ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 1 ΑΑΔ 1907

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10300

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΚΡΑΜΒΗ, Δ/στών

Μεταξύ:

Στάθη Κιττή,

Εφεσειόντος-Καθ' ου η Αίτηση 1

- και -

Ντίνου Μιχαηλίδη, από τη Λεμεσό, και άλλων,

Εφεσιβλήτων-Αιτητών

------------------------

28 Νοεμβρίου, 2000

Για τον Εφεσείοντα: Στ. Ερωτοκρίτου (κα).

Για τους Εφεσίβλητους: Α. Ευαγγέλου (καμιά εμφάνιση κατά

την ακρόαση).

------------------------

Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Με μονομερή αίτηση των εφεσιβλήτων, εκδόθηκε Διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο καθοριζόμενο άτομο, ο κ. Κιττής, θα εκπροσωπούσε τους εναγομένους σε αγωγή τους (των εφεσιβλήτων), η οποία θα στρεφόταν κατά του Εκτελεστικού Γραφείου του Δημοκρατικού Κόμματος και των προσώπων που έλαβαν μέρος στη συνεδρία του, κατά την οποία λήφθηκε απόφαση ή αποφάσεις, στις οποίες οι εφεσίβλητοι ενίσταντο και με την αγωγή τους θα επεδίωκαν να ακυρώσουν.

Με το εν λόγω Διάταγμα χορηγήθηκε:-

«... άδεια στον Στάθη Κιττή να υπερασπιστεί υπό την προσωπική του ιδιότητα και υπό την ιδιότητα του ως Γενικού Γραμματέα του Δημοκρατικού Κόμματος και ως εκπρόσωπος και εκ μέρους και/ή για το συμφέρον όλων των προσώπων που αποτελούν το Εκτελεστικό Γραφείο του Δημοκρατικού Κόμματος που έλαβαν μέρος στις αποφάσεις του Εκτελεστικού Γραφείου ημερομηνίας 16 Φεβρουαρίου, 1998, και γενικά όλων των μελών του Δημοκρατικού Κόμματος που υποστηρίζουν την εν λόγω απόφαση (τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα).»

Οι καθ' ων η αίτηση, οι μέλλοντες εναγόμενοι, ο Στάθης Κιττής και το Δημοκρατικό Κόμμα, ζήτησαν τον παραμερισμό και την ακύρωση του Διατάγματος.

Αφού άκουσε και τα δύο μέρη, κατά την αναθεώρηση του Διατάγματος, το Επαρχιακό Δικαστήριο επικύρωσε το Διάταγμα, με μια τροποποίηση - τη διαγραφή της φράσης «υπό την προσωπική του ιδιότητα».

Σε άλλη αγωγή, η οποία ηγέρθη από τους εφεσίβλητους εναντίον των εφεσειόντων, παρεπόμενα της έκδοσης διατάγματος, ανάλογου περιεχομένου με εκείνο που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, οι εφεσείοντες αξίωσαν:-

(α) Τον παραμερισμό του Κλητηρίου Εντάλματος, για έλλειψη καθ' ύλην δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

(β) Τη διαγραφή της αγωγής εναντίον του Στάθη Κιττή. καθώς και

(γ) εναντίον του Δημοκρατικού Κόμματος.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο αποδέχτηκε το τρίτο και εν μέρει το δεύτερο αίτημα, στο βαθμό που αφορούσε την αγωγή εναντίον του Στάθη Κιττή υπό την προσωπική του ιδιότητα.

Ο Στάθης Κιττής εφεσίβαλε την απόφαση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε στην απόφαση του Εφετείου στην Κιττής ν. Μιχαηλίδη κ.ά., Πολιτική ΄Εφεση 10268, 31/1/00, ότι το μέρος του Διατάγματος, που επέτρεπε όπως ο Στάθης Κιττής εναχθεί «εκ μέρους και ως εκπροσώπου όλων των προσώπων που αποτελούν το Εκτελεστικό Γραφείο του Δημοκρατικού Κόμματος που έλαβαν μέρος στις αποφάσεις του Εκτελεστικού Γραφείου ημερομηνίας 16.2.1998, και εκ μέρους και ως εκπροσώπου όλων των υπολοίπων σωμάτων και μελών του Δημοκρατικού Κόμματος που υποστηρίζουν αποφάσεις του Εκτελεστικού Γραφείου του Δημοκρατικού Κόμματος ημερομηνίας 16.2.1998», ήταν ανυπόστατο και έπρεπε να παραμεριστεί, οπόταν διατάχθηκε η ακύρωσή του. Αποδέχτηκε όμως το μέρος της αντέφεσης, που αφορούσε το μη ενακτέο του Στάθη Κιττή υπό την προσωπική του ιδιότητα. Αυτό ήταν εφικτό. δεν υπήρχε κανόνας που να το απαγορεύει.

Στην απόφαση του Εφετείου - Κιττής ν. Μιχαηλίδη κ.ά., (ανωτέρω), που εκδόθηκε από το Χατζηχαμπή, Δ., το Δικαστήριο πραγματεύεται, σε κάποια έκταση, την ερμηνεία της Δ.9, θ.9, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, του διαδικαστικού κανόνα που ρυθμίζει θέματα αντιπροσώπευσης διαδίκων, οι οποίοι έχουν όμοιο συμφέρον και επηρεάζονται ανάλογα από αγωγή η οποία εγείρεται εναντίον τους από καθοριζόμενο άτομο ή άτομα. Το Δικαστήριο διαπίστωσε:-

«Το διάταγμα εκπροσώπησης που δίδεται από τη Δ.9 θ.9 είναι, εις μεν τους επιθυμούντες να εγείρουν την υπόθεση όπως εκπροσωπηθούν οι ίδιοι στην έγερση της, εις δε τους επιθυμούντες να την υπερασπίσουν όπως εκπροσωπηθούν οι ίδιοι στην υπεράσπιση της, και έτσι η Δ.9 θ.9 όντως διαφέρει από την αντίστοιχη Αγγλική Δ.16 θ.9. Δεν παρέχεται δικαίωμα στον ενάγοντα να εξασφαλίσει ο ίδιος διάταγμα εκπροσώπησης των εναγομένων, όπως έγινε στην προκείμενη περίπτωση που οι ενάγοντες εξασφάλισαν διάταγμα με το οποίο 'παρείχετο άδεια' στον Εφεσείοντα να υπερασπίσει την αγωγή υπό την αντιπροσωπευτική ιδιότητα του. Οι ενάγοντες ουσιαστικά επιδίωξαν να νομιμοποιηθούν εκ των προτέρων στην έγερση της αγωγής εξασφαλίζοντας ένα διάταγμα που μόνο η άλλη πλευρά θα μπορούσε να εξασφαλίσει και που μόνο για την άλλη πλευρά θα είχε νόημα. Ούτε θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά.»

Στο απόσπασμα, που παρατίθεται πιο πάνω, περιέχεται η αρχή, στην οποία θεμελιώνεται η απόφαση του Εφετείου για την ακύρωση του Διατάγματος για εκπροσώπηση των Αξιωματούχων του Δημοκρατικού Κόμματος που καθορίζονται στο Διάταγμα. Σ' αυτό εμπεριέχεται και ο λόγος της απόφασης του Εφετείου, δηλαδή η αρχή δικαίου η οποία προκύπτει ή αναφύεται από την εφαρμογή του ισχύοντος δικαίου στην επίλυση της διαφοράς.

Τα επίδικα θέματα της παρούσας έφεσης, όπως και τα γεγονότα που συνθέτουν τη διαφορά μεταξύ των διαδίκων, είναι όμοια με τα κριθέντα και αποφασισθέντα στην Κιττής, (ανωτέρω).

Η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, η οποία προσβάλλεται, εκδόθηκε στις 2 Απριλίου, 1998. Η απόφαση του Εφετείου στην Πολιτική ΄Εφεση 10268 εκδόθηκε στις 31 Ιανουαρίου, 2000. Αυτό εξηγεί και τη λύση του θέματος από το Επαρχιακό Δικαστήριο, χωρίς αναφορά στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Ο εφεσείων υπέβαλε, και σ' αυτό αποκλειστικά στηρίζει τη θέση του, ότι η έφεση πρέπει να επιτραπεί εκ του λόγου της απόφασης στην Πολιτική ΄Εφεση 10268 και της νομολογιακής δέσμευσης που αυτή ενέχει.

Οι εφεσίβλητοι πρόβαλαν δύο αντεπιχειρήματα:-

1. Οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις της Δ.9, θ.9, οι οποίες υιοθετήθηκαν στην Πολιτική ΄Εφεση 10268 «δεν αποτελούν μέρος του λόγου της απόφασης». νοείται ο λόγος της δικαστικής απόφασης που στοιχειοθετεί την προκύπτουσα αρχή δικαίου.

2. Τα λεχθέντα επί του θέματος συνιστούν «μόνο OBITER DICTUM, διαφοροποιούνται από την παρούσα και υπόθεση, είναι εσφαλμένα και δεν πρέπει να ακολουθηθούν*.».

Παρατηρήσεις του δικαστηρίου, αναφορικά με αρχές δικαίου οι οποίες δεν εντάσσονται και δεν αποτελούν μέρος του λόγου της δικαστικής απόφασης, δε δημιουργούν δέσμευση. Ενέχουν, βέβαια, βαρύτητα, λόγω της προέλευσής τους και του έμμεσου, έστω, συσχετισμού τους προς το λόγο της απόφασης. Παρατηρήσεις του δικαστηρίου αυτής της υφής, όχι σπάνια, διαγράφουν τις προεκτάσεις του δικαίου, με ορατές επιπτώσεις στην εξέλιξή του. Στερούνται όμως νομολογιακής δέσμευσης, γεγονός που αφήνει το πεδίο ανοικτό για απόκλιση από αυτές, εφόσον κρίνεται ότι δεν αντανακλούν ορθή αρχή δικαίου.

Στην προκείμενη περίπτωση, οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, αναφορικά με την ερμηνεία της Δ.9, θ.9, και, ειδικά, η διαπίστωση ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα εξασφάλισης διατάγματος από τους προτιθέμενους ενάγοντες για την εκπροσώπηση των εναγομένων από συγκεκριμένο άτομο ή άτομα, αποτελούν μέρος του πυρήνα της απόφασης του Δικαστηρίου και εμπεριέχονται σ' αυτό. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα προσέκρουε και στο κατοχυρωμένο δικαίωμα του διαδίκου, του εναγομένου (του εφεσείοντος) στην προκείμενη περίπτωση, να προβάλει ο ίδιος τους ισχυρισμούς του ενώπιον του δικαστηρίου - (΄Αρθρο 30.3(β) του Συντάγματος) - ελευθερία η οποία εξυπακούει και το δικαίωμα εκπροσώπησης διαδίκου κατά τη δική του επιλογή και βούληση.

Πώς χωρεί διαφοροποίηση των επιδίκων θεμάτων, που αντιμετωπίζονται σ' αυτή την έφεση από εκείνα που επιλύθηκαν στην Κιττής, (ανωτέρω), δεν εξειδικεύεται με αναφορά στα γεγονότα των δύο υποθέσεων ή σε οποιοδήποτε άλλο παράγοντα. Διάκριση μεταξύ των δύο θα ήταν αυθαίρετη.

Στην αγόρευσή του (περίγραμμα) ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων παραπέμπει, πρώτο, στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου - Raftopoulos and Others v. Theocharides and Others (1974) J.S.C. 496 - ο λόγος της οποίας δεν ενέχει δέσμευση για το Ανώτατο Δικαστήριο, και δεύτερο, στην υπόθεση Κ. Φιλελευθέρων κ.ά. ν. ΡΙΚ (1989) 3 Α.Α.Δ. 196 (Τόμος Β), στην οποία γίνεται ιστορική αναφορά στο γεγονός ότι, πριν την έγερση της προσφυγής, εξασφαλίστηκε διάταγμα εκπροσώπησης, χωρίς όμως το βάσιμο του διατάγματος να εξεταστεί, ή η ερμηνεία της Δ.9, θ.9, να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής θεώρησης. ΄Εγινε, επίσης, αναφορά από τους εφεσίβλητους σε αγγλικές αποφάσεις, ερμηνευτικές της Δ.16, θ.9, των παλαιών Αγγλικών Θεσμών, η οποία έχει όμοιο αντικείμενο όπως και η Δ.9, θ.9, των Κυπριακών Θεσμών, πλην το κείμενό της διαφέρει σε ουσιώδη σημεία από εκείνο του αντίστοιχου κυπριακού θεσμού, όπως υποδεικνύεται στην απόφαση του Εφετείου στην Πολιτική ΄Εφεση 10268, (ανωτέρω).

Δεν έχει υποδειχθεί οποιαδήποτε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο λόγος της οποίας να συγκρούεται με την Πολιτική ΄Εφεση 10268, ή να έρχεται σε αντίθεση προς αυτή άμεσα ή έμμεσα, και, εξ όσων είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε, δεν υπάρχει τέτοια απόφαση. Ακόμα σημαντικότερο, δεν έχει προβληθεί λόγος ή οποιαδήποτε αιτιολογία, η οποία να δικαιολογεί απόκλιση από το λόγο της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολιτική ΄Εφεση 10268.

Πότε δικαιολογείται, ή μπορεί να χωρήσει απόκλιση από το λόγο δικαστικής απόφασης, αποτέλεσε το αντικείμενο πολλών δικαστικών αποφάσεων, οι πλείστες από τις οποίες αναθεωρήθηκαν και ο λόγος τους αποτυπώνεται στη Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315.

Κρίνουμε την απόφαση στην Πολιτική ΄Εφεση 10268 δεσμευτική και το λόγο της καθοριστικό για την αποδοχή της ενώπιόν μας έφεσης, η οποία γίνεται δεκτή. Το Διάταγμα, το οποίο προσβάλλεται παραμερίζεται.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ του εφεσείοντος, κατ' έφεση και πρωτοδίκως.

 

 

 

 

Π.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο