ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Lioufis and Co. Ltd ν. Mιχαλάκη Aνδρονίκου και Άλλου (1996) 1 ΑΑΔ 773
Κάρμιος κ.ά. ν. B.E.M.R.S. OF ECO κ.ά. (1996) 1 ΑΑΔ 1123
Eυστρατίου ή X"Σάββα Παναγιώτης (1997) 1 ΑΑΔ 751
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2000) 1 ΑΑΔ 59
31 Ιανουαρίου, 2000
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΣτAθησ Κιττhσ, Γενικοσ Γραμματεασ του Δημοκρατικου Κομματοσ, υπΟ την προσωπικη του ιδιοτητα, την ιδιοτητα του ωσ Γενικου Γραμματεα του Δημοκρατικου Κομματοσ, και εκ μερουσ και ωσ εκπροσωπου ολων των προσωπων που αποτελουν το Εκτελεστικο Γραφειο του Δημοκρατικου Κομματοσ που ελαβαν μεροσ στισ αποφασεισ του Εκτελεστικου Γραφειου ημερομηνιασ 16.2.1998, και εκ μερουσ και ωσ εκπροσωπου ολων των υπολοιπων σωματων και μελων του Δημοκρατικου Κομματοσ που υποστηριζουν τισ αποφασεισ του Εκτελεστικου Γραφειου του Δημοκρατικου ΚΟμματοσ ημερομηνιασ 16.2.1998,
Εφεσείων,
v.
1. ΝτΙνου ΜιχαηλΙδη,
2. ΚατερΙναΣ ΠασχαλΙδου ΠαντελΙδου,
3. ΓεΩργιου ΛυκοΥργου,
4. ΜιχΑλη ΜιχαηλΙδη,
5. ΠανΙκου ΛεωνΙδου,
6. ΧαρΑλαμπου ΚαραμανλΗ (ΑΡ. 1),
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10268)
Αγωγή ― Αντιπροσωπευτική αγωγή ― Έκδοση διατάγματος εκπροσώπησης ― Προϋπόθεση προς έκδοση τέτοιου διατάγματος συνιστά η καταχώρηση μαζί με το κλητήριο ένταλμα της πληρεξουσιοδότησης εκπροσώπησης ― Δ.9, θ. 9(2) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ― Εφαρμοστέες αρχές.
Πολιτικά κόμματα ― Αποβολή μελών από πολιτικά κόμματα ― Κατά πόσο ο γραμματέας πολιτικού κόμματος, το οποίο προέβη σε αποβολή συγκεκριμένων μελών του, μπορεί να εναχθεί υπό την ιδιότητα του ως γραμματέας του εν λόγω κόμματος ή υπό την προσωπική του ιδιότητα για ισχυριζόμενη παράνομη αποβολή των εν λόγω συγκεκριμένων μελών του.
Πολιτικά κόμματα ― Αποβολή μελών από πολιτικό κόμμα ― Ποία η ορθή διαδικασία για προώθηση παραπόνου για παράνομη αποβολή μέλους κατά παράβαση των συμβατικά δεσμευτικών προνοιών του καταστατικού του κόμματος.
Πολιτική Δικονομία ― Διάδικοι ― Διάταγμα εκπροσώπησης ― Αγωγή εναντίον εναγομένων, μελών Εκτελεστικού γραφείου πολιτικού κόμματος ― Έκδοση διατάγματος αντιπροσωπευτικής υπεράσπισης της αγωγής μετά από αίτηση των εναγόντων ― Κρίθηκε ότι το εν λόγω διάταγμα δεν μπορούσε να ληφθεί από τους ενάγοντες.
Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αγωγή εναντίον του εφεσείοντος και του Δημοκρατικού Κόμματος (το κόμμα) αξιώνοντας θεραπείες για την απόφαση του κόμματος ημερ. 16.2.98 να τους αποβάλει από τις τάξεις του.
Πριν την καταχώρηση της αγωγής οι εφεσίβλητοι εξασφάλισαν με μονομερή αίτηση διάταγμα το οποίο επέτρεπε στον εφεσείοντα να υπερασπιστεί την αγωγή υπό την προσωπική του ιδιότητα, την ιδιότητα του ως Γραμματέας του κόμματος και εκ μέρους και ως εκπρόσωπος: (α) όλων των προσώπων που αποτελούσαν το Εκτελεστικό Γραφείο του κόμματος που πήραν μέρος στη λήψη της πιο πάνω απόφασης και (β) όλων των υπολοίπων σωμάτων και μελών του εν λόγω κόμματος που υποστήριξαν την απόφαση αποπομπής τους από το κόμμα.
Ο εφεσείων καταχώρησε εμφάνιση υπό αίρεση και ζήτησε με αίτησή του μαζί με το κόμμα τα ακόλουθα:
1. Παραμερισμό του κλητηρίου για έλλειψη καθ' ύλην δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
2. Διαγραφή της αγωγής κατά του εφεσείοντος.
3. Διαγραφή της αγωγής κατά του κόμματος.
Η ένσταση των εφεσιβλήτων απερρίφθη ως παράτυπη και άκυρη.
Η αίτηση έγινε αποδεκτή αναφορικά με το τρίτο αίτημα και μέρος του δευτέρου που εσχετίζετο με την αγωγή κατά του εφεσείοντος υπο την προσωπική του ιδιότητα και υπό την ιδιότητα του ως γραμματέως του κόμματος.
Η ετυμηγορία του Δικαστηρίου ότι η αγωγή καλώς εκινήθη εναντίον του εφεσείοντος υπό την αντιπροσωπευτική του ιδιότητα αποτελεί αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Η αντέφεση των εφεσιβλήτων στρέφεται κατά της απόφασης για διαγραφή της αγωγής κατά του εφεσείοντος υπό τις άλλες δύο του ιδιότητες. Επροσβάλλετο επίσης η απόφαση ότι η ένσταση των εφεσιβλήτων στην αίτηση του εφεσείοντος και του κόμματος ήταν παράτυπη και άκυρη με αποτέλεσμα να μη ληφθεί υπ' όψη και να μην ακουσθούν.
Οι λόγοι έφεσης αφορούν τις πιο κάτω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου:
(1) Το διάταγμα που επέτρεπε στον εφεσείοντα να υπερασπισθεί την αγωγή υπό τις πιο πάνω ιδιότητές του καλώς εξασφαλίσθηκε πριν την έγερση της αγωγής και ότι καλώς εξασφαλίσθηκε από τους εφεσίβλητους ως ενάγοντες.
(2) Δεν εχρειάζετο πληρεξούσιο από όλα τα πρόσωπα σε σχέση με τα οποία ο εφεσείων ενάγετο υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα.
(3) Ο εφεσείων μπορούσε να εναχθεί υπό την αντιπροσωπευτική του ιδιότητα.
(4) Στο παρόν στάδιο δεν μπορούσε να παραμερισθεί το κλητήριο ένταλμα λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Έφεση
1. Η Δ.9, θ.9(2) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, δυνάμει της οποίας εξεδόθη το διάταγμα εκπροσώπησης του εφεσείοντος, προνοεί ότι τέτοιο διάταγμα δεν εκδίδεται παρά μόνο (πλην των εξαιρουμένων περιπτώσεων) εφ' όσον έχει καταχωρηθεί μαζί με το κλητήριο ένταλμα η πληρεξουσιοδότηση εκπροσώπησης, που σαφώς πρέπει στην περίπτωση των εναγομένων να προέρχεται από αυτούς. Κατά συνέπεια το διάταγμα αντιπροσωπευτικής υπεράσπισης της αγωγής δεν μπορούσε να ληφθεί από τους ενάγοντες.
2. Το διάταγμα εκπροσώπησης της υπεράσπισης, εφ' όσον μπορούσε να ληφθεί μόνο από τους ίδιους τους εναγομένους, δεν μπορούσε να ληφθεί πριν από την καταχώρηση της αγωγής. Η περί του αντιθέτου διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αντίθετη με τη Δ.9, θ.9(2) ανωτέρω, και ως εκ τούτου εσφαλμένη.
3. Η Δ.9, θ.9(2) καθιστά επιτακτική και απαραίτητη προϋπόθεση της έκδοσης του διατάγματος εκπροσώπησης την καταχώρηση πληρεξουσίου εγγράφου από τα πρόσωπα που θα εκπροσωπηθούν προς τα πρόσωπα που θα τους εκπροσωπήσουν στην έγερση ή υπεράσπιση της υπόθεσης. Με βάση τις πρόνοιες του ίδιου Κανονισμού εξαιρούνται τέτοιας υποχρέωσης στις περιπτώσεις όπου η αγωγή έχει σχέση με μη συγκροτημένα θρησκευτικά, φιλανθρωπικά, εκπαιδευτικά και άλλα ιδρύματα τα οποία δεν ιδρύθηκαν ή δεν λειτουργούν με σκοπό το κέρδος. Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εφόσον στην υπό κρίση υπόθεση η αγωγή στρέφεται εναντίον μη συγκροτημένου σώματος με πολιτικό χαρακτήρα φαίνεται ότι κατ' αναλογίαν εφαρμόζονται οι πιο πάνω πρόνοιες, ουσιαστικά ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτη επέκτασή της Δ.9, θ.9 έξω από τα πλαίσια των όρων που καθορίζουν την ερμηνεία της. Ο σχετικός λόγος έφεσης επιτυγχάνει, καθ' όσον δεν υπήρξε πληρεξουσιοδότηση πριν την έκδοση του διατάγματος όπως προνοείται στη Δ.9, θ.9.
4. Η πρωτόδικη απόφαση ότι ο εφεσείων νόμιμα ενάχθηκε εκ μέρους και ως εκπρόσωπος των μελών του Εκτελεστικού Γραφείου του κόμματος και εκ μέρους και ως εκπρόσωπος όλων των υπολοίπων σωμάτων και μελών του κόμματος αναφορικά με την απόφαση της 16.2.98 παραμερίζεται και η αγωγή εναντίον του υπό τις πιο πάνω αντιπροσωπευτικές ιδιότητες διαγράφεται.
Β. Αντέφεση
1. Στη βάση του παλαιόθεν καθιερωμένου κανόνα ότι ούτε ο γραμματέας ούτε οποιοσδήποτε άλλος αξιωματούχος μη συγκροτημένου σώματος μπορεί να ενάγει ή να εναχθεί υπό την ιδιότητα του αυτή, ο εφεσείων δεν μπορούσε, στην παρούσα υπόθεση, να εναχθεί ως Γραμματέας του Δημοκρατικού Κόμματος.
2. Η ορθή διαδικασία για προώθηση παραπόνου για παράνομη αποβολή μέλους κατά παράβαση των συμβατικά δεσμευτικών προνοιών του καταστατικού είναι αγωγή εναντίον των μελών της επιτροπής για δήλωση (declaration) και απαγορευτικό διάταγμα (injunction) ή αποζημιώσεις, είναι δε στα πλαίσια εκείνα που μπορεί να εγερθεί θέμα αντιπροσωπευτικής υπεράσπισης των μελών της επιτροπής. Αυτό δεν έγινε στην προκείμενη υπόθεση στην οποία δεν ενάγονται τα μέλη της επιτροπής αλλά το ίδιο το μη συγκροτημένο σώμα και ο γραμματέας του.
