ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 328
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΑΡ. 336
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Π. ΑΡΤΕΜΗ, Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.Λεωνίδας Αργυρίδης, από το Καϊμακλί,
Εφ εσείων-Αιτητής,
και
Παρασκευή Φετοκάκη,
Εφεσίβλητη-Καθ΄ης η αίτηση.
- - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
22.3.01ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τον αιτητή: κ. Μ. Βορκάς
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Α. Ντορζής
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Π. Αρτέμη, Δ.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων-αιτητής διεκδικούσε από την εφεσίβλητη-καθ΄ης η αίτηση, που ήταν εργοδότρια του, (α) αποζημιώσεις και πληρωμή ημερομισθίων αντί προειδοποίησης σύμφωνα με τα άρθρα 3(1) και 9(1) του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου Αρ. 24/67 όπως τροποποιήθηκε και (β) £13.710,69 ως δεδουλευμένα και μη καταβληθέντα ημερομίσθια για ολόκληρη την περίοδο απασχόλησης του ως επίσης και αναλογία 13ου μισθού. Προϋπόθεση για την απαίτηση (α) είναι ο παράνομος τερματισμός της απασχόλησης, όπως καθορίζεται στα σχετικά άρθρα.
Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, μετά από ακρόαση έκρινε ότι καμμιά από τις απαιτήσεις του αιτητή δεν αποδείχθηκε και απέρριψε την αίτηση στο σύνολο της. Σημειώνουμε σε αυτό το στάδιο πως πριν την ακρόαση της αίτησης, η απαίτηση που υπήρχε και εναντίον του συζύγου της εφεσίβλητης-καθ΄ης η αίτηση είχεν αποσυρθεί.
Ο εφεσείων-αιτητής υπέβαλε στο Ανώτατο Δικαστήριο έφεση με μορφή υπομνήματος, με την οποία κύριος λόγος όπως αναφέρεται και στο περίγραμμα αγόρευσης του, για το οποίο αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, είναι το γεγονός ότι αυτή είναι αναιτιολόγητη ή ανεπαρκώς αιτιολογημένη.
Από τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί φαίνεται ότι η εφεσίβλητη ήταν ιδιοκτήτρια και/ή διαχειρίστρια της καφετέριας D' Avila Cafe που βρίσκεται στην είσοδο της οδού Λήδρας στη Λευκωσία. Ο εφεσείων, που ήταν ζωγράφος και γλύπτης, προσλήφθηκε το 1994 σαν υπεύθυνο γκαρσόνι, εργαζόμενος σε μια από τις δύο καθημερινές βάρδιες της επιχείρησης. Επειδή ήταν διαχυτικός και ευχάριστος τύπος δημιοργούσε φιλικές σχέσεις με τους πελάτες της καφετέριας, ιδιαίτερα με νεαρούς Ελλαδίτες που υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία στην ΕΛΔΥ ανταλλάσσοντας με αυτούς φιλιά. Στις 3.12.96 η εφεσίβλητη όταν είδε τον εφεσείοντα να είναι πολύ διαχυτικός με ένα από τους πελάτες επικοινώνησε τηλεφωνικά με το σύζυγο της που βρισκόταν στη Ρουμανία. Ο τελευταίος ακολούθως μίλησε τηλεφωνικά με τον εφεσείοντα και του συνέστησε να είναι κοσμιότερος. Το τι επακολούθησε αποτέλεσε το επίδικο θέμα της πρωτόδικης διαδικασίας. Το Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα πως, μετά από την παρατήρηση ο εφεσείων "άρπαξε από τη μηχανή τη χρέωση για ένα καφέ που είχε ετοιμάσει, την πήρε μαζί με τον καφέ και με έντονο ύφος είπε . . . 'εγώ τώρα είμαι πελάτης' και αμέσως κάθησε σε ένα από τα 2 - 3 τραπεζάκια που ήταν μέσα στον κλειστό χώρο και επήρε τον καφέ του συμπεριφερόμενος πράγματι ως πελάτης". Ακολούθως, όπως παρατήρησε το Δικαστήριο, αποχώρησε κατά τις 12.00 το μεσημέρι και δεν ξαναεπέστρεψε. Με αυτά τα γεγονότα το πρωτόδικο Δικασήριο έκρινε πως δεν υπήρξε παράνομος τερματισμός απασχόλησης. Για να καταλήξει όμως στο πιο πάνω συμπέρασμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο καθώς και σε σχέση με άλλα συναφή και προηγηθέντα γεγονότα, έκαμε την εξής παρατήρηση:
"Ακούσαμε τη μαρτυρία του αιτητή, μιας πρώην συναδέλφου του και ενός φίλου του και τη μαρτυρία της εργοδότριας του. Κατατέθηκαν και 11 έγγραφα που έγιναν τεκμήρια 1-11.
Αξιολογώντας το σύνολο του μαρτυρικού υλικού κρίνουμε πως τα γεγονότα και οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες διακόπηκε η εργασιακή σχέση των μερών είναι, συνοπτικά, τα πιο κάτω:"
Όσον αφορά τον ισχυρισμό για δεδουλευμένους μισθούς, το Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα που ισχυρίστηκε ότι ο μηνιαίος μισθός του ήταν £1.100 και δέχθηκε εκείνο των £430 το μήνα, όπως είχε προβάλει η εργοδότριά του. Για να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι μετά από παράπονο του εφεσείοντα περί μη καταβολής εισφορών στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι εισφορές που καταβλήθηκαν υπολογίστηκαν πάνω στο ποσό των £430.
Η ανάγκη για αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων πηγάζει άμεσα από το Σύνταγμα. Στη Λούτση ν. Kemtaxi Ltd (1995) 1 A.A.Δ. 704, λέχθηκαν τα πιο κάτω από τον Κωνσταντινίδη, Δ., σε παρόμοιας φύσης υπόθεση, στη σελ. 707:
"Το άρθρο 30.2 του Συντάγματος επιβάλλει την αιτιολόγηση κάθε δικαστικής απόφασης. Ο Νόμος, (βλ. το άρθρο 11 του Ν. 8/67 όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 6/73 και το άρθρο 2 του Ν. 24/67 όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 6/73) αναφέρεται ειδικά στην ανάγκη αιτιολόγησης των αποφάσεων του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Ίσως για να καταδείξει πως η συνοπτικότητα της διαδικασίας που ακολουθείται σε αυτό, η μη δέσμευση του Δικαστηρίου από τους Κανόνες περί Αποδείξεως και το ανέκκλητο των διαπιστώσεών του ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δεν αμβλύνουν την υποχρέωση προς έκδοση αιτιολογημένης απόφασης. Η αιτιολογία δεν απαιτείται απλώς για τους σκοπούς πιθανής έφεσης. Ενδιαφέρει το κοινό γενικά, οι δε διάδικοι έχουν αυτόνομο δικαίωμα γνώσης του λόγου για τον οποίο το Δικαστήριο άγεται στην ορισμένη απόφαση (βλ. Archangelos Domain Ltd v. VanNievelt (1988) 1 C.L.R. 51).
'Eχει εξηγηθεί επανειλημμένα πως η αιτιολογία συνιστά συστατικό στοιχείο της έγκυρης δικαστικής απόφασης. Χωρίς αυτήν, η δικαστική ετυμηγορία είναι άκυρη. (βλ.
Neophytou v. Police (1981) 2 C.L.R. 195, Psaras and Another v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132, Εταιρεία Σ. & Γ. Κολοκασίδης Λτδ ν. Αντώνη Κιμωνή (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 132, Γιαννάκης Δρουσιώτης ν. Θεόδωρου Ιερωνυμίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026, Σοφρωνία Βασιλείου και Άλλες ν. Άννας Μενελάου και Άλλου (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125 και Γεώργιος Αριστείδου ν. Σάββα Λοϊζίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 297."(Επί του ιδίου θέματος δέστε και Γενικός Εισαγγελέας ν. Κλεάνθους κ.ά., Ποινικές Εφέσεις 6616, 6622, 6623, ημερ. 21.6.99).
Δεν έχουμε κανένα ενδοιασμό τουλάχιστον όσον αφορά την απαίτηση κάτω από το (α) ανωτέρω, που βασίζεται σε ισχυρισμό για παράνομο τερματισμό, ότι η απόφαση είναι παντελώς αναιτιολόγητη. Ενώ υπήρχαν συγκρουόμενες εκδοχές και σωρεία τεκμηρίων ενώπιον του Δικαστηρίου, τούτο κατέληξε στο συμπέρασμα του αφού όπως είπε άκουσε τη μαρτυρία και αξιολόγησε το σύνολο του μαρτυρικού υλικού. Ήταν καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αιτιολογήσει την κατάληξη του αυτή αντιπαραθέτοντας τις συγκρουόμενες εκδοχές, αναλύοντάς τις στο μέτρο που ήταν αναγκαίο, αφού όπως έχει λεχθεί η ανάλυση της μαρτυρίας συνιστά στοιχείο της αιτιολογίας της δικαστικής απόφασης και η έκταση της ανάλυσης αυτής συναρτάται με τις ανάγκες κάθε υπόθεσης με σημείο αναφοράς το επίδικο, στην κάθε περίπτωση, ζήτημα. Δέστε Λούτση (ανωτέρω).
Όπως έχουν τα πράγματα δεν μπορούμε να κρίνουμε την ορθότητα των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφού καμμιά αιτιολογία δεν δίδεται για τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε.
Περαιτέρω, όσον αφορά το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί του ύψους του μισθού του εφεσείοντα, καταλήγουμε, όχι χωρίς κάποια δυσκολία, στο ίδιο συμπέρασμα. Η δυσκολία αυτή έγκειται στο ότι το Δικαστήριο κάμνει κάποια αναφορά και προσπάθεια αιτιολόγησης του ευρήματος του αλλά και πάλι κρίνουμε πως η αποτυχία και παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει πλήρως και την εκδοχή του εφεσείοντα και να καταλήξει σε αναγκαία συμπεράσματα επ΄αυτής συγκρίνοντας την με την εκδοχή της άλλης πλευράς, στερεί την απόφαση της αναγκαίας και επαρκούς αιτιολογίας.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης και αυτή επιστρέφεται στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών για τα περαιτέρω.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.