιο πάνω δήλωση «δεν διαφοροποιεί, εν όψει των όσων έχουν εκτεθεί ως άνω
, το δικαιοδοτικό ζήτημα».Ο κ. Ποιητής, εκ μέρους της εφεσείουσας, υποστήριξε ότι ορθά το Δικαστήριο αποφάσισε ότι όταν ένας ισχυρισμός της έκθεσης απαιτήσεως δεν τυγχάνει ειδικής άρνησης στην υπεράσπιση είναι παραδεκτός (βλ. Δ.19 θ.11 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών). Υποστήριξε, επίσης, με αναφορά στην πιο πάνω δήλωση των δικηγόρων των μερών, ότι όταν στην δήλωση αναφέρεται ότι η ειδοποίηση εδόθη σημαίνει ότι παρελήφθη κιόλας από το Γενικό Εισαγγελέα. 'Οχι μόνο αναφέρεται στην κοινή δήλωση της σελίδας 1 των πρακτικών ότι η ειδοποίηση εδόθη προς το Γενικό Εισαγγελέα αλλά εκείνο που εδόθη είναι η απαιτούμενη ειδοποίηση. Με άλλα λόγια είναι παραδεκτό το περιεχόμενο της ότι είναι εκείνο που προνοεί το άρθρο 67 του Κεφαλαίου 148. Το σχετικό πρακτικό - συνεχίζει ο κ. Ποιητής - αναφέρει ότι όχι απλώς εδόθη η απαιτούμενη ειδοποίηση αλλά ότι αυτή εδόθη δεόντως, δηλαδή «όπως πρέπει». Επομένως η δήλωση που έγινε στο Δικαστήριο είχε την έννοια ότι ήταν παραδεκτό γεγονός ότι η σωστή επιστολή παρελήφθη από το Γενικό Εισαγγελέα ακριβώς όπως απαιτεί ο Νόμος δηλαδή πριν από την καταχώρηση της αγωγής.
Η πιο πάνω επιφύλαξη του άρθρου 67 του Κεφ. 148 έχει ερμηνευθεί σε σειρά αποφάσεων. 'Εχει λεχθεί ότι στην περίπτωση κακουργήματος αγωγή δεν μπορεί να καταχωριστεί αν δεν δοθεί έγγραφη γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα. Είναι επιβαλλόμενη από το Νόμο προϋπόθεση. Το ζήτημα είναι δημοσίας τάξεως. Η μη τήρηση του όρου αυτού καθιστά ολόκληρη τη διαδικασία άκυρη (Βλ.
Eleftheriades and two Others v. Mavrellis and four Others (1985) 1 C.L.R. 436, Somrani alias Gaber Elelyan v. Ship "Poseidonia" (1990) 1 Α.Α.Δ. 990, Αδάμου ν. Αργυρού (1996) 1 Α.Α.Δ. και Νικολάου ν. Βασιλείου, Πολιτική 'Εφεση 10136/30.9.99).Στην
I.B.S. Ltd v. Datacom Ltd (1992) 1 C.L.R. 1273 το θέμα έχει τεθεί ως εξής:«Από τη λεκτική διατύπωση του άρθρου 67 συνάγεται ότι η ειδοποίηση προς το Γενικό Εισαγγελέα αποτελεί προϋπόθεση για την καταχώριση αγωγής. Την τήρηση λοιπόν της διαδικαστικής πράξης απαιτεί ρητά ο Νόμος. Η παράβαση της διάταξης συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικασίας. Προτού όμως το δικαστήριο απορρίψει την αγωγή οφείλει να βεβαιωθεί ότι εδράζεται σε κακούργημα.»
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πιο πάνω επιφύλαξη του άρθρου 67 έχει καταργηθεί με το Νόμο 29(Ι)/2000.
Στη συνέχεια θα εξετάσουμε κατά πόσο το περιεχόμενο των δικογράφων και η δήλωση των δικηγόρων ικανοποιούν τη σχετική νομοθετική απαίτηση.
Σύμφωνα με την πιο πάνω Δ.19 θ.11 «αν δεν υπάρχει ειδική η εξυπακουόμενη άρνηση οποιουδήποτε ισχυρισμού γεγονότος σε οποιοδήποτε δικόγραφο ή αν δεν υπάρχει δήλωση περί μη παραδοχής στο δικόγραφο του αντιδίκου, θα θεωρηθεί ότι έγινε παραδεκτός, εκτός εναντίον ανηλίκου ή προσώπου που είναι πνευματικά ανίκανο».
