ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 1 ΑΑΔ 1424

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 10803

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ ΔΔ

Μεταξύ:

ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ, από το Στρόβολο

Εφεσεί οντα/Εναγομένου

και

ΚΩΣΤΑ ΒΙΟΛΑΡΗ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ από τη Λευκωσία

Εφεσιβ λήτων/Εναγόντων

----------------------

26 Σεπτεμβρίου 2001

Για τον εφεσείοντα: Μ. Πανταζή για Γ. Κορφιώτη.

Για τους εφεσίβλητους: Π. Φρακάλας.

-------------------

 

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Εφεσιβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του αιτητή (εναγομένου) για άδεια έκδοσης ειδοποίησης τριτοδιαδίκου. Οι εφεσίβλητοι (ενάγοντες) αξιώνουν από τον εφεσείοντα, πρώην μέτοχό τους, το ποσό των £8.668,96 σεντ ως ποσό που εισέπραξε για λογαριασμό τους, το οποίο, κατά την έκθεση απαίτησης, "παρανόμως οικειοποιήθηκε ή και παρανόμως κατακράτησε ή και δια δολίων μέσων εκαρπώθη ή/και καταχράστη". Ο εφεσείων, με την υπεράσπισή του, παραδέχεται την είσπραξη του ποσού. Δεν θεωρεί όμως πως είναι βάσιμη η αξίωση. Το τελικό αποτέλεσμα της υπεράσπισής του είναι πως, κατά τον ισχυρισμό του, η οφειλή του εξαλείφθηκε.

Οι λεπτομέρειες είναι σχετικές με το ζήτημα που εγείρεται. Ο εφεσείων και ο Κ. Βιολάρης ήταν οι μέτοχοι και διευθυντές της εταιρείας Πορφύριος και Βιολάρης Λτδ. Στις 10.1.92 ο εφεσείων πώλησε όλες τις μετοχές του προς τον Κ. Βιολάρη, αποχώρησε από την εταιρεία και αυτή μετονομάστηκε στη συνέχεια σε Κώστας Βιολάρης και Υιοί Λτδ. ΄Ηταν γνωστή στον Κώστα Βιολάρη και κατ΄επέκταση στους εφεσίβλητους η είσπραξη του ποσού. Μάλιστα τις £5.000 από αυτό, τις κατέβαλε στον Κ. Βιολάρη έκτοτε, στο πλαίσιο της τακτικής "να παίρνουν χρήματα από την εταιρεία χωρίς να το δηλώνουν πάντα στα βιβλία της". Ούτως ή άλλως, λοιπόν, θα ήταν νοητό να είναι υπόλογος μόνο για το υπόλοιπο των £3.668,96. Το βασικό, όμως, ήταν πως, σύμφωνα με την υπεράσπιση, στο πλαίσιο της διευθέτησης για την πώληση των μετοχών του διακανονίστηκαν πλήρως και οι σχέσεις του με τους εφεσίβλητους. Με την ανάληψη από αυτόν της υποχρέωσης να πληρώσει προς τον Κ. Βιολάρη το ποσό των £6.613,50 σεντ αφού λήφθηκαν υπόψη όλες οι οφειλές του προς τους εφεσίβλητους. Διαπιστώθηκε τότε ότι οι οφειλές του προς τους εφεσίβλητους ανέρχονταν σε £24.661 και αυτές ρητά ανελήφθησαν από τους ίδιους τους εφεσίβλητους. Επαναλαμβάνονται περίπου τα ίδια προς στοιχειοθέτηση και του ισχυρισμού πως οι εφεσίβλητοι εμποδίζονται να εγείρουν τέτοια αξίωση ή ότι παραιτήθηκαν από οποιοδήποτε δικαίωμά τους και τονίζεται πως τα συμφωνηθέντα σήμαιναν και "πλήρη ικανοποίηση όποιων απαιτήσεων δυνατό να είχε η ενάγουσα".

