ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 1 ΑΑΔ 658

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10650

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Π.ΚΑΛΛΗ, Μ.ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Δ.

Μεταξύ:

1. Αμαρυλλίδας Νεοφύτου

2. Σωτηρούλας Κωμοδρόμου

Εφεσειόντων/Eναγομένων

και

Γενικού Εισαγγελέα

Εφεσίβλητου/Ενάγοντα

Ημερομηνία: 24 Mαϊου 2001.

Για τις εφεσείουσες: Α.Σ.Αγγελίδης

Για τον εφεσίβλητο: Θ.Μαυρομουστάκη και Χ.Λοϊζου

--------------------

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από το δικαστή Γ.Κωνσταντινίδη

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείουσες άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση προαγωγών στη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης. Πέτυχαν, εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση και επιδικάστηκαν υπέρ τους τα έξοδα της διαδικασίας (βλ. Αμαρυλλίδα Νεοφύτου κ.α. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 640/92 ημερ. 4.4.92). Αυτά ψηφίστηκαν και εισπράχθηκαν αλλά η πρωτόδικη ακυρωτική απόφαση παραμερίστηκε από την Ολομέλεια ως εσφαλμένη (βλ. Δημοκρατία κ.α. v. Νεοφύτου κ.α. (1996) 3 ΑΑΔ 303). Οι προαγωγές επικυρώθηκαν, η Δημοκρατία αξίωσε το ποσό που καταβλήθηκε για έξοδα, οι εφεσείουσες αρνήθηκαν και κινήθηκε αγωγή. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη θέση της Δημοκρατίας και εξέδωσε απόφαση εναντίον των εφεσειουσών για επιστροφή του ποσού. Οι εφεσείουσες, με την παρούσα έφεση, επιδιώκουν τον παραμερισμό της.

Εγείρουν, ως πρώτο θέμα, την άρνηση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να εγκρίνει αίτημά τους για αναβολή της ακρόασης της υπόθεσης, χωρίς όμως και να δείξουν σύνδεση του θέματος με οτιδήποτε το ουσιαστικό σε σχέση με την εξέλιξη και την κατάληξη της διαδικασίας. ΄Ολα τα δεδομένα ήταν παραδεκτά με τις έγγραφες προτάσεις και χώριζε τους διάδικους μόνο διαφορά γνώμης ως προς τις επιπτώσεις τους. Φυσιολογικά δεν προσάχθηκε μαρτυρία και, στο τέλος, όσο και αν η δικηγόρος που εκ μέρους του κ.Αγγελίδη ζήτησε αναβολή, όπως είπε επειδή δεν ήταν έτοιμη να αγορεύσει, στην πορεία αγόρευσε. Θίγοντας μάλιστα όσα και ενώπιόν μας προτάθηκαν ως λόγοι ουσίας για τους οποίους η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη.

Θα απορρίπταμε, όμως, και την εισήγηση πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του εξουσία. Η δική μας αποτίμηση της κατάστασης είναι πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο έδειξε σταθερότητα, την οποία επικροτούμε, και χειρίστηκε το θέμα ορθά καθοδηγούμενο από τις θεμελιωμένες αρχές. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας δεν είχε ένσταση στην αναβολή αλλά το Δικαστήριο παρέπεμψε στην υπόθεση Γεωργίου Χ"Κυριάκου v. Φρίξου Κουλέρμου (1997) 1 ΑΑΔ 699 στην οποία εξηγήθηκε πως αυτό δεν είναι από μόνο του καθοριστικό. Σε κάθε περίπτωση, όπως τονίστηκε στη Γεωργίου v. Λεωνίδα κ.α. (1993) 1 ΑΑΔ 499, χρειάζεται αποχρών λόγος που να δικαιολογεί την αναβολή. Η αναβολή ζητήθηκε απλώς επειδή ο δικηγόρος που θα χειριζόταν την υπόθεση θα εμφανιζόταν στο Εφετείο. Δε δόθηκε οποιαδήποτε άλλη εξήγηση, το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι, κατά τον ορισμό της υπόθεσης, στην παρουσία και των δύο πλευρών, δεν αναφέρθηκε τέτοιο κώλυμα και έκρινε πως το αίτημα δεν ήταν δικαιολογημένο. Δε διαπιστώνουμε σφάλμα σ΄αυτή την προσέγγιση. Οι υποθέσεις Ship "Maria" v. William & Glyns Bank Ltd (1983) 1 CLR 706, Fatsita v. Fatsita and another (1988) 1 CLR 210, και Tσουλόφτας v. Μιχαήλ (Αρ.2) (1992) 1 ΑΑΔ 288 που επικαλέστηκε η κα Μαυρομουστάκη, είναι επίσης σχετικές.