3. Η έγερση της αγωγής εναντίον του εφεσείοντος υπό την προσωπική του ιδιότητα είναι ορθή ως αγωγή εντασσόμενη στα πλαίσια της προσωπικής ευθύνης κάθε μέλους μη συγκροτημένου σώματος επί τη βάσει του καταστατικού το οποίο, ως σύμβαση μεταξύ των μελών, διέπει τις μεταξύ τους συμβατικές σχέσεις.
Η έφεση και η αντέφεση επιτράπηκαν ως ανωτέρω. Εκδόθηκε διαταγή όπως η κάθε πλευρά αναλάβει τα έξοδά της.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Κόμμα Φιλελευθέρων και Άλλοι ν. ΡΙΚ (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 196,
Raftopoulos v. Theocharides [1976] 3 J.S.C. 496,
Stratos v. Αρτεμίου (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 751,
Lioufis & Co Ltd v. Ανδρονίκου και Άλλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 773,
Κωνσταντίνου ν. Αντωνιάδη (1998) 1 (Α) Α.Α.Δ. 120,
Barker v. Allanson [1937] 1 All E.R. 75,
Κάρμιος v. British East Mediterranean Relay Stations of Foreign and Commonwealth Office (1996) 1 (B) A.A.Δ. 1123,
Gray v. Pearson [1870] L.R. 5 C.P. 568,
Evans v. Hooper [1875] 1 Q.B.D. 45,
London Association for Protection of Trader Greenland Ltd [1916] 2 A.C. 15, H.L.,
Limassol Patriotic Club v. Kouvas 18 C.L.R. 106,
G.W. Stow v. F. Houry (1959-1960) 24 C.L.R. 206,
Rigby v. Connol [1880] 14 Ch. 482,
Artistic Upholstery Ltd v. Art Forma (Furniture) Ltd [1999] 4 All E.R. 277,
Temperton v. Russell [1893] 1 Q.B. 435,
Markt & co Ltd v. Knight Steamship Co. Ltd [1910] K.B. 1021,
Smith v. Cardiff Corporation [1953] 2 All E.R. 1373,
Bolinger S.A. v. Goldwell Ltd [1971] R.P.C. 412.
Έφεση και Αντέφεση.
Έφεση από τον Εναγόμενο κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Αρέστης, Π.Ε.Δ.) που δόθηκε στις 12/6/98 (Αρ. Αγωγής 1817/98) (Αίτηση ημερομηνίας 10/3/98) όσον αφορά την κατάληξη ότι η αγωγή νομίμως ηγέρθη από τους ενάγοντες εναντίον του εναγομένου, υπό την αντιπροσωπευτική του ιδιότητα.
Αντέφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης για διαγραφή της αγωγής κατά του εναγομένου υπό την προσωπική του ιδιότητα και την ιδιότητά του ως γραμματέως πολιτικού κόμματος.
Α. Σ. Αγγελίδης με Χρ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.
Σπ. Ευαγγέλου με Θ. Ευαγγέλου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Οι έξι Εφεσίβλητοι ήγειραν αγωγή εναντίον του Εφεσείοντα και του Δημοκρατικού Κόμματος ζητώντας θεραπείες αναφορικά με την απόφαση του Εκτελεστικού Γραφείου του Δημοκρατικού Κόμματος να τους αποβάλει από τις τάξεις του. Ο Εφεσείων ενάχθηκε ως ακολούθως:
"..... υπό την προσωπική του ιδιότητα, την ιδιότητα του ως Γενικού Γραμματέα του Δημοκρατικού Κόμματος, και εκ μέρους και ως εκπροσώπου όλων των προσώπων που αποτελούν το Εκτελεστικό Γραφείο του Δημοκρατικού Κόμματος που έλαβαν μέρος στις αποφάσεις του Εκτελεστικού Γραφείου ημερομηνίας 16.2.1998, και εκ μέρους και ως εκπροσώπου όλων των υπολοίπων σωμάτων και μελών του Δημοκρατικού Κόμματος που υποστηρίζουν τις αποφάσεις του Εκτελεστικού Γραφείου του Δημοκρατικού Κόμματος ημερομηνίας 16.2.1998".
Πριν από την καταχώρηση της αγωγής οι Εφεσίβλητοι είχαν, με ανεξάρτητη αίτησή τους, εξασφαλίσει διάταγμα το οποίο επέτρεπε στον Εφεσείοντα να υπερασπιστεί την αγωγή υπό όλες τις πιο πάνω ιδιότητες του. Αφού καταχώρησε εμφάνιση υπό αίρεση, ο Εφεσείων και το Δημοκρατικό Κόμμα καταχώρησαν αίτηση με την οποία ζητούσαν:
1. Παραμερισμό του κλητηρίου για έλλειψη καθ' ύλην δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
2. Διαγραφή της αγωγής εναντίον του Εφεσείοντα.
3. Διαγραφή της αγωγής εναντίον του Δημοκρατικού Κόμματος.
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος ο οποίος εξεδίκασε την αίτηση αποφάσισε ότι αυτή επιτύγχανε όσον αφορά το τρίτο αίτημα και το μέρος εκείνο του δευτέρου αιτήματος που σχετίζεται με την αγωγή εναντίον του Εφεσείοντα υπό την προσωπική ιδιότητα του και την ιδιότητα του ως Γενικός Γραμματέας του Δημοκρατικού Κόμματος, αλλά αποτύγχανε όσον αφορά το υπόλοιπο μέρος του δευτέρου αιτήματος που σχετίζετο με την αγωγή εναντίον του Εφεσείοντα υπό την αντιπροσωπευτική ιδιότητα του και όσον αφορά το πρώτο αίτημα. Η έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης όσον αφορά την κατάληξη ότι η αγωγή καλώς ηγέρθη εναντίον του Εφεσείοντα υπό την αντιπροσωπευτική ιδιότητα του. Η αντέφεση των Εφεσιβλήτων στρέφεται εναντίον της απόφασης του ευπαίδευτου Προέδρου για διαγραφή της αγωγής εναντίον του Εφεσείοντα υπό την προσωπική ιδιότητα του και υπό την ιδιότητα του ως Γενικός Γραμματέας του Δημοκρατικού Κόμματος. Προβάλλεται επίσης η θέση ότι η ένσταση των Εφεσιβλήτων στην αίτηση του Εφεσείοντα και του Δημοκρατικού Κόμματος ήταν παράτυπη και άκυρη, με αποτέλεσμα να μην ληφθεί υπ' όψη και να μην ακουσθούν.
Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορούν την απόφαση του ευπαίδευτου Προέδρου ότι το διάταγμα που επέτρεπε στον Εφεσείοντα να υπερασπισθεί την αγωγή υπό τις αναφερόμενες ιδιότητες του καλώς εξασφαλίσθηκε πριν από την έγερση της αγωγής και ότι καλώς εξασφαλίσθηκε από τους Εφεσίβλητους ως ενάγοντες. Συναφής είναι και ο έκτος και ο έβδομος λόγος έφεσης που προσβάλλουν την απόφαση ότι δεν χρειάζεται πληρεξούσιο έγγραφο από όλα τα πρόσωπα σε σχέση με τα οποία ο Εφεσείων ενάγετο υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα. Ο τρίτος, ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορούν την ουσία της απόφασης του ευπαιδεύτου Προέδρου ότι ο Εφεσείων μπορούσε να εναχθεί υπό την αντιπροσωπευτική ιδιότητα του. Τέλος, ο όγδοος λόγος έφεσης στρέφεται κατά της απόφασης ότι στο παρόν στάδιο δεν μπορούσε να παραμερισθεί το κλητήριο λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Αυτός ο λόγος όμως δεν μπορεί να εξετασθεί αφού δεν περιλαμβάνεται στην έφεση η οποία, όπως αναφέρεται, είναι εναντίον του μέρους εκείνου της απόφασης που αποφασίζει ότι καλώς ο Εφεσείων ενάγεται υπό την αντιπροσωπευτική ιδιότητα του και δεν επεκτείνεται στο άλλο και χωριστό θέμα που εγείρει ο όγδοος λόγος έφεσης.
Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος έφεσης επικεντρώνονται στη Δ.9, θ.9 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας βάσει της οποίας εξεδόθη το διάταγμα που επέτρεπε στον Εφεσείοντα να υπερασπισθεί την αγωγή υπό τις αναφερόμενες ιδιότητες του. Η Δ.9, θ.9 προνοεί:
"9.-(1) Where there are numerous persons having the same interest in one cause or matter, one or more of such persons may be authorized by the Court or a Judge to sue or defend in such cause or matter, on behalf or for the benefit of all persons so interested.
(2) Before any such order is made a power of attorney signed by the persons to be represented and certified by a Registrar or certifying officer or the mukhtar and two azas of their village, and empowering the person or persons, who are to sue or defend on their behalf, to represent them in the cause or matter specified in the power of attorney, shall be filed with the writ of summons, except in the case of any unincorporated religious, charitable, philanthropic, educational, social or athletic institution or association not established or conducted for profit.
(3) Where any such order is made, the persons represented shall be bound by the judgment of the Court in the action, and the same may be enforced against them in all respects as if they were parties to the action."
Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι:
1. Το διάταγμα εκπροσώπησης δυνάμει της Δ.9, θ.9 πρέπει να λαμβάνεται μετά την καταχώριση της αγωγής, και όχι πριν, όπως έγινε στην προκειμένη περίπτωση (πρώτος λόγος έφεσης).
2. Το διάταγμα αντιπροσωπευτικής υπεράσπισης δυνάμει της Δ.9, θ.9 δεν μπορεί να εκδοθεί με αίτηση των εναγόντων παρά μόνο με αίτηση των προσώπων που επιδιώκουν την αντιπροσωπευτική υπεράσπιση τους στην αγωγή (δεύτερος λόγος έφεσης).
