ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 1 ΑΑΔ 1855
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10504
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΚΡΑΜΒΗ, ΔΔ.
ΣΚΥΡΟΠΟΙΙΑ ΛΕΩΝΙΚ ΛΤΔ, από τη Λευκωσία,
Εφεσειόντες-εναγ όμενοι,
- ν -
Παναγιώτη Παπαδόπουλου, από το Στρόβολο,
Εφεσίβλητου-ενάγοντα.
- - - - - -
22 Νοεμβρίου, 2000
.Για τους εφεσείοντες: κ. Δ. Λυκούργος.
Για τον εφεσίβλητο: κ. Α. Παναγιώτου.
- - - - - -
ΠΙΚΗΣ, Π
.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Δικαστής Α. Κραμβής.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ
.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, καταλόγισε στους εφεσείοντες αποκλειστική ευθύνη για ατύχημα που συνέβη στο λατομείο τους στο Μιτσερό με θύμα τον εφεσίβλητο.Ο εφεσίβλητος, ο οποίος είναι επαγγελματίας οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου, προσλήφθηκε στην υπηρεσία των εφεσειόντων τον Φεβρουάριο 1993 και εργαζόταν στο λατομείο ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου. Το λατομείο βρίσκεται σε ύψωμα. Η μεταφορά του υλικού από τα σημεία εξόρυξης προς το μέρος της επεξεργασίας, γινόταν με φορτηγά αυτοκίνητα μέσω χωμάτινου δρόμου. Στα σημεία στροφής, από το ένα διάζωμα προς το άλλο, ο δρόμος παρουσίαζε κλίση. Σύμφωνα με αναντίλεκτη μαρτυρία, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες δούλευαν τα φορτηγά στο χώρο του λατομείου ήταν σκληρές, με αποτέλεσμα, να προκαλούνται περισσότερες φθορές στα οχήματα.
Στις 21.10.93 το φορτηγό που οδηγούσε ο εφεσίβλητος έπαθε βλάβη και οι εφεσείοντες του έδωσαν το αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής CK 293 για να συνεχίσει την εργασία του. Επρόκειτο για ένα παμπάλαιο φορτηγό που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν ως εφεδρικό. Οταν ο εφεσίβλητος οδήγησε το εν λόγω φορτηγό, διαπίστωσε ότι παρουσίαζαν πρόβλημα το κιβώτιο ταχυτήτων και το σύστημα φρένων. Ανέφερε το γεγονός στο μηχανικό και στον επιστάτη των εφεσειόντων και το φορτηγό οδηγήθηκε στο μηχανουργείο του λατομείου για επιδιόρθωση.
Στις 25.10.93, ο εφεσίβλητος άρχισε την εργασία του με το φορτηγό που οδηγούσε συνήθως
. γρήγορα όμως, διαπίστωσε την ύπαρξη βλάβης και το οδήγησε ξανά πίσω στο μηχανουργείο. Ο επιστάτης του υπέδειξε να οδηγήσει το εφεδρικό μέχρι να επιδιορθωθεί η βλάβη του δικού του, ο δε μηχανικός, του είπε ότι είχε αντικαταστήσει τα φρένα του εφεδρικού φορτηγού με άλλα μεταχειρισμένα. Ο εφεσίβλητος πήρε ξανά το εφεδρικό CK 293 και όταν το οδήγησε, διαπίστωσε πως εξακολουθούσαν να υπάρχουν τα ίδια προβλήματα στο κιβώτιο ταχυτήτων και στο σύστημα των φρένων που καθιστούσαν δύσκολο το συγκράτημα του φορτηγού στο κατήφορο. Ο εφεσίβλητος ανέφερε το πρόβλημα στο μηχανικό, εκείνος όμως, του είπε να συνεχίσει την εργασία του με το εφεδρικό μέχρι το μεσημέρι που θα ήταν έτοιμο το δικό του αυτοκίνητο.Γύρω στις 3.00 μ.μ. της ίδιας ημέρας (25.10.1993) ενώ ο εφεσίβλητος οδηγούσε αργά το εφεδρικό αυτοκίνητο στη στροφή του δεύτερου διαζώματος προς το πρώτο με τη δεύτερη ταχύτητα, γιατί η πρώτη ταχύτητα δεν εφάρμοζε και κάνοντας παράλληλα χρήση των φρένων του οχήματος, το αυτοκίνητο, "πέταξε" τη δεύτερη ταχύτητα με αποτέλεσμα να προκληθεί αύξηση της ταχύτητας του ένεκα της κατωφέρειας. Ο εφεσίβλητος προσπάθησε να επαναφέρει τη δεύτερη ταχύτητα και να συγκρατήσει το αυτοκίνητο με τα φρένα αλλά η προσπάθεια απέβη άκαρπη. Το σύστημα ταχυτήτων δεν λειτούργησε καθόλου ούτε και το σύστημα φρένων λειτούργησε ικανοποιητικά. Στα αριστερά υπήρχε γκρεμός και στα δεξιά όχθος. Ο κίνδυνος να πέσει το αυτοκίνητο στο γκρεμό ήταν ορατός και για να αποφύγει το χειρότερο, αποφάσισε να οδηγήσει το φορτηγό στον όχθο με προοπτική να ακινητοποιηθεί. Το φορτηγό προσέκρουσε στον όχθο και έγειρε ακινητοποιημένο στην αριστερή πλευρά. Ο εφεσίβλητος τραυματίστηκε σοβαρά. Με την αγωγή που κίνησε εναντίον των εφεσειόντων τους απέδωσε ευθύνη για το δυστύχημα και διεκδίκησε αποζημιώσεις.
Οι αποζημιώσεις συμφωνήθηκαν πριν από την ακρόαση και έτσι το μόνο επίδικο ζήτημα ήταν η διάγνωση και ο επιμερισμός της ευθύνης. Οπως έχει προαναφερθεί, η ευθύνη καταλογίστηκε εξ ολοκλήρου στους εφεσείοντες. Με την έφεση, αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και επιδιώκουν την ανατροπή της. Οι εφεσείοντες προώθησαν τους λόγους έφεσης Α και Δ. Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης έχουν εγκαταληφθεί. Παραθέτουμε αυτούς που εξετάζουμε:
"Α. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απεφάσισε ή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Εναγόμενοι - Εφεσείοντες είχαν οποιοδήποτε ποσοστό ευθύνης και εσφαλμένα τους κατελόγισε ευθύνη για τον λόγο ότι αφ΄ ενός το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποδεχθεί πλήρως την μαρτυρία του Μ.Ε.2 υπογραμμίζοντας ότι ο μάρτυρας έκανε καλή εντύπωση, απαντούσε με ειλικρίνεια, αντικειμενικότητα, αξιοπιστία και δεν κλονίστηκε σε οποιοδήποτε σημείο κατά την αντεξέταση, ενώ αφετέρου το Δικαστήριο παρέλειψε να αναφερθεί σε ουσιαστικές για την υπόθεση των Εναγομένων - Εφεσειόντων πτυχές της μαρτυρίας του Μ.Ε.2 οι οποίες είναι, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθες:
1. Στοιχεία που δόθηκαν και είναι σχετικά με την γενική κατάσταση του φορτηγού οχήματος CK 293.
2. Περιγραφή της καλής κατάστασης των μεταχειρισμένων φρένων (παπούτσα) που χρησιμοποιήθηκαν για επιδιόρθωση του οχήματος CK 293.
3. Θεωρητική αναφορά στην πιθανότητα να δημιουργηθεί μικρό κενό το οποίο να εμποδίζει την πλήρη εφαρμογή μεταξύ των δύο μερών των φρένων (παπούτσα και φλάντζα) αλλά δεν δόθηκε θετική μαρτυρία για την ύπαρξη ενός τέτοιου κενού.
4. Την περιγραφή των βελτιώσεων στις οποίες προέβαιναν οι Εναγόμενοι - Εφεσείοντες στα φορτηγά οχήματα που λειτουργούσαν στο εργοτάξιό τους.
5. Το τμήμα της μαρτυρίας από την αντεξέταση του Μ.Ε.2 το οποίο αναφέρεται στον τακτικό μηχανικό έλεγχο των φορτηγών οχημάτων των Εναγομένων-Εφεσειόντων.
Δ. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έδωσε βαρύτητα στην μαρτυρία του Μ.Υ.1 ο οποίος ήταν ο μόνος ο οποίος εξέτασε το όχημα CK 293 μετά το δυστύχημα και, μεταξύ άλλων, δήλωσε ότι το σύστημα ασφάλειας "αεροστοππερ" είχε ενεργοποιηθεί."
Καθίσταται πρόδηλο ότι επιδιώκεται η επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή διαπιστώσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου που αφορούν την αξιοπιστία των μαρτύρων καθώς και διαπιστώσεων επί των γεγονότων της υπόθεσης. Τέτοια επέμβαση θα εδικαιολογείτο μόνο αν διαπιστώναμε παρέκκλιση του πρωτόδικου δικαστηρίου από το έργο του. Καθιερώθηκε νομολογιακά ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η διατύπωση ευρημάτων είναι έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου και ότι μόνο στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται ότι η αξιολόγηση είναι εσφαλμένη η ανεπαρκής ή τα ευρήματα είναι αβάσιμα δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.
Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχουμε διαπιστώσει την ύπαρξη οποιουδήποτε λάθους που να δικαιολογεί τη δική μας επέμβαση. Η μαρτυρία αξιολογήθηκε προσεκτικά όπως και η αξιοπιστία των μαρτύρων. Τα ευρήματα επί των γεγονότων της υπόθεσης είναι από κάθε άποψη σωστά εφόσον τούτα συνάδουν με τα πρωτογενή γεγονότα.Η πρώτη σημαντική διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ότι η γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος ήταν η κατά τον κρίσιμο χρόνο της οδήγησης, κάτω από τις συνθήκες που εξέθεσε ο εφεσίβλητος, εκδηλωθείσα δυσλειτουργία δύο βασικών συστημάτων λειτουργίας του οχήματος ήτοι, των φρένων και των ταχυτήτων τα οποία, καθώς είναι γνωστό, συνδέονται άμεσα με το θέμα της ασφαλούς οδήγησης.
Καθόσον αφορά τις αιτίες που αντιστοίχως προκάλεσαν τη δυσλειτουργία των εν λόγω συστημάτων, η πρωτόδικος δικαστής μολονότι συζητά το θέμα, στο τέλος διαπιστώνει ότι αδυνατεί να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα με βάση την υπάρχουσα μαρτυρία. Οι εξηγήσεις που η δικαστής δίδει αναφορικά με αυτή την αδυναμία είναι σωστές και δικαιολογούν πλήρως την κατάληξη. Διαπιστώνουμε και εμείς ότι τα στοιχεία μαρτυρίας που είχε η πρωτόδικος δικαστής ενώπιον της πράγματι δεν παρείχαν δυνατότητα εξαγωγής ασφαλούς συμπεράσματος αναφορικά με αυτή τη πτυχή του θέματος.
Η δεύτερη βασική διαπίστωση, η οποία συνδέεται με την πρώτη, είναι ότι η δυσλειτουργία στο σύστημα ταχυτήτων και στο σύστημα των φρένων δεν οφειλόταν σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη του εφεσίβλητου.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι εφεσείοντες είχαν πλέον το βάρος να αποδείξουν ότι δεν ευθύνονταν για το δυστύχημα. Εδώ κάνουμε παρένθεση για να υπενθυμίσουμε ότι οι πιο πάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου στηρίχθηκαν, κατά κύριο λόγο, στη μαρτυρία του εφεσίβλητου η οποία αξιολογήθηκε ως αξιόπιστη, κρίση που δεν έχει αμφισβητηθεί με την έφεση. Συνεπώς, η μαρτυρία του εφεσίβλητου αναφορικά με τις συνθήκες του δυστυχήματος και για ό,τι είχε προηγηθεί αναφορικά με τη μηχανική κατάσταση του φορτηγού CK 293 πρέπει να θεωρείται ότι αποτελεί το ουσιώδες μέρος του όλου φάσματος των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης.
Επομένως, οι εφεσείοντες είχαν καθήκον κάτω από αυτές τις περιστάσεις να αποδείξουν ότι με βάση όλες τις συνθήκες που γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν, έλαβαν όλα τα αναγκαία μέτρα για την αποφυγή του δυστυχήματος. Βλ.
Henderson v. Jenkins & sons and Another (1969) 3 All E.R. 756 και Costas Demou and Another v. Toulla Evdoka Roussou and others (1974) 1 CLR 219.Οι εφεσείοντες, μολονότι γνώριζαν σε ποια άθλια μηχανική κατάσταση βρισκόταν το συγκεκριμένο φορτηγό, παρέλειψαν να ελέγξουν το σύστημα φρένων και το σύστημα ταχυτήτων τα οποία συνεχώς παρουσίαζαν πρόβλημα δυσλειτουργίας και να προβούν στις αναγκαίες επιδιορθώσεις καθιστώντας το όχημα ασφαλές κατά την οδήγηση. Και ενώ υπήρχε η γνωστή σ΄ αυτούς
κατάσταση, ζήτησαν από τον εφεσίβλητο να χρησιμοποιεί το φορτηγό αδιαφορώντας για την προσωπική του ασφάλεια. Η παράλειψη των εφεσειόντων να διατηρούν το αυτοκίνητο σε καλή μηχανική κατάσταση έτσι ώστε να διασφαλίζεται από αυτή την άποψη η προϋπόθεση της ασφαλούς οδήγησης, συνιστά παράλληλα και παράλειψη εκπλήρωσης του καθήκοντος που βαρύνει τον κάθε εργοδότη προς τον εργοδοτούμενο του για παροχή ασφαλών μέσων εργασίας και γενικά την καθιέρωση ασφαλούς συστήματος εργασίας στο μέρος όπου οι εργαζόμενοι προσφέρουν την εργασία τους.Η αδιαφορία που στην προκείμενη περίπτωση επέδειξαν οι εφεσείοντες προδιαγράφει και το βαθμό της αμέλειας τους ενώ, τα ίδια τα γεγονότα θεμελιώνουν την παράλειψή τους να εκπληρώσουν το καθήκον τους προς τον εργοδοτούμενο τους εφεσίβλητο για παροχή ασφαλούς μέσου εργασίας. Βλ. United Brick Works Ltd v. Ευαγγέλου (1992) 1 ΑΑΔ 123.
Καταλήγουμε πως δεν δικαιολογείται επέμβασή μας στις διαπιστώσεις και την κατάληξη του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
B>
Π.Δ.
Δ.
ΣΦ.