ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
CONSTANTINIDES ν. VIMA LTD. (1983) 1 CLR 348
Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη κ.α. (1990) 1 ΑΑΔ 965
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ.2) (1993) 1 ΑΑΔ 248
Δ/ντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 ΑΑΔ 217
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.20
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.25
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.26
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.27
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.30
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.33
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.48
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2000) 1 ΑΑΔ 493
31 Μαρτίου, 2000
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΜΑριοΣ ΚουλΕρμοσ, ανηλΙκοσ
διΑ του πλησιεστΕρου φΙλου, πατρΟΣ
και κηδεμΟνοΣ αυτοΥ ΑνδρΕα ΚουλΕρμου,
Εφεσείων-Ενάγων,
v.
ΞΕνιαΣ ΚουμπαρΙδου,
Εφεσίβλητης-Εναγόμενης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10586)
Πολιτική Δικονομία ― Ενδιάμεση αίτηση ― Για να είναι έγκυρη, πρέπει να αναφέρει το άρθρο/α και το θεσμό/ούς, που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης.
Σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου ― Αίτηση για απόρριψη αγωγής λόγω μη προώθησής της, κατ' επίκληση της σύμφυτης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου με αναφορά σε γεγονότα τα οποία δεν περιέχοντο στο φάκελο της υπόθεσης ― Η αίτηση απερρίφθη.
Πολιτική Δικονομία ― Πρακτική ― Τροποποίηση δικογραφίας ― Σε περίπτωση τροποποίησης της δικογραφίας, η συνέχιση της ακρόασης πρέπει να ορίζεται σε καθορισμένη ημερομηνία, σε χρόνο που θα επιτρέπει, στο ενδιάμεσο, την πραγματοποίηση της τροποποίησης, ούτως ώστε το Δικαστήριο να διατηρεί τον έλεγχο της διαδικασίας, σύμφωνα με την ορθή πρακτική.
Ο εφεσείων, ο οποίος ήταν ανήλικος, καταχώρησε, μέσω του πατέρα του αγωγή, στις 25.1.96 για αποζημιώσεις για τραυματισμό που υπέστη σε τροχαίο ατύχημα. Κατά την ακρόαση, ο εφεσείων ζήτησε αναβολή για να προβεί σε τροποποίηση της έκθεσης απαιτήσεως. Το αίτημα εγκρίθηκε και η ακρόαση ανακόπηκε. Ακολούθησε αίτημα, το οποίο υποβλήθηκε στις 29.1.98 προς τροποποίηση της έκθεσης απαιτήσεως το οποίο εγκρίθηκε στις 19.2.98.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου υποβλήθηκε αίτημα για τη σύνταξη του διατάγματος προς τροποποίηση και το διάταγμα ετοιμάστηκε σε σύντομο χρόνο. Στο φάκελο δεν υπήρχαν στοιχεία, που να επιμαρτυρούν παράδοση του διατάγματος στον αιτητή. Η τροποποίηση δεν έγινε και κανένας από τους δύο διαδίκους δεν αποτάθηκε στο Δικαστήριο, προς επανορισμό της υπόθεσης για ακρόαση.
Στις 17.5.99 η εφεσίβλητη αποτάθηκε στο Δικαστήριο με αίτημα για απόρριψη της αγωγής "λόγω μη προώθησής της". H εφεσίβλητη επικαλέσθηκε τις ακόλουθες διατάξεις: Τη Δ.25, θ.2, τη Δ.20, θ.1, τη Δ.48, θ.1 - θ.4 και θ.9 και τη Δ.26, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντος έθεσε υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το συντεταγμένο διάταγμα για την τροποποίηση της έκθεσης απαιτήσεως δεν παραλήφθηκε ποτέ από τον ίδιο, λόγω της τοποθέτησής του από το Πρωτοκολλητείο στην εσφαλμένη θυρίδα. Επικαλέσθηκε επίσης την δική του αμέλεια να εντοπίσει τον πελάτη του μετά την αλλαγή του τόπου διαμονής του τελευταίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή κατ' επίκληση της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι θεσμικές διατάξεις, στις οποίες θεμελιώθηκε η αίτηση, δεν παρείχαν έρεισμα στο αίτημα της εφεσίβλητης.
