ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 1 ΑΑΔ 1776
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10651.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Δ.Μεταξύ:
Μιλτιάδη Μιλτιάδους,
Εφεσείοντα
και
΄Αριστου Χ" Στεφάνου,
Εφεσίβλητου.
___________________
3 Νοεμβρίου, 2000
.Για τον εφεσείοντα: Στ. Ερωτοκρίτου (κα.).
Για τον εφεσίβλητο: Κ. Δημητριάδης.
___________________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Δικαστής Π. Καλλής.
___________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
: Στις 17.4.96 ο εφεσείων-εναγόμενος (ο εφεσείων) οδηγούσε το αυτοκίνητο του στην οδό Ετεοκλέους στον ΄Αγιο Δομέτιο. Συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου-ενάγοντα (ο εφεσίβλητος) ενώ αυτό οδηγείτο από τη σύζυγο του εφεσίβλητου στην οδό Ροτσίδη με κατεύθυνση την οδό Ετεοκλέους. Η σύγκρουση έλαβε χώραν κοντά στη διασταύρωση των δύο οδών. Σαν αποτέλεσμα της σύγκρουσης το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου υπέστει ζημιές για τις οποίες θεώρησε υπεύθυνο τον εφεσείοντα. Με σχετική αγωγή του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου καταλόγισε αμέλεια στον εφεσείοντα και αξίωσε ποσό της τάξεως των £910.76.Ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι η επίδικη σύγκρουση "ωφείλετο στην αποκλειστική και/ή συντρέχουσα αμέλεια της συζύγου του εφεσίβλητου και/ή στην υπ΄αυτής παράβαση των νομίμων καθηκόντων της". Με την απάντηση του στην υπεράσπιση ο εφεσίβλητος αρνήθηκε το περιεχόμενο της υπεράσπισης. Ωστόσο, διαζευκτικά και "άνευ βλάβης" των σχετικών ισχυρισμών του, ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε "ότι είναι εκ προστήσεως υπεύθυνος για τις τυχόν πράξεις και/ή παραλείψεις της οδηγού του αυτοκινήτου του και/ή για την τυχόν ευθύνη που φέρει για το εν λόγω δυστύχημα" και/ή συγκατατέθηκε "όπως από το ποσόν που θα του επιδικαστεί από το δικαστήριο επί πλήρους ευθύνης να του αφαιρεθεί η αναλογία της τυχόν ευθύνης της οδηγού του αυτοκινήτου του".
Κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας οι δικηγόροι των δύο πλευρών εδήλωσαν ότι οι ζημιές επί πλήρους ευθύνης είναι ΛΚ800 και άφησαν το θέμα των τόκων στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Συμφώνησαν, επίσης, και εδήλωσαν ενώπιον του Δικαστηρίου "ότι αν βρεθεί υπεύθυνος για το ατύχημα η οδηγός του SK25, ιδιοκτησία του εφεσίβλητου, τότε ο εφεσίβλητος θα είναι εκ προστήσεως υπεύθυνος".
Το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε τη μαρτυρία του αστυνομικού που είχε διερευνήσει το ατύχημα και τη μαρτυρία της συζύγου του εφεσίβλητου καθώς και τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Σε σχέση με τη μαρτυρία της συζύγου του εφεσίβλητου το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε:
"Η ΜΕ2 μου έκαμε επίσης καλή εντύπωση. Δεν έχω όμως πεισθεί, από την μαρτυρία της, ότι έλεγξε την τροχαία κίνηση προτού εισέλθει στον κύριο δρόμο και ότι ο δρόμος ήταν ελεύθερος. Σύμφωνα με την κατάθεση του ΜΕ1 η ορατότητα της ΜΕ2 από το σημείο ΑΛΤ προς τα αριστερά της ήταν πέραν των 200 μ. και εάν αυτή έλεγχε το δρόμο θα ήταν σε θέση να αντιληφθεί τον εναγόμενο προτού η ίδια εισέλθει στον κύριον δρόμο."
