ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Κωνσταντίνου Δώρα ν. Γεωργίας Ανδρέου και Άλλης (2010) 1 ΑΑΔ 1210
ΚΑΤΕΛΙΤΣΑ ΧΡ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ν. ΦΛΩΡΑΣ Κ. ΧΡΙΣΤΟΦΗ κ.α, Πολιτική Έφεση Αρ. 12079, 5 Ιουλίου 2007
Παναγρίτη Ανδρούλλα Κυριάκου ν. Αντώνη Χαραλάμπους (2012) 1 ΑΑΔ 439
ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΑΓΡΙΤΗ ν. ΑΝΤΩΝΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Πολιτική Εφεση Αρ. 320/2008, 15 Μαρτίου 2012
ΔΩΡΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ν. ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ κ.α, Πολιτική Εφεση Αρ. 7/2008, 14 Ιουλίου 2010
(2000) 1 ΑΑΔ 459
27 Μαρτίου, 2000
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
1. ΒΑσω ΑνδρΕου,
2. ΝΙκοΣ ΑνδρΕου,
Εφεσείοντες,
v.
ΑντρηΣ ΠηλΕα, ανηλΙκου,
δια των ασκοΥντων την ΓονικΗ ΜΕριμνα
ΜιχΑλη ΠηλΕα, πατρΟΥ και
ΧρυστΑλλαΣ ΠηλΕα, μητροΣ αυτΗΣ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10598)
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Εξαγωγή συμπεράσματος ως προς την ταχύτητα του οχήματος της εναγομένης και κατάληξη σε εύρημα ότι η εν λόγω ταχύτητα ήταν ανασφαλής υπό τις περιστάσεις ― Δεν υποστηρίζονταν από τη μαρτυρία ― Η επέμβαση του Εφετείου κρίθηκε αναγκαία.
Η εφεσείουσα η οποία οδηγούσε το αυτοκίνητό της στη Γεροσκήπου, κτύπησε την εφεσίβλητη, ηλικίας τότε πεντέμισι χρονών, η οποία διασταύρωνε το δρόμο από αριστερά προς δεξιά της, περνώντας μεταξύ σταθμευμένων αυτοκινήτων.
Η εφεσείουσα, σύμφωνα με τη μαρτυρία της, οδηγούσε με ταχύτητα 20 χαω στην αριστερή πλευρά του δρόμου και είδε την εφεσίβλητη να προβάλλει μεταξύ των σταθμευμένων αυτοκινήτων και να διασταυρώνει τρέχοντας όταν ήταν σε απόσταση 2-3 μέτρων από αυτή. Δεν προλάμβανε να χρησιμοποιήσει τα φρένα της, γι' αυτό έκαμε ελιγμό προς τα δεξιά της για να την αποφύγει ανεβαίνοντας ακόμα και στο πεζοδρόμιο, χωρίς ωστόσο να μπορέσει να αποφύγει τη σύγκρουση.
Η εφεσίβλητη δεν έδωσε μαρτυρία. Η μόνη σχετική προς τα συμβάντα μαρτυρία ήταν η μαρτυρία αστυνομικού ο οποίος εξέτασε το δυστύχημα και ετοίμασε ανάλογο σχεδιάγραμμα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε εύρημα, με βάση την πραγματική μαρτυρία, και ιδιαίτερα τα μαυρίσματα των τροχών του αυτοκινήτου στο πεζοδρόμιο, σε συνάρτηση με την απόσταση σκέψης, ότι η εφεσείουσα πρέπει να αντιλήφθηκε την εφεσίβλητη από απόσταση πέραν των 15 μέτρων και όχι των 2-3 μέτρων που ανέφερε στη μαρτυρία της, και με αυτό σαν δεδομένο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ταχύτητα της ήταν μεγαλύτερη από τα 20 χαω που ανέφερε. Διαπίστωσε δε ότι η αμέλεια της εφεσείουσας έγκειτο στο ότι, δεδομένης της γνώσης της για την ύπαρξη υπεραγοράς και παιδότοπου, όφειλε να επιδείξει αυξημένη επιμέλεια και προσοχή ιδιαίτερα στην περίπτωση διασταύρωσης του δρόμου από παιδιά. Η εφεσείουσα κρίθηκε ένοχη για αμέλεια έναντι της εφεσίβλητης και εφεσίβαλε την απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν δικαιολογείται το εύρημα περί ανασφαλούς υπό τις περιστάσεις ταχύτητας της εφεσείουσας. Δεν υπήρχε καμιά μαρτυρία για την ταχύτητα της εφεσείουσας, πέραν της δικής της αναφοράς, και κανένα συμπέρασμα ως προς το ανασφαλές της ταχύτητάς της υπό τις περιστάσεις δεν μπορεί να εξαχθεί επί των δεδομένων.
2. Η γνώση της εφεσείουσας για την ύπαρξη της υπεραγοράς και του παιδότοπου, δεν ήταν επαρκής για να δημιουργήσει την υποχρέωση που διαπίστωσε το Δικαστήριο για αυξημένη επιμέλεια και προσοχή ως προς τον κίνδυνο παρουσίας παιδιών στο δρόμο.
3. Η εφεσείουσα δεν είδε και δεν μπορούσε να δει την εφεσίβλητη προηγουμένως, ούτε είχε ενδείξεις ότι η εφεσίβλητη θα διασταύρωνε το δρόμο. Ως εκ τούτου ο κίνδυνος να διασταυρώσει η εφεσίβλητη το δρόμο δεν ήταν προβλεπτός ούτως ώστε να τεθεί επί της εφεσείουσας η υποχρέωση για επίδειξη αυξημένης προσοχής και επιμέλειας ως προς τον κίνδυνο παρουσίας παιδιών στο δρόμο. Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την Δαυίδ v. Αστυνομίας, την οποία επικαλέσθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει στη διαπίστωση ότι η εφεσείουσα επέδειξε αμέλεια έναντι της εφεσίβλητης.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Δαυίδ ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 169.
Έφεση.
Έφεση από την εναγόμενη 1 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Φ. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.) που δόθηκε στις 18/6/99 (Αρ. Αγωγής 183/96) με την οποία η εναγόμενη 1 κρίθηκε ένοχη αμέλειας στην οδήγηση της έναντι της ενάγουσας στην οποία και επιδικάστηκαν £1.559,- ως αποζημιώσεις για τον προκληθέντα τραυματισμό της.
Χ. Αρτέμης για Α. Μιλτιάδους και Α. Ονουφρίου, για τους Εφεσείοντες.
Ευρ. Αντωνιάδης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠικΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσε ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧατζηχαμπΗΣ, Δ.: Με την προσβαλλόμενη απόφαση η εφεσείουσα εκρίθη ένοχη αμέλειας στην οδήγηση της έναντι της εφεσίβλητης, στην οποία και ακόλουθα επιδικάσθησαν στην αγωγή £1,559 ως προκύπτουσες αποζημιώσεις για τον προκληθέντα τραυματισμό της.
Τα γεγονότα είναι απλά. Η εφεσείουσα οδηγούσε το αυτοκίνητο της στη Γεροσκήπου όταν, βλέποντας την εφεσίβλητη, η οποία ήταν τότε ηλικίας πεντέμισι χρονών, να διασταυρώνει το δρόμο από αριστερά προς δεξιά της, έκαμε ελιγμό προς τα δεξιά της για να την αποφύγει. Παρά το ότι οδήγησε το αυτοκίνητο της στην άκρα δεξιά πλευρά του δρόμου ανεβαίνοντας και στο πεζοδρόμιο, δεν απέφυγε τη σύγκρουση με την εφεσίβλητη. Η εφεσίβλητη διασταύρωσε σε μέρος του δρόμου όπου αυτός διαπλατύνετο, μεταξύ αυτοκινήτων που ήσαν σταθμευμένα στη διαπλάτυνση του. Η ίδια η εφεσίβλητη δεν έδωσε μαρτυρία, η μόνη δε σχετική προς τα συμβάντα μαρτυρία για την υπόθεση της ήταν εκείνη του αστυνομικού ο οποίος εξέτασε το δυστύχημα και ετοίμασε ανάλογο σχεδιάγραμμα. Από αυτό προκύπτει ότι από το σημείο στο οποίο άρχιζαν τα μαυρίσματα που άφησαν στο πεζοδρόμιο οι δεξιοί τροχοί του αυτοκινήτου μέχρι το σημείο που έγινε η σύγκρουση η απόσταση ήταν 8.60 μέτρα, και ότι το αυτοκίνητο διάνυσε άλλα 7 μέτρα για να σταματήσει. Το πλάτος του δρόμου, εξαιρούμενης της διαπλάτυνσης, ήταν 5.20 μέτρα και η σύγκρουση έγινε 1.20 μέτρα από το δεξιό πεζοδρόμιο. Στην πλευρά που ήταν η διαπλάτυνση υπήρχε υπεραγορά, και απέναντι από αυτή πάρκο με παιγνίδια για παιδιά. Η εφεσείουσα, σύμφωνα με τη μαρτυρία της, οδηγούσε με ταχύτητα 20 χαω στην αριστερή πλευρά του δρόμου και είδε την εφεσίβλητη να προβάλλει μεταξύ των σταθμευμένων αυτοκινήτων και να διασταυρώνει τρέχοντας όταν ήταν σε απόσταση 2-3 μέτρων από αυτή. Μη προλαβαίνοντας να χρησιμοποιήσει τα φρένα της, έκαμε τον προαναφερθέντα ελιγμό για να την αποφύγει. Η εφεσείουσα γνώριζε την ύπαρξη της υπεραγοράς και του πάρκου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε εύρημα, με βάση την πραγματική μαρτυρία, και ιδιαίτερα τα μαυρίσματα των τροχών του αυτοκινήτου στο πεζοδρόμιο, σε συνάρτηση και με την απόσταση σκέψης, ότι η εφεσείουσα πρέπει να αντιλήφθηκε την εφεσίβλητη από απόσταση πέραν των 15 μέτρων και όχι των 2-3 μέτρων που ανάφερε στη μαρτυρία της. Τούτου δοθέντος, προχώρησε να συμπεράνει ότι η ταχύτητα της εφεσείουσας ήταν αρκετά πιο ψηλή από τα 20 χαω που ανάφερε, καθ' όσον το αυτοκίνητο διάνυσε συνολικά 15 μέτρα για να σταματήσει μετά που άρχιζαν τα μαυρίσματα στο πεζοδρόμιο και ενώ η εφεσίβλητη κάλυψε 4 μέτρα στο δρόμο πριν τη σύγκρουση. Διαπίστωσε δε ότι η αμέλεια της εφεσείουσας έγκειτο στο ότι, δεδομένης της γνώσης της για την ύπαρξη της υπεραγοράς και του παιδότοπου, όφειλε (σελίδες 10-11) "να επιδείξει αυξημένη επιμέλεια και προσοχή στην οδήγηση της για να μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά οποιοδήποτε κίνδυνο ο οποίος μπορούσε να παρουσιασθεί από πεζούς και ειδικά από παιδιά λόγω της απρόβλεπτης συμπεριφοράς τους και του αυθόρμητου του χαρακτήρα τους (Βλέπε απόφαση Ελένη Δαυίδ ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 169). Ο κίνδυνος να διακινούνται ή και να διακινηθούν παιδιά στο συγκεκριμένο δρόμο ήταν προβλεπτός κίνδυνος κάτω από τις περιστάσεις. Φαίνεται ακόμη ότι η Εναγόμενη δεν μείωσε αποτελεσματικά την ταχύτητα της όταν εισήλθε στο συγκεκριμένο δρόμο για να μη μπορέσει να αποφύγει την Ενάγουσα. Φαίνεται ακόμη ότι η Εναγόμενη δεν είχε καλή κατόπτευση ολόκληρου του πλάτους του δρόμου για να μην αντιληφθεί πιο έγκαιρα τη μικρή Ενάγουσα ..." Κατέληξε δε ότι "Η Εναγόμενη από τη στιγμή που ενεφανίσθη η μικρή στο δρόμο είχε αρκετή απόσταση για να αντιδράσει κατάλληλα αν η ταχύτητα της ήταν σε ασφαλές επίπεδο κάτω από όλες τις περιστάσεις, και να προβεί στους κατάλληλους χειρισμούς του οχήματος της."
Όλα αυτά όμως είναι non sequitur των δεδομένων. Και αν ακόμα η εφεσείουσα είχε αντιληφθεί την εφεσίβλητη από την απόσταση των 15 μέτρων, δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το ότι αντέδρασε άμεσα μόλις την αντελήφθη να προβάλλει μεταξύ των αυτοκινήτων, οδηγώντας το αυτοκίνητό της όσο μπορούσε πιο μακριά από την κατεύθυνση από την οποία ερχόταν η εφεσίβλητη για να την αποφύγει. Καθόλου δεν δικαιολογείται η άποψη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν είχε καλή κατόπτευση του δρόμου εφ' όσον δεν αντελήφθη πιο έγκαιρα την εφεσίβλητη. Πιο έγκαιρα από πότε; Και πώς, αφού αυτή δεν μπορούσε να εφαίνετο πριν προβάλει μεταξύ των σταθμευμένων αυτοκινήτων; Ούτε δικαιολογείται εύρημα περί ανασφαλούς υπό τις περιστάσεις ταχύτητας της Εφεσείουσας. Ο συνδυασμός της απόστασης που διάνυσε η εφεσείουσα για να σταματήσει μετά που αντελήφθη την εφεσίβλητη και της απόστασης που κάλυψε η εφεσίβλητη πριν τη σύγκρουση, στον οποίο βασίσθηκε το δικαστήριο για να συμπεράνει ότι η ταχύτητα της εφεσείουσας ήταν αρκετά πιο ψηλή από 20 χαω και επόμενα ανασφαλής υπό τις περιστάσεις, δεν δικαιολογεί τέτοιο εύρημα. Καμιά μαρτυρία για την ταχύτητα της εφεσείουσας δεν υπάρχει πέραν της δικής της αναφοράς, και κανένα συμπέρασμα ως προς το ανασφαλές της ταχύτητας της υπό τις περιστάσεις δεν μπορεί να εξαχθεί επί των δεδομένων. Εξ ίσου πεπλανημένη είναι η άποψη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η ταχύτητα της εφεσείουσας ήταν ανασφαλής καθ' όσον δεν μπόρεσε να αποφύγει την εφεσίβλητη, ως ανακόλουθη.
Το πρωτόδικο δικαστήριο συνάρτησε το ανασφαλές της ταχύτητας της εφεσείουσας προς τις ιδιαίτερες περιστάσεις της γνώσης της για την ύπαρξη της υπεραγοράς και του παιδότοπου. Αυτή η γνώση όμως δεν ήταν επαρκής για να δημιουργήσει την υποχρέωση που διαπίστωσε το δικαστήριο για αυξημένη επιμέλεια και προσοχή ως προς τον κίνδυνο παρουσίας παιδιών στο δρόμο. Η υποχρέωση επίδειξης αυξημένης προσοχής δημιουργείται μόνον εφ' όσον υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις για τέτοιο ενδεχόμενο κίνδυνο. Δεν ήταν αρκετή η δυνατότητα ή έστω και η πιθανότητα ενδεχόμενης εμφάνισης παιδιού στο δρόμο για να καταστήσει τούτο ως εύλογα προβλεπτό κίνδυνο, όπως θεώρησε το δικαστήριο, σε συνάρτηση με το τι αναμένεται από ένα λογικό οδηγό υπό τις περιστάσεις. Η αμέλεια είναι πάντα θέμα γεγονότων υπό το φως όλων των περιστάσεων, και δεν υπάρχει αόριστη ή θεωρητική αμέλεια που να πλανάται στον αέρα. Μόνο όπου οι περιστάσεις είναι τέτοιες που να επισημάνουν στον οδηγό συγκεκριμένο κίνδυνο πέραν του τι άλλως λογικά θα ανάμενε δημιουργείται υποχρέωση αυξημένης προσοχής. Εδώ η εφεσείουσα δεν είδε και δεν μπορούσε να είχε δει την εφεσίβλητη προηγουμένως, και δεν είχε ενδείξεις ότι η εφεσίβλητη θα διασταύρωνε όπως έκανε. Το να τεθεί επ' αυτής η υποχρέωση, όπως ετέθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, να είναι εκ των προτέρων σε διαρκή αναμονή για την πραγμάτωση της πιθανότητας εμφάνισης της εφεσίβλητης στο δρόμο όπως έγινε, και να προσαρμόζει την οδήγηση της ανάλογα, θα δημιουργούσε υπέρμετρο βάρος για τον οδηγό, ιδιαίτερα στις σύγχρονες καθημερινές συνθήκες πραγμάτων, θα ανάτρεπε το ισοζύγιο των λογικών προσδοκιών και προβλέψεων, και θα διαφοροποιούσε την όλη έννοια της αμέλειας ως κατ' εξοχήν συναρτημένης προς τη λογική συμπεριφορά.
Οι χιλιάκις επαναληφθείσες αρχές στην πληθωρική νομολογία, στην οποία αναφέρεται σε έκταση και ο ευπαίδευτος συνήγορος για την εφεσείουσα, είναι τόσο καλά καθιερωμένες όσο είναι και σαφείς ως προς τα πιο πάνω. Περιοριζόμεθα να αναφέρουμε ότι η υπόθεση Δαυίδ ν. Αστυνομίας, ανωτέρω, στην οποία στηρίχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, είναι εντελώς διαφορετική από την προκειμένη και αποκαλύπτει την πλάνη του δικαστηρίου. Εκεί η οδηγός, η οποία οδηγούσε προς τη δεξιά πλευρά του δρόμου λόγω εμποδίων στην αριστερή πλευρά, είδε τα δύο παιδιά στα δεξιά της που έπαιζαν ο ένας στο πεζοδρόμιο και ο άλλος στην άκρη του δρόμου κοντά στο πεζοδρόμιο, και παρά ταύτα συνέχισε την πορεία της με την ίδια ταχύτητα επικεντρώνοντας την προσοχή της στην πάροδο προς τα αριστερά της χωρίς να παρακολουθεί πλέον τα παιδιά. Εξ ου και δεν είδε το δεύτερο παιδί να διασταυρώνει το δρόμο όταν αυτός ήταν πλέον πάρα πολύ κοντά στο αυτοκίνητο. Όχι μόνο λοιπόν είχε ενδείξεις για το ορατό του κινδύνου, αλλά και τις αγνόησε παντελώς. Η εικόνα εδώ, όπως εξηγήσαμε, είναι εντελώς διαφορετική, και η εφεσείουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί ένοχη οποιασδήποτε αμέλειας.
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Η εφεσίβλητη θα καταβάλει τα έξοδα της εφεσείουσας.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.