Ο αντίστοιχος θεσμός των Παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών είναι ο θ. 13 της Δ.19. Στο Annual Practice 1960, σελ. 473, επεξηγείται ότι στην ουσία δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην άρνηση και την μη παραδοχή ενός ισχυρισμού. Η διάκριση που παρατηρείται είναι ότι ένας διάδικος αρνείται οποιοδήποτε ζήτημα, το οποίο εάν έχει επισυμβεί, θα βρισκόταν εντός της δικής του γνώσης, ενώ αρνείται να παραδεχθεί ζητήματα τα οποία κατ' ισχυρισμό έχουν λάβει χώραν πίσω από την πλάτη του.
Στην παρούσα υπόθεση συντρέχει η δεύτερη περίπτωση. Με την παραγ. 12 η εφεσίβλητη ισχυριζόταν κάποιο γεγονός. Σαν θέμα, λοιπόν, ορθής δικογράφησης ο εφεσείων έπρεπε να μη παραδεχθεί τον σχετικό ισχυρισμό.
'Εχοντας, επομένως, υπόψη τα δικόγραφα θα ελέγαμε ότι ο εφεσείων θεωρείται ότι έκαμε παραδεκτό τον σχετικό ισχυρισμό. Πρέπει στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι η απόδειξη μέσω των δικογράφων ή των παραδοχών του αντιδίκου συνιστά ένα παραδεκτό τρόπο απόδειξης ισχυρισμών. 'Οπως υποδεικνύεται στον Phipson on Evidence, 10 εκ., παραγ. 16, στις πολιτικές υποθέσεις οι κανόνες απόδειξης μπορούν να χαλαρωθούν με τη συμφωνία των μερών. 'Ετσι τα μέρη μπορούν να προβούν σε παραδοχές με σκοπό την απαλλαγή από την τυπική απόδειξη κατά τη δίκη: ("In civil cases . the rules of evidence may be relaxed by consent . of parties. Thus the parties may agree to make admissions for the purpose of dispensing with formal proof at the trial"). Οι παραδοχές με σκοπό την απαλλαγή από την τυπική απόδειξη μπορούν να γίνουν κυρίως μέσω των δικογράφων ή μέσω συμφωνίας πριν ή κατά τη δίκη, των διαδίκων ή των αντιπροσώπων τους (Phipson, πιο πάνω, παραγ. 42-43
: "Admissions for the purpose of dispensing with proof at the trial may be made by the pleadings or default thereof or . by agreement, or otherwise, before or at the trial by the parties or their agents").Ωστόσο το θέμα δεν τελειώνει εδώ γιατί ο κ. Ποιητής έχει επικαλεσθεί κυρίως τη δήλωση η οποία έγινε ενώπιον του δικαστηρίου από τους δικηγόρους των μερών στην παρουσία των διαδίκων. Στους Halsbury΄s Laws of England, third ed., Vol. 15 υποδεικνύεται ότι στις πολιτικές υποθέσεις παραδοχές από δικηγόρο αν γίνουν στη διάρκεια της διαδικασίας αποτελούν μαρτυρία εναντίον του πελάτη του στην ίδια διαδικασία. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι αν γίνουν για το ρητό σκοπό της απόδειξης κατά τη
δίκη γενικά θα είναι συμπερασματικές εναντίον του πελάτη
. άλλως ισοδυναμούν απλώς με εκ πρώτης όψεως απόδειξη των συνεπαγομένων γεγονότων.Στους Halsbury΄s Laws of England, 4th ed., Vol. 3(1) το θέμα τίθεται ως εξής:
"522. Statements of counsel. Admissions made by counsel in court in the presence of the lay client or his solicitor or other representative must be taken to have been made with the authority of the client, and are binding on the client unless and until withdrawn. Such an admission may subsequently be withdrawn by the client, however, unless the other party has acted to his detriment on the faith of it, so that the circumstances give rise to an estoppel."
Σε μετάφραση
:«
Οι ευπαίδευτοι συγγραφείς παραπέμπουν στην H. Clark (Doncaster) Ltd v. Wilkinson (1965) 1 All E.R. 934 στην οποία η επίδικη παραδοχή του δικηγόρου του εναγομένου έγινε στη διάρκεια της διαδικασίας για συνοπτική απόφαση ενώπιον του Πρωτοκολλητή. Παρά την παραδοχή ο Πρωτοκολλητής δεν εξέδωσε απόφαση υπέρ των εναγόντων και παρέπεμψε το θέμα στο Δικαστήριο. Ο εναγόμενος απέσυρε την παραδοχή του δικηγόρου του γιατί είχε γίνει χωρίς τις οδηγίες του. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εναγόμενος δεσμευόταν από τη δήλωση του δικηγόρου του η οποία έγινε ενώπιον του Πρωτοκολλητή. Στην απόφαση του Εφετείου ο Lord Denning M.R. έθεσε το ερώτημα κατά πόσο ο διάδικος δεσμεύεται από παραδοχή του δικηγόρου του η οποία έγινε στη διάρκεια ενδιάμεσης διαδικασίας και συνέχισε ως εξής:
"An admission made by counsel in the course of proceedings can be withdrawn, unless the circumstances are such as to give rise to an estoppel. If the other party has acted to his prejudice on the faith of it, it may not be allowed to be withdrawn, see Clifton (the Ship) (1835) 3 Knapp. 375; but otherwise an admission can be withdrawn.
.........................
There is nothing in the nature of an estoppel here. The matter was referred straight away by the district registrar to the judge, and the affidavits put fully before the judge. Everything was before him. I am quite clear this admission could be withdrawn. The affidavits before the judge show a triable issue. Leave to defend should be given."
Σε μετάφραση
:«Παραδοχή από δικηγόρο στη διάρκεια της διαδικασίας μπορεί ν' αποσυρθεί εκτός αν οι περιστάσεις είναι τέτοιες που εγείρουν κώλυμα. Αν ο άλλος διάδικος έχει ενεργήσει προς βλάβη του με βάση την παραδοχή δεν θα επιτραπεί η απόσυρση της (βλ.
Clifton (the Ship) (1835) 3 Knapp. 375. άλλως μια παραδοχή μπορεί να αποσυρθεί .................................................. ......................Δεν υπάρχει τίποτε με τη μορφή κωλύματος εδώ. Το ζήτημα παραπέμφθηκε αμέσως από τον Πρωτοκολλητή στο Δικαστήριο και όλες οι ένορκες δηλώσεις τέθηκαν πλήρως ενώπιον του Δικαστηρίου. Το κάθε τι ήταν ενώπιον του. Είμαι αρκετά βέβαιος ότι η παραδοχή αυτή μπορούσε ν' αποσυρθεί.
Οι ένορκες δηλώσεις ενώπιον του Δικαστή αποκαλύπτουν δικάσιμο θέμα. Πρέπει να δοθεί άδεια για υπεράσπιση.»Ο Salmon L.J. στη δική του απόφαση υπέδειξε ότι «δήλωση από δικηγόρο ακριβώς όπως μια δήλωση από τον πελάτη, αν η άλλη πλευρά ενεργήσει επ' αυτής προς βλάβη της, δεν μπορεί να αποσυρθεί γιατί εγείρεται κώλυμα».
Στην Langdale and Another v. Danby (1982) 3 All E.R. 129 η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων έχει προβεί σε διάκριση της απόφασης στην Clark (πιο πάνω). Στην Langdale (πιο πάνω) οι ενάγοντες εξασφάλισαν συνοπτική απόφαση με βάση την παραδοχή του δικηγόρου η οποία έγινε εκ μέρους του εναγομένου. Δύο χρόνια μετά την συνοπτική απόφαση ο εναγόμενος επεδίωξε να του χορηγηθεί άδεια για εκπρόθεσμη άσκηση έφεσης εναντίον της απόφασης. Κατά την ακρόαση της έφεσης οι ενάγοντες υπέβαλαν ότι δεν θα πρέπει να επιτραπεί στον εναγόμενο να αποσύρει τις παραδοχές που έγιναν εκ μέρους του ενώπιον του Δικαστηρίου. Το Εφετείο έκρινε ότι οι παραδοχές του δικηγόρου μπορούσαν ν' αποσυρθούν εκτός αν οι περιστάσεις εγείρουν κώλυμα και ότι υπό τις περιστάσεις δεν εγειρόταν κώλυμα. 'Εκρινε, επίσης, ότι οι ενάγοντες δεν είχαν ενεργήσει προς βλάβη τους λόγω της παραδοχής του δικηγόρου του εναγομένου. Η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων ανέτρεψε την απόφαση του Εφετείου. 'Εθεσε το θέμα ως εξής στη σελ. 140:
"As I see it the direct result of the conduct of Mr Danby΄s case before Oliver, J. was to permit the Langdales to obtain summary judgment. They then spent nearly two years in time and a great deal of money in
for all these reasons I would allow the appeal, set aside the order of the Court of Appeal and restore the judgment of Oliver, J."
