ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 1 ΑΑΔ 469
29 Μαρτίου, 2000
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
Nentcho Stefanov Mintchev,
Εφεσείων,
v.
ΑνδρΕα ΓεωργΙου,
Εφεσιβλήτου.
(Υπόμνημα Αρ. 342)
Έφεση δι' Υπομνήματος ― Σε έφεση διά υπομνήματος από απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, μόνο λόγοι που συνεπάγονται νομικό σημείο μπορούν να εξεταστούν από το Εφετείο.
Ο εφεσείων, αξίωνε με αίτησή του εναντίον του εργοδότη του 13ους μισθούς και ετήσιες άδειες. Ο καθ' ου δεν καταχώρησε εμφάνιση. Στις 6.4.99 το Δικαστήριο όρισε την αίτηση για απόδειξη στις 9.6.99. Κατά την εν λόγω ημερομηνία υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους του εφεσείοντος και ζητήθηκε αναβολή λόγω του ότι ο εφεσείων που είναι Βούλγαρος βρισκόταν πια στη χώρα του και δεν κατέστη δυνατό να γίνουν μέσα στο δοθέντα χρόνο οι ενέργειες που χρειάζονταν για την επάνοδο του στην Κύπρο για την υπόθεση. Τότε το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση του.
Ο εφεσείων πρόσβαλε με έφεση με υπόμνημα την απόφαση του Δικαστηρίου. Στο αίτημα του για υπόμνημα ο εφεσείων εξέθετε εννέα σημεία τα οποία προέβαλλε ως νομικά και τα οποία προόριζε ως λόγους έφεσης. Το Δικαστήριο που συνέταξε το υπόμνημα κατέληξε ότι όλοι οι προταθέντες ως νομικά σημεία λόγοι, από την πλευρά του αιτητή, συγκλίνουν και συνιστούν ένα και μόνο νομικό ερώτημα που αφορά το κατά πόσο το Δικαστήριο "δικαιολογημένα απέρριψε την αίτηση".
Το Εφετείο εξέτασε στο στάδιο της προδικασίας το κατά πόσο, με το τεθέν ερώτημα, τίθενται προς εξέταση νομικά ζητήματα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Αν το τεθέν ερώτημα εξαντλείται στο κατά πόσο ορθά ή όχι ασκήθηκε η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, δεν τίθεται προς εξέταση νομικό ζήτημα.
2. Η άσκηση διακριτικής εξουσίας εντός των ορίων της, δεν συνιστά θέμα νομικό. Νομικό θέμα προκύπτει όπου υπήρξε υπέρβαση των ορίων.
3. Με το ερώτημα, όπως είναι διατυπωμένο, και με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, μπορεί να θεωρηθεί πως πέρα από οτιδήποτε άλλο τίθενται προς εξέταση ως νομικά ζητήματα:
(α) η ερμηνεία η οποία δόθηκε στον Καν. 9(4) η οποία, καθώς είναι προφανές, επέδρασε στο αποτέλεσμα, και
(β) η απόρριψη της Αίτησης χωρίς πρώτα να απορριφθεί το αίτημα για αναβολή ώστε να ξαναδοθεί ο λόγος στον εμφανιζόμενο για τον αιτητή.
Επιτράπηκε η προώθηση της έφεσης.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Famalift Shipyard Ltd v. Παυλίδη κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 161,
Louis Tourist Agency Ltd (Αρ. 1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 143,
Κυριακίδης (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 26,
Κυριάκου & Άλλοι ν. Ταμείου διά Πλεονάζον Προσωπικό (1991) 1 Α.Α.Δ. 320,
Stylianides v. Paschalidou (1985) 1 C.L.R. 49,
Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1010.
Έφεση με Υπόμνημα.
Έφεση από τον εφεσείοντα κατά της απόρριψης της αίτησής του αρ. 471/98 από Δικαστή του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία αξίωνε εναντίον του εργοδότη του 13ους μισθούς και ετήσιες άδειες για το λόγο ότι κατά την ορισθείσα από το Δικαστήριο ημερομηνία απόδειξης της αίτησης ο εφεσείων δεν εμφανίστηκε και ζητήθηκε αναβολή.
Ντ. Παπαδόπουλος, για τον εφεσείοντα.
Καμιά εμφάνιση, για τον εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Πρόκειται για έφεση με Υπόμνημα από Δικαστή του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, δυνάμει του Καν. 16 του περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικού Κανονισμού του 1999 που εκδόθηκε την 21 Μαΐου 1999 κατ΄ ακολουθίαν του τότε ισχύοντος εδαφίου (13)(β)(ii) του άρθρου 12 του περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν. 8/67 όπως τροποποιήθηκε). Διαλαμβανόταν η δυνατότητα έφεσης ".... βάσει οιουδήποτε λόγου συνεπαγομένου νομικό σημείο μόνον, γενομένην δι' υπομνήματος (case stated) .....". Ας σημειωθεί ότι ο Ν. 110(Ι)/99 ημερ. 23 Ιουλίου 1999 τώρα κατήργησε και αντικατέστησε αυτή τη διάταξη με το νέο εδάφιο (11Α) του άρθρου 12 που προβλέπει πλέον για την απευθείας άσκηση έφεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο χωρίς Υπόμνημα. Παραθέτουμε τον Καν. 16 που ρύθμιζε την περίπτωση με το τότε ισχύον νομικό καθεστώς:
"16. - (1) Απόφαση του Δικαστηρίου υπόκειται σε έφεση με την έκθεση Υπομνήματος. Έφεση χωρεί μόνο αναφορικά με νομικά σημεία. Διάδικος ο οποίος επιθυμεί να εφεσιβάλει απόφαση του Δικαστηρίου, εξαιτείται την έκθεση Υπομνήματος, με την κατάθεση αίτησης εντός 21 ημερών από την έκδοση της απόφασης που εφεσιβάλλεται. Στην αίτηση προσδιορίζονται το νομικό σημείο ή σημεία τα οποία τίθενται προς κρίση και το υπόβαθρο γεγονότων στο οποίο στηρίζονται.
(2) Εντός 14 ημερών από τη λήψη της αίτησης ο Πρόεδρος ή ο Δικαστής, ως η περίπτωση, που υπέγραψε την εφεσιβαλλόμενη απόφαση, συντάσσει Υπόμνημα προς το Ανώτατο Δικαστήριο στο οποίο προσδιορίζονται το νομικό σημείο ή σημεία τα οποία εγείρονται προς απόφαση καθώς και το πραγματικό τους υπόβαθρο.
Το Υπόμνημα πρέπει να είναι σύμφωνο και να περιέχει τις λεπτομέρειες που προβλέπονται στον Τύπο 5.
(3) Ο καταρτισμός του Υπομνήματος γνωστοποιείται αμελλητί στον εφεσείοντα ο οποίος υποχρεούται όπως το παραλάβει και το καταχωρίσει στο Ανώτατο Δικαστήριο εντός 7 ημερών καταβάλλοντας προς τούτο και τα σχετικά τέλη.
(4) Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφασίζει τα νομικά σημεία τα οποία τίθενται στο Υπόμνημα και επιστρέφει την υπόθεση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών μαζί με την απόφασή του."
Στο αίτημά του για Υπόμνημα ο εφεσείων εξέθετε εννέα σημεία τα οποία προέβαλλε ως νομικά και τα οποία προόριζε ως λόγους έφεσης. Ο Δικαστής του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που συνέταξε το Υπόμνημα κατέληξε πως "όλοι οι προταθέντες ως νομικά σημεία λόγοι από την πλευρά του Αιτητή συγκλίνουν και συνιστούν ένα και μόνο νομικό ερώτημα .....". Το οποίο διατύπωσε ως εξής:
"Με βάση τα πραγματικά γεγονότα και τις περιστάσεις που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως έχουν εκτεθεί ανωτέρω και υπό το φως των προνοιών του Δικονομικού Κανόνα 9(4) του περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικού Κανονισμού του 1999, ορθά άσκησε το Δικαστήριο τη διακριτική του εξουσία και δικαιολογημένα απέρριψε την αίτηση;"
Εξετάζεται βέβαια από το Δικαστή του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών το κατά πόσο τα προτεινόμενα σημεία είναι ή όχι νομικά ώστε να τα παραπέμψει μόνο εφόσον διαπιστώσει πως είναι: βλ. Famalift Shipyard Ltd v. 1. Nικόλα Παυλίδη κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 161. Το κατά πόσο διατηρεί δυνατότητα να αναμορφώνει ή να αναδιατυπώνει τα προτεινόμενα σημεία, εφόσον κρίνει ότι είναι νομικά, απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο σε αριθμό περιπτώσεων τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση: βλ. τις αποφάσεις του Στυλιανίδη, Δ., (όπως ήταν τότε) στις υποθέσεις Louis Tourist Agency Ltd (Αρ. 1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 143 και Κυριακίδης (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 26 όπως και τις αποφάσεις του Εφετείου στις υποθέσεις Κυριάκου & Άλλοι ν. Ταμείου διά Πλεονάζον Προσωπικό (1991) 1 Α.Α.Δ. 320 και Stylianides v. Paschalidou (1985) 1 C.L.R. 49. Πρόκειται όμως για ζήτημα που ανήκει στη δικαιοδοσία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων. Και δεν μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης. Το αντικείμενο της οποίας είναι μόνο ό,τι υποβλήθηκε με το Υπόμνημα ως λόγος έφεσης. Σε σχέση με αυτό συνεχίζει να έχει σημασία το κατά πόσο πρόκειται ή όχι για λόγο που συνεπάγεται μόνο νομικό σημείο: βλ. Famalift Shipyard Ltd (ανωτέρω).
Μας προβλημάτισε το κατά πόσο, με το τεθέν ερώτημα, πληρούται η αναφερθείσα προϋπόθεση. Και θεωρήσαμε χρήσιμο να κατευθύνουμε την προσοχή μας στο ζήτημα σε αυτό το στάδιο, της προδικασίας, βάσει του Καν. 10 του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996. Επίλυση του ζητήματος σε αυτό το στάδιο επέρχεται αναποφεύκτως μόνο εφόσον προδήλως δεν χωρεί παρά μόνο αρνητική απάντηση. Αλλιώς, ανάλογα με την περίπτωση, το ζήτημα είτε επιλύεται οριστικά είτε μπορεί να παραμείνει ανοικτό για εξέταση κατά την ακρόαση της έφεσης.
Είναι φανερό ότι αν το ερώτημα που διατυπώθηκε από το Δικαστή του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών εξαντλείται στο κατά πόσο ορθά ή όχι ασκήθηκε διακριτική εξουσία, δεν τίθεται προς εξέταση νομικό ζήτημα. Στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1010, η οποία αφορούσε την έκδοση εντάλματος certiorari, η Ολομέλεια υπέδειξε ότι με την άσκηση διακριτικής εξουσίας εντός των ορίων της μπορεί να τεθεί μόνο θέμα ορθότητας, που δεν είναι νομικό και ότι νομικό ζήτημα προκύπτει μόνο όπου υπήρξε υπέρβαση των ορίων.
Εν προκειμένω το ερώτημα, όπως είναι διατυπωμένο με την τελευταία σύζευξη - "και δικαιολογημένα απέρριψε την αίτηση;" - θα μπορούσε, καθώς μας φαίνεται, να προσεγγιστεί με δύο τρόπους. Με τον ένα, η εν λόγω σύζευξη αποτελεί απλώς προέκταση του προηγουμένως τεθέντος ερωτήματος ως προς το κατά πόσο ορθά το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία( κι αυτό με αναφορά στο αποτέλεσμα. Ενώ με τον άλλο τρόπο, η σύζευξη αποκτά αυτοτέλεια ενόψει της περίληψης του επιρρήματος "δικαιολογημένα" έτσι ώστε να χρειάζεται να κοιτάξει κανείς τί μπορεί το "δικαιολογημένα" να καλύπτει: νομικά ή πραγματικά.
Προτιμούμε τη δεύτερη προσέγγιση. Το μέρος του ερωτήματος που αφορά το κατά πόσο το Δικαστήριο "δικαιολογημένα απέρριψε την αίτηση" θα πρέπει εν συνεχεία να το δούμε υπό το φως των όσων, σύμφωνα με το Υπόμνημα, συνθέτουν την περίπτωση. Συνοψίζουμε ότι στην Αίτηση αρ. 471/98 του εφεσείοντος, με την οποία αξίωνε εναντίον του εργοδότη του 13ους μισθούς και ετήσιες άδειες, δεν καταχωρίστηκε εμφάνιση από τον καθ' ου. Στις 6 Απριλίου 1999 το Δικαστήριο όρισε την Αίτηση για απόδειξη στις 9 Ιουνίου 1999. Κατά την ορισθείσα ημερομηνία υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους του εφεσείοντος και ζητήθηκε αναβολή. Δόθηκε ως λόγος ότι ο εφεσείων, που είναι Βούλγαρος, βρισκόταν πια στη χώρα του και ότι δεν κατέστη δυνατό να γίνουν, μέσα στο δοθέντα χρόνο, οι ενέργειες που χρειάζονταν για να επανέλθει στην Κύπρο για την υπόθεση. Το Δικαστήριο τότε αποφάσισε την απόρριψη της Αίτησης. Στο Υπόμνημα σημειώνονται σχετικά τα εξής:
"Η απουσία του Αιτητή κρίθηκε ως αδικαιολόγητη διότι είχε αρκετό χρόνο από τις 6/4/99 που απεστάλει η ειδοποίηση για ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο, να φροντίσει να είναι παρών διά να προβεί σε απόδειξη της υπόθεσης του.
Πρέπει να σημειωθεί ότι εάν ο Αιτητής ήταν παρών στις 9/6/99, σύμφωνα με τον Δικονομικό Κανόνα 9(4) του Περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1999, θα προχωρούσε σε ακρόαση ερήμην του Καθ' ου η Αίτηση, ήτοι σε απόδειξη και θα εκδίδετο απόφαση εις βάρος του Καθ' ου η Αίτηση. Από το Δικαστήριο κρίθηκε πως υπό τις περιστάσεις ήταν ορθό και δίκαιο το ανάλογο μέτρο να εφαρμόζετο και για τον Αιτητή, ο οποίος απουσίαζε αδικαιολόγητα. Επί του θέματος ο πιο πάνω Δικονομικός Κανόνας προνοεί τα ακόλουθα:
'9(4) Σε περίπτωση που διάδικος παραλείπει να εμφανιστεί κατά την ημερομηνία ακρόασης, εάν αυτός είναι ο αιτητής, το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει την υπόθεση ή να την αναβάλει σε μελλοντική ημερομηνία εφόσον κρίνει ότι αυτό επιβάλλει το συμφέρον απονομής της δικαιοσύνης. Εάν ο παραλείπων είναι ο καθ' ου η αίτηση, το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην ακρόαση της υπόθεσης στην απουσία του ή να την αναβάλει σε μελλοντική ημερομηνία εφόσον κρίνει ότι αυτό επιβάλλει το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης. Σε εκατέρα των περιπτώσεων το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει την αρμόζουσα διαταγή ως προς τα έξοδα.'
Το Δικαστήριο με βάση τις πρόνοιες του πιο πάνω Δικονομικού Κανόνα έκρινε ότι η συμπεριφορά του Αιτητή ήταν απαράδεκτη και ότι εκτός από αδιαφορία για την υπόθεση του συνιστούσε μεταξύ άλλων και ασέβεια προς το Δικαστήριο και κατέληξε στην απόρριψη της αίτησης."
Μας φαίνεται ότι με την πρωτόδικη αντιμετώπιση του αιτήματος για αναβολή με τον εκτεθέντα τρόπο, με τον οποίο σχετίζεται και το μέρος του τεθέντος ερωτήματος αν "δικαιολογημένα" απορρίφθηκε η Αίτηση μπορεί να θεωρηθεί πως, πέρα από ο,τιδήποτε άλλο, τίθενται προς εξέταση ως νομικά ζητήματα:
(α) η ερμηνεία η οποία δόθηκε στον Καν. 9(4) η οποία, καθώς είναι προφανές, επέδρασε στο αποτέλεσμα· και
(β) η απόρριψη της Αίτησης χωρίς πρώτα να απορριφθεί το αίτημα για αναβολή ώστε να ξαναδοθεί ο λόγος στον εμφανιζόμενο για τον αιτητή.
Μπορεί λοιπόν να προχωρήσει η Έφεση. Και θα δώσουμε τις προς τούτο κατάλληλες οδηγίες.
Επιτρέπεται η προώθηση της έφεσης.