Αναφορικά με τη μαρτυρία του εφεσείοντα και ειδικά τον ισχυρισμό του ότι δεν μπορούσε να πορευθεί στην αριστερή πλευρά του δρόμου καθότι υπήρχε σταθμευμένο αυτοκίνητο το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε:
"Το σταθμευμένο αυτοκίνητο όμως απείχε 20 και πλέον μέτρα από το σημείο που ο εναγόμενος άρχισε να εφαρμόζει τα φρένα του και 7.60 μ. από το σημείον της σύγκρουσης. ΄Οπως είναι δε τοποθετημένο το σταθμευμένο αυτοκίνητο επί του σχεδιαγράμματος φαίνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτού είναι στο παγκέττο και ως εκ τούτου δεν δέχομαι τον ισχυρισμό ότι δεν μπορούσε να πορευθεί πιο αριστερά και να αποφύγει την σύγκρουση."
Μετά την πιο πάνω αξιολόγηση της μαρτυρίας το πρωτόδικο δικαστήριο συνέχισε ως εξής:
"Με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία κρίνω ότι τα αληθινά γεγονότα έχουν ως ακολούθως:
Την 17.4.96 και η ώρα 1.30 μμ περίπου ο εναγόμενος επορεύετο επί της οδού Ετεοκλέους στη δεξιά πλευρά του δρόμου σε απόσταση 1.50 μ. από την άκρη του δρόμου. Κατά τον ίδιον χρόνο η ΜΕ2 επορεύετο επί της οδού Ροτσίδη που είναι πάροδος της οδού Ετεοκλέους. ΄Οταν η ΜΕ2 έφτασε στο ΑΛΤ της οδού Ροτσίδη σταμάτησε και προχώρησε με αργή ταχύτητα για να στρίψει αριστερά στην οδόν Ετεοκλέους. ΄Οταν επροχώρησε πολύ λίγο, 7-8 μ. περίπου, αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο του εναγομένου που ερχόταν καταπάνω της και σταμάτησε το αυτοκίνητο της για να αποφύγει τη σύγκρουση. Ο εναγόμενος αντιλήφθηκε την παρουσία της ΜΕ2 όταν απείχε 13 και πλέον μέτρα από το αυτοκίνητο της. ΄Οταν την αντιλήφθηκε εφάρμοσε τα φρένα του χωρίς όμως να καταφέρει να αποφύγει την σύγκρουση.
.................................. .................................................. ............
Στη συγκεκριμένη περίπτωση πιστεύω ότι ο εναγόμενος δεν είχε την προσοχή του στραμμένη στο δρόμο καθότι αν την είχε θα ήταν σε θέση να αντιληφθεί την παρουσία της ΜΕ2 έγκαιρα και να ελάμβανε προληπτικά μέτρα. Ο εναγόμενος θα μπορούσε να ελάττωνε την ταχύτητα του πιο έγκαιρα και να επορεύετο αριστερότερα."
Ακολούθως το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο μπορεί να αποδοθεί ευθύνη στον ενάγοντα "ως εκ προστήσεως υπευθύνου για τις πράξεις και/ή παραλείψεις της συζύγου του" - ΜΕ2 - και κατέληξε ως εξής:
"Η ΜΕ2 δεν ήταν διάδικος στην παρούσα υπόθεση και ως εκ τούτου δεν μπορώ να εξετάσω κατά πόσον ευθύνεται για το ατύχημα. Συνεπακόλουθα ούτε στον ενάγοντα μπορώ να αποδώσω οποιονδήποτε ποσοστόν ευθύνης ως εκ προστήσεως υπεύθυνου για το ατύχημα, παρά την δήλωση των δικηγόρων που έγινε κατά την έναρξη της διαδικασίας."
Σαν αποτέλεσμα της πιο πάνω κατάληξης του το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου για ολόκληρο το ποσόν των Λ.Κ.800 "πλέον τόκον προς 8% ετησίως από 27.3.97, ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής, μέχρι εξοφλήσεως πλέον έξοδα".
Η έφεση
.Η παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να προβεί σε εύρημα για την εκ προστήσεως ευθύνη έχει αμφισβητηθεί με ένα από τους λόγους της έφεσης. Υποστηρίχθηκε ότι η παράλειψη ήταν εσφαλμένη γιατί,
(α) δεν ήταν αναγκαίο να ήταν διάδικος στην αγωγή η σύζυγος του εφεσίβλητου για να προβεί το δικαστήριο σε σχετικό εύρημα
(β) έγινε κοινή δήλωση ότι η ευθύνη της συζύγου θα εδέσμευε τον εφεσίβλητο, και
(γ) στην απάντηση στην υπεράσπιση "γίνεται παραδεκτόν πως ο ενάγων
ήτο εκ προστήσεως υπεύθυνος για την ΜΕ2".
Προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:
Κατά πόσο η αξίωση του εφεσίβλητου μπορεί να μειωθεί κατά το ποσοστό της ευθύνης της συζύγου του - οδηγού του αυτοκινήτου του - έστω και αν η τελευταία δεν είναι διάδικος.
Το υπό εξέταση θέμα το πραγματεύεται ως ακολούθως ο Charlesworth & Percy on Negligence, 7η έκδοση, στην παραγ. 3-27
:"Doctrine of identification. In a negligence action the defendant may be in a position to allege, as a partial defence available to him, the contributory negligence of some third party, in respect of whom the plaintiff can effectively be identified in one way or another.
In practice the most frequent of these situations to be met are in those cases where a plaintiff is vicariously liable for any causal negligence of his servant or agent. For example, where a master's property was entrusted to his servant and was damaged, as a combined result of the negligence of the defendant and such servant, the master's claim would now be reduced by apportionment, according to the extent of his servant's fault .............................................".
Σε μετάφραση
:"
Στην πρακτική η πιο συχνή από αυτές τις καταστάσεις που συναντούμε ανήκει σε εκείνες τις υποθέσεις όπου ο ενάγων είναι εκ προστήσεως υπεύθυνος για οποιαδήποτε αιτιώδη αμέλεια του υπηρέτη ή του αντιπροσώπου του. Για παράδειγμα όπου η περιουσία του κυρίου ανατέθηκε στον υπηρέτη του και υπέστει ζημιά, λόγω του συνδυασμένου αποτελέσματος της αμέλειας του εναγομένου και του υπηρέτη, η αξίωση του κυρίου θα μειωθεί δυνάμει καταμερισμού σύμφωνα με την έκταση της ευθύνης του υπηρέτη."
Στη Hji Soteriou v. Savva (1973) 1 C.L.R. 135, 136, 137 το θέμα τέθηκε ως εξής:
"The question whether the respondent's son has contributed, by any negligence on his part, to the collision cannot arise in the appeal, because, as it was neither pleaded nor has it been proved by evidence that, at the material time, the son of the respondent was driving his father's car as his servant or agent or for his parent's purposes, the 'doctrine of identification' - as it is sometimes described in relation to the issue of contributory negligence, when the car of one person is driven by another (see Hewitt v. Bonvin and Another (1940) 1 K.B. 188, and Clerk and Lindsell on Torts, 13th ed., p. 587, paragraph 995) - cannot, in any event, come into operation, in the present instance."
Σε μετάφραση
:"Το κατά πόσο ο υιός του εφεσίβλητου έχει συνεισφέρει, με οποιαδήποτε αμέλεια εκ μέρους του, στην σύγκρουση δεν μπορεί να εγερθεί στην παρούσα έφεση, γιατί εφόσο δεν έχει εγερθεί στα δικόγραφα ούτε έχει αποδειχθεί με μαρτυρία ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο ο υιός του εφεσίβλητου οδηγούσε το αυτοκίνητο του πατέρα του ως υπηρέτης ή αντιπρόσωπος του ή για τους σκοπούς του πατέρα του 'το δόγμα της αναγνώρισης' - όπως κάποτε αποκαλείται σε σχέση με το θέμα της συντρέχουσας αμέλειας, οσάκις το αυτοκίνητο ενός προσώπου οδηγείται από άλλο (βλ.
Hewitt v. Bonvin and Another (1940) 1 K.B. 188, και Clerk and Lindsell on Torts, 13th ed., p. 587, paragraph 995) δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να τεθεί σε εφαρμογή, στην παρούσα περίπτωση."
Στη θεμελιακή υπόθεση
Hewitt (πιο πάνω) κρίθηκε ότι εφόσο ο υιός δεν οδηγούσε το αυτοκίνητο ως υπηρέτης ή αντιπρόσωπος του πατέρα του ή για τους σκοπούς του πατέρα του ο τελευταίος δεν ήταν υπεύθυνος για την αδικοπραγία του υιού του.Από τη νομολογία στην οποία έχουμε αναφερθεί προκύπτει σαφώς ότι δεν είναι ανάγκη να είναι διάδικος ο οδηγός του αυτοκινήτου. Αυτό που πρέπει να αποδειχθεί είναι ότι ο οδηγός είχε την ιδιότητα του υπηρέτη ή αντιπροσώπου του ενάγοντα ή οδηγούσε για τους σκοπούς του τελευταίου. Στην παρούσα υπόθεση αυτή η προϋπόθεση έχει ικανοποιηθεί με την πιο πάνω παραδοχή του εφεσίβλητου η οποία περιέχεται στην απάντηση του στην υπεράσπιση του και με τη δήλωση του ενώπιον του δικαστηρίου. Η σχετική παραδοχή του εφεσίβλητου δεν είχε ποτέ ανακληθεί και επομένως δεσμεύεται από αυτή (Βλ. CYBARCO LTD κ.α. ν. RAWNSELLO TRADING COMPANY LTD, Πολιτική ΄Εφεση 10256/6.5.99
).Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι ο καταμερισμός ευθύνης στην οδηγό του αυτοκινήτου - σύζυγο του εφεσίβλητου - δε δημιουργεί οποιαδήποτε ευθύνη ή οικονομική υποχρέωση στην ίδια. Ούτε και επενεργεί ως δεδικασμένο εις βάρος της γιατί το δεδικασμένο επενεργεί μεταξύ των διαδίκων σε μια αγωγή.
Για τους πιο πάνω λόγους θεωρούμε ότι το ποσό που επιδικάσθηκε στον εφεσίβλητο μπορούσε να μειωθεί κατά το ποσοστό της ευθύνης της συζύγου του.
Ποιό είναι τώρα το ποσοστό της ευθύνης της συζύγου του εφεσίβλητου;
Με τους υπόλοιπους λόγους της έφεσης ο εφεσείων διατείνεται ότι το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου "ότι ο εφεσείων ενείχετο για το ατύχημα και/ή ότι ήτο εξ ολοκλήρου υπεύθυνος είναι λανθασμένο και δεν δικαιολογείται από τα πιο κάτω ευρήματα στα οποία κατέληξε:
(α) ΄Οτι η ΜΕ2 δεν έλεγξε την τροχαία κίνηση προτού εισέλθει στον κύριο
δρόμο.
(β) Ο δρόμος δεν ήτο ελεύθερος.
(γ) Η ορατότητα προς τα αριστερά της ήταν πέραν των 200 μ. και εάν
αυτή ήλεγχε το δρόμο θα ήτο σε θέση να αντιληφθεί τον εφεσείοντα
προτού η ίδια εισέλθει στον κύριο δρόμο.
(δ) ΄Οτι ο εφεσείων επορεύετο επί της οδού Ετεοκλέους στη δεξιά
πλευρά του δρόμου.
(ε) ΄Οτι όταν η ΜΕ2 διήνυσε 7-8 μ. εντός του κυρίου δρόμου ο
εναγόμενος απείχε 13 και πλέον μέτρα από το αυτοκίνητο της.
Ο εφεσείων υποστήριξε, επίσης, ότι το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν ειχε την προσοχή του στραμμένη στον δρόμο καθότι αν την είχε θα ήταν σε θέση να αντιληφθεί την παρουσία της ΜΕ2 έγκαιρα και να ελάμβανε προληπτικά μέτρα και ότι ο εφεσείων θα μπορούσε να ελάττωνε την ταχύτητα του πιο έγκαιρα και να επορεύετο αριστερότερα είναι λανθασμένο διότι:
(ι) Το πιο πάνω εύρημα συνιστά εικασίαν, υπόθεση και είναι αόριστον και
δεν δικαιολογείται από την πραγματική μαρτυρία.
(ιι) Από την αντίδραση του εφεσείοντα απεδείχθη πως αντελήφθη την
ΜΕ2 όταν εκκίνησεν από το ΑΛΤ γι΄ αυτό και αντέδρασε χρησιμο-
ποιώντας τα φρένα του.
(ιιι) Καμιά μαρτυρία δεν υπάρχει ότι όταν η ΜΕ2 εξήρχετο από την πάροδο,
ο εφεσείων ήτο σε απόσταση μεγαλύτερη του μήκους των φρένων πλέον
της απαιτούμενης απόστασης για αντίδραση (thinking distance).
Τα ευρήματα του δικαστηρίου τα οποία παρατίθενται στις παραγ. (α), (β) (γ) και (ε) πιο πάνω σχετίζονται κυρίως με το θέμα της ευθύνης της συζύγου του εφεσίβλητου, το οποίο θα μας απασχολήσει σε μεταγενέστερο στάδιο.
Τα όσα αναφέρονται προς υποστήριξη του επόμενου λόγου της έφεσης ευσταθούν με εξαίρεση τη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το όχημα του εφεσείοντα θα μπορούσε να επορεύετο αριστερότερα. Πράγματι ο εφεσείων αντέδρασε αμέσως χρησιμοποιώντας τα φρένα του. Ωστόσο η σχετική εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου του εφεσείοντα παραγνωρίζει ότι στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο, μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας, δεν δέχθηκε τη θέση του εφεσείοντα ότι "δεν μπορούσε να πορευθεί πιό αριστερά και να αποφύγει τη σύγκρουση". Το συμπέρασμα αυτό του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο σχετίζεται με την αξιοπιστία του εφεσείοντα, δεν έχει προσβληθεί. Παραμένει, επομένως, άτρωτο. Αποτελεί, κατά την άποψη μας, το μόνο λόγο για τον οποίο μπορεί να
θεμελιωθεί εύρημα αμέλειας εναντίον του εφεσείοντα.
Ερχόμαστε τώρα στο θέμα της συντρέχουσας αμέλειας της συζύγου του εφεσίβλητου. Παρά την ανυπαρξία σχετικού ευρήματος από το πρωτόδικο δικαστήριο θεωρούμε ότι υπάρχει ενώπιον μας το απαραίτητο υλικό για επίλυση του θέματος. Εφόσο το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αξιολογήσει την ενώπιον του μαρτυρία και έχει προβεί σε πρωτογενή ευρήματα το Εφετείο έχει την ίδια δυνατότητα ή ευχέρεια όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα με βάση τα ευρήματα εκείνα (Βλ.
Adem v. Mevlid (1963) 2 C.L.R. 3, Kartambi and Others v. Alfa Shoe Factory and Others (1968) 1 C.L.R. 324, Athanassiou v. Attorney-General (1969) 1 C.L.R. 160, Cyprus Wines Association Ltd v. Georghiou (1970) 1 C.L.R. 246, General Biscuit Co. v. HadjiKyriakos (1980) 1 C.L.R. 80 και Bullows v. Νεοφύτου κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 41). Περαιτέρω τέτοια δυνατότητα προσφέρεται και από το άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίου Νόμου, 1960 (Ν 14/60 όπως έχει τροποποιηθεί) και από τη Δ.35 θ.8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.Λαμβάνουμε υπόψη τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ιδιαίτερα λαμβάνουμε υπόψη ότι η σύζυγος του εφεσίβλητου οδηγούσε σε πάροδο με ορατότητα πέραν των 200 μ. προς τον κύριο δρόμο και δεν έλεγξε την τροχαία κίνηση προτού εισέλθει στον κύριο δρόμο. Σε σχέση με τον εφεσείοντα λαμβάνουμε υπόψη ότι οδηγούσε στη δεξιά πλευρά του δρόμου ενώ πλησίαζε πάροδο παρόλο ότι του παρεχόταν η δυνατότητα να οδηγήσει αριστερότερα την οποία δεν αξιοποίησε.
΄Εχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω θεωρούμε ότι η ευθύνη για τη σύγκρουση βαρύνει κατά 75% τη σύζυγο του εφεσίβλητου και κατά 25% τον εφεσείοντα. ΄Επεται πως το ποσό το οποίο έχει επιδικασθεί υπέρ του εφεσίβλητου πρέπει να μειωθεί κατά τα 75% ήτοι κατά £600.
Ακολουθεί πως ο εφεσίβλητος δικαιούται σε απόφαση για το ποσό των £200 το οποίο του επιδικάζουμε με τόκο προς 8% ετησίως από 27.3.97 - ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής - μέχρι την εξόφληση.
Τα έξοδα της έφεσης θα βαρύνουν τον εφεσίβλητο. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα βαρύνουν τον εφεσείοντα στην κλίμακα που εφαρμόζεται για το ποσό των £200.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα όπως πιο πάνω.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.