Ο εφεσείων, με μονομερή αίτηση, ζήτησε άδεια για την έκδοση και επίδοση κλήσης τριτοδιαδίκου προς τον Κ. Βιολάρη. Η ένορκη δήλωση που τη συνόδευσε παραπέμπει στην υπεράσπιση, χωρίς όμως, όπως θα δούμε μετά, συμπληρωμένη την αναφορά στις θέσεις που διατυπώνονται εκεί. Υποστηρίζει πως ο "Κ. Βιολάρης έχει αναλάβει όλες τις προσωπικές οφειλές του εναγομένου προς την εταιρεία" και ότι και "η επίδικη οφειλή ήταν εν γνώσει του". Οπότε, σύμφωνα πάντα με την ένορκη δήλωση, και σ΄αυτά εξαντλείται το πραγματικό υπόβαθρο που επικαλείται, "είναι έκδηλο από τα πιο πάνω ότι τα επίδικα ενδιαφέρουν όχι μόνο τον ενάγοντα αλλά και τον Κ. Βιολάρη του οποίου ζητείται η προσεπίκληση."

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ήταν διατεθειμένο να ενεργήσει στη βάση της μονομερούς αίτησης. ΄Εδωσε οδηγίες για επίδοση και στους εφεσίβλητους και αυτοί αντιτάχθηκαν. Και να ήταν αληθινοί οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα, πράγμα που αρνούνταν, υπήρχαν δυο θεμελιώδη εμπόδια. Το πρώτο αφορούσε στις προϋποθέσεις που θέτει η Δ.10 θ1(1) των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας. Υποστήριξαν πως η περίπτωση δεν θα ενέπιπτε σε οποιεσδήποτε από αυτές. Το δεύτερο αφορούσε στη φύση του ισχυρισμού. Αν ήταν αληθής, θα σήμαινε πως ο Κ. Βιολάρης ανέλαβε ευθύνη "για παράνομες ή δόλιες πράξεις του εναγομένου".

Το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε τις δυο πλευρές και κατέληξε πως, πράγματι, "δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση ότι το θέμα που εγείρει ο αιτητής εμπίπτει σε οποιαδήποτε των περιπτώσεων της Δ.10 θ1(1)". Ο ισχυρισμός, όπως εξήγησε, για πληρωμή στον Κ. Βιολάρη του ποσού των £5.000 "δεν ανάγεται ούτε αποτελεί βάση για συνεισφορά ή αποζημίωση αλλά προβαλλόμενο λόγο που σχετίζεται με το ύψος της ενδεχόμενης ευθύνης του έναντι των καθ΄ων η αίτηση". Το ίδιο και το ότι ο Κ. Βιολάρης, κατά τον ισχυρισμό του, ήταν ενήμερος. Αποτελεί "προβαλλόμενη υπεράσπιση που στρέφεται ευθέως προς την κατεύθυνση προσβολής της βάσης της απαίτησης και δεν εμπίπτει στις έννοιες συνεισφορά ή αποζημίωση". Εν πάση περιπτώσει, δεν μποροούσε να τίθεται ζήτημα συνεισφοράς ή αποζημίωσης "τη στιγμή που η αιτία της αγωγής είναι αποδιδόμενες σ΄αυτόν παράνομες πράξεις και ενέργειες".