2. Η επίκληση της σύμφυτης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου δεν τεκμηριώνεται σε γεγονότα άλλα από τα γεγονότα του φακέλου της υπόθεσης. Τα γεγονότα του φακέλου δεν επιμαρτυρούν, αφ' εαυτών, είτε πρόθεση εγκατάλειψης της αγωγής, είτε αδιαφορία για την προώθησή της, σε βαθμό και έκταση, που να καταδεικνύει καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας. Ούτε και υπάρχει ισχυρισμός ότι η καθυστέρηση στην εκδίκαση της αγωγής επηρέασε τα δικαιώματα υπεράσπισης της εφεσίβλητης.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Βασιλείου ν. Μακρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 133,
Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 C.L.R. 348,
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ. 2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 248,
Δ/ντής των Φυλακών ν. Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217,
Beogradska D.D. (1996) 1 (B) A.A.Δ. 911,
Goldsmith v. Sperrings Ltd [1977] 2 All E.R. 566,
Church of Scientology v. DHSS [1979] 3 All E.R. 97,
Castanho v. Brown & Root (UK) Ltd [1981] 1 All E.R. 143,
Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παρασκευαΐδου - Καρακάννα, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 15/7/99 (Αγωγή Αρ. 785/96) με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση της εναγόμενης για απόρριψη της αγωγής του ενάγοντα εναντίον της λόγω μη προώθησής της.
Στ. Ρήγας, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Δημητριάδης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο ανήλικος εφεσείων ενεπλάκη σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Ενώ οδηγούσε μοτοποδήλατο, συγκρούστηκε με αυτοκίνητο, το οποίο οδηγούσε η εφεσίβλητη. Ενήγαγε, μέσω του πατέρα του, την εφεσίβλητη, διεκδικώντας αποζημιώσεις για τον τραυματισμό που υπέστη και τα επακόλουθά του· αποδίδοντας τη σύγκρουση των δύο οχημάτων σε αμέλεια της εφεσίβλητης.
Η εφεσίβλητη παραδέχθηκε το συμβάν, αλλά αρνήθηκε οποιαδήποτε ευθύνη για το δυστύχημα. Απέδωσε την επέλευσή του στην αποκλειστική αμέλεια του εφεσείοντος.
Η ανταλλαγή δικογράφων συμπληρώθηκε σε σύντομο χρόνο. Στις 25 Ιανουαρίου, 1996, καταχωρήθηκε η Απαίτηση του εφεσείοντος, ενσωματωμένη σε ειδικά οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα. Η Υπεράσπιση υποβλήθηκε στις 12 Μαρτίου, 1996, και στις 26 του ιδίου μηνός δόθηκε απάντηση στην Υπεράσπιση. Καθώς φαίνεται, η αγωγή ορίστηκε προς ακρόαση, χωρίς να αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, προς έκδοση οδηγιών βάσει της Δ.30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Αφού ακούστηκαν ο αστυφύλακας, ο οποίος διερεύνησε το δυστύχημα, και ο ίδιος ο ενάγων, κλήθηκε στο εδώλιο του μάρτυρα ο ορθοπεδικός Σίμος Λυσιώτης, ο θεράπων ιατρός του εφεσείοντος. Σε κάποιο στάδιο της κύριας εξέτασής του, ο εφεσείων ζήτησε αναβολή, ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να προβεί σε τροποποίηση της Έκθεσης Απαιτήσεως, αναφορικά με τις λεπτομέρειες της σωματικής βλάβης. Το αίτημα εγκρίθηκε από το Δικαστήριο και η ακρόαση ανακόπηκε. Ακολούθησε αίτημα, το οποίο υποβλήθηκε στις 29 Ιανουαρίου, 1998, προς τροποποίηση της Έκθεσης Απαιτήσεως, το οποίο εγκρίθηκε στις 19/2/98. Παράλληλα, το Δικαστήριο έδωσε τις ακόλουθες οδηγίες για τα περαιτέρω:-
«Τροποποίηση Κλητηρίου Εντάλματος να καταχωριθεί σε επτά μέρες μετά τη σύνταξη του διατάγματος και τροποποιημένη υπεράσπιση 15 μέρες μετέπειτα.
Ο φάκελος να τεθεί ενώπιόν μου μόλις συμπληρωθούν δικόγραφα μετά από αίτηση οιουδήποτε εκ των διαδίκων για να δοθεί ημερ. συνέχισης.»
Σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, υποβλήθηκε αίτημα για τη σύνταξη του διατάγματος προς τροποποίηση και το διάταγμα ετοιμάστηκε σε σύντομο χρόνο. Στο φάκελο δεν υπάρχουν στοιχεία, που να επιμαρτυρούν παράδοση του διατάγματος στον αιτητή. Η τροποποίηση δεν έγινε και κανένας από τους δύο διαδίκους δεν αποτάθηκε στο Δικαστήριο, προς επανορισμό της υπόθεσης για ακρόαση.
Έτσι είχαν τα πράγματα, μέχρι τις 17 Μαΐου, 1999, ημερομηνία κατά την οποία η εφεσίβλητη (εναγόμενη) αποτάθηκε στο Δικαστήριο, με αίτημα την απόρριψη της αγωγής, «λόγω μη προώθησης της». Προς στήριξη του αιτήματος, η εφεσίβλητη επικαλέστηκε:-
(α) Τη Δ.25, θ.2, η οποία ορίζει ότι διάταγμα τροποποίησης ατονεί, εφόσον δε συντελείται η τροποποίηση μέσα στην ταχθείσα προθεσμία.
(β) Τη Δ.20, θ.1, η οποία κάμνει πρόνοια για τη συμπερίληψη της έκθεσης απαιτήσεως σε ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα.
(γ) Τη Δ.48, θ.1 - θ.4 και θ.9, που διαγράφει το θεσμικό πλαίσιο για την υποβολή αιτήσεων· και
(δ) Τη Δ.26, θ.1, η οποία παρέχει εξουσία για απόρριψη της αγωγής, όπου ο ενάγων καθυστερεί να καταχωρίσει την έκθεση απαιτήσεως.
Στην προκείμενη υπόθεση, η Έκθεση Απαιτήσεως καταχωρήθηκε μαζί με το Κλητήριο Ένταλμα.
Καμιά από τις θεσμικές διατάξεις, που επικαλέστηκε η εφεσίβλητη δεν προσέδιδε έρεισμα στο αίτημά της. Το γεγονός αυτό επισημαίνεται στην ένσταση του εφεσείοντος, στην οποία προβάλλεται η θέση ότι το αίτημα είναι ανυπόστατο.
Στην απόφασή της, η πρωτόδικος Δικαστής κάμνει αναφορά σε σειρά θεσμικών διατάξεων, περιλαμβανομένων και διατάξεων, τις οποίες δεν επικαλέστηκε η εφεσίβλητη, που παρέχουν εξουσία απόρριψης αγωγής, λόγω παραλείψεων του ενάγοντος να λάβει συγκεκριμένα δικονομικά μέτρα προς προώθηση της αγωγής του. Παραλείπει, όμως, να διαπιστώσει, η Δικαστής, ότι σε καμιά από τις θεσμικές διατάξεις, τις οποίες επικαλέστηκε η εφεσίβλητη, δεν ανευρίσκει έρεισμα το αίτημά της.
Οι άλλες δικονομικές διατάξεις, στις οποίες έκαμε αναφορά η Δικαστής, η Δ.27, θ.3, η Δ.30, θ.7 και η Δ.33, θ.1, είναι εμφανώς άσχετες προς το αίτημα.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντος έθεσε υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το συντεταγμένο διάταγμα για την τροποποίηση της Έκθεσης Απαιτήσεως δεν παραλήφθηκε ποτέ από τον ίδιο, λόγω της τοποθέτησής του από το Πρωτοκολλητείο σε εσφαλμένη θυρίδα.
Άλλος λόγος, στον οποίο απέδωσε την αδράνεια στην προώθηση της υπόθεσης, ήταν η δική του αμέλεια να εντοπίσει τον πελάτη του και να επικοινωνήσει μ' αυτό, μετά την αλλαγή του τόπου διαμονής του τελευταίου.
Η Δικαστής αγνόησε τις εξηγήσεις αυτές, εφόσον δεν είχαν θεμελιωθεί με ένορκη ομολογία, υποστηρικτική της ένστασης. Προχώρησε στην απόρριψη της αγωγής, κατ' επίκληση της σύμφυτης εξουσίας του δικαστηρίου, εξουσία την οποία, επίσης, αόριστα επικαλέστηκε η εφεσίβλητη, χωρίς αναφορά σε οποιαδήποτε γεγονότα, άλλα από εκείνα που εμφαίνονται στο φάκελο της υπόθεσης.
Στην απόφαση παρατίθεται το ακόλουθο απόσπασμα, από το The Annual Practice του 1958 (Τόμος 1, σελ. 2009):-
"There are a great many cases in which the RSC do not make any provision for dismissal of an action, but in which the Court deals with them by dismissal under the general or inherent jurisdiction of the Courts ..."
Πρόκειται για αναφορά στις γενικές εξουσίες του δικαστηρίου, σύμφυτες, χάριν του τελέσφορου του δικαστικού έργου.
Η φύση της σύμφυτης δικαιοδοσίας του δικαστηρίου εξηγείται σε σειρά δικαστικών αποφάσεων, αγγλικών και κυπριακών, οι αρχές των οποίων συνοψίζονται, σε μεγάλο βαθμό, στην πρόσφατη απόφασή μας Βασιλείου ν. Μακρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 133 (βλ. Constantinides v. Vima Ltd. (1983) 1 C.L.R. 348· Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ. 2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 248· Δ/ντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217· Αναφορικά με την Αίτηση της Beogradska D.D.. (1996) 1 Α.Α.Δ. 911· Goldsmith v Sperrings Ltd [1977] 2 All ER 566 (CA)· Church of Scientology v DHSS [1979] 3 All E.R. 97 (CA)· Castanho v Brown & Root (UK) Ltd [1981] 1 All E.R. (HL) 143).
Η αίτηση της εφεσίβλητης, προς απόρριψη της αγωγής, βασίζεται, κατ' ουσίαν:-
(α) Στα γεγονότα, τα οποία εμφαίνονται στο φάκελο της υπόθεσης· και
(β) Στο θεσμικό βάθρο, που καθορίζεται στην ίδια την αίτηση.
Οι θεσμικές διατάξεις, στις οποίες θεμελιώθηκε η αίτηση, δεν παρείχαν έρεισμα στο αίτημα της εφεσίβλητης. Σ' αυτές βασίστηκε η αίτηση και προς αυτές συνηρτάτο η έκβασή της - (βλ., μεταξύ άλλων Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1990) 1 Α.Δ.Δ. 965, 971).
Η επίκληση της σύμφυτης δικαιοδοσίας του δικαστηρίου δεν τεκμηριώνεται με αναφορά σε γεγονότα, άλλα από εκείνα που περιέχονται στο φάκελο της υπόθεσης. Τα γεγονότα, τα οποία αποκαλύπτει ο φάκελος, δεν επιμαρτυρούν, αφ' εαυτών, είτε πρόθεση εγκατάλειψης της αγωγής, είτε αδιαφορία για την προώθησή της, βαθμού και έκτασης, που να καταδεικνύει καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας. Η δίκη άρχισε. Προσκομίστηκε μαρτυρία προς θεμελίωση της αγωγής του εφεσείοντος, πριν σημειωθεί η ανακοπή της δίκης προς τροποποίηση της Έκθεσης Απαιτήσεως. Η δίκη μπορούσε να συνεχιστεί και χωρίς την τροποποίηση. Η πρωτοβουλία για τη συνέχισή της αφέθηκε και στους δύο διαδίκους. Ούτε υπάρχει ισχυρισμός ότι η καθυστέρηση στην εκδίκαση της αγωγής επηρέασε τα δικαιώματα υπεράσπισης της εφεσίβλητης.
Η αίτηση έπρεπε να είχε απορριφθεί και η αγωγή να είχε επανορισθεί για ακρόαση.
Ως θέμα ορθής πρακτικής, το δικαστήριο δεν πρέπει να αφήνει τη συνέχιση της ακρόασης πολιτικής ή ποινικής υπόθεσης στην πρωτοβουλία των διαδίκων. Εφόσον προκύπτει ανάγκη για τροποποίηση της δικογραφίας, χωρίς την οποία δεν μπορεί να προχωρήσει η υπόθεση, η συνέχιση της ακρόασης πρέπει να ορίζεται σε καθορισμένη ημερομηνία, σε χρόνο που θα επιτρέπει, στο ενδιάμεσο, την πραγματοποίηση της τροποποίησης. Με τον τρόπο αυτό, το δικαστήριο διατηρεί τον έλεγχο της διαδικασίας, προς τελεσφόρηση της απονομής της δικαιοσύνης.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα, κατ' έφεση και πρωτοδίκως.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η αίτηση της εφεσίβλητης απορρίπτεται.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θα προβεί στον ορισμό νέας ημερομηνίας, για τη συνέχιση της ακρόασης της αγωγής.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.