Τα εγειρόμενα θέματα αφορούν την ερμηνεία της Δ.9, θ.9. Θεωρούμε πρόσφορο να αρχίσουμε την εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης, αφού αυτό θα οδηγήσει στον πρώτο. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος θεώρησε ότι καλώς το διάταγμα εκπροσώπησης εξασφαλίσθηκε από τους ενάγοντες. Έχουμε διάφορη άποψη. Η Δ.9, θ.9(1) προβλέπει ότι το διάταγμα εκπροσώπησης λαμβάνεται από τα πρόσωπα που, έχοντας το ίδιο συμφέρον στην υπόθεση, επιδιώκουν την εκ μέρους των έγερση ή υπεράσπιση της υπόθεσης ανάλογα ("one or more of such persons [having the same interest in the cause or matter] may be authorised to sue or defend in such cause or matter on behalf or for the benefit of all persons so interested"). Το διάταγμα εκπροσώπησης που δίδεται από τη Δ.9, θ.9 είναι, εις μεν τους επιθυμούντες να εγείρουν την υπόθεση όπως εκπροσωπηθούν οι ίδιοι στην έγερση της, εις δε τους επιθυμούντες να την υπερασπίσουν όπως εκπροσωπηθούν οι ίδιοι στην υπεράσπιση της, και έτσι η Δ.9, θ.9 όντως διαφέρει από την αντίστοιχη Αγγλική Δ.16, θ.9. Δεν παρέχεται δικαίωμα στον ενάγοντα να εξασφαλίσει ο ίδιος διάταγμα εκπροσώπησης των εναγομένων, όπως έγινε στην προκειμένη περίπτωση που οι ενάγοντες εξασφάλισαν διάταγμα με το οποίο "παρείχετο άδεια" στον Εφεσείοντα να υπερασπίσει την αγωγή υπό την αντιπροσωπευτική ιδιότητα του. Οι ενάγοντες ουσιαστικά επιδίωξαν να νομιμοποιηθούν εκ των προτέρων στην έγερση της αγωγής εξασφαλίζοντας ένα διάταγμα που μόνο η άλλη πλευρά θα μπορούσε να εξασφαλίσει και που μόνο για την άλλη πλευρά θα είχε νόημα. Ούτε θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά. Η Δ.9, θ.9(2) προνοεί ότι το διάταγμα εκπροσώπησης δεν εκδίδεται παρά μόνο (πλην των εξαιρουμένων περιπτώσεων) εφ΄όσον έχει καταχωρηθεί, μαζί με το κλητήριο ένταλμα, η πληρεξουσιοδότηση εκπροσώπησης, που σαφώς πρέπει, στην περίπτωση των εναγομένων, να προέρχεται από αυτούς. Εξ ου, βεβαίως, και η πρόνοια στη Δ.9, θ.9(3) ότι το διάταγμα εκπροσώπησης έχει τη συνέπεια ότι η απόφαση στην αγωγή δεσμεύει τους εκπροσωπουμένους, αφού θα ήταν παράδοξο όσο και εναντίον κάθε κανόνα δικαίου να δεσμεύονται πρόσωπα από την έκβαση της υπόθεσης τα οποία κατέστησαν εκπροσωπούμενοι διάδικοι μόνον μέσω διατάγματος εκπροσώπησης που ελήφθη ex parte από την άλλη πλευρά και που δεν ζήτησαν οι ίδιοι να εκπροσωπηθούν. Δεν έχουμε υπ' όψη μας οποιαδήποτε αυθεντία η οποία να συνηγορεί υπέρ άλλης ερμηνείας της Δ.9, θ.9. Στις υποθέσεις Κόμμα Φιλελευθέρων v. ΡΙΚ και Ένωση Κέντρου v. ΡΙΚ (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 196, στις οποίες παραπέμπουν οι Εφεσίβλητοι, το θέμα δεν είχε εγερθεί καθόλου ως επίδικο αφού το διάταγμα είχε εξασφαλισθεί από τους ίδιους του ενάγοντες για δική τους εκπροσώπηση, η δε σχετική αναφορά του δικαστηρίου είναι απλώς στα πλαίσια του ιστορικού της υπόθεσης.
Καταλήγοντας, διαπιστώνουμε ότι το διάταγμα αντιπροσωπευτικής υπεράσπισης της αγωγής δεν μπορούσε να ληφθεί από τους ενάγοντες. Ούτε βέβαια πρόκειται για απλή παρατυπία που θα μπορούσε να διορθωθεί ή η ένσταση στην οποία θα μπορούσε να εγκαταλειφθεί, όπως υποβάλλουν οι Εφεσίβλητοι. Το θέμα αφορά σαφώς, όπως παρατηρήθηκε και στην Raftopoulos v. Theocharides [1976] 3 J.S.C 496 στην οποία οι ευπαίδευτοι συνήγοροι παρέπεμψαν, την ίδια την ύπαρξη και οντότητα του διαδίκου, που, ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, δεν υπήρχε νόμιμα υπό την ιδιότητα υπό την οποία περιγράφεται και στην οποία είχε αναφορά το κακώς ληφθέν διάταγμα εκπροσώπησης. Σχετικές είναι και οι υποθέσεις Stratos v. Αρτεμίου (1997) 1 Α.Α.Δ. 751, και Lioufis & Co Ltd v. Ανδρονίκου (1996) 1 Α.Α.Δ. 773, στις οποίες μας παρέπεμψε ο Εφεσείων. Το περαιτέρω εγειρόμενο θέμα της κατάχρησης της διαδικασίας δεν είχε εγερθεί πρωτοδίκως και δεν αποτέλεσε επίδικο θέμα ή αντικείμενο εξέτασης στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Η κατάληξη επί του δευτέρου λόγου έφεσης προσφέρει την απάντηση και στον πρώτο, όπως διαφαίνεται από τις σχετικές αναφορές στη Δ.9, θ.9. Η Δ.9, θ.9(1) δεν καθορίζει κατά πόσο το διάταγμα εκπροσώπησης πρέπει να λαμβάνεται πριν ή μετά την έγερση της αγωγής. Η Δ.9, θ.9(2) όμως προβλέπει ότι το διάταγμα εκπροσώπησης δεν εκδίδεται παρά μόνον εφ' όσον έχει καταχωρηθεί η πληρεξουσιοδότηση εκπροσώπησης, που σαφώς τοποθετεί, εν πάση περιπτώσει όσον αφορά την εκπροσώπηση υπεράσπισης, την έκδοση του διατάγματος επόμενα της αγωγής. Εφ' όσον μάλιστα, σύμφωνα με την κατάληξη μας επί του δευτέρου λόγου έφεσης, το διάταγμα εκπροσώπησης υπεράσπισης μπορεί να ληφθεί μόνο από τους ίδιους τους εναγόμενους, είναι πρόδηλο ότι αυτό δεν μπορούσε να ληφθεί πριν από την καταχώριση της αγωγής. Όπως και στην περίπτωση του θέματος που αφορά ο δεύτερος λόγος έφεσης, έτσι και εδώ, η σχετική αναφορά στις υποθέσεις Κόμμα των Φιλελευθέρων ν. ΡΙΚ και Ένωση Κέντρου ν. ΡΙΚ, ανωτέρω, ότι το διάταγμα εξασφαλίσθηκε πριν από την έγερση της αγωγής δεν είναι καν obiter αφού ελέχθη μόνο σε σχέση με το ιστορικό της υπόθεσης. Η άλλη αναφορά στην υπόθεση Raftopoulos v. Theocharides, ανωτέρω (απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου), δεν είναι καθοδηγητική αφού το θέμα δεν ηγέρθη ως επίδικο (δεν υπήρχε καθόλου διάταγμα είτε πριν είτε μετά από την αγωγή) και η σχετική ρήση ότι έπρεπε να είχε εξασφαλισθεί διάταγμα πριν από την αγωγή είναι obiter, επιδιώκοντας μάλλον να τονίσει την ακυρότητα της διαδικασίας ως εκ της ανυπαρξίας διαδίκων.
Η κατάληξη λοιπόν είναι ότι το διάταγμα αντιπροσωπευτικής υπεράσπισης δεν μπορούσε να ληφθεί πριν από την έγερση της αγωγής.
Όπως αναφέραμε, συναφείς είναι και ο έκτος και ο έβδομος λόγος έφεσης που αφορούν την πληρεξουσιοδότηση εκπροσώπησης. Εκτός στην περίπτωση "unincorportated religious, charitable, philanthropic, educational, social or athletic institution or association not established or conducted for profit", η Δ.9, θ.9 καθιστά επιτακτική και απαραίτητη προϋπόθεση της έκδοσης του διατάγματος εκπροσώπησης την καταχώριση πληρεξουσιοδότησης από τα πρόσωπα που θα εκπροσωπηθούν προς τα πρόσωπα που θα τους εκπροσωπήσουν στην έγερση ή υπεράσπιση της υπόθεσης. Αδυνατούμε να συμφωνήσουμε με την προσέγγιση του ευπαίδευτου Προέδρου στο θέμα, ότι η καταχώριση πληρεξουσιοδότησης δεν ήταν αναγκαία καθ' όσον, όπως το έθεσε στη σ. 15, "Εφόσον στην υπό κρίση υπόθεση η αγωγή στρέφεται εναντίον μη συγκροτημένου σώματος το οποίο έχει πολιτικό χαρακτήρα, φαίνεται ότι κατ' αναλογίαν εφαρμόζονται οι πιο πάνω πρόνοιες [που αφορούν μη συγκροτημένα θρησκευτικά και άλλα ιδρύματα ή συνδέσμους] και επομένως δεν θα ήταν αναγκαία η καταχώρηση με το κλητήριο ένταλμα πληρεξουσίου εγγράφου". Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος είχε ήδη διαπιστώσει ότι το Δημοκρατικό Κόμμα ήταν μη συγκροτημένο σώμα. Ούτε είναι το πολιτικό κόμμα "religious, charitable, philanthropic, educational, social or athletic institution or association", στην περίπτωση των οποίων δεν υπάρχει ανάγκη καταχώρισης πληρεξουσιοδότησης από τα πρόσωπα που ζητούν να αντιπροσωπευθούν, στην προκειμένη περίπτωση τα μέλη του Εκτελεστικού Γραφείου του ΔΗΚΟ και τα υπόλοιπα σώματα και μέλη του τα οποία υποστηρίζουν τις αποφάσεις του Εκτελεστικού Γραφείου. Δεν υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής των εξαιρέσεων της Δ.9, θ.9(2) "κατ' αναλογία". Αν η περίπτωση δεν εμπίπτει στις ρητά προνοούμενες εξαιρέσεις, η καταχώρηση πληρεξουσιοδότησης είναι τόσο αναγκαία όσο και επιτακτική και δεν τίθεται θέμα ρύθμισης κατ' αναλογία. Η κατ' αναλογία εφαρμογή της Δ.9, θ.9 στην περίπτωση πολιτικού κόμματος ουσιαστικά ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτη επέκταση της έξω από τα πλαίσια των όρων της που καθορίζουν και την ερμηνεία της, σχετικές δε είναι οι παρατηρήσεις, με αναφορά και στη νομολογία, στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Αντωνιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 120, στην οποία μας παρέπεμψε ο Εφεσείων.
Και αυτοί οι λόγοι έφεσης λοιπόν επιτυγχάνουν, καθ' όσον δεν υπήρξε πληρεξουσιοδότηση πριν από την έκδοση του διατάγματος όπως προνοείται στη Δ.9, θ.9.
Δεν κρίνουμε, ως εκ των πιο πάνω, αναγκαίο ή σκόπιμο να υπεισέλθουμε στους υπόλοιπους λόγους έφεσης 3, 4 και 5, που αφορούν την όλη δυνατότητα του Εφεσείοντα να εναχθεί υπό τις αναφερόμενες αντιπροσωπευτικές ιδιότητες του, πέραν του να παρατηρήσουμε ότι η αντιπροσωπευτική ιδιότητα "εκ μέρους και ως εκπροσώπου όλων των υπολοίπων σωμάτων και μελών του Δημοκρατικού Κόμματος που υποστηρίζουν τις αποφάσεις του Εκτελεστικού Γραφείου του Δημοκρατικού Κόμματος" είναι τόσο ασαφής και αβέβαια που να μην ήταν δυνατό να προσδιορισθεί και να συγκεκριμενοποιηθεί επί των ενώπιον του δικαστηρίου δεδομένων (ίδε Barker v. Allanson [1937] 1 All E.R. 75). Ούτε εξηγείται επί ποίας βάσεως ο Εφεσείων ειδικά και συγκεκριμένα να θεωρείται ως εκπρόσωπος είτε όλων των προσώπων που αποτελούν το Εκτελεστικό Γραφείο του Δημοκρατικού Κόμματος είτε όλων των υπολοίπων σωμάτων και μελών αυτού.
Η πρωτόδικη απόφαση ότι ο Εφεσείων νόμιμα ενάχθηκε "εκ μέρους και ως εκπροσώπου όλων των προσώπων που αποτελούν το Εκτελεστικό Γραφείο του Δημοκρατικού Κόμματος που έλαβαν μέρος στις αποφάσεις του Εκτελεστικού Γραφείου ημερομηνίας 16.2.1998, και εκ μέρους και ως εκπροσώπου όλων των υπολοίπων σωμάτων και μελών του Δημοκρατικού Κόμματος που υποστηρίζουν τις αποφάσεις του Εκτελεστικού Γραφείου του Δημοκρατικού Κόμματος ημερομηνίας 16.2.1998", παραμερίζεται και η αγωγή εναντίον του υπό τις πιο πάνω αντιπροσωπευτικές ιδιότητες διαγράφεται.
Όσον αφορά την αντέφεση, προσβάλλεται κατ' αρχήν με τον πρώτο και το δεύτερο λόγο η απόφαση του ευπαίδευτου Προέδρου να θεωρήσει παράτυπη και άκυρη την ένσταση των Εφεσιβλήτων στην αίτηση του Εφεσείοντα και του Δημοκρατικού Κόμματος, με αποτέλεσμα να μην ληφθεί υπ' όψη και να μην ακουσθούν. Όπως όμως παρατηρεί ο Εφεσείων, στην πραγματικότητα αυτό δεν είναι θέμα που αφορά την επίδικη απόφαση και την επ' αυτής έφεση και αντέφεση, αφού η απόφαση επ' αυτού ήταν χωριστή και προηγήθηκε της επίδικης απόφασης και θα έπρεπε έτσι να είχε προσβληθεί, αν αυτό ήταν δυνατό, με άλλη διαδικασία έφεσης. Περαιτέρω, ο πέμπτος λόγος έφεσης έχει ήδη απαντηθεί στα πλαίσια των προηγηθέντων.
Η αντέφεση στρέφεται ουσιαστικά εναντίον της απόφασης ότι ο Εφεσείων δεν μπορούσε να εναχθεί υπό την προσωπική ιδιότητα του και υπό την ιδιότητα του ως Γενικού Γραμματέα του Δημοκρατικού Κόμματος (λόγοι 3, 4 και 5). Η αντέφεση δεν αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης ότι το Δημοκρατικό Κόμμα δεν μπορούσε να εναχθεί καθ' όσον δεν ήταν μη συγκροτημένο σώμα. Αμφισβητεί όμως με τον τέταρτο λόγο αντέφεσης την κατάληξη ότι, καθ' όσον το Δημοκρατικό Κόμμα δεν ήταν συγκροτημένο σώμα, επομένως ούτε ο Γραμματέας του μπορούσε να εναχθεί. Στη θέση αυτή όμως δεν μπορεί να υπάρξει ουσία. Δεδομένου ότι μη συγκροτημένα σώματα δεν μπορούν να ενάγουν ή να εναχθούν - ίδε και την υπόθεση Κάρμιος ν. British East Mediterranean Relay Stations of Foreign and Commonwealth Office (1996) 1 Α.Α.Δ. 1123, στην οποία αναφέρεται και η πρωτόδικη απόφαση - ακολουθεί ότι ούτε ο γραμματέας ούτε οποιοσδήποτε άλλος αξιωματούχος μη συγκροτημένου σώματος μπορεί να ενάγει ή να εναχθεί υπό την ιδιότητα του αυτή. Ο κανόνας αυτός είναι παλαιόθεν καθιερωμένος (ίδε Gray v. Pearson [1870] L.R. 5 C.P. 568, Evans v. Hooper [1875] 1 Q.B.D. 45, C.A., London Association for Protection of Trader Greenland Ltd [1916] 2 A.C. 15, H.L., Limassol Patriotic Club v. Kouvas 18 C.L.R. 106, G.W. Stow v. F. Houry (1959-1960) 24 C.L.R. 206). Ο Εφεσείων δεν μπορούσε λοιπόν να εναχθεί υπό την ιδιότητα του ως Γραμματέας του Δημοκρατικού Κόμματος.
Δεν παραγνωρίζουμε βέβαια τη δυνατότητα του δικαστηρίου να ασκήσει δικαιοδοσία σε σχέση με μη συγκροτημένα σώματα όταν η αγωγή αφορά ισχυριζόμενη παραβίαση περιουσιακού δικαιώματος (ίδε Rigby v. Connol [1880] 14 Ch. 482), όπως και ευρύτερα τη δυνατότητα των καταπιστευματοδόχων της περιουσίας μη συγκροτημένου σώματος (ή, ελλείψει καταπιστευματοδόχων, των μελών του δυνάμει του καταστατικού που τα συνδέει ως σύμβαση) να εγείρουν ή να υπερασπίσουν αγωγή σε σχέση με τέτοια περιουσία (ίδε Artistic Upholstery Ltd v. Art Forma (Furniture) Ltd [1999] 4 All E.R. 277, όπου το θέμα εξετάζεται σε έκταση). Η αντίστοιχη της δικής μας Δ.9, θ.9 Αγγλική Δ.16, θ.9 έχει μάλιστα ερμηνευθεί ως έχουσα εφαρμογή προκειμένου περί περιουσιακού δικαιώματος το οποίο όλα τα μέλη του μη συγκροτημένου σώματος έχουν από κοινού και όχι ευρύτερα. Όπως ελέχθη στην υπόθεση Temperton v. Russell [1893] 1 Q.B. 535, στη σ. 438:
"The question really turns on the meaning of the words "having the same interest in one cause or matter". This expression only extends, we think, to persons who have or claim some beneficial proprietary right, which they are asserting or defending in the cause or matter."
Περαιτέρω, όπως η ίδια η υπόθεση αυτή δείχνει, είναι αναγκαίο να τεκμηριωθεί η ταυτότητα συμφέροντος μεταξύ όλων των μελών για να είναι δυνατή η εφαρμογή της Δ.16, θ.9 (ίδε και Markt & Co Ltd v. Knight Steamship Co. Ltd [1910] K.B. 1021, Smith v. Cardiff Corporation [1953] 2 All E.R. 1373, J. Bolinger S.A. v. Goldwell Ltd [1971] R.P.C. 412).
Τέτοια θέματα όμως δεν εγείρονται στην παρούσα υπόθεση, που αφορά μάλλον την ορθότητα ενεργειών οργάνου μη συγκροτημένου σώματος σε σχέση με την αποβολή μελών του. Η παρούσα υπόθεση αφορά λοιπόν τα δικαιώματα των μελών μη συγκροτημένου σώματος μεταξύ τους, που ανάγονται πάντοτε στη βάση σύμβασης υπό τη μορφή του καταστατικού. Αν και το δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να ερμηνεύσει, ως τέτοιες, τις πρόνοιες του καταστατικού, αυτό δεν είναι θέμα αγωγής εναντίον του μη συγκροτημένου σώματος ή του γραμματέα του ως αξιωματούχου, αφού η βασική αρχή παραμένει ότι μη συγκροτημένο σώμα δεν μπορεί να ενάγει, ή να ενάγεται, ούτε το ίδιο ούτε μέσω του γραμματέα ή άλλου αξιωματούχου του. Η ορθή διαδικασία για προώθηση παραπόνου για παράνομη αποβολή μέλους κατά παράβαση των συμβατικά δεσμευτικών προνοιών του καταστατικού είναι αγωγή εναντίον των μελών της επιτροπής για δήλωση (declaration) και απαγορευτικό διάταγμα (injunction) ή αποζημιώσεις (ίδε: Halsbury' s Laws of England, 4th ed. vol. 6, para 242), είναι δε στα πλαίσια εκείνα που μπορεί να εγερθεί θέμα αντιπροσωπευτικής υπεράσπισης των μελών της επιτροπής. Αυτό δεν έγινε στην προκειμένη υπόθεση στην οποία δεν ενάγονται τα μέλη της επιτροπής αλλά το ίδιο το μη συγκροτημένο σώμα και ο γραμματέας του.
Ο τρίτος λόγος αντέφεσης προσβάλλει την απόφαση ότι ο Εφεσείων δεν μπορούσε να εναχθεί υπό την προσωπική του ιδιότητα. Δεν γνωρίζουμε οποιοδήποτε κανόνα που να εμποδίζει αγωγή εναντίον οποιουδήποτε μέλους μη συγκροτημένου σώματος υπό την προσωπική ιδιότητα του. Απεναντίας, η έλλειψη δυνατότητας αντιπροσωπευτικής αγωγής ή υπεράσπισης απολήγει στην προσωπική αγωγή ή υπεράσπιση ως ο κανόνας, ενώ η διαπίστωση της έλλειψης κοινού συμφέροντος μπορεί να οδηγήσει στη διαγραφή της αντιπροσωπευτικής ιδιότητας και την αντικατάσταση της με την προσωπική ιδιότητα - ίδε Smith v. Cardiff Corporation [1953] 2 All E.R. 1374, Temperton v. Russell [1893] 1 Q.B. 435. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος θεώρησε ότι, καθ' όσον οι αιτούμενες θεραπείες αφορούσαν το ίδιο το Δημοκρατικό Κόμμα και τα όργανα και τους αξιωματούχους του, η αγωγή εναντίον του Εφεσείοντα υπό την προσωπική ιδιότητα του δεν ήταν ουσιαστικά τέτοια αλλά ανάμειξη του υπό την ιδιότητα του αξιωματούχου του κόμματος. Μα η ιδιότητα του ως αξιωματούχος είχε διαχωρισθεί από την προσωπική ιδιότητα του, ούτε ήταν δυνατό στο στάδιο εκείνο να αποκλεισθεί η ευθύνη του Εφεσείοντα υπό την προσωπική ιδιότητα του σε αναφορά με τις αιτούμενες θεραπείες, καθ' όσον αυτές θα μπορούσαν να αφορούσαν την προσωπική ευθύνη του ιδίου του Εφεσείοντα για τις παραπονούμενες πράξεις. Τοσούτο μάλλον αφού το δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν ετίθετο θέμα ακύρωσης του κλητηρίου εντάλματος λόγω έλλειψης καθ' ύλης δικαιοδοσίας. Η αγωγή εναντίον του Εφεσείοντα προσωπικά μπορεί να ενταχθεί στα πλαίσια της προσωπικής ευθύνης κάθε μέλους μη συγκροτημένου σώματος επί τη βάσει του καταστατικού το οποίο, ως σύμβαση μεταξύ των μελών, διέπει τις τοιαύτες σχέσεις τους.
Η κατάληξή μας είναι λοιπόν ότι ο Εφεσείων μπορούσε νόμιμα να εναχθεί υπό την προσωπική ιδιότητά του, και ως εκ τούτου η πρωτόδικη απόφαση ότι ο Εφεσείων δεν μπορούσε να εναχθεί υπό την προσωπική ιδιότητα του παραμερίζεται.
Η αντέφεση εγείρει και λόγο αφορώντα την πρωτόδικη διαταγή για έξοδα. Εν όψει της κατάληξης της έφεσης και της αντέφεσης, δεν θα διαφοροποιήσουμε τη διαταγή εκείνη. Όσον αφορά την έφεση και την αντέφεση, η κάθε πλευρά θα αναλάβει τα έξοδα της.
Η έφεση και η αντέφεση επιτρέπονται ως ανωτέρω. Εκδίδεται διαταγή όπως η κάθε πλευρά αναλάβει τα έξοδά της.