Σε μετάφραση
:«'Οπως το βλέπω το άμεσο αποτέλεσμα του χειρισμού της υπόθεσης του κ. Danby ενώπιον του Δικαστή Oliver ήταν να επιτραπεί στους Langdales να εξασφαλίσουν συνοπτική απόφαση. 'Εκτοτε δαπάνησαν σχεδόν δύο χρόνια και μεγάλο χρηματικό ποσό στην πορεία εκτέλεσης εκείνης της
απόφασης .............. Αν όμως τώρα θα πρέπει να παραμείνει η απόφαση του Εφετείου, οι Langdales θα αντιμετώπιζαν μια πλήρους κλίμακας δίκη εναντίον ενός εναγομένου που τυγχάνει νομικής αρωγής, στην οποία ανκαι επέτυχαν, η προοπτική ανάκτησης των εξόδων τους θα είναι μικρή. Εξετάζοντας αυτή την ιστορία με την κοινή λογική, μου φαίνεται πέρα από κάθε συζήτηση ότι οι Langdales θα είχαν ενεργήσει προς ζημιά τους με βάση το χειρισμό της υπόθεσης του κ. Danby η οποία τους κατέστησε ικανούς να πάρουν συνοπτική απόφαση, με το να δαπανήσουν μεγάλα ποσά για την εκτέλεση της, αν τώρα τους αρνηθούμε το όφελος της απόφασης με το να επιτρέψουμε στον κ. Danby να προβάλει μια υπόθεση η οποία συγκρούεται πλήρως με την υπόθεση που έχει παρουσιασθεί εκ μέρους του ενώπιον του Δικαστή Oliver. Ανεξάρτητα από οποιοδήποτε άλλο λόγο, θα έκρινα επομένως ότι ο κ. Danby κωλύεται από του να επιχειρηματολογήσει επί του θέματος επί του οποίου επέτυχε ενώπιον του Εφετείου ..... για όλους αυτούς τους λόγους θα επέτρεπα την έφεση, θα παραμέριζα την απόφαση του Εφετείου και θα επανέφερα την απόφαση του Δικαστή Oliver.»Τα νομολογηθέντα στις υποθέσεις
Langdale και Clark (πιο πάνω) έχοπυν υιοθετηθεί και από τη δική μας νομολογία στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Εταιρείας Τεχνικών 'Εργων Λτδ (1993) 1 Α.Α.Δ. 94, 100 στην οποία λέχθηκαν τα εξής από τον Πική, Δ., όπως ήταν τότε:«Στην
(α) είναι σαφείς,
(β) ο αντίδικος βασίζεται σ' αυτές και αναπροσαρ-
μόζει τη θέση του σε βαθμό και έκταση που
(γ) θα ήταν άδικο να επιτραπεί στον πρώτο διάδικο
να αποστεί από τις παραστάσεις του.
Η αδικία προκύπτει από τη ζημιά που θα επροκαλείτο στο δεύτερο διάδικο εάν εκαλείτο να επιστρέψει στην κατάσταση πραγμάτων που υφίστατο πριν να τροποποιήσει τη θέση του.