Η υπεράσπιση των εφεσειουσών και τα επιχειρήματά τους ενώπιόν μας στηρίζονται στο δεδομένο πως δεν είχε διατυπωθεί λόγος έφεσης σε σχέση με την καταδίκη της Δημοκρατίας για πληρωμή των εξόδων και, περαιτέρω, στο ότι η Ολομέλεια δεν εξέδωσε οποιαδήποτε διαταγή σε σχέση μ΄αυτό το θέμα. Με την τελική φράση "η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται ενώ η διοικητική πράξη επικυρώνεται", σύμφωνα με την εισήγηση, η διαταγή στην πρωτόδικη απόφαση για τα έξοδα παρέμεινε άθικτη. Αναφέρθηκαν στο θεμελιωμένο πως η άσκηση έφεσης δεν επάγεται εφ΄εαυτής αναστολή της πρωτόδικης απόφασης με παραπομπή στην Ορφανίδης κ.α. v. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 44 και στο επακόλουθο ότι είσπραξαν τα έξοδα δυνάμει έγκυρης απόφασης. Επικαλέστηκαν την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας αναφορικά με την διακριτική ευχέρεια για επιδίκαση εξόδων στην Χαρίκλεια Στυλιανίδου v. Ε.Δ.Υ. Αναθεωρητική ΄Εφεση 2692 ημερ. 27.2.2001 και εισηγήθηκαν πως, ουσιαστικά, το Επαρχιακό Δικαστήριο παρενέβη σε θέμα για το οποίο αρμοδιότητα είχε μόνο η Ολομέλεια, στο πλαίσιο της Αναθεωρητικής ΄Εφεσης, αν αυτό εγειρόταν. Κατέληξαν πως οι υποθέσεις Γεωργιάδης v. ΑΗΚ (1996) 3 ΑΑΔ 249, Αρέστη v. Λαδόκοννου (1996) 1 ΑΑΔ 646 και Κίττου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 42 στις οποίες για το ζήτημα των εξόδων υπήρξε ειδική αναφορά, τους βοηθούν. ΄Ολα αυτά, βέβαια, σημαίνουν πως, κατά την αντίληψη των εφεσειουσών, θα πρέπει όχι απλώς να μην πληρώσουν αλλά και να πάρουν έξοδα για διαδικασία στην οποία έχασαν.

Δε βρίσκουμε καμιά βάση στη έφεση. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε καμιά διακριτική εξουσία αλλά προσδιόρισε την εμβέλεια της απόφασης της Ολομέλειας. Τα δε αναφερθέντα σε σχέση με την ισχύ της πρωτόδικης απόφασης κατά το χρόνο της είσπραξης δεν είναι σχετικά. Είναι σαφώς ορθή η πρωτόδικη απόφαση σύμφωνα με την οποία η ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης συμπαρέσυρε και τη διαταγή για τα έξοδα. Τα έξοδα επιδικάστηκαν υπέρ των εφεσειουσών διότι πέτυχαν την προσφυγή τους και για κανένα άλλο λόγο. Η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης αφορούσε εν προκειμένω στο σύνολό της. Στην υπόθεση Τουμάζος v. Προδρόμου κ.α. (1993) 1 ΑΑΔ 512, εξηγήθηκε αυτό ακριβώς. Το Εφετείο επέτρεψε την έφεση και υποβλήθηκε αίτηση για τροποποίηση της απόφασής του ώστε να περιληφθεί και πρόνοια ως προς τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας. Κρίθηκε πως δεν μπορούσε να τίθεται ζήτημα τέτοιας τροποποίησης. Η πρωτόδικη διαταγή για τα έξοδα βασίστηκε στην επιτυχία του διάδικου και ήταν αυτονόητο ότι η ανατροπή αυτού του αποτελέσματος συμπεριλάμβανε και τον παραμερισμό της διαταγής για την πληρωμή των εξόδων στον αποτυχόντα, εν τέλει, διάδικο. Τα ίδια προκύπτουν και από την υπόθεση Παρασκευάς Δημητρίου v. Γαβριήλ Γαβριήλ Πολ.΄Εφεση 10746 ημερ. 19.1.2001. Ο εφεσείων άσκησε έφεση κατά της απόριψης της αγωγής του, ταυτόχρονα καταχώρησε νέα αγωγή για το ίδιο τροχαίο δυστύχημα και τέθηκε θέμα κατάχρησης της διαδικασίας. Μια από τις αιτιάσεις ήταν πως υπήρχε διαφορά στο αντικείμενο των δύο διαδικασιών αφού στην έφεση είχε εγερθεί, με ξεχωριστό λόγο έφεσης, το θέμα της επιδίκασης εξόδων εναντίον του. Αποφασίστηκε πως "η καταδίκη του εφεσείοντα είναι συνακόλουθο της απόρριψης της αγωγής του και το θέμα στη έφεση δεν είχε αυτοτέλεια".

Ούτε οι άλλες υποθέσεις που επικαλέστηκαν οι αιτητές παρέχουν έρεισμα στην άποψή τους. Η ενδεχόμενη ύπαρξη ρητής ακύρωσης και της διαταγής για έξοδα σε περίπτωση όπως η παρούσα, δε θα αναιρούσε όσα έχουμε εξηγήσει πιο πριν. ΄Ομως, η υπόθεση Γεωργιάδης (ανωτέρω), δεν προσφέρεται καν ως τέτοιο παράδειγμα. Εκεί, η Ολομέλεια αναφέρθηκε στα έξοδα της πρωτόδικης απόφασης που παραμέρισε αλλά για να διατάξει την πληρωμή τους από τον αποτυχόντα διάδικο. Δε διεκδικεί εδώ έξοδα η Δημοκρατία αλλά επιστροφή όσων πλήρωσε. Περαιτέρω, στη Λαδόκοννου (ανωτέρω) τέθηκε ειδικά το ζήτημα των εξόδων ακριβώς επειδή αυτά δεν είχαν ακολουθήσει το αποτέλεσμα. Με αναφορά στη νομολογία πως αυτά, στην απουσία λόγου που να δικαιολογεί άλλη διαταγή, ακολουθούν το αποτέλεσμα, η πρωτόδικη απόφαση, ως προς αυτό το θέμα, παραμερίστηκε. Εν πάση περιπτώσει, όσα λέχθηκαν στην πιο πάνω απόφαση σε σχέση με τη δυνατότητα συζήτησης του θέματος των εξόδων, τα οποία και τόνισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, επιβεβαιώνουν την ορθότητα της απόφασής του. Το ζήτημα των εξόδων είχε εγερθεί με ειδοποιήση δυνάμει της Δ.35 θ.10 και απασχόλησε το κατά πόσο χρειαζόταν να είχε εξασφαλιστεί προηγουμένως άδεια (βλ. σε σχέση με άλλη πτυχή του θέματος τη Φιλίππου v. Γιαννήταη (1996) 1 ΑΑΔ 1229). Η απάντηση ήταν αρνητική αλλά εκείνο που έχει σημασία, για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, είναι η επισήμανση πως η διαταγή ως προς τα έξοδα αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης του Δικαστηρίου που προσβαλλόταν, στην ολότητά της. Οπότε, η τύχη της εξαρτάτο άμεσα από την έκβαση της έφεσης.

Τελικά, στην Κίττου (ανωτέρω) η αναφορά στα έξοδα δεν είχε το νόημα που της αποδίδουν οι εφεσείουσες. Είχε επικυρωθεί η πρωτόδικη απόφαση πως η αιτήτρια δεν είχε έννομο συμφέρον και η διευκρίνηση πως δεν υπήρχε λόγος έφεσης σε σχέση με "το μικρό ποσό των ΛΚ50" που είχαν επιδικαστεί πρωτοδίκως σε βάρος της, εμφανώς αναφερόταν στη μη αμφισβήτηση, από την επιτυχούσα Δημοκρατία, της επάρκειάς του. Στην παρούσα περίπτωση, δε χρειαζόταν ειδικός λόγος έφεσης και, επαναλαμβάνουμε, ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης επαγόταν και τον παραμερισμό της διαταγής για τα έξοδα. Οπότε ορθά κρίθηκε πως οι εφεσείουσες είχαν υποχρέωση να τα επιστρέψουν. Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.

 

 

Γ.ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.

Π.ΚΑΛΛΗΣ, Δ.

Μ.ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

ΣΗ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο