ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 1 ΑΑΔ 301
2 Μαρτίου, 2000
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
Επι τοισ αφορωσι τα αρθρα 144 και 155.4 του Συνταγματοσ και τα αρθρα 3 και 9 των περι Απονομησ τησ Δικαιοσυνησ (Ποικιλαι Διαταξεισ) Νομου 1964 οπωσ αυτοσ εχει τροποποιηθει απο τουσ Νομουσ 33/64, 35/75, 72/77,
59/81, 3/87 και 158/88,
και
Επι τοισ αφορωσι την αιτηση των Πανικου Νικολαου, Ανδρεα Πολυδωρου και Σωτηρη Ζαννετου για αδεια
του Δικαστηριου για καταχωριση αιτησησ για εκδοση
διαταγματων Certiorari, Mandamus και Prohibition,
και
Επι τισ αφορωσι την Ποινικη Υποθεση Αρ. 31443/98 του
Μονιμου Κακουργιοδικειου Λευκωσιασ,
και
Επι τοισ αφορωσι την Ενδιαμεση Αποφαση του Μονιμου Κακουργιοδικειου Λευκωσιασ με ημερομηνια 24 Φεβρουαριου 2000 η οποια εκδοθηκε στα πλαισια τησ πιο πανω ποινικησ υποθεσησ.
(Αίτηση Αρ. 37/2000)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης certiorari προς ακύρωση ενδιάμεσης απόφασης του Μόνιμου Κακουργιοδικείου με την οποία απερρίφθη αίτημα της υπεράσπισης για διακοπή της δίκης και εξέταση εισήγησης αντισυνταγματικότητας των Άρθρων 20 και 171 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 αναφορικά με μερικές από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν οι κατηγορούμενοι ― Απόφαση του Κακουργιοδικείου ήταν αποτέλεσμα ορθής εφαρμογής του Νόμου και της σχετικής νομολογίας ― Απορρίφθηκε η αίτηση για χορήγηση άδειας.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Ποία η εμβέλεια του εν λόγω προνομιακού εντάλματος.
Δίκαιη δίκη ― Δικαιώματα κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη ― Συναρτώνται με τη διεξαγωγή της δίκης και όχι με τον αποκλεισμό της δίκης ως του μέσου για τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου ― Ο κατακερματισμός της δίκης είναι ανεπιθύμητος.
Οι αιτητές, οι οποίοι αντιμετώπιζαν ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου διάφορες κατηγορίες που σχετίζονταν με αδικήματα παρά φύση ασέλγειας, παρά φύση ασέλγειας με τη χρήση βίας, οπλοφορίας και μεταφοράς μαχαιριού εκτός οικίας, όταν κλήθηκαν σε απολογία ζήτησαν τη διακοπή της δίκης και εξέταση εισήγησης για αντισυνταγματικότητα του Άρθρου 171 του Κεφ. 154, το οποίο αφορούσε τις κατηγορίες της παρά φύση ασέλγειας. Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο απέρριψε την εισήγηση.
Οι αιτητές υποστήριξαν ότι η απόφαση του Μόνιμου Κακουργιοδικείου ήταν εσφαλμένη και ζήτησαν άδεια για καταχώρηση αίτησης certiorari προς ακύρωσή της.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το ένταλμα certiorari παρέχει στο Ανώτατο Δικαστήριο την ευχέρεια άσκησης ελέγχου όσον αφορά τη νομιμότητα απόφασης κατώτερου Δικαστηρίου.
2. Ο πιθανός παραμερισμός μερικών από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν οι αιτητές, αν το σχετικό άρθρο εκηρύσσετο αντισυνταγματικό, και η συντόμευση της διαδικασίας που ενδεχομένως θα ακολουθούσε δεν μπορούν να θεωρηθούν ως λόγοι που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη διακοπή της ποινικής δίκης ακόμα και μετά τη συμπλήρωση της παρουσίασης της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής. Τα δικαιώματα των κατηγορουμένων εξετάζονται εντός των πλαισίων της δίκης.
3. Δεν αποδείχθηκε ότι το Μόνιμο Κακουργιοδικείο ενήργησε κάτω από κράτος πρόδηλης πλάνης νόμου και ως εκ τούτου η παρούσα αίτηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία v. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232,
Marewave Shipping and Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116,
Attorney-General v. Christou (1962) C.L.R. 129,
Pastellopoulos v. Republic (1985) 2 C.L.R. 165,
Christofi v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236,
Argyrides (1987) 1 C.L.R. 30,
Περρέλλα (αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,
Roushias Co (1981) 1 C.L.R. 703.
Αίτηση.
Αίτηση από τους αιτητές για άδεια καταχώρισης αίτησης προς έκδοση διαταγμάτων Certiorari, Mandamus και Prohibition προς ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης ημ. 24/2/2000 με την οποία το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας απέρριψε την αίτησή τους για τη διακοπή της δίκης και εξέταση της εισήγησής τους περί αντισυνταγματικότητας των Άρθρων 20 και 171 του Κεφ. 154 για διάφορες κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζαν σχετικά με αδικήματα παρά φύσιν ασέλγειας.
Ε. Βραχίμη, για τους Αιτητές.
Cur. adv. vult.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
Τα γεγονότα
Και οι τρεις αιτητές αντιμετωπίζουν ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου διάφορες κατηγορίες που σχετίζονται με αδικήματα παρά φύση ασέλγειας (κατά παράβαση των άρθρων 20 και 171 του Κεφ. 154), παρά φύση ασέλγειας με τη χρήση βίας (κατά παράβαση των άρθρων 20 και 172 του Κεφ. 154), οπλοφορίας προς διέγερση τρόμου (κατά παράβαση του άρθρου 80 του Κεφ. 154) και μεταφοράς μαχαιριού εκτός οικίας (κατά παράβαση των άρθρων 81(2), 85 και 86 του Κεφ. 154). Όταν κλήθηκαν σε απολογία οι δικηγόροι των αιτητών ανέφεραν στο Δικαστήριο ότι σε εκείνο το στάδιο θα υπέβαλλαν εισήγηση ότι το άρθρο 171 του Κεφ. 154 που προνοεί ότι,
"Οστις
(α) παρά φύσιν ασελγή εφ' ετέρου· ή
(β) επιτρέπη εις άρρεναν να ασελγήση παρά φύσιν επ' αυτού,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται εις φυλάκισιν πέντε ετών",
είναι αντισυνταγματικό.
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο αφού άκουσε τις απόψεις τόσο των δικηγόρων των αιτητών όσο και της Κατηγορούσας Αρχής κατά πόσο θα μπορούσε σε εκείνο το στάδιο της διαδικασίας που είχαν κληθεί σε απολογία να εξετάσει θέμα αντισυνταγματικότητας του σχετικού άρθρου, αποφάσισε ότι άνκαι θέμα αντισυνταγματικότητας μπορούσε να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, απέρριψε την εισήγηση αφού έλαβε υπόψη ότι η ενδιάμεση απόφαση πάνω στο θέμα δεν ήταν απαραίτητη για την πορεία της υπόθεσης και ότι ο κατακερματισμός μιας ποινικής υπόθεσης είναι ανεπιθύμητος, έχοντας υπόψη την απόφαση στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232.
Με την παρούσα αίτηση οι αιτητές ισχυρίζονται ότι το Μόνιμο Κακουργιοδικείο εσφαλμένα απέρριψε την αίτηση τους για τη διακοπή της δίκης και εξέτασης της εισήγησης περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 171 του Κεφ. 154. Ειδικότερα οι αιτητές ισχυρίζονται ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ήταν αυθαίρετο και κακώς δεν τους επετράπη να προβάλουν τις απόψεις τους ως προς την αντισυνταγματικότητα του σχετικού άρθρου. Επιπρόσθετα οι αιτητές εισηγήθηκαν ότι μετά τη συμπλήρωση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής και την κλήση τους σε απολογία, το Δικαστήριο θα έπρεπε να ακούσει τις απόψεις τους αφού υπήρχαν τα γεγονότα πάνω στα οποία θα μπορούσε να βασισθεί η προβολή των θέσεων τους.
Η νομική πλευρά
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 155.4 του Συντάγματος και των άρθρων 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου 33/64, όπως έχει τροποποιηθεί, η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων ανήκει αποκλειστικά στο Ανώτατο Δικαστήριο που εφαρμόζει προς τούτο τις Αγγλικές αρχές.
Το ένταλμα Certiorari παρέχει στο Ανώτατο Δικαστήριο την ευχέρεια άσκησης ελέγχου όσον αφορά τη νομιμότητα μιας απόφασης ενός κατώτερου Δικαστηρίου. (Marewave Shipping and Trading Company Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 116). Οι λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν στην έκδοση εντάλματος Certiorari περιλαμβάνουν,
(1) Υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας,
(2) Πρόδηλη πλάνη Νόμου,
(3) Προκατάληψη ή συμφέρον από πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση και
(4) Λήψη της απόφασης με δόλο ή ψευδορκία.
(Ίδε The Attorney-General v. Christou (1962) C.L.R. 129, Pastellopoulos v. Republic (1985) 2 C.L.R. 165, Christofi v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236 και In Re Argyrides (1987) 1 C.L.R. 30.)
Όπως έχει θέσει το θέμα ο Δικαστής Ιωσηφίδης στην υπόθεση Attorney-General v. Christou (1962) C.L.R. 165,
"... Certiorari issues out of the High Court of Cyprus (under article 155.4 of the Constitution), in the same way as it issues out of the High Court in England, against any inferior Court or body or person having legal authority to determine questions affecting the rights of citizens and having the duty to act judicially. It orders the removal of the record to the High Court, which will, if a defect of process is disclosed, order that the proceedings reviewed be quashed. The grounds on which the decision will be quashed include any excess or want of jurisdiction, error of law on the face of the record, bias or interest on the part of the persons making the decision, and the obtaining of the decision by fraud or perjury. This is a power conferred on the High Court in the exercise of its supervisory jurisdiction and controlling powers over inferior Courts."
Η ίδια θέση υιοθετήθηκε στην υπόθεση Τζεννάρο Περέλλα (αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692 όπου ο Δικαστής Νικολάου εκδίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας ανέφερε ότι,
"Η εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος Certiorari, όπως την ανεγνώρισε τελικά η σύγχρονη αγγλική νομολογία, παρέχει δυνατότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο - όχι όμως αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου - με προοπτική την επέμβαση, είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του "πρακτικού" της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας."
Στην παρούσα περίπτωση η εισήγηση των αιτητών για την αντισυνταγματικότητα του άρθρου 171 του Κεφ. 154 αφορά 4 από τις 12 κατηγορίες που αντιμετωπίζουν. Άλλες 6 κατηγορίες αφορούν ασέλγεια με τη χρήση βίας (κατά παράβαση του άρθρου 72 του Κεφ. 154), μια άλλη οπλοφορία ως διέγερση τρόμου (κατά παράβαση του άρθρου 80 του Κεφ. 154) και μια άλλη μεταφορά μαχαιριού εκτός οικίας (κατά παράβαση των άρθρων 81(2), 85 και 86 του Κεφ. 154).
Έχω εξετάσει τις εισηγήσεις που έχουν προβληθεί εκ μέρους των αιτητών και έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν δικαιολογείται η έκδοση των σχετικών διαταγμάτων που ζητούνται. Είναι ορθό ότι έχει συμπληρωθεί η παράθεση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής και ότι οι αιτητές, αν το σχετικό άρθρο κηρυχθεί ως αντισυνταγματικό, θα τύχουν του ευεργετήματος να προβάλουν την υπεράσπιση τους μόνο στις κατηγορίες της παρά φύση ασέλγειας με τη χρήση βίας, οπλοφορίας και μεταφοράς μαχαιριού, πράγμα που θα καθιστά την υπεράσπιση τους ευκολότερη.
Όμως ο πιθανός παραμερισμός μερικών από τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν και η συντόμευση της διαδικασίας που δυνατόν να επακολουθήσει, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως λόγοι που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη διακοπή της ποινικής υπόθεσης ακόμα και μετά τη συμπλήρωση της παρουσίασης της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής. Τα δικαιώματα των κατηγορουμένων εξετάζονται μέσα στα πλαίσια της διεξαγωγής της δίκης. Όπως έχει λεχθεί από τον Πρόεδρο Πική στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232,
"Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη συναρτώνται με τη διεξαγωγή της δίκης. Παραβίασή τους δε συνεπάγεται, είτε τη διαγραφή της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου, ή την κατάργηση της δίκης. Η άσκηση του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 30.3(δ) συναρτάται με τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης και όχι τον αποκλεισμό της δίκης ως του μέσου για τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται."
Την ίδια άποψη υιοθετεί και ο Δικαστής Αρτεμίδης ο οποίος στην ίδια απόφαση τονίζει ότι,
"Είναι ανεπιθύμητος ο κατακερματισμός της δίκης σοβαρών ποινικών υποθέσεων με την παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο νομικών ερωτημάτων για γνωμάτευση. Η διαδικασία αυτή έχει καταλήξει ώστε το Ανώτατο Δικαστήριο να παρεμβαίνει συχνά στην πορεία της δίκης ενώπιον του αρμόδιου Επαρχιακού Δικαστηρίου ή Κακουργιοδικείου με αποτέλεσμα, λόγω της καθυστερήσεως, να προκαλείται πόνος και ταλαιπωρία στους παράγοντες της δίκης, ενώ ταυτόχρονα μειώνεται η σοβαρότητα του αντικειμένου της."
Για να επιτύχει η παρούσα αίτηση θα έπρεπε να αποδειχθεί ότι το Μόνιμο Κακουργιοδικείο ενήργησε κάτω από κράτος πρόδηλης πλάνης νόμου. (Ιδε In Re Roushias Co. (1981) 1 C.L.R. 703). Οι αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν ότι η απόφαση του Μόνιμου Κακουργιοδικείου περιέχει οποιαδήποτε εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου ή της σχετικής νομολογίας.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.