Εξάλλου, στη
Στη παρούσα υπόθεση η προκαταρκτική συμφωνία των εφεσειόντων για την παραπομπή της απαίτησης των εφεσιβλήτων σε διαιτησία, δεν οδήγησε σε οποιαδήποτε μεταβολή, ζημιογόνο ή μη, της θέσης των αντιδίκων τους. Ακόμα σημαντικότερο, η προκαταρκτική συμφωνία των εφεσειόντων για παραπομπή της ισχυριζόμενης από τους εφεσιβλήτους διαφοράς σε διαιτησία, δεν υποδηλώνει άμεσα ή έστω έμμεσα, εγκατάλειψη της θέσης τους ότι είχαν διακανονιστεί όλες οι διαφορές μεταξύ τους με την υπογραφή του τελικού Λογαριασμού, όπως φαίνεται από την ίδια την απόφαση. Επομένως η παρούσα διακρίνεται από την υπόθεση
Sofocli v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583.»(Βλ. και Πιττάλης κ.α. ν. Ianira Enterprises Ltd κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 814, 815 (απόφαση Κρονίδη, Δ.) στην οποία υιοθετήθηκε η Γενικός Εισαγγελέας (πιο πάνω).
Στην παρούσα υπόθεση το περιεχόμενο της δήλωσης του δικηγόρου του εφεσείοντα η οποία - μάλιστα - έγινε ενώπιον του τελευταίου ήταν σαφές. Με τη δήλωση έγινε δεκτό ότι η εφεσίβλητη έδωσε δεόντως την ειδοποίηση που απαιτείται από το άρθρο 67 του Κεφ. 148. Μπορεί, επίσης, να συναχθεί με ασφάλεια ότι η εφεσίβλητη έχει βασισθεί στη δήλωση και αναπροσάρμοσε τη θέση της με το να μην προσαγάγει μαρτυρία για την αποστολή της ειδοποίησης. Σκοπός της δήλωσης ήταν να αποφευχθεί η προσαγωγή απόδειξης για την αποστολή της ειδοποίησης. Ο εφεσείων είχε την ευχέρεια σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας να επιδιώξει την απόσυρση της δήλωσης-παραδοχής. Είχε, επίσης, την ευχέρεια να ζητήσει από το Πρωτόδικο Δικαστήριο να αξιολογήσει τη βαρύτητα της δήλωσης του. Δεν το έπραξε και η εφεσίβλητη αναπροσάρμοσε τη θέση της με το να μην καλέσει μαρτυρία σχετικά με το θέμα της αποστολής της ειδοποίησης. Η υπόθεση τελείωσε μετά από μια παρατεταμένη και δαπανηρή διαδικασία - άρχισε στις 17.1.97 και συμπληρώθηκε στις 3.7.98. Τα δε πρακτικά καλύπτουν 456 σελίδες. Θα ήταν επομένως άδικο να επιτραπεί στον εφεσείοντα να αποστεί από τις παραστάσεις του.
Επομένως ο εφεσείων κωλύεται από του να εγείρει σ' αυτό το στάδιο θέμα μη συμμόρφωσης προς τις πρόνοιες του άρθρου 67 του Κεφ. 148. Από τη στιγμή που εγείρεται και λειτουργεί κώλυμα το γεγονός ότι πρόκειται για θέμα δημόσιας τάξεως δεν έχει καθόλου σημασία. 'Εχουμε βέβαια υπόψη μας τις υποθέσεις
Surujpaul v. R. (1958) 1 W.L.R. 1050 και Attorney-General΄s Reference (No. 4 of 1979) (1981) 1 W.L.R. 667.Στην πρώτη υπόθεση κρίθηκε ότι θεληματική κατάθεση από κατηγορούμενο πρόσωπο είναι αποδεκτή ως ομολογία. Ωστόσο ο κατηγορούμενος μπορεί να ομολογήσει τις δικές του πράξεις, γνώση ή προθέσεις. Δεν μπορεί να ομολογήσει ως προς τις πράξεις άλλων τις οποίες δεν είχε αντιληφθεί και για τις οποίες η γνώση του είναι εξ' ακοής. Στη δεύτερη πόθεση κρίθηκε ότι ένας κατηγορούμενος μπορεί μόνο να προβεί σε έγκυρη και αποδεκτή παραδοχή σε σχέση με ένα γεγονός για το οποίο ο ίδιος - ο κατηγορούμενος - μπορούσε να δώσει αποδεκτή μαρτυρία.
Στον
Phipson on Evidence, 14η έκδοση, παραγ. 24-13, υποδεικνύεται ότι σε προηγούμενες εκδόσεις του συγγράμματος αναφερόταν ότι μια παραδοχή είναι δεκτή έστω και αν βασίζεται πάνω σε εξ ακοής μαρτυρία ή αποτελείται μόνο από τη γνώμη ή πεποίθηση του δηλώσαντος. Η άποψη αυτή - συνεχίζει ο ευπαίδευτος συγγραφέας - βασίζεται στην υπόθεση Re Perton (1885) 53 L.T. 707 στην οποία δήλωση αποθανόντος ότι ήτο εξώγαμο τέκνο έγινε δεκτή από το δικαστήριο. Βασίζεται επίσης στην υπόθεση R. v. Turner (1910) 1 K.B. 346 στην οποία το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δήλωσε ότι ήταν κάποιας ηλικίας κρίθηκε ότι ήταν επαρκής απόδειξη για την ηλικία του. Το θέμα - συνεχίζει ο ευπαίδευτος συγγραφέας στην ίδια παράγραφο - εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας στην Lustre Hosiery Ltd v. York (1936) 54 C.L.R. 134 στην οποία κρίθηκε ότι παραδοχή από διάδικο όσον αφορά την αλήθεια γεγονότος είναι δεκτή ως απόδειξη άσχετα με το κατά πόσο ο διάδικος δεν έχει άμεση γνώση του γεγονότος.Αφού στη συνέχεια (βλ. παραγ. 24-14) παραθέτει τα νομολογηθέντα στις υποθέσεις
Surujpaul και Attorney-General΄s Reference (No. 4 of 1979) (πιο πάνω) ο ευπαίδευτος συγγραφέας παρατηρεί:"The weight of authority is now against the statement in previous editions. The cases (Re Perton and Turner) in which admissions of illegitimacy and age were held to be admissible must be regarded as no more than examples of the common relaxation of the rule against hearsay by which witnesses are permitted to give evidence of their age and blood relationships. There seems to be no good reason why the rule should not be the same in civil cases, although the Civil Evidence Act 1968 makes the rule much less important in practice."
Σε μετάφραση
:«Το βάρος των αυθεντιών είναι τώρα εναντίον των όσων είχαν αναφερθεί σε προηγούμενες εκδόσεις. Οι υποθέσεις
Re Perton και Turner (πιο πάνω) πρέπει να θεωρούνται ως τίποτε περισσότερο από παραδείγματα της κοινής χαλάρωσης του κανόνα εναντίον της εξ' ακοής μαρτυρίας με την οποία επιτρέπεται σε μάρτυρες να δώσουν μαρτυρία για την ηλικία τους και την εξ αίματος συγγένεια. Φαίνεται να μην υπάρχει καλός λόγος γιατί ο κανόνας να μην είναι ο ίδιος και στις πολιτικές υποθέσεις, παρόλο ότι η Civil Evidence Act 1968 καθιστά τον κανόνα λιγότερο σημαντικό σαν θέμα πρακτικής.»Δεν παρίσταται ανάγκη να εκφράσουμε άποψη επί του κατά πόσο ο κανόνας εφαρμόζεται και στις πολιτικές υποθέσεις. Στην παρούσα υπόθεση το θέμα έχει αποφασισθεί με αναφορά στις αρχές του κωλύματος. Διευκρινίζουμε ωστόσο ότι το γεγονός ότι το περιεχόμενο μιας παραδοχής ή δήλωσης βασίζεται πάνω σε εξ' ακοής μαρτυρία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως έγκυρος ή καλός λόγος για απόσυρση της παραδοχής ή δήλωσης. Από τη στιγμή, όμως, που ο αντίδικος βασίζεται πάνω στην παραδοχή και αναπροσαρμόζει τη θέση του εγείρεται κώλυμα το οποίο - όπως είναι εδώ η περίπτωση - καθιστά άδικη την απόσυρση της παραδοχής. Τονίζουμε πως ουδέποτε ο εφεσείων ισχυρίστηκε πως η εφεσίβλητη δεν είχε συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του επίμαχου άρθρου 67 του Κεφ. 148.
Για τους πιο πάνω λόγους ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Η ακρόαση της έφεσης θα προχωρήσει επί των υπόλοιπων λόγων της έφεσης.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.