Ο εφεσείων πρώτα καταλογίζει στο Δικαστήριο σφάλματα σε σχέση με τις εκτιμήσεις του αναφορικά με τη φύση των ισχυρισμών που προβλήθηκαν. Υποστηρίζει πως κακώς κρίθηκε ότι δεν μπορούσαν εκ πρώτης όψεως να αποτελέσουν βάση για συνεισφορά ή αποζημίωση. ΄Η, διαζευκτικά, ότι δεν εγειρόταν θέμα που σχετίζεται ή συνδέεται με το αρχικό αντικείμενο της αγωγής. Οι εφεσίβλητοι είναι νομική προσωπικότητα ξεχωριστή από τον Κ. Βιολάρη και ήταν λάθος η θεώρηση πως όσα υποστηρίχθηκαν αποτελούν απλώς υπεράσπιση στην αξίωση. Θεωρεί περαιτέρω ότι εφαρμόστηκε λανθασμένα η νομολογία σε σχέση με τις αρχές που διέπουν τη χορήγηση της ζητηθείσας άδειας. Υποστηρίζει πως καθ΄υπέρβαση προς τις ανάγκες εκείνου του σταδίου της διαδικασίας, στο οποίο και κακώς ενεπλάκησαν οι εφεσίβλητοι, λανθασμένα "προχώρησε και ανέλυσε την ουσία της βάσης της αγωγής". Μάλιστα, αγνοώντας τη μαρτυρία που προσάχθηκε από τον ίδιο αναφορικά με την εξέλιξη των γεγονότων και λανθασμένα προσδίδοντας σημασία σε άλλη. Και παραλείποντας να αιτιολογήσει την απόφασή του, αφού δεν προσδιόρισε τι θα αποδείκνυε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, τελώντας επί του προκειμένου και υπό πλάνη αναφορικά με το ζητούμενο. Προσέγγισε την υπόθεση ως εάν να ετίθετο θέμα μόνο συνεισφοράς ή αποζημίωσης χωρίς να εξετάσει αν συνέτρεχε άλλη από τις περιπτώσεις τις Δ.10 θ1(1). Και αφού επέτρεψε στους εφεσίβλητους να καταχωρίσουν ένσταση, εσφαλμένα τους επέτρεψε να υπεισέλθουν σε γεγονότα που δεν ήταν επιτρεπτό να εξεταστούν σε εκείνο το στάδιο. Οι εφεσίβλητοι θα ήταν δυνατό να ενστούν μόνο κατ΄επίκληση καθυστέρησης ή άλλης περιπλοκής που θα επηρέαζε τα δικαιώματά τους και τέτοια θέματα, εφόσον εγείρονταν, θα ανήκαν στη μεταγενέστερη διαδικασία των οδηγιών. Τα υπόλοιπα από τους λόγους έφεσης αφορούν στη διαζευκτική, όπως την αντιλαμβάνομαι, αιτία απόρριψης της αίτησης. Εισηγείται ο εφεσείων πως είναι αδιάφορη η φύση της αγωγής σε σχέση με την προσεπίκληση τριτοδιαδίκου και υποστηρίζει πως κακώς κρίθηκε ότι, όπως το θέτει, μόνο με τον ισχυρισμό για ύπαρξη δόλου θεωρήθηκε ότι "δεν μπορεί να καλέσει τριτοδιάδικο και να συνεισφέρει ή να αποζημιώσει για την επίδικη απαίτηση".

Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση. Αρνούνται πως διαγνώστηκε οποιαδήποτε ουσία, εξηγούν γιατί η πρωτόδικη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και αναλύουν την κρίσιμη πτυχή της, σύμφωνα με την οποία δε συνέτρεχε οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση της άδειας που ζητήθηκε. Τελικά θεωρούν πως πράγματι δεν θα ήταν δυνατό να τίθεται θέμα συνεισφοράς ή αποζημίωσης στην περίπτωση που θα αποδεικνυόταν ότι πράγματι ο εφεσείων προέβη σε παράνομες ή δόλιες πράξεις.

Στο πλαίσιο της συζήτησης, πρωτοδίκως και ενώπιόν μας, έγινε αναφορά στις υποθέσεις Μaria Neokli Erotokritou v. Xeros (1961) CLR 377, Elias Photiou v. Azevedo and Guimaraes Ltd and Others (1980) 1 CLR 536, Asimenos and Another v. Paraskeva and Another (1982) 1 CLR 145, Droushiotis (Import-Export) Ltd v. L'Union Des Assurances de Paris (1983) 1 CLR 19, Manchester Lines Ltd v. Viamaz Coach Industry Ltd (1983) 1 CLR 178, Ανδρέας Νικήτας ν. Μedcon Construcrtion Limited και Γεν. Εισαγγελέα Πολ. ΄Εφ. 8531 ημερομηνίας 29.5.97, Τhe Continental Insurance Company of Hampshire v. Sac Eugene O' Regan Πολ. ΄Εφ. 9385 ημερομηνίας 21.5.98 και στην αντίστοιχη αγγλική Ο. 16 (Αnnual Practice 1960 σελ. 381 κ.επ). Eίναι αυτονόητο πως μπορεί να τίθεται θέμα χορήγησης άδειας για έκδοση και επίδοση κλήσης τριτοδιαδίκου αν η περίπτωση εντάσσεται σε μια από τις τρεις που εξειδικεύει η Δ.10 θ1 (1)(α)(β)(γ). Και είναι σαφές πως, ενώ το θέμα δεν κρίνεται οριστικά σε εκείνο το αρχικό στάδιο, χρειάζεται τουλάχιστον να φαίνεται εκ πρώτης όψεως πως η περίπτωση είναι τέτοια. Χωρίς εκ πρώτης όψεως διαπίστωση τέτοιας φύσης, δε διανοίγεται δυνατότητα άσκησης διακριτικής εξουσίας με αναφορά σε οτιδήποτε άλλο. Αυτά δε, ως είδος δικαιοδοτικής προϋπόθεσης, διαπιστώνονται καθηκόντως, και κάθε άλλο παρά μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε είτε επειδή άκουσε και τους εφεσίβλητους επί του θέματος είτε επειδή αναφέρθηκε στο θέμα.

΄Ηταν στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου η αναζήτηση εξ αρχής και της θέσης των εφεσιβλήτων. [βλ. Δ.48 θ.8(3) και συναφώς Annual Practice (ανωτέρω) σελ. 382] και δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως το πρωτόδικο δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του σε οποιοδήποτε τομέα. Είτε σε σχέση με τους χειρισμούς είτε σε σχέση με τη φύση των θεμάτων που εξέτασε. Περαιτέρω, είναι και λανθασμένη η άποψη πως είτε αγνοήθηκε μαρτυρία είτε ανεπιτρέπτως λήφθηκε άλλη υπόψη. Δεν υπάρχει υπόβαθρο σ΄αυτή την εισήγηση. Το πρωτόδικο δικαστήριο εμφανώς προσέγγισε το θέμα πάνω στη βάση των ίδιων των ισχυρισμών του εφεσείοντα, όπως αυτός τους προέβαλε στην υπεράσπισή του. Και απέρριψε την αίτηση με καθαρή αιτιολογία, αναφερόμενη στις δυνατότητες όπως τις καθορίζει η Δ.10 θ1(1).

Ο στόχος της διαδικασίας προσεπίκλησης τριτοδιαδίκου εξηγήθηκε κατ΄επανάληψη και δε νομίζουμε ότι δικαιολογείται να επεκταθούμε σ΄αυτά για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης. Η εκ πρώτης όψεως βάσιμη διεκδίκηση συνεισφοράς ή αποζημίωσης αποτελεί την πρώτη από τις περιπτώσεις της Δ.10 θ1(1) και ήταν η βασική θέση του εφεσείοντα κατά την ακρόαση πως εδικαιολογείτο η προσεπίκληση για να υποχρεωθεί ο τριτοδιάδικος σε συνεισφορά ή αποζημίωσή του. Εννοείται για ό,τι θα ευρισκόταν ο ίδιος υπόλογος έναντι των εφεσιβλήτων. ΄Οσα όμως πρόβαλε ο ίδιος, τα καθόρισε ως τον πυρήνα της υπεράσπισής του στην αξίωση των εφεσιβλήτων. Αν αυτά θεμελιώνουν, αν δηλαδή φανεί πως πράγματι, όπως είναι ο δικός του ισχυρισμός, εξαλείφθηκε η όποια οφειλή του προς τους εφεσίβλητους, δεν θα απομένει οτιδήποτε ως ιδιαίτερη σχέση ή διαφορά του προς τον Κ. Βιολάρη. Θα έχει επιτύχει η υπεράσπισή του και δε θα είναι υπόλογος έναντι των εφεσιβλήτων. Κρίνουμε ορθή, λοιπόν, την κατάληξη στην οποία άχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο. Δεν προβάλλεται εδώ οτιδήποτε το ιδιαίτερο ή το εναλλακτικό που θα μπορούσε να προσδώσει άλλη διάσταση στις σχέσεις των διαδίκων από τη μια και του Κ. Βιολάρη από την άλλη.

Αβάσιμα είναι και τα παράπονα σε σχέση με τις άλλες περιστάσεις της Δ.10 θ1(1). Ούτε προσδιορίστηκε από τον εφεσείοντα ούτε μπορούμε να διακρίνουμε ποιά άλλη θεραπεία θα ήταν νοητό να διεκδικεί ο εφεσείων από τον Κ. Βιολάρη ή ποιό άλλο θέμα, με τα χαρακτηριστικά του Κανονισμού, θα έπρεπε να αποφασιστεί μεταξύ και των τριών. ΄Οταν, όλα τα περί τη γνώση, αποδοχή και συμμετοχή του Κ. Βιολάρη τα θεωρεί ο εφεσείων ως πράξεις των εφεσιβλήτων που οδήγησαν στην εξάλειψη της οφειλής του.

Καταλήγουμε πως ορθά απορρίφθηκε η αίτηση για τον πιο πάνω θεμελιακό λόγο και δε χρειάζεται να μας απασχολήσει άλλο θέμα. Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα.

 

Κωνσταντινίδης, Δ.

Καλλής, Δ.

Κρονίδης, Δ.

 

 

/MΣι.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο